Η Κρήτη βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις ηπείρους του Παλαιού Κόσμου και κατοικήθηκε νωρίς, στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, γύρω στο 25000 π.Χ., από πληθυσμούς που πιθανόν προέρχονταν και από τις τρεις ηπείρους. Οι πρώτες εγκαταστάσεις έχουν εντοπιστεί στα νότια παράλια του Ρεθύμνου και στα βόρεια του Ηρακλείου. Κατασκεύασαν τις καλύβες τους σε ψηλά σημεία για έλεγχο του ζωτικού χώρου. Αργότερα, δημιούργησαν μόνιμες κατοικίες και οικισμούς για τις ανάγκες στέγασης του νοικοκυριού και την εκμετάλλευση της γης και των πόρων. Στη συνέχεια, ο χώρος αποτέλεσε ιδιοκτησία των κατοίκων και του οικισμού, που έπρεπε να προστατευθεί από κάθε διεκδίκηση ή απειλή γειτονικών οικογενειών ή κοινοτήτων, όπως και από εξωτερικούς κινδύνους. Στα χρόνια των ανακτόρων (2000-1300 π.Χ.), η Κρήτη εξελίχθηκε σε σύνθετη κοινωνία από τους τέσσερις παράγοντες που διαμορφώνουν κάθε κοινωνία: την πολιτική, την οικονομία, τη θρησκεία και τον πόλεμο. Η κατάσταση στην προϊστορική Κρήτη δεν ήταν «ειρηνική». Αντίθετα, πολλά κατάλοιπα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής παρέχουν, μαζί με τα όπλα και τις πολεμικές σκηνές στις τέχνες, ενδείξεις για πολεμικό πνεύμα. H ειρήνη δεν είναι μόνιμη κατάσταση που την καθορίζει η διάθεση των λαών, αλλά αποτέλεσμα αγώνων, πολέμων ή ταραχών, που τελειώνουν με την επιβολή του ενός στοιχείου πάνω στο άλλο και έχουν συνήθως συνέπεια την καταστροφή των κτιριακών εγκαταστάσεων του ηττημένου. Τα αρχαιολογικά μνημεία και η γραπτή ιστορία δείχνουν ότι η Κρήτη σε καμιά περίοδο της ιστορίας της δεν αποτέλεσε εξαίρεση από τον κανόνα.
Στην Κρήτη των Ιστορικών Χρόνων (11ος αι. π.Χ.-5ος αι. μ.Χ.), η ιστορική εξέλιξη ήταν ανάλογη με εκείνη της Μινωικής Εποχής. Μετά τη διάλυση της ανακτορικής εξουσίας το 12ο αι. π.Χ., νέες ολιγάριθμες πληθυσμιακές ομάδες ήρθαν στην Κρήτη («Δωριείς», «Αρκάδες», κ.ά.) και αναμείχθηκαν με τους παλιούς κατοίκους («Μινωίτες»), ή άλλους που είχαν έρθει τους τελευταίους αιώνες («Αχαιούς»). Λόγω του γενικότερου κλίματος ανασφάλειας, αλλά και της μορφολογίας του τοπίου, πολλοί πληθυσμοί κατέφυγαν σε ψηλές θέσεις. Αργότερα, κατέβηκαν χαμηλότερα και οργάνωσαν τις πόλεις-κράτη. Σε πιο ακμαίες πεδινές θέσεις (Κνωσός, Φαιστός), η ζωή στους οικισμούς συνεχίστηκε. Σε αυτή τη μιάμιση χιλιετία, η Κρήτη πέρασε από ποικίλες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές φάσεις. Οι αιώνες από τον 6ο μέχρι τον 1ο π.Χ. (ρωμαϊκή κατάκτηση), ήταν εποχή εμφύλιων συρράξεων ανάμεσα στις πόλεις και τις συμμαχίες τους, που κατέληγαν σε καταστροφές, λεηλασίες, ακόμη και κατεδαφίσεις κτισμάτων. Είναι γνωστοί διάφοροι πόλεμοι από τις ιστορικές πηγές (π.χ. οι Λύκτιοι Πόλεμοι). Οι γνώσεις για τα χρόνια αυτά είναι λίγες, επειδή λίγα οικιστικά σύνολα έχουν ερευνηθεί. Επίσης, λίγα οχυρωματικά μνημεία έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί συστηματικά (Φαιστός, Γόρτυνα, Πρινιάς, Αρκάδες (Αφρατί), Άπτερα, Ελεύθερνα, Ίτανος.
