Από μια καλή σύμπτωση, στο τεύχος 34 (Μάρτιος 1990) του έντυπου περιοδικού Αρχαιολογία, αφιερωμένου στις πρόσφατες (τότε) έρευνες στη Θεσσαλία, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά τα αποτελέσματα των τριών πρώτων ανασκαφικών περιόδων στο σπήλαιο της Θεόπετρας. Ξαναδιαβάζοντας σήμερα εκείνο το κείμενο είδα πόσα πράγματα έχουν μέχρι σήμερα αλλάξει αλλά και άλλα τόσα που ορθώς είχαν εκτιμηθεί από την αρχή και ισχύουν μέχρι σήμερα, πιο τεκμηριωμένα ίσως. Οι εξειδικευμένες μελέτες και αναλύσεις στο μεσολαβήσαν διάστημα επιβεβαίωσαν τη σπουδαιότητα αυτής της ανασκαφής για την προϊστορία του ελλαδικού χώρου. Σήμερα, 25 χρόνια μετά, στην ηλεκτρονική πλέον έκδοση του ίδιου περιοδικού δίνονται συνοπτικά τα αποτελέσματα μιας έρευνας που κρατάει 27 χρόνια και συνεχίζεται…
Εισαγωγή
Το σπήλαιο της Θεόπετρας αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο ολοκληρωμένο έως σήμερα ερευνητικό πρόγραμμα της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας & Σπηλαιολογίας, καθώς οι ανασκαφές σε αυτό διήρκεσαν περίπου 20 χρόνια (1987-2007), ευτυχήσαμε να το δούμε να αναδεικνύεται μέσω του Γ΄ ΚΠΣ και να το επισκέπτονται εκατοντάδες ανθρώπων κάθε χρόνο και σχολεία από όλη την Ελλάδα ενώ ήδη ολοκληρώθηκε μέσω του ΕΣΠΑ Θεσσαλίας 2006-2013 η δημιουργία μουσείου (Κέντρου Τεκμηρίωσης & Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας) αφιερωμένου αποκλειστικά στα ευρήματα αυτών των ανασκαφών. Παράλληλα προχωρούμε στην τελική δημοσίευση με τον πρώτο τόμο αφιερωμένο στη Νεολιθική περίοδο. Το σπήλαιο της Θεόπετρας παραμένει μέχρι σήμερα το μόνο ανασκαμμένο σπήλαιο της Θεσσαλίας.
Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε περιληπτικά στα ευρήματα, κατά χώραν ή κινητά, τα οποία έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένως σε διάφορα συνέδρια και δημοσιεύσεις (βλ. Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000, 2000α, με άρθρα των συνεργατών).
Τοπογραφία
Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στα δεξιά της διαδρομής από Τρίκαλα προς Καλαμπάκα, 3 χλμ. πριν την τελευταία (εικ. 2), σε υψόμετρο περίπου 300μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 100μ. πάνω από την πεδιάδα, στη βόρεια πλευρά ασβεστολιθικού όγκου που υψώνεται πάνω από το ομώνυμο Toπικό Διαμέρισμα του Δήμου Καλαμπάκας (εικ. 1). Πολύ κοντά ρέει ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού, που στη συνέχειά του διασχίζει την πόλη των Τρικάλων. Το σχήμα του σπηλαίου είναι περίπου τετράπλευρο με μικρές κόγχες (καρστικούς αγωγούς) στην περιφέρεια (εικ. 3-4). Η έκτασή του είναι περίπου 500 τ.μ. Η είσοδος είναι αψιδωτή, διαστάσεων 17μ. πλάτος επί 3μ.ύψος, και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του (εικ. 5). Ακριβώς απέναντι βλέπει κανείς τους βράχους και τις μονές των Μετεώρων. Είναι η δυτικότερη προϊστορική θέση της Θεσσαλίας και, καθώς γειτνιάζει άμεσα και με τη θεσσαλική πεδιάδα αλλά και με την οροσειρά της Πίνδου, τον Κόζιακα, οι επιχώσεις του, όπως θα δούμε, συνδυάζουν χαρακτηριστικά και από τα δύο αυτά φυσικά περιβάλλοντα.
Η στρωματογραφική ακολουθία
Οι πολύχρονες ανασκαφές αποκάλυψαν τη μεγαλύτερη γνωστή ακολουθία προϊστορικών επιχώσεων (περίπου 6μ. πάχος) (εικ. 6), που αντιπροσωπεύει μέρος του Ανώτερου Πλειστόκαινου –που αποτελεί και τον κύριο όγκο τους– τη σύνδεση του Πλειστόκαινου με το Ολόκαινο με την παρουσία της Μεσολιθικής για πρώτη φορά στη Θεσσαλία, και τη Νεολιθική, η οποία μας ήταν έως τότε γνωστή μόνο από υπαίθριες θέσεις στη Θεσσαλία.
