Ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες προκύπτουν επίσης από τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και την ανθρακολογική μελέτη.
Με τη διαδικασία του νεροκόσκινου εντοπίστηκαν στα παλαιολιθικά στρώματα καμένοι καρποί, όπως άγριο αμύγδαλο, βατόμουρο, σύκο, αγριοτσικουδιά, μπιζέλι, κράνο, ιπποφαές κ.ά. ψυχανθή (όσπρια-φακή, μπιζέλι, λαθούρι) και αγρωστώδη (δημητριακά-κριθάρι, βρώμη), ως αποτέλεσμα καρποσυλλογής προς βρώση καθώς και άλλα είδη αγριόχορτων προορισμένων κυρίως για ζωοτροφές, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι οι Παλαιολιθικοί ένοικοι του σπηλαίου χρησιμοποιούσαν ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία καρπών και φυτών, που δεν επιβίωσαν ώστε να φθάσουν ως εμάς. Στα μεσολιθικά δείγματα εξακολουθεί η παρουσία άγριων οσπρίων, φρούτων και καρπών και άλλων φυτικών ειδών που είτε εντάσσονταν στο διαιτολόγιο των χρηστών του σπηλαίου είτε χρησιμοποιούνταν σε άλλες δραστηριότητες. Στη Νεολιθική περίοδο οι άγριοι πρόγονοι των δημητριακών αντικαθίστανται από καλλιεργούμενα είδη, ενώ το σιτάρι (μονόκοκκο και κυρίως δίκοκκο) αποτελεί το πολυπληθέστερο εύρημα. Παράλληλα με την καλλιέργεια των οσπρίων και των δημητριακών διατηρείται σε κάποιο βαθμό η παράδοση της τροφοσυλλογής από τους νεολιθικούς γεωργούς, όπως προκύπτει από τη συνεχιζόμενη παρουσία άγριων φυτών στο νεολιθικό αρχαιοβοτανικό σύνολο της θέσης (εικ. 1-2).
Η αρχαιοβοτανική αυτή συγκέντρωση προέκυψε από τη συστηματική συλλογή 550 περίπου δειγμάτων χώματος στα οποία έγινε η διαδικασία του νεροκόσκινου. Όπως γίνεται αντιληπτό, το αρχαιοβοτανικό υλικό της Θεόπετρας λόγω της παλαιότητάς του, καθώς είναι το αρχαιότερο που προέρχεται από αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελλαδικό χώρο, συνιστά ένα πολύτιμο αρχείο δεδομένων για τη διερεύνηση των πρώιμων σταδίων εκμετάλλευσης του φυτικού κόσμου στον ελληνικό χώρο. Και κυρίως, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία από αυτό το υλικό είναι ότι είδη φυτών που στην Παλαιολιθική περίοδο τα βρίσκουμε σε άγρια μορφή, στη Νεολιθική τα συναντούμε καλλιεργημένα και αυτό επιβεβαιώνει τη συνέχεια του πολιτισμού στον ίδιο χώρο (Κοτζαμάνη 2010).
Η ταύτιση των ξυλανθράκων, επίσης, από δείγματα που συλλέχθηκαν στο σπήλαιο, επιβεβαιώνουν, μέσω της βλάστησης που αναγνωρίστηκε κατά περιόδους (Ντίνου 2000, Ntinou-Kyparissi 2008, Ntinou & Kyparissi-Apostolika in press) τις κλιματικές συνθήκες που περιγράφηκαν με τις γεωλογικές αναλύσεις και σε αντιστοιχία με τα ισοτοπικά στάδια και με αναλύσεις γυρεόκοκκων που έχουν γίνει παλαιότερα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας και της Θεσσαλίας (Bottema 1979). Σύμφωνα με αυτά τα ευρήματα, η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων στο σπήλαιο συνέβη όταν κυριαρχούσε ο Prunus sp. σε ανοιχτά δάση (ισοτοπικό στάδιο 6 και μετάβαση 6/5). Στη συνέχεια, η διαδοχή εύκρατων δασών με φυλλοβόλο δρυ, σφένδαμνο και Fraxinus σε ανοιχτούς σχηματισμούς αντανακλούν τη βελτίωση του κλίματος κατά το ισοτοπικό στάδιο 5e της τελευταίας Μεσοπαγετώδους περιόδου. Σε περιόδους ψυχρού και ξηρού κλίματος επικρατούσε στεππική βλάστηση. Τέλος, η εξάπλωση της θερμόφιλης Pistacia και η επανεμφάνιση εύκρατων ειδών σε δάση τονίζουν την κλιματική βελτίωση του Ολοκαίνου.