Εισαγωγή – Μορφές οχύρωσης
Σε πολλά, γενικά ή μη, βιβλία για τον μινωικό πολιτισμό επαναλαμβάνεται, μέχρι πρόσφατα, η ουσιαστικά ατεκμηρίωτη και παρωχημένη άποψη ότι στη μινωική Κρήτη δεν υπήρχαν οχυρώσεις. Αυτό ταιριάζει με την ιδανική εικόνα της «μινωικής ειρήνης» (“pax minoica”), που καθιέρωσε και επέβαλε ο Άρθουρ Έβανς στις αρχές του 20ού αι., μετά την ανασκαφή στην Κνωσό. Ο Έβανς στηρίχτηκε και στην αναφορά του Θουκυδίδη για τη «θαλασσοκρατία του Μίνωα». Ωστόσο ο Έβανς γνώριζε ότι ο περιηγητής Robert Pashley αναφέρει το «κυκλώπειο» τείχος στην Ψηλή Κορφή του Γιούχτα, που τότε σωζόταν σε ύψος 5 μέτρων. Ο ίδιος πριν από την ανασκαφή στην Κνωσό είχε εντοπίσει και καταγράψει οχυρώσεις διαφόρων τύπων στην περιοχή της Σητείας. Αλλά και στην Κνωσό ανακάλυψε δείγματα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής: τη λεγόμενη «πρώιμη αποθήκη», που τη χαρακτήρισε θεμέλιο πύργου, τον δυτικό οχυρωματικό περίβολο της αυλής του παλιού ανακτόρου και έναν αντίστοιχο στην ανατολική πλευρά, έναν «πύργο» στη βόρεια είσοδο και τα δωμάτια κοντά στις εισόδους του ανακτόρου που τα ονόμασε «δωμάτια φρουράς». Όλα αυτά ο Έβανς τα «αποσιώπησε», προκειμένου να διατυπώσει τη θεωρία για τον «ειρηνικό» μινωικό πολιτισμό, που επικράτησε λόγω του μεγάλου κύρους του. Όμως ήδη στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα ήρθαν στο φως αρκετά μνημεία οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Στα Γουρνιά αποκαλύφθηκε το «τείχος της πόλης», αλλά αγνοήθηκε, αν και αναφέρεται στη δημοσίευση. Στα Μάλια αποκαλύφθηκαν λείψανα τοίχων από μεγάλες πέτρες, βόρεια από τη μινωική πόλη, και ερμηνεύτηκαν ως οχυρώσεις. O John Pendlebury επιβεβαίωσε την ύπαρξη των οχυρωματικών κτιρίων που είχε ερευνήσει ο Έβανς. Ο ίδιος με τις έρευνές του στον ορεινό όγκο της Δίκτης στη δεκαετία του 1930 μελέτησε τους προϊστορικούς «σταθμούς/φυλάκια» τονίζοντας το στρατιωτικό τους χαρακτήρα. Από το 1950 μέχρι το 1980 περίπου, αλλά και μέχρι σήμερα, πλήθος θέσεων με σαφή οχυρωματικό/αμυντικό χαρακτήρα έχουν έρθει στο φως με επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές σε όλη την Κρήτη. Από τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα ο μύθος της «μινωικής ειρήνης» κλονίστηκε και με πολλές μελέτες. Η καθοριστική καμπή στην εκ νέου ανακάλυψη των μινωικών οχυρώσεων έγινε από τον Στυλιανό Αλεξίου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η εμμονή στην αντίληψη για τη «μινωική ειρήνη» εξηγείται από το γεγονός ότι συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη ή αποσιωπώνται οι σοβαρές ενδείξεις για ύπαρξη «πολεμικού κλίματος», που δηλώνεται συνήθως με οχυρώσεις κάθε είδους. Σε πρόσφατη συστηματική μελέτη της οχυρωματικής και αμυντικής αρχιτεκτονικής στην προϊστορική Κρήτη, ο αριθμός των σχετικών μνημείων υπερβαίνει τα 350, σε 200 θέσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα κρητικά τοπωνύμια Πύργος, Βίγλα, Βιγλί, Βίγλες, Καστέλι, Καστελόπουλο, Κάστελος, Κάστελας, Μουρί, Βόλακας, Κεφάλι, Κεφαλάκι και Κεφάλα, Κάστρο, Καστρί, Κορ(υ)φή, Παπούρι, Παπούρα, Φορτέτσα, Παλιόκαστρο κ.ά. Αμυντική αρχιτεκτονική εντοπίζεται σε όλες τις οικιστικές θέσεις: ανάκτορα, επαύλεις, πόλεις, οικισμούς.
Aναγνωρίζονται έξι μορφές αμυντικής αρχιτεκτονικής: (α) περίβολοι, (β) φυλάκια (φρούρια, σκοπιές), (γ) φρυκτωρίες («σωροί»), (δ) πύργοι και επάλξεις, (ε) διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης, και (στ) δωμάτια φρουράς.