Αν θα ’πρεπε κάποιος να επισημάνει κάτι πριν προβεί σε περιγραφή της στρωματογραφίας στο σπήλαιο της Θεόπετρας είναι η τεράστια αναμόχλευσή της, όχι τόσο από ανθρώπινη παρέμβαση, που και αυτή έπαιξε κάποιο ρόλο καθώς το σπήλαιο χρησίμευσε ως καταφύγιο για τον ντόπιο πληθυσμό σε καιρούς πολέμου. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκε για το σταυλισμό ζώων επί μεγάλο διάστημα και οι βοσκοί προέβαιναν σε διαμορφώσεις και εξομαλύνσεις του χώρου για την ασφάλεια των ζώων. Κυρίως όμως τεράστια διαταραχή προκλήθηκε από την επανειλημμένη εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω των καρστικών αγωγών της νότιας περιφέρειας του σπηλαίου που προέρχονταν από την εξωτερική ανατολική επιφάνεια του βραχώδους σχηματισμού συμπαρασύροντας πέτρες, οι οποίες είναι σήμερα ακόμη ορατές στις απολήξεις αυτών των αγωγών (εικ. 7). Νερά έμπαιναν επίσης και από την πλατιά είσοδο. Η σημαντικότερη τέτοια εισβολή νερού συνέβη προς το τέλος της Νεολιθικής και άφησε τα κατάλοιπά της ως μία γραμμή στάθμης περίπου 2μ. ψηλότερα από τη σημερινή επιφάνεια της επίχωσης, ενώ συμπαγοποιημένοι όγκοι επίχωσης με αρχαιολογικό περιεχόμενο αυτής της περιόδου βρίσκονται κατά τόπους στην επιφάνεια αλλά και μέσα στην επίχωση (εικ.8). Και σε παλαιότερες περιόδους όμως, κυρίως της Παλαιολιθικής, δημιουργήθηκαν επίσης νεροφαγώματα που, παράλληλα με τα λαγούμια που δημιούργησαν διάφορα μικρά ζώα, παρέσυραν αρχαιολογικό υλικό από ανώτερα στρώματα και το κατέβασαν βαθύτερα δημιουργώντας πολλές φορές προβλήματα ερμηνείας στους ανασκαφείς μέχρι να διασαφηνιστεί η αιτία αυτών των δυσαναλογιών. Επιπλέον, ολόκληρο στρώμα πεσμένων λίθων δημιουργήθηκε από την αποκόλληση και πτώση τεράστιου τεμάχους από την οροφή του σπηλαίου (εικ. 8-9), που συμπλήρωσε και «μπέρδεψε» την εικόνα όσων εισήλθαν μέσω των καρστικών αγωγών. Η αποκόλληση αυτή προκάλεσε επιπλέον συμπίεση των υποκείμενων στρωμάτων και διαφοροποίηση της στρωματογραφίας σε εκείνη την περιοχή. Έχοντας υπόψη μας όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα μπορούμε να πούμε τα παρακάτω σχετικά με τη στρωματογραφική ακολουθία:
Οι επιχώσεις της Θεόπετρας μπορούν να χωριστούν σε δύο εντελώς διαφορετικές περιόδους χρήσης του σπηλαίου: αυτή του Πλειστοκαίνου (Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική) και την άλλη του Ολοκαίνου (Μεσολιθική και Νεολιθική) (εικ. 6). Ποσοτικά και μορφολογικά οι δύο στρωματογραφίες είναι εντελώς διαφορετικές: η πρώτη φθάνει τα 4,50μ. πάχος στην κεντρική περιοχή του σπηλαίου, όπου και το μεγαλύτερο πάχος επιχώσεων, ενώ στην ανατολική και νότια περιφέρεια, όπου η ανασκαφή έφτασε ως το φυσικό ασβεστολιθικό υπόβαθρο, οι αντίστοιχες επιχώσεις δεν ξεπερνούν τα 2,50-3,00 μ. Επομένως, η επιφάνεια του ασβεστολιθικού υποστρώματος στον πυθμένα του σπηλαίου δεν είναι επίπεδη αλλά ανισόπεδη, βρίσκεται βαθύτερα στο κέντρο και αρκετά ψηλότερα στην περιφέρεια. Αυτός είναι και ο λόγος που ο βαθύτερος κεντρικός χώρος του σπηλαίου γέμισε επανειλημμένως από ιζήματα οφειλόμενα σε αποθέσεις νερού, όπως αναφέρθηκε ήδη, και εν μέρει από την πλατιά είσοδό του. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από την κατηφορική πορεία που έχει το σκληρότερο από τα ιζήματα με φορά από την είσοδο προς το κέντρο (εικ. 9-10). Το ίζημα αυτό αντιπροσωπεύει την τελευταία παγετώδη περίοδο του Πλειστοκαίνου.
Η δεύτερη περίοδος, που αντιπροσωπεύει το Ολόκαινο, δεν ξεπερνά συνολικά τα 1,50-2,00μ. πάχος, και αυτό μόνο εκεί όπου συνυπάρχουν σε επάλληλα στρώματα.