Η ανασκαφή στο σπήλαιο της Θεόπετρας είναι από τις περισσότερο χρονολογημένες αρχαιολογικές θέσεις στην Ελλάδα και λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας χρήσης του χώρου και λόγω της παλαιότητάς του αλλά και λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος από την πλευρά του συνεργάτη μας Δρος Γιώργου Φακορέλλη, ο οποίος συχνά έκανε και τη δειγματοληψία μόνος του. Πάνω από 70 δείγματα έχουν χρονολογηθεί στο Ερευνητικό Κέντρο Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» που κυμαίνονται από τα 46330±1590 (cal BP) έως τα 2870-2350 π.Χ., αλλά και μ.Χ. ηλικίες από την πιο πρόσφατη χρήση του σπηλαίου (Φακορέλλης & Mανιάτης 2000, Facorellis κ.ά. 2002, 2013). Όσον αφορά όμως στις παλαιότερες ηλικίες, αυτές ξεπερνούν τα όρια των δυνατοτήτων του Άνθρακα 14. Έτσι, επιχειρήθηκε νέα δειγματοληψία στα βαθύτερα στρώματα και έγιναν νέες χρονολογήσεις στο Εργαστήριο Επιστημών Κλίματος και Περιβάλλοντος του CNRS στη Γαλλία (Centre des Faibles Radioactivités, Laboratoire Mixtes C.N.R.S.-C.E.A.) με τη μέθοδο της Θερμοφωταύγειας, σύμφωνα με τις οποίες οι παλαιότερες ηλικίες χρήσης του σπηλαίου από τον άνθρωπο φθάνουν τα 110-135.000 χρόνια πριν από σήμερα (Valladas κ.ά. 2007). Όπως είναι ευνόητο, τα νέα αποτελέσματα έθεσαν σε νέα συζήτηση την όλη στρωματογραφική ακολουθία και τη χρήση του χώρου.
Επιπλέον χρονολογήσεις όμως έγιναν και σε άλλα εργαστήρια διεθνώς, όπως στο Simon Frazer University του Καναδά, στο Ινστιτούτο Weizmann του Ισραήλ, στην Οξφόρδη και στο Poznań Radiocarbon Laboratory στην Πολωνία, προκειμένου να υπάρξει διασταύρωση των αποτελεσμάτων αλλά και όταν η ποσότητα του άνθρακα δεν ήταν επαρκής και απαιτούνταν επιταχυντής. Πρόσφατα βγήκαν τα αποτελέσματα ανάλυσης δειγμάτων από τα παλαιολιθικά ιζήματα του σπηλαίου προκειμένου να ανιχνευτούν κατάλοιπα τέφρας από ηφαιστειακές εκρήξεις και να αποδοθούν σε συγκεκριμένα ηφαίστεια αλλά και σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους που αυτά έλαβαν χώρα. Από αυτή την ανάλυση εντοπίστηκαν πράγματι τρεις επικαθήσεις τέφρας που αντιστοιχούν χρονολογικά στα 128-131.000 χρόνια πριν, στα >50.000 και στα 45.700. Το πρώτο και το τρίτο αποδίδoνται στο ηφαίστειο Pantelleria και το δεύτερο στης Νισύρου. Περαιτέρω προκύπτει από τις ίδιες αναλύσεις η σύνδεση της εντατικής χρήσης του σπηλαίου με διαστήματα καλού κλίματος (Karkanas κ.ά. 2014).
Όλα τα αποτελέσματα είναι δημοσιευμένα κυρίως από τον Γ. Φακορέλλη αλλά και τον Π. Καρκάνα και την υπογράφουσα (βλ. σχετική βιβλιογραφία).