α. Οχυρωματικοί/αμυντικοί περίβολοι (enclosure walls): Είναι ο αρχαιότερος και βασικός τύπος αμυντικής αρχιτεκτονικής στην Κρήτη και η δεύτερη σε αριθμό ομάδα αμυντικών έργων. Χρησίμευαν για την οριοθέτηση, τον έλεγχο, την άμυνα και άλλους σκοπούς. Διακρίνονται πολλοί τύποι ή παραλλαγές: 1) χαμηλοί περίβολοι (μάντρες), 2) περίβολοι σπιτιών ή οικισμών, 3) περίβολοι φυλακίων, 4) τείχη οχύρωσης οικισμών, 5) τείχη οχύρωσης πόλεων, 6) τείχη οχύρωσης ανακτόρων, 7) τείχη οχύρωσης επαύλεων, 8) τείχη οχύρωσης τμήματος οικισμού («ακρόπολη»), 9) οικισμός/καταφύγιο, 10) οχύρωση ιερών κορυφής, και 11) οχύρωση πηγής. Υλικά κατασκευής τους ήταν οι τοπικές ημίεργες πέτρες, ξύλα και χωματόπλινθοι. Όσα ήταν κατασκευασμένα από μεγάλες πέτρες έχουν ονομαστεί «κυκλώπεια». Είχαν δυο όψεις και το κενό γεμιζόταν με μικρές πέτρες και χώμα.
β. Φυλάκια ή φρούρια (guard houses): Είναι η πρώτη αριθμητικά ομάδα αμυντικών έργων και ο πιο περίπλοκος τύπος. Αποτελεί, από αμυντική άποψη, δευτερεύουσα οχύρωση. Μοιάζουν αρχιτεκτονικά με τις αγρεπαύλεις και ιδρύονταν κοντά σε δρόμους, περάσματα ή πηγές, με σκοπό την εποπτεία τους. Οικοδομούνταν συνήθως με μεγαλιθικές πέτρες. Είναι τα πρώτα οχυρωματικά έργα που εντοπίστηκαν στην Κρήτη, ήδη στο 19ο αι. Τα καλύτερα παραδείγματα βρίσκονται στην περιοχή της Σητείας στον όρμο Καρούμες, βόρεια από τον όρμο της Ζάκρου. Βρίσκονται μόνα τους στο τοπίο, χωρίς οικισμούς. Αναγνωρίζονται τρεις τύποι: μητρικά φυλάκια, κυρίως φυλάκια και εποχικές σκοπιές (βίγλες). Εμφανίστηκαν στην Τελική Νεολιθική και ήταν σε χρήση μέχρι το τέλος της Μινωικής εποχής. Συνήθως ανήκουν σε ένα δίκτυο οχυρωματικών κατασκευών.
γ. Φρυκτωρίες (σωροί): Μια κατηγορία μνημείων αμυντικής αρχιτεκτονικής και επικοινωνίας που ανακαλύφθηκε και μελετήθηκε συστηματικά πρόσφατα. Στη δεκαετία του 1980 στην επαρχία Πεδιάδας εντοπίστηκαν οι μινωικές φρυκτωρίες, που καταγράφηκαν ως νέα κατηγορία αρχαιολογικής θέσης. Βρίσκονται σε κορυφές λόφων και κορυφογραμμές και ελέγχουν τα μονοπάτια. Έχουν σχήμα κόλουρου κώνου με διάμετρο βάσης από 15 έως 47 μέτρα, ύψος 3-8 μέτρα και με τεχνητά επίπεδη κορυφή, όπου άναβαν φωτιές. Αποτελούνται από χώμα και ημικυκλικά τοιχία, ενώ υπάρχουν και ακτινωτά τοιχία για καλύτερη στήριξη, που εσωτερικά γεμίζονται με χώμα. Τις επάνδρωναν άτομα από τους κοντινούς οικισμούς και ελέγχονταν από την τοπική εξουσία. Χρονολογούνται κυρίως στην Παλαιοανακτορική περίοδο.
δ. Πύργοι και επάλξεις: Η τρίτη αριθμητικά μορφή οχυρωματικής είναι οι πύργοι σε ψηλά ή καίρια σημεία περιβόλων και μεγάλων κτιρίων (ανακτόρων και επαύλεων). Κατασκευάστηκαν από μεγάλες πέτρες («κυκλώπεια» ή μεγαλιθικά). Τα αρχαιότερα παραδείγματα έχουν βρεθεί στη Φούρνου Κορφή της Μύρτου, στα Μάλια, στη Βασιλική και σε άλλες θέσεις της Ιεράπετρας. Πύργοι υπήρχαν σε όλη τη Μινωική εποχή. Στην Παλαιοανακτορική περίοδο ιδρύθηκαν και μεμονωμένοι πύργοι, στην Κνωσό, στα Μάλια, στη Ζάκρο, στον Πετρά, στα Γουρνιά, στο Παλαίκαστρο κ.α. Έχουν σχήμα κυκλικό ή ελλειψοειδές, ημικυκλικό ή ημιελλειψοειδές, ορθογώνιο ή τραπεζοειδές.