Οι δύο παραπάνω μεγάλες περίοδοι μπορούν να χωρισθούν σε πέντε διαφορετικές ενότητες, τρεις για το Πλειστόκαινο και δύο για το Ολόκαινο:
α) Τα κατώτερα στρώματα της Πλειστοκαινικής επίχωσης αποτελούνται από υγρό ίζημα ροδαλού χρώματος (εικ. 10-11), πάχους 50-70 εκ., από το οποίο απουσιάζουν εξ ολοκλήρου τα κατάλοιπα φωτιάς, αν και η παρουσία φυτολίθων σε αυτό παραπέμπει σε ανθρώπινη παρουσία, χωρίς χρήση φωτιάς (Tsartsidou 2013, Tsartsidou κ.ά., υπό έκδοση). Η εναπόθεση αυτού του ιζήματος πρέπει να τοποθετηθεί πριν τα 130-140.000 χρόνια, σύμφωνα με νεότερες χρονολογήσεις με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας (Valladas κ.ά. 2007) καμένων λίθινων εργαλείων προερχόμενων από τα βαθύτερα στρώματα με κατάλοιπα φωτιάς (τα οποία υπέρκεινται, εννοείται, των βαθύτερων χωρίς φωτιά, εικ. 10-11) στο Εργαστήριο Επιστημών Κλίματος και Περιβάλλοντος του Ερευνητικού Κέντρου CNRS της Γαλλίας (Centre des Faibles Radioactivités, Laboratoire Mixtes C.N.R.S.-C.E.A.). Τα ίδια στρώματα είχαν αρχικά χρονολογηθεί με Άνθρακα 14 στον Δημόκριτο στα 46.591+1665 χρόνια πριν από σήμερα (Φακορέλλης και Μανιάτης 2000), αυτά όμως είναι και τα όρια της μεθόδου του Άνθρακα 14, ώστε παλαιότερες αυτού του ορίου ηλικίες δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθούν με ακρίβεια με αυτή τη μέθοδο. Από αυτό το βαθύτερο ίζημα, το οποίο έχει προς το παρόν ανασκαφεί περιορισμένα, προήλθαν εργαλεία φτιαγμένα από πυριτόλιθο (εικ. 11-12), ο οποίος βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε χαλίκια ασβεστολιθικά από τον ίδιο τον πυθμένα της σπηλιάς, καθώς και από χαλαζία, που έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο κατά τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, παρά αργότερα. Οι ελάχιστοι δηλαδή ένοικοι του σπηλαίου, κατά την πρώτη χρήση του, φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη για τα εργαλεία τους υλικό που έβρισκαν στον πυθμένα της ίδιας της σπηλιάς, ενώ αργότερα, οπότε αυξήθηκε ο πληθυσμός και οι ανάγκες, αλλά προφανώς σταδιακά εξαντλούνταν και το υλικό, η αναζήτησή του γινόταν πολύ πιο οργανωμένα σε μεγάλη ακτίνα έξω από το σπήλαιο. Τα εργαλεία αυτού του ιζήματος, που είναι και τα παλαιότερα όλης της ανασκαφής, είναι αδρά επεξεργασμένα συγκρινόμενα με τα νεότερά τους.
β) Η δεύτερη ενότητα, με μέγιστο πάχος έως 2,50μ. χαρακτηρίζεται από παχιά στρώματα εκτεταμένων πυρών που εναλλάσσονται με αμμώδη και ιλυώδη στρώματα (εικ. 12-13) από υλικά που αποτέθηκαν κατά την εκροή υπόγειων νερών μέσα στο σπήλαιο. Τα νερά αυτά δημιουργούσαν κατά περιόδους στο μεγαλύτερο, βαθύτερο και κεντρικότερο τμήμα του σπηλαίου μια λιμνάζουσα περιοχή. Ο ρυθμός απόθεσής τους υπολογίστηκε από τον γεωλόγο Δρα Π. Καρκάνα από 0,5 έως 1,5 εκ./αιώνα. Οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια δημιουργίας αυτών των στρωμάτων δεν επέτρεπαν τη συχνή και εκτεταμένη χρήση του σπηλαίου, τουλάχιστον στην προαναφερθείσα κεντρική περιοχή. Αντίθετα, δίπλα στα ανατολικά τοιχώματα του σπηλαίου, όπου ο πυθμένας έχει αποκαλυφθεί σε βάθος 3μ. περίπου, πολύ ψηλότερα δηλαδή απ’ ό,τι στον κεντρικό χώρο, η επιφάνεια χρήσης εκεί δεν έχει επηρεαστεί από τα νερά που εισέβαλλαν κάθε φορά μέσω των καρστικών αγωγών, με αποτέλεσμα εκεί η στρωματογραφία να είναι αδιατάρακτη. Στη στρωματογραφία εδώ (ανατολική περιοχή) είναι χαρακτηριστική η παρουσία σε μεγάλη ποσότητα γωνιωδών ασβεστολιθικών λατυπών (χαλικιών) προερχόμενων από την οροφή και τα τοιχώματα του σπηλαίου, τα οποία σε συνδυασμό με κρυογενείς αλλοιώσεις των συνοδών ιζημάτων δείχνει ότι αποτελούν κρυοκλαστικές αποθέσεις, προϊόν δηλαδή διάρρηξης των τοιχωμάτων λόγω τήξης και πήξης του πάγου. Από τη στρωματογραφία αυτή απουσιάζουν οι έντονες και χαρακτηριστικές φωτιές του κεντρικού χώρου (εικ.13-14). Τέλος τα ιζήματα αυτής της ενότητας στο σπήλαιο χαρακτηρίζονται επίσης από την παρουσία τεράστιων κοιτών, λάκκων και φυσικών λαγουμιών (εικ. 14-16), τα οποία συνήθως είναι πληρωμένα με νεότερες χαλαρές αποθέσεις.
γ) Η τρίτη ενότητα χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό σκληρού ιζήματος συνολικού πάχους περίπου 1,50μ. που αποτελείται από δύο επάλληλα στρώματα (βλ. εικ. 6 και 16-18) μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται μία λιγότερο συμπαγής επίχωση. Οι σκληροί αυτοί σχηματισμοί αντανακλούν πολύ ψυχρές κλιματικές συνθήκες της τελευταίας παγετώδους με ηπιότερα χαρακτηριστικά στο ενδιάμεσο διάστημα (θα δούμε και παρακάτω σχετικά στο Κλίμα).