Όπως είναι ευνόητο, τα μικρά/κινητά ευρήματα αυτής της ανασκαφής παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία λόγω του χρονικού εύρους που αντιπροσωπεύουν. Επίσης, ήταν πυκνότερα σε περιόδους εντατικής χρήσης του σπηλαίου, π.χ. κατά τη Μέση Παλαιολιθική αλλά και μετά την τελευταία παγετώδη διαρκούσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ενώ ήταν σχεδόν σπάνια κατά την πολύ ψυχρή φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Και στη Νεολιθική υπάρχει διαφοροποίηση, η Μέση και κυρίως η Νεότερη Νεολιθική είναι πλουσιότερες σε ευρήματα, κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο αφού η οικονομία συνεχώς βελτιωνόταν ως συνέπεια του βελτιωμένου κλίματος, όπως και οι ανταλλαγές μεταξύ των οικισμών. Προς το τέλος της Νεολιθικής ωστόσο, τα ευρήματα της καθημερινότητας γίνονται σπάνια και όσα βρέθηκαν προσδίδουν στο σπήλαιο έναν ιδιαίτερο (συμβολικό) χαρακτήρα (βλ. παρακάτω σχετικά). Θα δούμε τώρα μερικά αντιπροσωπευτικά ευρήματα από κάθε περίοδο:
Οι Μεσοπαλαιολιθικές επιχώσεις, που αποτελούν και τον κύριο όγκο των επιχώσεων του σπηλαίου, έχουν μεγάλη πυκνότητα λίθινων εργαλείων, συγκρινόμενες με εκείνες των ψυχρών περιόδων, και αυτό παραπέμπει σε μια περίοδο έντονης δραστηριότητας στο σπήλαιο, αν και ίσως όχι σε μόνιμη βάση. Τα εργαλεία αυτά, όπως προαναφέρθηκε, αρχικά φαίνεται πως κατασκευάζονταν από πυριτόλιθο ο οποίος βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε χαλίκια ασβεστολιθικά από τον ίδιο τον πυθμένα της σπηλιάς, καθώς και από χαλαζία (εικ. 3-4). Αργότερα κατασκευάζονταν κυρίως από ραδιολαρίτη και σοκολατί πυριτόλιθο και λιγότερο από χαλαζία, και είναι πολύ καλής τεχνολογίας: η τεχνική Levallois έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή φολίδων, λεπίδων και αιχμών. Εντυπωσιακή αριθμητικά είναι η παρουσία ξέστρων, ενώ σε μικρότερες ποσότητες υπάρχουν και άλλοι τύποι εργαλείων, όπως μαχαίρια με ράχη (backed knives), μουστέριες αιχμές (mousterian points), εγκοπές (notches), κολοβώσεις (truncations) και οδοντωτά (denticulates), μεταξύ των οποίων φυλλόσχημες αιχμές και αμφίπλευρες (εικ. 5-11) (Panagopoulou 2000).
Αντίθετα, όλη η σκληρή επίχωση με τα χαρακτηριστικά του ψυχρού κλίματος κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, έχει πολύ χαμηλή πυκνότητα εργαλείων, διαφορετικών τύπων και μεγεθών (εικ. 12-13), προσαρμοσμένων στις περιορισμένες δραστηριότητες λόγω του ψυχρού κλίματος, αλλά πολύ περιορισμένα είναι επίσης και τα άλλα ευρήματα (οστά, κάρβουνα κ.λπ.) υπονοώντας και περιορισμένη χρήση του σπηλαίου από έναν μικρό αριθμό ατόμων. Η Ανώτερη Παλαιολιθική λιθοτεχνία (Αδάμ 2000), σαφώς πιο περιορισμένη, όπως είπαμε, αριθμητικά σε σχέση με τη Μέση Παλαιολιθική, περιλαμβάνει επίσης κολοβώσεις, εγκοπές, οδοντωτά και κυρίως φολίδες με μερική δευτερογενή επεξεργασία σε μία ή και τις δύο κόψεις. Λεπίδες και ξέστρα είναι τα κυριότερα είδη αυτής της λιθοτεχνίας, ενώ και άλλοι τύποι σε μικρότερες ποσότητες δεν λείπουν. Οι μικρολεπίδες είναι σπάνιες, υπάρχουν ωστόσο. Τα εργαλεία αυτά είναι αποκλειστικά φτιαγμένα από διάφορα είδη ραδιολαρίτη τα οποία θεωρούνται γηγενή, ωστόσο υπάρχουν και υλικά φερμένα από αλλού, ενώ η ύπαρξη πυρήνων δείχνει επιτόπια κατασκευή. Σε γενικές γραμμές αυτά τα σύνολα μπορούν να αποδοθούν στο σύμπλεγμα της Επιγραβέτιας λιθοτεχνίας, γνωστής και από άλλες θέσεις του ελλαδικού χώρου (Αδάμ 2000). Στις επιχώσεις που αντιστοιχούν μετά το τέλος της τελευταίας παγετώδους όμως, στην ανατολική περιοχή του σπηλαίου που δεν επηρεάστηκε από τη διαγένεση, βρέθηκε ένα ζευγάρι διάτρητων δοντιών ελαφιού και αργότερα ένα όστρεο γλυκού νερού, επίσης με διάτρηση (εικ. 14-15), που αποτελούν τα πρώτα δείγματα αυτοδιακόσμησης των ανθρώπων στη Θεσσαλία. Η διάτρηση έγινε με τρόπο εντελώς διαφορετικό από τον χρησιμοποιημένο αργότερα στη Νεολιθική περίοδο σηματοδοτώντας τεχνολογικές εξελίξεις στην κατεργασία των υλικών. Στα ίδια στρώματα σε αυτή την περιοχή υπήρξε μια πραγματική έξαρση λίθινων τέχνεργων που αντανακλούν καθαρά μια περίοδο βελτιωμένου κλίματος και έντονης ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριοτήτων.
