«Οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό και ενθουσιασμό για την άγρια πανίδα και ενδιαφέρονταν για τη διατήρησή της, κάτι το οποίο το εξέφραζαν στον χαρακτήρα της θεότητας Άρτεμης και των περιορισμών θήρας μέσω θρησκευτικών κανονισμών. Συνάμα θεωρούσαν τη θήρα ως μια ωφέλιμη και αξιέπαινη δραστηριότητα».
Πρόκειται για ένα από τα βασικά συμπεράσματα εργασίας, η οποία ανιχνεύει τις προσεγγίσεις των αρχαίων Ελλήνων στη διατήρηση της πανίδας και στη δραστηριότητα της θήρας ή κοινώς του κυνηγίου. Συντάκτες αυτής της εργασίας είναι ο Περικλής Μπίρτσας, αναπληρωτής καθηγητής στο ΤΕΙ Θεσσαλίας και ο δρ Χρήστος Σώκος, θηραματολόγος από τη Διεύθυνση Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας και Θράκης. Πώς φτάσαμε όμως στη συλλογή στοιχείων και στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα;
«Οι πρόγονοί μας άφησαν πολλές παρακαταθήκες, αναδεικνύοντας την Ελλάδα λίκνο του πολιτισμού και της ανθρώπινης διανόησης, μας άφησαν αρχαία μνημεία, αλλά κυρίως σκέψη, λογική και φιλοσοφία για κάθε διάσταση της ανθρώπινης ζωής… Θα μπορούσαν, άραγε, να υπολείπονται στον τομέα του κυνηγίου;», διερωτάται ο δρ Σώκος μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το να αφήνεται «θαμμένη» και κρυμμένη αυτή η σκέψη, ήταν ένα γεγονός που προβλημάτισε τον Χρήστο Σώκο από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε η μελέτη των αρχαίων κειμένων και η συλλογή πληροφοριών, προσθέτει ο ίδιος, και, σε συνεργασία με άλλους ειδικούς, ανέδειξαν και περιέγραψαν το σκεπτικό των αρχαίων Ελλήνων για το κυνήγι. Αυτή η εργασία αναγνωρίστηκε από την επιστημονική κοινότητα και πρόσφατα κατοχυρώθηκε σε αμερικανικό διεθνές επιστημονικό περιοδικό.
Η δραστηριότητα της θήρας, σύμφωνα με τους παραπάνω ερευνητές, παρουσιάζεται συχνά στη μινωική και μυκηναϊκή τέχνη από το 2000 π.Χ., και αργότερα αποτελεί μια εξέχουσα πτυχή της ελληνικής γραμματείας, από την εποχή του Ομήρου, το 800 π.Χ. Αυτή η ενασχόληση με τη θήρα αντικατοπτρίζει το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό όλων των τάξεων της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας για την άγρια πανίδα και τη θήρα.
Ο Ξενοφώντας (430-354 π.Χ.), στο έργο του «Κυνηγετικός», αναδεικνύει τη θήρα σε άριστο μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων, θεωρώντας την απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ώριμου και ολοκληρωμένου πολίτη. Είναι ωφέλιμη για το άτομο γιατί σκληραγωγεί το σώμα και οξύνει τις αισθήσεις και το πνεύμα, για την κοινωνία γιατί αντιμετωπίζει τα επικίνδυνα ζώα και αυτά που προκαλούν ζημιές στη γεωργία και κτηνοτροφία και για το έθνος γιατί προετοιμάζει τους άντρες για τον πόλεμο. Η ιδιαίτερη αξία της θήρας έγκειται στο περιπετειώδες και στην αντιμετώπιση των δυσκολιών. Ο κυνηγός διατηρεί τη δύναμη και τη νιότη του περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, είναι γενναίος, λιτός και έμπιστος. Ο Ξενοφώντας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Προτρέπω τους νέους να μην περιφρονούν τα κυνήγια και την υπόλοιπη εκπαίδευση, γιατί από αυτά γίνονται καλοί στα πολεμικά και στα άλλα ζητήματα, από τα οποία είναι απαραίτητο να προέρχεται σωστή σκέψη, λόγος και πράξη».