δ) Η τέταρτη ενότητα, μέγιστου πάχους 90 εκ. περίπου, ανταποκρίνεται στην ονομαζόμενη Μεσολιθική περίοδο και στρωματογραφικά τοποθετείται ανάμεσα στο σκληρό ίζημα της Ανώτερης Παλαιολιθικής και στη Νεολιθική υπερκείμενη επίχωση (εικ. 17, 19). Το χώμα έχει κιτρινόφαιη απόχρωση και αμμώδη υφή με χαρακτηριστικά υγρασίας, ενώ σε κάποιες περιοχές υπάρχουν και έντονα κατάλοιπα φωτιάς (εικ. 18-21). Το στρώμα αυτό δεν εντοπίσθηκε σε όλη την έκταση του σπηλαίου, κυρίως δεν είναι εμφανές στον κεντρικό χώρο (εικ. 3, 9-10), πράγμα που φαίνεται να οφείλεται σε αλλοιώσεις που επήλθαν στην ούτως ή άλλως πολύ διαταραγμένη ανώτερη επίχωση από τους προαναφερθέντες γεωφυσιικούς παράγοντες.
ε) Η πέμπτη και τελευταία ενότητα ανήκει στη Νεολιθική περίοδο και έχει πάχος περίπου 1,50 στην κεντρική περιοχή ‒ στην περιοχή του άξονα 11 του καννάβου όπου υπήρχε το στρώμα των αποκολλημένων λίθων από την οροφή έφτανε και τα 2,00μ., ενώ δεν ξεπερνάει τα 0,50μ. κοντά στην είσοδο και κοντά στα ανατολικά τοιχώματα του σπηλαίου (εικ. 17, 19, 20, 22). Αντίστοιχα, η μεν κεντρική επίχωση ήταν εξαιρετικά διαταραγμένη –για τους λόγους που προαναφέρθηκαν– ενώ στην περιφέρεια φαίνεται αδιατάρακτη, είχε όμως ίσως εκεί πιο περιορισμένη χρήση ο χώρος λόγω της σκοτεινότητας και της υγρασίας του. Όπως ήδη αναφέρθηκε, από όστρακα, οστά, κάρβουνα κ.λπ. επικολλημένα μέχρι και 2μ. ψηλότερα από τη σημερινή επιφάνεια της επίχωσης στα τοιχώματα του σπηλαίου συμπεραίνεται ότι αυτή η επίχωση κάποτε έφθανε ως εκεί. Παρά τη μεγάλη αναμόχλευση των ανώτερων στρωμάτων, τα οποία δεν είναι δυνατόν να μας δώσουν μια καθαρή νεολιθική στρωματογραφία, έχουν ωστόσο αυτά δώσει πολύ σπουδαία ευρήματα όλων των βαθμίδων της Νεολιθικής,
Οι εναλλαγές του κλίματος
Eπανειλημμένως φαίνεται πως άλλαξε το κλίμα (Καρκάνας 2000) στη διάρκεια χρήσης του σπηλαίου από τον άνθρωπο με την εναλλαγή θερμών και ψυχρών επεισοδίων, κατά τα οποία ο πληθυσμός του σπηλαίου αναλόγως αυξανόταν και μειωνόταν. Τα επεισόδια αυτά έχουν αφήσει τα κατάλοιπά τους στο σπήλαιο της Θεόπετρας, μοναδικό μάρτυρα αυτών των φυσικών αλλαγών σε αρχαιολογική θέση σε τόσο χαμηλό υψόμετρο μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, ενώ είναι επίσης το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης με τόσο έντονα χαρακτηριστικά παγετώνων στη διάρκεια του Πλειστοκαίνου. Αυτά τα ψυχρά χαρακτηριστικά εξηγούνται από τη γειτνίαση του σπηλαίου με την Πίνδο αλλά και από τον βορεινό προσανατολισμό της εισόδου του (εικ. 21).