Η μελέτη της μεσολιθικής λιθοτεχνίας (Αδάμ 2000) που παρουσιάζει ομοιότητες αλλά και διαφορές από τις γνωστές ως τώρα παραθαλάσσιες, κυρίως, μεσολιθικές θέσεις του ελλαδικού χώρου, αναμένεται να δώσει απαντήσεις που αφορούν στον χαρακτήρα της οικονομίας αυτής της περιόδου στην περιοχή, που είναι ευνόητο ότι θα διαφέρει από μιας παραθαλάσσιας θέσης (όπως π.χ. το Φράγχθι ή ο Μαρουλάς της Κύθνου). Κατά τη Μεσολιθική δίνεται έμφαση στην παραγωγή και αξιοποίηση φολίδων, κάτι το οποίο έχει τονιστεί και για το σπήλαιο Φράγχθι της αντίστοιχης περιόδου (Perlès 1990, σ. 43-83).
Αν και όπως προαναφέρθηκε η νεολιθική στρωματογραφία είναι ιδιαίτερα διαταραγμένη, μια μεγάλη ποικιλία κεραμικής (εικ. 16-24), αντιπροσωπεύει όλους τους γνωστούς τύπους αλλά και όλες τις πολιτισμικές φάσεις αυτής της περιόδου στη Θεσσαλία, ακόμη και τις πρωιμότερες, μεγάλο μέρος της οποίας είναι πολύ καλής ποιότητας (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000α, Κατσαρού 2000, Καζνέση, στον προς έκδοση νεολιθικό τόμο). Ομοίως και άλλα είδη μικρών ευρημάτων, από οστά, κέρατα (Στρατούλη 2000), λειασμένου λίθου (Χριστοπούλου 2000) κ.ά., πιστοποιούν τη χρήση του σπηλαίου κατά τη Νεολιθική περίοδο (εικ. 25-31). Μια ποικιλία επίσης απολεπισμένων λίθινων εργαλείων από πυριτόλιθο κυρίως, αλλά λιγότερο και από οψιανό (εικ. 32-33), δείχνει κυρίως επιτόπια κατασκευή σε ποσοστό περίπου 81%, αφού υπάρχει αυξημένη παρουσία καταλοίπων της παραγωγής τους, συμπεριλαμβανομένων των πυρήνων (Σκουρτοπούλου 2000). Κάποιες φορές ωστόσο υπάρχουν και εισηγμένα κομμάτια (εικ. 34). Επίσης τα μετρημένα ειδώλια, όλα διαφορετικών τύπων, υποδεικνύουν μη επιτόπια παραγωγή (εικ. 35-37). Και όσο κι αν η Νεολιθική περίοδος μας είναι γνωστή από τις ανασκαμμένες ανοιχτές θέσεις της θεσσαλικής πεδιάδας, φαίνεται πως ο χαρακτήρας αυτού του σπηλαίου, κυρίως προς το τέλος της Νεολιθικής περιόδου, ήταν ιδιαίτερος, αν κρίνει κανείς από κάποια εξαιρετικά ευρήματα, όπως ένα χρυσό περίαπτο (εικ. 38), κάποια βαλκανικής προέλευσης ειδώλια και αντικείμενα (εικ. 39-42), ως αποτέλεσμα ανταλλαγών σε πρώτο ή δεύτερο επίπεδο, που πάντως αποδεικνύουν ευρύ δίκτυο διακίνησης προϊόντων όχι πρώτης ανάγκης. Και επίσης, ένας σημαντικός αριθμός κοσμημάτων από όστρεο (εικ. 43-44) που σπανίζουν γενικά στο εσωτερικό της Θεσσαλίας επιβεβαιώνουν ίσως την άποψη ότι προς το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής, όταν πια είχαν παγιωθεί για τα καλά οι υπαίθριες εγκαταστάσεις, το σπήλαιο φαίνεται να αποτελούσε πια έναν προορισμό με ιδιαίτερο συμβολισμό (Kyparissi-Apostolika υπό έκδοση). Aντίθετα, η παρουσία πολλών μυλολίθων (εικ. 45) (τουλάχιστον 100 έχουν βρεθεί) υπονοεί μια μονιμότητα διαμονής για μεγάλα διαστήματα του χρόνου για κάποιες από τις περιόδους της Νεολιθικής.