ε. Διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης: Στον τύπο αυτόν αμυντικής αρχιτεκτονικής περιλαμβάνονται οι διευθετήσεις και μετατροπές που γίνονταν στα συστήματα των κύριων εισόδων στα μεγάλα κτίρια (ανάκτορα, επαύλεις). Σκοπός τους ήταν να περιορίσουν την προσπέλαση στην πόλη ή στο κτίριο στενεύοντας ή μπλοκάροντάς την. Χρονολογούνται στη Νεοανακτορική και τη Μετανακτορική περίοδο. Παραδείγματα υπάρχουν στα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και της Ζάκρου, το ανάκτορο και την πόλη των Μαλίων, τα Γουρνιά, την Τύλισο, το Βαθύπετρο, την Πρασσά, την Ξερή Καρά Αρχανών, το Νίρου Χάνι, τους Τουρτούλους Σητείας.
στ. Δωμάτια φρουράς (θυρωρεία): Είναι η πιο ολιγάριθμη ομάδα αμυντικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για δωμάτια δίπλα σε εισόδους μεγάλων κτιρίων (ανακτόρων και επαύλεων), ή σε εισόδους περιβόλων, με σκοπό τη φρούρησή τους. Έχουν εντοπιστεί στην Κνωσό (στο παλάτι και τον περίβολο), στη Φαιστό, στην Τύλισο, στον Πετρά, στο Χόνδρο και στην Ψείρα.
Από τη μελέτη των οχυρώσεων και τη χωροθέτησή τους φαίνεται ότι η άμυνα εκφραζόταν σε τρεις διαδοχικές γραμμές. Η πρώτη γραμμή ήταν το σύστημα φυλακίων και περιβόλων που είχαν σκοπό τη φύλαξη, την εποπτεία και την απομόνωση του εχθρού, με ταυτόχρονη ειδοποίηση του πολιτικού/οικιστικού κέντρου με τις φρυκτωρίες. Αν ο επιτιθέμενος ξεπερνούσε την πρώτη γραμμή άμυνας και πλησίαζε τον οικισμό, την πόλη ή το μεγάλο κτίριο (παλάτι ή έπαυλη), του οποίου οι κάτοικοι είχαν ήδη ειδοποιηθεί και προφανώς ετοιμάσει την άμυνα, λειτουργούσε η δεύτερη γραμμή άμυνας, οι οχυρωματικοί περίβολοι, όπου μπορούσε να ανακοπεί η επίθεση. Στην τρίτη γραμμή άμυνας μετείχαν οι πύργοι και οι επάλξεις του ανακτόρου ή της έπαυλης.
Ιστορική εξέλιξη
Στην Τελική Νεολιθική περίοδο (β΄ μισό 4ης χιλιετίας), νεότερες έρευνες έχουν δείξει την ύπαρξη οχυρώσεων. Νέες οικιστικές θέσεις ιδρύθηκαν σε βραχώδεις λόφους κοντά στη θάλασσα. Μια φυσικά δυσπρόσιτη θέση ενισχυόταν με οχυρωματικούς τοίχους ή περιβόλους, ενώ συχνά συμπληρώνονταν τα κενά ανάμεσα στους βράχους με ογκόλιθους. Έχει υποτεθεί ότι την αμυντική μορφή οργάνωσης του χώρου έφεραν κάτοικοι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τη μικρασιατική ακτή.
Στην Προανακτορική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) υπήρξε αύξηση του αριθμού των οικισμών, που δημιούργησε «ζήτηση» για ζωτικό χώρο και αύξησε τον κίνδυνο διεκδίκησης γης από τους γείτονες. Σε πολλούς οικισμούς της Προανακτορικής έχουν εντοπιστεί οχυρωματικοί περίβολοι. Ο Στυλιανός Αλεξίου έχει κάνει λόγο για «ακροπόλεις». Εκτός από τους περιβόλους, εμφανίζονται οι πύργοι/επάλξεις και τα φυλάκια. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι οικισμοί στη Φούρνου Κορφή της Μύρτου Ιεράπετρας και στην Τρυπητή στη νότια- κεντρική Κρήτη, στην Αγιά Φωτιά και στο Χαμαίζι Σητείας.