Από τη μικρομορφολογική εξέταση δειγμάτων όλων των στρωμάτων (Kαρκάνας & Weiner 2000, Karkanas 2002, Καρκάνας-Κυπαρίσση 2005), προέκυψαν πολλές ψυχρές φάσεις που έχουν αποτυπωθεί στα ιζήματα: η πρώτη στο κατώτερο στρώμα του σπηλαίου, παλαιότερη δηλ. των 130-140.000 χρόνων πριν από σήμερα, η δεύτερη στο ανώτερο στρώμα της πρώτης καύσης, δηλαδή περίπου στην παραπάνω ηλικία. Μια εκτεταμένη ψυχρή φάση παρατηρείται κατά την τελευταία παγετώδη (έναρξη μετά την τελευταία μεσοπαγετώδη του ισοτοπικού σταδίου 5e, περίπου 130.000 χρόνια πριν) και επεκτείνεται ως τα 18.000 χρόνια πριν, που θεωρείται πέρας της τελευταίας παγετώδους περιόδου. Μια εκτεταμένη καύση που εμφανίζεται στις αποθέσεις του σπηλαίου με τη μορφή πολλών εστιών φωτιάς, όλων στον ίδιο ορίζοντα, και έχει χρονολογηθεί στα 60.000 περίπου χρόνια πριν από σήμερα (αρχή ισοτοπικού σταδίου 3) αντανακλά μια διακοπή των πολύ κακών κλιματικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή καθ’ όλο το διάστημα της τελευταίας παγετωνικής έξαρσης. Σε μια έκταση 30 τ.μ. περίπου, μετρήθηκαν 15 τουλάχιστον εστίες, αριθμός που αυξάνεται όσο επεκτείνεται η ανασκαφή. Οι εστίες αυτές (εικ. 22-24), με επιφάνεια περίπου 1 τ.μ. η κάθε μία, αποτελούνται από έντονο ερυθρό στρώμα πάχους 10-15 εκ. στην ανώτερη επιφάνειά τους, οφειλόμενο στη σύστασή του από οξείδια αλουμινίου και φωσφόρου και ποτάσιο σε συνδυασμό με την πυράκτωση που υπέστησαν. Κάτω απ’ αυτό το κόκκινο στρώμα υπάρχει σε όλες τις εστίες μαύρο στρώμα που αποτελεί τη βάση τους (εικ. 23, 25). ΄Εχει παρατηρηθεί ότι τα σημαντικότερα και πιο εκτεταμένα επεισόδια καύσεων σχετίζονται με περιόδους ηπιότερου κλίματος κατά τις οποίες αυξανόταν ο πληθυσμός του σπηλαίου. Μετά την τελευταία μέγιστη παγετώδη περίοδο (Last Glacial Maximum, 35000 έως 18000 χρόνια πριν) φαίνεται να αυξήθηκε ραγδαία ο πληθυσμός μέσα στο σπήλαιο κρίνοντας από την αντίστοιχη εντυπωσιακή αύξηση των λίθινων εργαλείων σε αυτά τα στρώματα. Από τα τελευταία ευρήματα με την ευκαιρία των έργων του Γ΄ ΚΠΣ, αξίζει να μνημονευθεί η αποκάλυψη, ακριβώς μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου, λιθοσωρού αποτελούμενου από πέτρες μεσαίου κυρίως μεγέθους, που σε συνδυασμό με την παρουσία βράχων προφανώς πεσμένων από την οροφή και πακτωμένων στο έδαφος (εικ. 24, 26) καλύπτουν όλο το εύρος της εισόδου. Οι πέτρες, φαίνεται να τοποθετήθηκαν και να παρέμειναν εκεί εσκεμμένα προκειμένου να δημιουργήσουν ένα φράγμα ασφαλείας ώστε να εμποδίζεται η είσοδος στο σπήλαιο τόσο για τα ζώα σε περιόδους μεγάλου ψύχους, όσο και για τα ίδια τα έντονα καιρικά φαινόμενα. Xρονολόγηση με θερμοφωταύγεια έδωσε ηλικία 24.000-22.000 χρόνια πριν από σήμερα (Ζαχαριάς κ.ά. 2012), εντάσσεται δηλαδή η κατασκευή του στη διάρκεια της τελευταίας μέγιστης παγετώδους περιόδου. Τέλος, στα 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα παρατηρήθηκε στο σπήλαιο το τελευταίο σύντομο ψυχρό επεισόδιο, επονομαζόμενο Younger Dryas, που πιστοποιήθηκε εδώ για πρώτη φορά στην ανατολική Μεσόγειο. Λόγω της θέσης του σπηλαίου κοντά στην οροσειρά της Πίνδου φαίνεται πως εδώ τότε επικράτησαν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
Η πρώτη εμφάνιση του πηλού
Ανάμεσα στις εστίες των περίπου 60.000 χρόνων βρέθηκαν δεκάδες πήλινοι, συνήθως κυλινδρικοί, σχηματισμοί (εικ. 25-29), πιθανότατα ελαφρά στεγνωμένοι, όχι ψημένοι. Το μήκος τους φθάνει τα 10 εκ. περίπου και το πάχος τους τα 2,5-3 εκ. Η παρουσία τους σε τόσο πρώιμα στρώματα είναι φυσικό ότι μας προκάλεσε σύγχυση ως προς τη χρονική περίοδο έναρξης της χρήσης του πηλού. Τελικά όμως, σύμφωνα με τις στρωματογραφικές παρατηρήσεις του γεωλόγου Π. Καρκάνα, αυτοί οι σχηματισμοί προέρχονται από την ενότητα της Μεσολιθικής επίχωσης (στο σπήλαιο έχουν διατηρηθεί ενδεικτικά σε θέση εύρεσής τους (εικ 27, 30) και έφθασαν σε βαθύτερα στρώματα μέσω των τεράστιων κοιτών και νεροφαγωμάτων που προκλήθηκαν από την εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω των καρστικών αγωγών στο σπήλαιο και πληρώθηκαν με υλικό από ανώτερα στρώματα. Κατάλοιπα όμως μαζών άψητου πηλού, πέρα από τα εν λόγω αντικείμενα, έχουν βρεθεί διάσπαρτα μέχρι τα βαθύτερα στρώματα της Παλαιολιθικής (εικ. 28, 31), οι οποίες επίσης προέρχονται τελικά από τη μεσολιθική επίχωση. Οπωσδήποτε αυτοί οι πήλινοι σχηματισμοί αντιπροσωπεύουν πρώιμες προσπάθειες σχηματοποίησης αυτού του εύπλαστου υλικού, του πηλού, τις ιδιότητες του οποίου φαίνεται να γνώριζαν πλέον στη Μεσολιθική περίοδο και αποτελούν αποδείξεις ότι η κεραμική τεχνολογία είναι γηγενής κατάκτηση, αφού σε συνδυασμό με το ψήσιμο του πηλού κάποιους αιώνες αργότερα, επρόκειτο να σημάνει την επανάσταση της τεχνολογίας κατά τη Νεολιθική εποχή. Επίσης, προς το τέλος της Παλαιολιθικής, κατάλοιπα πηλών, όχι σχηματοποιημένα, βρέθηκαν δίπλα σε φωτιές (εικ. 29, 32). Το δείγμα αυτό έχει χρονολογηθεί με Άνθρακα 14 στα 13480-12320 π.Χ. / 12539±200 ΒΡ (DEM-208). Ο συνδυασμός αυτός δεν παρατηρείται στα βαθύτερα στρώματα, ώστε η ύπαρξη πηλών, έστω και άμορφων μαζών, προς το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής θέτει, όπως είναι ευνόητο, σε νέα βάση και το θέμα της γηγενούς ή εισηγμένης κεραμικής τεχνολογίας των αρχών της Νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο.