Ο συσχετισμός της θήρας με τον ηρωισμό καταδεικνύει τον ηρωικό χαρακτήρα της θηρευτικής πράξης και τη δυνατότητά της να εξυψώσει την ανθρώπινη φύση. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, προσθέτουν οι κ.κ. Μπίρτσας και Σώκος, το κυνήγι είναι επικίνδυνο, αλλά και συναρπαστικό. Δεν είναι τυχαίο ότι μυθικοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας, ο Θησέας κ.ά., απέκτησαν μεγάλη υπεροχή μαθητεύοντας κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα, τον δάσκαλο των κυνηγών.
Την ίδια εποχή, ο Πλάτωνας (428-348 π.Χ.) αποδοκιμάζει στους «Νόμους» του κάθε εύκολο και δόλιο τρόπο σύλληψης των ζώων, όπως είναι τα δίχτυα και οι παγίδες. Τέτοιες μέθοδοι δεν συμβάλλουν στην εξάσκηση του σώματος. Πέρα από αυτό, δεν έχουν καμία παιδαγωγική επιρροή στους κυνηγούς, επειδή έτσι δεν εκτιμούν την κυνηγετική τους επιτυχία, ούτε το θήραμα (μόνο η δυσκολία δίνει αξία στο κυνήγι): «…ο νομοθέτης, για τη θέσπιση νόμων για το κυνήγι… θα πρέπει να επαινέσει το κυνήγι με σκοπό την άσκηση των νέων…».
Μια τρίτη πηγή πληροφοριών είναι το βιβλίο «Ονομαστικόν» του Πολυδεύκη, γραμμένο προς το τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ. Πέντε αιώνες μετά τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα, ο Πολυδεύκης τόνισε εκ νέου ότι οι ψυχικές και σωματικές ικανότητες δοκιμάζονται και ενισχύονται μέσα από τη θήρα. Σύμφωνα με τον Αθήναιο (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.), οι Μακεδόνες δεν επέτρεπαν σε ορισμένους άντρες να ξαπλώσουν κατά τη διάρκεια συμποσίου, εφόσον δεν είχαν θηρεύσει κάπρο (αρσενικό αγριόχοιρο) χωρίς δίχτυ. Το δίχτυ περιόριζε το ζώο και η θανάτωσή του ήταν ευκολότερη και ασφαλέστερη για τον κυνηγό. Στη Σπάρτη, τα αγόρια δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στο συμπόσιο προς τιμή της Άρτεμης, εάν δεν είχαν συμμετάσχει σε κυνηγετικές εξόδους.
Εκτός από τα γραπτά κείμενα, μια δεύτερη πηγή πληροφόρησης είναι τα δημιουργήματα των καλλιτεχνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι Έλληνες κυνηγοί ποτέ δεν απεικονίζονται να θηρεύουν από άρματα, όπως συμβαίνει στην Ανατολή με τους Ασσύριους, Πέρσες και Αιγύπτιους. Οι Έλληνες θηρεύουν ως ιππείς ή συχνότερα πεζοί. Για τους βασιλείς, συνήθως, δεν υπάρχει βασιλική συνοδεία κατά το κυνήγι.
Συμπερασματικά, η θήρα βοηθά τους ανθρώπους να βελτιώσουν και να δοκιμάσουν τις σωματικές και τις πνευματικές τους ικανότητες. Τα οφέλη του κυνηγιού συνοδεύουν τους κυνηγούς και στους άλλους τομείς της ζωής τους. Το να διατηρείσαι εύρωστος, να γίνεσαι σοφότερος, πρόθυμος, έμπιστος, ετοιμοπόλεμος και να καλλιεργείς αισθήματα συνεργασίας και αλληλεγγύης, αποτελούν ιδιότητες με τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να επιδιώξει την ελευθερία του. Ως εκ τούτου σκιαγραφείται μια συγκεκριμένη φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία η θήρα είναι σημαντική επειδή αποτελεί μέσο διαπαιδαγώγησης, δοκιμής ικανοτήτων και σύμβολο ελευθερίας.
Αποδεικνύεται, έτσι, πως, από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, το κυνήγι προσέφερε πρωτίστως πνευματική τροφή – η γεωργία και η κτηνοτροφία είχαν ήδη αναπτυχθεί και ήταν πιο ωφέλιμες στην προσφορά τροφής.