Στην Παλαιοανακτορική περίοδο, σε κεντρικές θέσεις όπου την 3η χιλιετία είχαν αναπτυχθεί ακμαίοι οικισμοί, ιδρύθηκαν γύρω στα 2000/1900 π.Χ. τα πρώτα ανάκτορα. Η ίδρυσή τους σήμαινε συγκέντρωση της οικονομικής, κοινωνικής, θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας. Γύρω τους αναπτύχθηκαν πόλεις που επεκτάθηκαν και οχυρώθηκαν. Έχουν ανακαλυφθεί οχυρωματικοί περίβολοι με πύργους και επάλξεις, που προστατεύουν τις πόλεις και τα ανάκτορα. Σε τέσσερα ανακτορικά κέντρα με ανάκτορα (Κνωσός, Μάλια, Μοναστηράκι, Πετράς) αποκαλύφθηκαν οχυρώσεις των πόλεων και των ανακτόρων. Στα γύρω υψώματα κτίστηκαν σκοπιές (βίγλες) και φυλάκια που ελέγχουν τα περάσματα και εποπτεύουν την περιοχή. Τέτοια μνημεία έχουν ανακαλυφθεί και ανασκαφεί στο ορεινό Λασίθι (Τσούλη Μνήμα) και στην ορεινή Σητεία (Καρούμες και Χοιρόμαντρες Ζάκρου). Οχυρωματικούς περιβόλους είχαν οικισμοί με κεντρικά διοικητικά κτίρια/επαύλεις, όπως ο οικισμός του Πύργου στη Μύρτο Ιεράπετρας. Ένας ακόμη τύπος αμυντικής αρχιτεκτονικής αναπτύχθηκε στα ανάκτορα: τα φυλάκια εισόδου (θυροφυλάκια), που εντοπίστηκαν στη Φαιστό και στην Κνωσό. Από τα διαδεδομένα τεχνικά έργα άμυνας και ειδοποίησης στα χρόνια αυτά είναι οι φρυκτωρίες («σωροί»).
Στη Νεοανακτορική περίοδο, μετά την καταστροφή των παλαιών ανακτόρων (1700 π.Χ.), οικοδομήθηκαν τα νέα ανάκτορα και οι επαύλεις με ανακτορικά χαρακτηριστικά. Στην περίοδο αυτή που ήταν, κατά τον Έβανς, η κατεξοχήν περίοδος της «μινωικής ειρήνης», έγιναν τα περισσότερα αμυντικά έργα όλων των τύπων. Οι οχυρωματικοί περίβολοι είναι λίγοι στην πρώτη φάση της περιόδου (γνωστοί είναι στο Παλαίκαστρο, στην Αγία Τριάδα και στα Γουρνιά). Τα φυλάκια ήταν η κύρια γραμμή άμυνας για να κρατήσουν την απειλή μακριά από την πόλη ή το ανάκτορο. Πυργοειδείς κατασκευές είναι ενσωματωμένες σε γωνίες ή δίπλα στις εισόδους, στα ανάκτορα και στις επαύλεις. Σημαντική πληροφορία οχυρωμένης πόλης δίνει το «σφράγισμα του ηγεμόνα» από τη μινωική Κυδωνία. Πύργοι έχουν εντοπιστεί στα ανάκτορα Κνωσού και Μαλίων, και στις επαύλεις Βαθυπέτρου και Ζου Σητείας. Δύο άλλοι τύποι αμυντικής αρχιτεκτονικής, οι διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης και τα δωμάτια φρουράς (θυροφυλάκια), χρησιμοποιούνται στα χρόνια αυτά. Στη δεύτερη φάση της περιόδου, μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (περίπου 1600 π.Χ.), και το κλίμα ανησυχίας, αυτές οι μορφές οχύρωσης υπήρξαν σε όλα τα ανάκτορα.
Η Τελική Ανακτορική περίοδος (1450-1300 π.Χ.) δεν έχει εντοπιστεί σε πολλές θέσεις, με αποτέλεσμα η οχυρωματική αρχιτεκτονική της να μην είναι πολύ γνωστή. Φυλάκια υπήρχαν σε μερικές θέσεις, όπως και οχυρωματικοί περίβολοι στη Φαιστό, στον Πετρά και στο Χόνδρο Βιάννου, ενώ στην Κνωσό υπήρξε και πάλι η διαμόρφωση των προσπελάσεων και τα θυροφυλάκια.
Στη Μετανακτορική περίοδο (1300-1000 π.Χ.) η κατάσταση στην Κρήτη ήταν σχετικά ταραγμένη. Αναβίωσαν οι κυκλώπειοι περίβολοι με πύργους και επάλξεις στον Γιούχτα, στον Κόφινα, στην Καστροκεφάλα Ρογδιάς και στον Κάτω Κάστελο Ζάκρου. Στο τέλος του 11ου αι. ιδρύθηκαν οι οικισμοί στο Καστρί Παλαικάστρου και το Καρφί Λασιθίου, στο Βρόκαστρο, στο Καβούσι (Βροντά και Κάστρο), στο Μοναστηράκι-Καταλύματα και στο Χαλασμένο, όλες στον ισθμό Ιεράπετρας. Άλλες θέσεις ήταν στον Θρόνο Αμαρίου (Σύβριτο), στις Κούρτες Ζαρού, στην Έργανο Βιάννου. Στην περίοδο αυτή και στην επόμενη άκμασαν οι οικισμοί-καταφύγια με οχυρωματικούς περιβόλους, πραγματικές «ακροπόλεις».