H απουσία οστέινων καταλοίπων – διαγένεση
Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε στην ανασκαφή ήταν η σχεδόν παντελής απουσία οστών στις παλαιολιθικές επιχώσεις όλης της κεντρικής περιοχής του σπηλαίου, απουσία που δεν μπορούσε να ερμηνευτεί αρχαιολογικά μέχρι που η μικρομορφολογική μελέτη του συνεργάτη γεωλόγου Δρ. Π. Καρκάνα (Καρκάνας και Weiner 2000) με τις αναλύσεις των ιζημάτων που έγιναν στο Ινστιτούτο Weizmann του Ισραήλ απέδωσε την απουσία των οστών στο φαινόμενο της διαγένεσης, δηλαδή σε μετα-αποθετικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη σύσταση των ιζημάτων από κατάλοιπα καύσης ξύλων που περιέχουν ανθρακικό ασβέστιο, φυτόλιθους και άμορφα πυριτικά συσσωματώματα καθώς και διαλυμένο φωσφόρο από την αποσύνθεση οργανικών καταλοίπων, με τα οποία είναι εμπλουτισμένο το νερό που κυκλοφορεί στους πόρους των ιζημάτων. ΄Ετσι δημιουργείται το ορυκτό απατίτης, το κύριο ανόργανο συστατικό των οστών, και στη συνέχεια δημιουργείται ένα σύνολο αυθιγενών ορυκτών. Ως αποτέλεσμα, το ορυκτό απατίτης στην πορεία της διαγένεσης μετατρέπεται σε άλλα πιο σύνθετα φωσφορικά ορυκτά του αργιλίου και αυτό το στάδιο σηματοδοτεί τη διάλυση του απατίτη των οστών. ΄Ετσι, στις περιοχές του σπηλαίου όπου υπάρχει απατίτης η ασβεστίτης, τα οστά είναι σταθερά και η παρουσία τους αντιπροσωπεύει την πραγματική εικόνα της παρουσίας τους στο παρελθόν, ενώ στις περιοχές με τα σύνθετα ορυκτά του φωσφόρου η απουσία τους δηλώνει λανθασμένα ότι δεν υπήρχαν και στο παρελθόν. Στο σπήλαιο της Θεόπετρας, στην κεντρική περιοχή, απουσιάζουν τα οστά γιατί εκεί καταλήγουν, όπως είπαμε ήδη, οι καρστικοί αγωγοί της νότιας περιοχής οι οποίοι μετέφεραν επανειλημμένως μεγάλες ποσότητες νερού από την εξωτερική περιοχή του σπηλαίου που κατέκλυσαν το σπήλαιο και συνετέλεσαν στη διάλυση των οστών με τη διαδικασία της διαγένεσης που αναφέρθηκε (εικ. 30, 33). Ήμασταν πολύ τυχεροί ως προς το ότι η περιοχή δίπλα στα ανατολικά τοιχώματα του σπηλαίου, επίσης κοντά στην απόληξη ενός καρστικού αγωγού αλλά σε σαφώς ψηλότερο επίπεδο, έμεινε έξω από την επιρροή των νερών και είναι εκεί όπου βρέθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης οστά ζώων (εικ. 30, 34) αλλά και οι δύο ανθρώπινες ταφές της Ανώτερης Παλαιολιθικής που θα δούμε παρακάτω.
Aνθρωπολογικά κατάλοιπα
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χιλιετιών χρήσης του σπηλαίου από τον άνθρωπο είναι πολύ πιθανό ότι άλλαξε και ο ανθρώπινος τύπος που ζούσε στην περιοχή. Με τα έως τώρα δεδομένα από άλλες θέσεις της Ευρώπης γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος Ηomo sapiens neanderthalensis χάνεται περίπου γύρω στα 40.000 χρόνια πριν από σήμερα και εμφανίζεται ο σημερινός σύγχρονος άνθρωπος Homo sapiens sapiens, ενώ στη Μέση Ανατολή ο σύγχρονος άνθρωπος εμφανίστηκε ήδη από τα 100.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη Θεόπετρα ευτυχήσαμε να έχουμε βρει ως τώρα πέντε ανθρώπινους σκελετούς, έναν της Ανώτερης Παλαιολιθικής χρονολογημένο από τα ίδια τα οστά του στα 14990-14060 π.Χ. (εικ. 31, 35) (Φακορέλλης και Μανιάτης 2000, DEM -241), δηλαδή μετά το τέλος της τελευταίας μέγιστης παγετώδους περιόδου και έναν ακόμη, πιθανότατα σύγχρονο του πρώτου, καθώς γειτνιάζουν και βρίσκονται στο ίδιο περίπου βάθος ‒ λόγω της κακής κατάστασης των οστών του τελευταίου δεν διατηρήθηκε κολλαγόνο για να μας δώσει ηλικία (εικ. 32, 36). Τρεις επιπλέον ταφές ανήκουν στη Μεσολιθική περίοδο και έχουν χρονολογηθεί στα 7000-7500 περίπου π.Χ. (Kyparissi-Apostolika 2003, 8.070±60 ΒΡ, 7280-6830 ΒC, CAMS -21773) και 8450±45 ΒΡ (7.586-7384 BC, oxa-17352) (εικ. 33-35, 37-39). Οι δύο τελευταίοι μεσολιθικοί βρέθηκαν με την ευκαιρία των έργων ανάδειξης του σπηλαίου (καλοκαίρι 2006/ Ιανουάριος 2008). Η μία εξ αυτών, σε συνεσταλμένη στάση, εκτίθεται στο σπήλαιο στη θέση εύρεσής της, εγκιβωτισμένη σε κάλυμμα από πλεξιγκλάς (Κυπαρίσση-Αποστολίκα, υπό έκδοση).