Η ανασκαφή της Θεόπετρας ξεκίνησε με μεγάλη επιφύλαξη λόγω της απειρίας μας τότε σε ανασκαφές σπηλαίων αλλά και με ενθουσιασμό λόγω της πρωτόγνωρης εμπειρίας που μας προσφερόταν. Ήλπιζα πράγματι, ίσως και λόγω του ιδιαίτερου περιβάλλοντος, ότι εδώ θα μας αποκαλύπτονταν πράγματα που δεν είχαμε δει ως τότε στις ανασκαφές των υπαίθριων νεολιθικών οικισμών της θεσσαλικής πεδιάδας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είχαμε φανταστεί αυτό που τελικά αποκαλύφθηκε: την τεκμηρίωση της διαχρονικής παρουσίας του ανθρώπου στη Θεσσαλία τα τελευταία 130.000 χρόνια της προϊστορίας! Δεν μπορώ να περιγράψω τη συγκίνηση κάθε φορά που αποκαλυπτόταν μια ανθρώπινη ταφή – όσο και αν ήμουνα εξοικειωμένη με ταφές ιστορικών ή και νεολιθικών χρόνων. Εκείνες βρίσκονταν πάντα μέσα στα συγκεκριμένα όρια τάφων ή μέσα σε αγγεία. Το να πέφτεις όμως σε ταφή μέσα στον τεράστιο όγκο των επιχώσεων στη Θεόπετρα γινόταν από καθαρή τύχη, αφού δεν υπήρχαν ενδείξεις γι’ αυτό. Ίσως δε η αποκάλυψη αποτυπωμάτων ανθρώπινων πελμάτων να ήταν μια ακόμη δυνατότερη δόση συγκίνησης αφού αυτό ήταν εντελώς έξω από τις προσδοκίες μας.
Πέρα από κάθε αμφισβήτηση που είχε διατυπωθεί στο παρελθόν στη βιβλιογραφία (Perlès 1988, Runnels 1988) αποδεικνύεται εδώ η συνέχεια του πολιτισμού στο θεσσαλικό χώρο πολύ πριν τη Νεολιθική εποχή. Παλαιολιθικά ευρήματα είχαν εντοπιστεί σποραδικά κατά τη δεκαετία του ’50 σε αναβαθμίδες του Πηνειού ποταμού (Μιlojcic κ.ά. 1965), ελλείψει όμως σχετικών ανασκαφών που να αποδεικνύουν την εγκατάσταση ανθρώπων κατά τις περιόδους αυτές στο χώρο της Θεσσαλίας, τα ευρήματα εκείνα είχαν αποδοθεί, από ξένους κυρίως μελετητές (Runnels 1988), σε σποραδικές μετακινήσεις παλαιολιθικών κυνηγών από άλλα μέρη της Ελλάδας, π.χ. το Φράγχθι της Αργολίδας (Jacobsen 1976) όπου έχει εντοπιστεί η Ανώτερη Παλαιολιθική-Μεσολιθική και Νεολιθική (όχι όμως και η Μέση Παλαιολιθική περίοδος). Ιδιαίτερα δε τονιζόταν, παλαιότερα, η παντελής απουσία της Μεσολιθικής περιόδου στη Θεσσαλία, περιοχή η οποία αντιμετωπίζεται ως η κοιτίδα του Νεολιθικού πολιτισμού στην Ελλάδα, δεν της αναγνωριζόταν όμως καμία πολιτισμική υποδομή, καθώς θεωρούνταν ότι οι γνώσεις που έκαναν τη διαφορά της Νεολιθικής με τις προγενέστερες βαθμίδες της προϊστορίας, δηλαδή η καθιέρωση της γεωργίας και η κεραμική τεχνολογία, οφείλονταν στη μετακίνηση πληθυσμών από τη Μέση Ανατολή και στη μετάδοση των σχετικών εμπειριών. Φωνές σαν του Δ. Θεοχάρη (Θεοχάρης 1967, σ. 34) που πολύ νωρίς έλεγε πως και εδώ (στον ελλαδικό χώρο) υπήρχαν οι ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες και θα μπορούσε και εδώ να έχουν αναπτυχθεί αυτές οι γνώσεις όπως και στη Μέση Ανατολή και πως πρέπει να αναζητήσουμε την προς τα πίσω συνέχεια της Νεολιθικής σε σπήλαια, δεν είχαν βρει αμέσως ανταπόκριση.