Εισαγωγή – Μορφές οχύρωσης
Δεν γνωρίζουμε αν οι «εκατό» πόλεις της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια ήταν όλες οχυρωμένες, οι ίδιες ή οι ακροπόλεις τους. Αρκετές οχυρώσεις σώθηκαν και είναι ορατές, αλλά λίγες έχουν μελετηθεί συστηματικά. Σε γενικά βιβλία δεν γίνεται αναφορά σε οχυρώσεις, ενώ δεν υπάρχει συστηματική μελέτη. Από σκόρπιες πληροφορίες γίνονται κάποιες διαπιστώσεις. Στους πρώτους αιώνες (100-500 π.Χ.) οι τύποι οχυρωματικής αρχιτεκτονικής είναι σχεδόν οι ίδιοι με των μινωικών χρόνων, αλλά πιο «κανονικοί». Υπάρχουν οχυρωματικοί περίβολοι, τείχη, φρούρια, πύργοι και φρυκτωρίες. Δεν έχουν την ίδια μορφή στη διάρκεια των αιώνων. Οι παλιότεροι οικισμοί είχαν τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών χτισμένους με μεγάλες πέτρες και χωρίς ανοίγματα για λόγους άμυνας.
Στην κλασική και ελληνιστική Κρήτη οι σημαντικότεροι τύποι οχυρωματικών έργων είναι: (α) Πύργοι (σκοπιές), κατασκευές κυκλικές ή τετράγωνες, μεμονωμένες σε ανοικτούς χώρους ή ενταγμένες στη γραμμή ενός τείχους οχύρωσης. (β) Φρούρια (κάστρα) για τη συγκέντρωση και την προστασία του πληθυσμού, που συνήθως βρίσκονται στην ακρόπολη ή σε κάποιον ψηλό λόφο γύρω από την πόλη. Το σχήμα τους είναι τετράγωνο ή τραπέζιο και έχουν οχυρωματικούς πύργους. (γ) Φρυκτωρίες, ένα είδος κυκλικού παρατηρητηρίου με σύστημα συνεννόησης και ειδοποίησης από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση της φωτιάς.
Το σύστημα οικοδόμησης των οχυρώσεων διαφέρει από τόπο σε τόπο. Το διαδεδομένο σύστημα στην κατασκευή των τειχών είναι το ορθογώνιο σε τρεις τύπους: α) Ακανόνιστο με λίθους ορθογωνισμένους αλλά με διαφορετικές διατάσεις, β) Ψευδοϊσόδομο σύστημα με διαφορετικό ύψος δόμων, γ) Ισόδομο σύστημα με λίθους ίδιων διαστάσεων. Διαδεδομένο ήταν και το πολυγωνικό, σε αρχαιότερες κατασκευές, σε κατασκευή ανδήρων ή αναλημματικών τοίχων.
Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100-500 π.Χ.). Στους πρώτους αιώνες η Κρήτη γνώρισε μια σχετική πολιτισμική υποχώρηση που γρήγορα, από τον 9ο αιώνα και μετά, έδωσε στη θέση της σε μια σημαντική πολιτισμική εξέλιξη. Οι αρχικοί οικισμοί ιδρύθηκαν σε ψηλές θέσεις, όπου προϋπήρχαν οικισμοί-καταφύγια, και οχυρώθηκαν με περιβόλους, πύργους και οχυρά. Οι θέσεις αυτές εξελίχθηκαν σε ακροπόλεις των πόλεων-κρατών, που αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. Οικισμοί της περιόδου αυτής οχυρωμένοι σε ψηλές θέσεις είναι το Καρφί (εγκαταλείφθηκε ειρηνικά τον 10ο αι. και οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν χαμηλότερα, στην Παπούρα), το Βρόκαστρο (κατοικήθηκε μέχρι τον 8ο αιώνα), στο Καβούσι (που κατοικήθηκε από τον 11ο μέχρι τον 6ο αιώνα), στην Κεφάλα Βασιλικής (11ος και 10ος αι.), στη Γριά Βίγλα Πόμπιας κοντά στη Φαιστό (ιδρύθηκε τον 11ο και εγκαταλείφθηκε τον 9ο αι.), στις Κούρτες Ζαρού, στην Πραισό, στη Γόρτυνα και στον Πρινιά (που κατοικήθηκαν από την Μετανακτορική μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο). Ο οικισμός στη Φαιστό αναπτύχθηκε δυτικά και βόρεια από το μινωικό ανάκτορο και ήταν οχυρωμένος. Η ίδρυση της Λύττου στο Καστέλι Πεδιάδας, των Αρκάδων στο Αφρατί Βιάννου, της Λιγορτύνου, του Ρυτίου, της Λυκάστου, στον Μαζά στο Καλό Χωριό Πεδιάδας, της Δρήρου, της Λατούς, ανάγονται σε αυτά τα χρόνια.