Εκτός των ταφών αυτών καθ’ αυτών, στο βαθύτερο στρώμα φωτιάς του σπηλαίου βρέθηκαν αποτυπώματα ανθρώπινων πελμάτων (Μανώλης κ.ά. 2000) (εικ. 36, 40) που ανήκουν σε στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής ‒ είχαν χρονολογηθεί με Άνθρακα 14 στα 46.330±1.590 ΒΡ (Φακορέλλης και Μανιάτης 2000, DEM -613), ενώ χρονολόγηση με θερμοφωταύγεια, όπως αναφέρθηκε ήδη, ανεβάζει τις ηλικίες στα 110-135.000 χρόνια πριν από σήμερα! (Valladas κ.ά. 2007). Λόγω της ηλικίας του στρώματος όπου βρέθηκαν τα αποτυπώματα και λόγω της μουστέριας τεχνολογίας των λίθινων εργαλείων που βρέθηκαν στο αντίστοιχο στρώμα και κατά κανόνα αποδίδονται στους νεαντερτάλιους (Παναγοπούλου 2000), ευλόγως τα αποτυπώματα μπορούν να αποδοθούν στον προγενέστερο ανθρώπινο τύπο (Homo sapiens neanderthalensis). ΄H, αν ανήκουν στον σύγχρονο άνθρωπο, αυτό σημαίνει ότι ο τελευταίος έφτασε στον ελλαδικό χώρο πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, δηλ. όπως περίπου στη Μέση Ανατολή. Εν τέλει, σε όποιον ανθρώπινο τύπο και αν ανήκουν, η ανεύρεσή τους είναι ιδιαίτερα σημαντική και ελπίζουμε ότι θα συμβάλουν στη μελέτη της παρουσίας και της εξέλιξης του ανθρώπου στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ώστε είναι πιθανή η εμφάνιση του σύγχρονου ανθρώπου και εδώ πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Τα ευρήματα αυτά είναι μοναδικά στον ελλαδικό χώρο και εξαιρετικά σπάνια σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι τα δεύτερα σε αρχαιότητα αποτυπώματα ποδιών στην Ευρώπη μετά εκείνα της Terra Amata της Γαλλίας (380.000 χρόνια πριν), ενώ άλλα που βρέθηκαν σε σπήλαια της Γαλλίας και της Ιταλίας χρονολογούνται κάτω από τα 20.000 χρόνια. Έχουν μήκος έως 15 εκ. και πλάτος περίπου 6 εκ., μέγεθος που ταιριάζει σε παιδί ηλικίας 4-5 περίπου ετών σήμερα. Η εκτίμηση της ηλικίας έγινε ύστερα από συγκρίσεις με πέλματα σύγχρονων παιδιών ανάλογης ηλικίας, έγινε φωτογραμμετρική ανάλυση και σκανάρισμα με laser (εικ. 37, 41) (Μανώλης κ.ά. 2000). Από το μήκος του πέλματος μπορεί να υπολογιστεί το ύψος του ατόμου (15%), στην προκειμένη περίπτωση τα άτομα του 2ου και 3ου αποτυπώματος που είναι πιο ευκρινή εκτιμάται ότι είχαν ύψος 94-100 εκ. και 86-92 εκ. αντίστοιχα (τα αποτυπώματα ανήκουν σε διαφορετικά άτομα). Υπάρχει ωστόσο μια επιφύλαξη, αυτά να μην ανταποκρίνονται σε αυτή την ηλικία, δεδομένου ότι όλα τα ιζήματα στο σπήλαιο έχουν υποστεί συρρίκνωση και πιθανόν έτσι να φαίνεται μικρότερο και το μέγεθος αυτών των αποτυπωμάτων.