Με την ανασκαφή της Θεόπετρας όχι μόνο βρέθηκε η προς τα πίσω συνέχεια της Νεολιθικής (η Μεσολιθική) στη Θεσσαλία, αλλά οι επιχώσεις πήγαν πολύ πιο πίσω στο χρόνο αναδεικνύοντας τη θέση αυτή σε ένα καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, ανθρώπων με δραστηριότητες σίγουρα και έξω από το σπήλαιο ακολουθώντας πιθανότατα τα ζώα στην αναζήτηση της τροφής τους και καλύτερων συνθηκών θερμοκρασίας τα καλοκαίρια στα γύρω βουνά (Aποστολίκας 2014), όταν το κλίμα προσφερόταν, ενώ σε πολύ ψυχρές περιόδους χάρη στο σπήλαιο αυτό επιβίωσε μικρός ίσως αριθμός ανθρώπων, που οδήγησαν όμως τον πολιτισμό στα επόμενα στάδια και εν τέλει στη Νεολιθική «επανάσταση». Γιατί από τα ευρήματα του σπηλαίου αποδεικνύεται ότι και η καλλιέργεια των καρπών ήταν το αποτέλεσμα γνώσεων που αποκτήθηκαν από τα άγρια φυτά – αφού τα ίδια είδη βρίσκονται σε άγρια κατ’ αρχήν μορφή και σε καλλιεργημένη αργότερα στη Νεολιθική, αλλά και η κεραμική τεχνολογία πέρασε από πολλά μεταβατικά στάδια, αφού η συγκέντρωση, σχηματοποίηση και το στέγνωμα του πηλού είναι βεβαιωμένα τουλάχιστον από τις μεσολιθικές επιχώσεις της Θεόπετρας και οδήγησαν στην οργανωμένη πια κεραμική τεχνολογία της Νεολιθικής. Ότι θα υπήρξαν και ανταλλαγές γνώσεων με πληθυσμούς που οπωσδήποτε μετακινούνταν από κοντινές περιοχές, το θεωρούμε βέβαιο. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι το σπήλαιο της Θεόπετρας αποτέλεσε τον πυρήνα (ή έναν από τους πυρήνες) όπου αναπτύχθηκε ο πολιτισμός μας και το σημείο «εκκίνησης» και διασποράς των νεολιθικών εγκαταστάσεων στη Θεσσαλία, αφού οι περισσότεροι οικισμοί της Αρχαιότερης Νεολιθικής εντοπίζονται στη δυτική Θεσσαλία, στην πεδιάδα Τρικάλων-Καρδίτσας (Μεγάλο Κεφαλόβρυσο, Μαγουλίτσα, Πρόδρομος και άλλοι μη ανασκαμμένοι) με μια διασπορά προς Β (Γρεβενά) και ανατολικά (Λάρισα, Βόλος) (Kyparissi-Apostolika 2006) (εικ. 46). Τέλος, υπάρχει η άποψη ότι τα σπήλαια στο Αιγαίο λειτούργησαν γενικότερα ως τόποι συμβολισμού (Tomkins 2009). Στη Θεόπετρα κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε μάλλον να το υποστηρίξουμε για το τέλος της Νεολιθικής περιόδου οπότε, σύμφωνα με τα περιορισμένα συνήθη ευρήματα οικιακής οικονομίας, φαίνεται ότι παύει η συνεχής χρήση του σπηλαίου και ίσως μεταβάλλεται σε συμβολικό τόπο προσφορών (Kyparissi-Apostolika, υπό έκδοση).
Τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο της μελέτης του αρχαιοβοτανικού υλικού και την υποστήριξη της γηγενούς ανάπτυξης της γεωργίας ανέλαβε αρχικά η Μαρία Μαγκαφά, αλλά μετά τον ξαφνικό και αδόκητο χαμό της συνέχισε με ιδιαίτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα η Δρ Γεωργία Κοτζαμάνη. Ανάλογα, η Δρ Μαρία Ντίνου μελέτησε τα ανθρακολογικά κατάλοιπα, τα οποία μαζί με την ιζηματολογική ανάλυση σχετικά με το κλίμα διαμορφώνουν το φυσικό σε κάθε περίοδο περιβάλλον.
Η χρονολόγηση μιας μακράς σειράς δειγμάτων άνθρακα αλλά και οστών στο Ερευνητικό Κέντρο «Δημόκριτος» από τον Δρα Γιώργο Φακορέλλη και τον Δρα Γιάννη Μανιάτη ήταν καθοριστικής σημασίας για την πορεία της ανασκαφής. Ιδιαίτερα ο Γιώργος Φακορέλλης ήταν πάντα πρόθυμος να τρέξει για δειγματοληψία, όποτε το κρίναμε απαραίτητο, και συνετέλεσε όχι μόνο στις ακριβείς χρονολογήσεις όλων των δειγμάτων αλλά και στις βαθμονομήσεις δειγμάτων που στέλναμε σε εργαστήρια του εξωτερικού. Καθώς δε τα παλαιολιθικά δείγματα ήταν τα παλαιότερα που έχουν χρονολογηθεί ποτέ στην Ελλάδα με τη μέθοδο του Άνθρακα 14, προέκυψε η ανάγκη νέων χρονολογήσεων με θερμοφωταύγεια που έγιναν από την Dr. Ηélène Valladas στο Centre des Faibles Radioactivités, Laboratoire Mixtes C.N.R.S.-C.E.A. στη Γαλλία, στην οποία είμαστε επίσης πολύ υποχρεωμένοι, γιατί εκείνες οι πολύ παλαιότερες ηλικίες χρήσης του σπηλαίου διαλεύκαναν τη στρωματογραφική ακολουθία. Με την ίδια μέθοδο χρονολογήθηκε στον «Δημόκριτο» το «επεισόδιο» του τεχνητού φράγματος ασφαλείας στην είσοδο του σπηλαίου από τους Δρα Νίκο Ζαχαριά και Δρα Γιάννη Μπασιάκο που βοήθησε στην ερμηνεία του έργου.
Η Δρ Ελένη Παναγοπούλου ανέλαβε τη μελέτη της Μέσης Παλαιολιθικής λιθοτεχνίας, ενός συνόλου σπάνιου στον ελλαδικό χώρο και στη συνέχεια βοηθήθηκε και από τη Δρα Βίκη Ελεφάντη για τη συμπλήρωση της μελέτης με το υλικό των νεότερων ανασκαφών. Η Δρ Ευγενία Αδάμ ανέλαβε τη μελέτη της λιθοτεχνίας της αραιοκατοικημένης στο σπήλαιο Ανώτερης Παλαιολιθικής και της πρωτόγνωρης για τη Θεσσαλία Μεσολιθικής, με όποια προβλήματα αυτοί οι παράγοντες μπορεί να σημαίνουν, ενώ η Κ. Σκουρτοπούλου μελέτησε τη νεολιθική αντίστοιχη λιθοτεχνία των αποκρουσμένων εργαλείων, η οποία συμπληρώθηκε με τη μελέτη της άλλης κατηγορίας λίθινων εργαλείων, των πελεκημένων και των μυλόλιθων από τη Δρα Αλεξάνδρα Χριστοπούλου και τη Μαρία Χάδου. Τα οστέινα εργαλεία αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης της Δρος Γεωργίας Στρατούλη. Η Δρ Στέλλα Κατσαρού και η Αγγελική Καζνέση ανέλαβαν την πολύ δύσκολη λόγω αναμοχλεύσεων μελέτη της κεραμικής, της μονόχρωμης που αποτελεί και το μεγαλύτερο ποσοστό η πρώτη και της διακοσμημένης η δεύτερη, ενώ οι Δρ Αρετή Πεντεδέκα και Δρ Αναστασία Δημουλά αναζήτησαν τις πηγές προέλευσης των πηλών της κεραμικής, από τη μελέτη των οποίων προκύπτουν πηλοί ντόπιοι και άλλοι εισηγμένοι. Στην ίδια ομάδα της μελέτης της κεραμικής ο Δρ Ορέστης Δεκαβάλλας μελέτησε τα οργανικά κατάλοιπα στο εσωτερικό των αγγείων. Σε όλους είμαι βαθιά ευγνώμων.