Κλασικοί, Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί χρόνοι (5ος αι. π.Χ.-4ος αι. μ.Χ.): Στους επόμενους πέντε αιώνες η Κρήτη απουσιάζει από τις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις του ελληνικού κόσμου, και μαστίζεται από εσωτερικές διενέξεις των πόλεων που κατέληγαν σε καταστροφή των ηττημένων. Για τους κλασικούς αιώνες λίγα είναι γνωστά, αλλά φαίνεται ότι συνέχισαν να έχουν τις οχυρώσεις τους. Στο β΄ μισό του 4ου αι. παρουσιάζεται τάση για νέες οχυρώσεις ή για επιδιόρθωση και ενσωμάτωση παλιών. Στους τρεις ελληνιστικούς αιώνες (323-67 π.Χ.) η μεγαλόνησος ήταν μήλον της έριδος των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Μακεδόνες, Πτολεμαίοι, Σελευκίδες), ενώ το 67 π.Χ. την κατάκτησαν οι Ρωμαίοι, ύστερα από αιματηρή αντίσταση των Κρητικών, και την έκαναν ρωμαϊκή επαρχία. Στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας φαίνεται ότι οι οχυρώσεις των πόλεων εγκαταλείφθηκαν μέχρι την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος-7ος αι. μ.Χ.), οπότε σημειώθηκαν ανακατατάξεις στην ανατολική Μεσόγειο.
Οχυρώσεις έχουν ανασκαφεί ή ερευνηθεί επιφανειακά περίπου σε 25 θέσεις. Πιο συστηματικά έχουν μελετηθεί εκείνες της Ιτάνου και του Τρυπητού στην Ανατολική Κρήτη, της Γόρτυνας, της Κνωσού, της Φαιστού, των Αρκάδων στο Αφρατί, του Πρινιά και η φρυκτωρία της Βιάννου στην κεντρική Κρήτη, της Άπτερας, της Φαλάσαρνας και της Πολυρρήνιας στη Δυτική Κρήτη. Ακολουθεί σύντομη παρουσίασή τους.
Ίτανος: Η ισχυρή πόλη της άκρας ανατολικής Κρήτης είχε δύο ακροπόλεις, μια ανατολική και μια δυτική, σε χαμηλούς λόφους, που εξασφάλιζαν την άμυνα από στεριά και από θάλασσα. Η οχύρωση της ανατολικής ακρόπολης περιλάμβανε δύο τετράγωνους πύργους και τρία φυλάκια. Από τη δυτική ακρόπολη σώζεται ένας πύργος. Στον νότιο λόφο ανιχνεύθηκε ένας πολυγωνικός περίβολος με πύργους στις γωνίες. Μέσα στον περίβολο υπήρχε ένα κτίριο φρουράς (;).
Τρυπητός (αρχ. Ητεία;): Η μικρή πόλη βρίσκεται σε ύψωμα ανατολικά από την πόλη της Σητείας. Προστατεύεται από ισχυρό παχύ τείχος από τα νότια, από τη στεριά. Σώθηκε σε καλή κατάσταση ένας πύργος.
Ξερόκαμπος (αρχ. Άμπελος): Στα νοτιοανατολικά παράλια της Σητείας, στη θέση Φαρμακοκέφαλο ήταν η κάτω πόλη που προστατευόταν από έναν οχυρωματικό περίβολο που διατηρείται στα βόρεια και τα δυτικά. Η οχυρωμένη ακρόπολη ήταν στο λόφο Καστρί.
Πύργος Πινέ: Στην περιοχή Ελούντας Μιραμπέλλου υπάρχει ένα φρούριο κυκλώπειας δομής, που σώζει ενεπίγραφους δόμους (από επιγραφή 3ου αι.) σε δεύτερη χρήση.
Ρουκούνι Κορφή (Βιάννου): Εδώ έχει ανασκαφεί το καλύτερα σωζόμενο δείγμα φρυκτωρίας των ιστορικών χρόνων (2ου-1ου αι. π.Χ). Το οικοδόμημα αποτελείται από δύο κυκλικούς τοίχους, εγγεγραμμένους ο ένας στον άλλο. Ήταν θολωτό κεραμοσκεπές (ίσως εν μέρει), όπως δείχνει η κύρτωση του τοίχου προς τα μέσα.