Οι ανασκαφές στο σπήλαιο υποστηρίχτηκαν όλα τα χρόνια από όλο το προσωπικό της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας (ΕΠΣ). Η προϊσταμένη της τότε (1987) Ευαγγελία Δεϊλάκη ήταν η πρώτη που υποστήριξε τη σχεδόν παράτολμη απόφασή μου να ξεκινήσω μια τόσο μεγάλη ανασκαφή. Της είμαι ευγνώμων και ας μην το ακούει πια. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του τοπογράφου μηχανικού Θόδωρου Χατζηθεοδώρου που ήταν από την αρχή μαζί μας, στην πρώτη αυτοψία, στη μέτρηση και σχεδιαστική αποτύπωση της κάτοψης του σπηλαίου και στην εγκατάσταση του καννάβου με τη συνδρομή της επίσης τοπογράφου Μαρίας Δρίβα, και πάντα παρόντες κάθε χρονιά σε ό,τι τους χρειαζόμασταν. Όλοι οι αρχαιολόγοι της ΕΠΣ εργάστηκαν και ασκήθηκαν σε αυτή την ανασκαφή και ιδιαίτερα η Σίσσυ Κονταξή, η Λίνα Κορμαζοπούλου, η Αγγελική Καζνέση, η Γιάννα Ζυγούρη, η Αλεξάνδρα Μαρή και ο Γιάννης Μάνος, που συμμετείχαν συστηματικά ως επιβλέποντες των σκαμμάτων. Οι γεωλόγοι Δρ Ευάγγελος Καμπούρογλου και Δρ Βασίλης Γιαννόπουλος επίσης καταπιάστηκαν με τη Θεόπετρα, κατά το ξεκίνημα κυρίως της ανασκαφής, λύνοντάς μου τις πρώτες γεωλογικές απορίες. Οι συντηρητές Πάνος Πολυδωρόπουλος και Γιώτα Γκιώνη, οι οποίοι συνέβαλαν και στο έργο της ανάδειξης του σπηλαίου και της έκθεσης στο μουσείο, οι σχεδιαστές και γραφίστες Δήμητρα Μπακογιαννάκη, Μαρία Δεϊλάκη και Αναστασία Τζάλλα και όλο το προσωπικό εν γένει της Εφορείας (λογιστές, διοικητικό, εργατοτεχνικό), όλοι ανάλωσαν, με τη μία ή την άλλη ιδιότητα, μέρος του χρόνου τους για τη Θεόπετρα. Σε όλους είμαι ευγνώμων.
Τέλος, με πολλούς συναδέλφους και εκτός Εφορείας, Έλληνες και ξένους, μοιραστήκαμε προβληματισμούς και απόψεις στη μακρόχρονη πορεία των ανασκαφών, που βοήθησαν να πάει η έρευνα παραπέρα. Ιδιαίτερα θα ’θελα να μνημονεύσω γι’ αυτό τον αξέχαστο δάσκαλό μου Γιώργο Χουρμουζιάδη και τον καθηγητή του ΑΠΘ Κώστα Κωτσάκη. Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσω για τη συμβολή τους στο έργο της Θεόπετρας, πρώτα το Υπουργείο Πολιτισμού για την οικονομική συνδρομή του στις ανασκαφές όλα τα χρόνια, αλλά και τη Νομαρχία Τρικάλων και το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP) που χρηματοδότησαν τις ανασκαφές, ενώ το τελευταίο χρηματοδοτεί ακόμη τις μελέτες και την προετοιμασία της τελικής έκδοσης. Ο Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος (Φ.Ι.ΛΟ.Σ- Πρόεδρος Δρ. Θ. Νημάς) Τρικάλων αφιέρωσε ένα από τα ετήσια συνέδριά του (1998) στις ανασκαφές της Θεόπετρας και η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου μας (διευθύντρια Δρ Λ. Παρλαμά) χρηματοδότησε την έκδοση των Πρακτικών αυτού του συνεδρίου. Χωρίς τη συμβολή όλων τους δεν θα τα είχαμε καταφέρει.
Δρ Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα
Διευθύντρια των ανασκαφών του Σπηλαίου της Θεόπετρας