Κνωσός Σόπατα: Βορειοανατολικά από το ανάκτορο της Κνωσού και ανατολικά από τον κατεστραμμένο βασιλικό τάφο των Ισοπάτων έχει ανασκαφεί ένας κυκλικός οχυρωματικός πύργος, στον οποίο συναντώνται δυο παχείς τοίχοι. Ανήκε σε κάποιο φρούριο που έλεγχε τους γύρω λόφους, προς το βορρά και προς το νότο. Πιθανόν κατασκευάστηκε κατά τον Λύκτιο πόλεμο (346 π.Χ.)
Αρκάδες (Προφήτης Ηλίας, Αφρατί) (Φρούριο): Στην κορφή του λόφου Προφήτη Ηλία βρίσκεται ένα φρούριο με τραπεζιοειδή διάταξη με ενισχυμένες από κυκλικούς πύργους τις γωνίες του, η ακρόπολη της πόλης των Αρκάδων. Σώζεται μια δεξαμενή νερού σε επαφή με το φρούριο. Χρονολογείται στο τέλος του 4ου-αρχές του 3ο αι.
Πρινιάς (Φρούριο): Το φρούριο στην ακρόπολη, που είναι γνωστή ως «Πατέλα» του Πρινιά κοντά στο ομώνυμο χωριό στην κεντρική Κρήτη, έχει τετράγωνη κάτοψη με τέσσερις πύργους στις γωνίες του. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου-αρχές του 3ου αι.
Φαιστός: Το οχυρωματικό τείχος (με διπλό τείχισμα) βρίσκεται στην κορυφή, στη βόρεια και στη δυτική πλευρά του λόφου Αφέντης Χριστός («δυτική» ακρόπολη), δυτικά από το μινωικό ανάκτορο της Φαιστού, έχει ακανόνιστο σχήμα και είναι προσαρμοσμένο στην μορφολογία του εδάφους. Σώζονται τα θεμέλια δύο πύργων. Χρονολογείται στις αρχές του 4ου αιώνα.
Γόρτυνα: Η οχύρωση της πόλης βρισκόταν στους τρεις λόφους που την ορίζουν από τα βόρεια. Σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τον Πτολεμαίο Φιλοπάτορα στο β΄ μισό του 3ου αι., στον Β΄ Λύττιο πόλεμο (221-220 π.Χ.), αναμορφώθηκε στις αρχές του 1ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε το 30 π.Χ., μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Κρήτης. Αποτελούνταν από δυο παράλληλους περιβόλους και ένα ενδιάμεσο «διατείχισμα». Ο εξωτερικός περίβολος περιλάμβανε μικρούς εξωτερικούς πύργους και έναν μεγαλύτερο γωνιακό, που ήταν ενδιαίτημα της φρουράς. Η εσωτερική οχύρωση περιλάμβανε 12 εσωτερικούς πύργους.
Απτέρα: Το τείχος της πόλης περιτρέχει ολόκληρο το ισόπεδο του λόφου, επάνω στον οποίο είχε ιδρυθεί η πόλη και κατασκευάστηκε λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Η δυτική και νοτιοδυτική του πλευρά είναι κτισμένες με το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Στη νότια και στην ανατολική πλευρά έχουν ενσωματωθεί φυσικοί βράχοι, ενώ σε τμήματα της βόρειας πλευράς οι λίθοι είναι πολυγωνικοί. Η άμυνα του τείχους είχε ενισχυθεί από μια σειρά οχυρωματικών πύργων. Ο ένας από αυτούς έχει ορθογώνια κάτοψη.
Φαλάσαρνα: Το λιμάνι της αρχαίας πόλης ήταν το μοναδικό «κλειστό» στην Κρήτη και ήταν ενταγμένο στην οχύρωση της πόλης. Είχε τέσσερις κυκλικούς και τετράπλευρους οχυρωματικούς πύργους, που χρονολογούνται στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. Στους πρόποδες του λόφου βόρεια από την πόλη υπάρχει ένας διπλός οχυρωματικός τοίχος με τρεις αμυντικούς προμαχώνες.
Πολυρρήνια: Ήταν ισχυρή πόλη στο άκρο δυτικό τμήμα της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια, κτισμένη σε βραχώδη λόφο με φυσική και τεχνητή οχύρωση. Τμήματα από την οχύρωση της ακρόπολης είναι ορατά και έχουν ενσωματωθεί στην ενετική οχύρωση.
Δρ Αντώνης Βασιλάκης
Αρχαιολόγος, Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων
Επιμέλεια Αφιερώματος: Μιχάλης Ανδριανάκης
Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Ανάδειξης Οχυρώσεων Κρήτης