Tέλος, από τη νεολιθική επίχωση, αν και δεν έχουν εντοπιστεί ταφές in situ, έχουν ωστόσο βρεθεί αρκετά σκελετικά κατάλοιπα που υπολογίζουν τον πληθυσμό του σπηλαίου κατά την περίοδο αυτή περίπου στα 43 άτομα (βρέφη, ανήλικα και ενήλικα). Έγινε παλαιοπαθολογική μελέτη, εντοπίστηκαν διάφορες βλάβες αλλά γενικότερα φαίνεται πως πρόκειται για έναν εύρωστο πληθυσμό (Στραβοπόδη και Mανώλης 2000 και Στραβοπόδη 2012) που διατρεφόταν με γήινες τροφές κυρίως φυτικής προέλευσης που παραπέμπει σε γεωργο-κτηνοτροφική οικονομία με μικρή περιστασιακή κατανάλωση κρέατος και πολύ μικρή ποσότητα θαλάσσιας πρωτεΐνης λόγω της απόστασης της Θεόπετρας από τη θάλασσα (Papathanasiou 2000)
Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι με αναλύσεις DΝΑ που έγιναν σε οστά τόσο του ενός παλαιολιθικού σκελετού όσο και μεταγενέστερων οστών προκύπτει γενετική συνάφεια μεταξύ τους (Εvison κ.ά. 2000).
Η πανίδα
Όπως προαναφέρθηκε, το φαινόμενο της διαγένεσης στον κεντρικό χώρο διέλυσε σχεδόν στο σύνολό τους τα οστά. Αλλά, χάρη στην ανατολική περιοχή που έμεινε έξω από αυτή τη διαδικασία, έγινε δυνατό να ταυτιστούν οστά ζώων (εικ. 38, 39, 42, 43), όπως σπηλαίας άρκτου αλλά και αιγοειδών, κόκκινου ελαφιού, δορκάδας, ελαφιού δάμα, αλεπούς, ασβού, αρκούδας, λαγού, ύαινας, λύκου, χελώνας, πάπιας, πέρδικας κ.ά. πτηνών, π.χ. περιστεριών, κορακοειδών, αετού κ.λπ. που αντιστοιχούν στην Παλαιολιθική και Μεσολιθική επίχωση (Rowley-Conwy και Νewton 2000). Επιπλέον, από τα ευρήματα στις όχθες του Πηνειού κατά τις έρευνες του Milojcic (Milojcic κ.ά. 1965) έχει διαπιστωθεί η παρουσία στη Θεσσαλία ελεφάντων, ρινόκερων, ιπποποτάμων, αλόγων και ποικίλων μυρηκαστικών για τις θερμές περιόδους της Παλαιολιθικής.
Από τη Νεολιθική επίχωση αναγνωρίστηκαν πολλά οστά ζώων, όπως αιγοπρόβατα που αποτελούν και το κυρίαρχο είδος σε ποσοστό περίπου 60%, βοοειδή, χοίροι και σκύλος εξημερωμένα, αλλά και γύρω στο 11% άγρια ζώα, όπως διάφορα είδη ελαφιών, αγριογούρουνο, αρκούδα, λαγός, αγριόγατα και ασβός, ως αποτέλεσμα κυνηγιού (Xαμηλάκης 2000). Σε οστό αρκούδας χρονολογημένο στη Νεολιθική περίοδο, προς το τέλος της 5ης χιλιετίας (DEM 1968/ 5,441±30 BP/ 4,350-4,240 BC) βρέθηκαν αποτυπώματα από μαχαιριές που αποδίδονται σε προσπάθεια τεμαχισμού του ζώου (εικ. 39, 44) (Hamilakis & Harris υπό έκδοση).
Η συμβολή των συνεργατών – Ευχαριστίες
Το σπήλαιο της Θεόπετρας ανασκάπτεται από το 1987 συνεχώς από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας, υπό τη διεύθυνση της υπογράφουσας και μελετάται με τη συνεργασία μιας μεγάλης διεπιστημονικής ομάδας αποτελούμενης από ανθρωπολόγους, βιολόγους, αρχαιολόγους ειδικευμένους στη λιθοτεχνία, την αρχαιοβοτανολογία, την ανθρακολογία, γεωλόγους, αρχαιομέτρες για τη χρονολόγηση ανθράκων και καμένων υλικών, αρχαιοζωολόγους και επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων, κυρίως περιβαλλοντικών, καθώς συνεχώς αναφύονται και νέες.
Εγώ ως ανασκαφέας αισθάνομαι πολύ τυχερή που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία, όμως χωρίς την παρουσία πολλών συνεργατών μου, διαφόρων ειδικοτήτων, όλα αυτά τα χρόνια, η ολοκλήρωσή της δεν θα ήταν δυνατή ή τουλάχιστον δεν θα είχε επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία των ευρημάτων και τη χρήση του χώρου. Το κλίμα π.χ. έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη χρήση του χώρου, στη συχνότητα κατοίκησης της θέσης ή στη σχεδόν παντελή απουσία ανθρώπων κάποια διαστήματα. Το γέμισμα του χώρου του σπηλαίου επανειλημμένως με νερά που απέτρεπαν τη χρήση του από τον άνθρωπο και επίσης σε συνδυασμό με τις φωτιές εξαφάνισαν κυριολεκτικά τα ίχνη οστών από συγκεκριμένες περιοχές δημιουργώντας λανθασμένη αρχαιολογική εικόνα, δεν θα ήταν δυνατόν να έχουν ερμηνευτεί μόνο από αρχαιολόγους χωρίς την καθοριστική βοήθεια του γεωλόγου συνεργάτη Δρα Π. Καρκάνα, στον οποίο είμαι βαθιά υποχρεωμένη για την ουσιαστική συμβολή του στην έρευνα. Μαζί θέλω να ευχαριστήσω και το Ινστιτούτο Weizmann του Ισραήλ και τον καθηγητή Steven Weiner και επίσης τον καθηγητή Ofer Bar-Yosef του Πανεπιστημίου Harvard, που μας έδωσαν τη σχετική ανάλογη εμπειρία από ανασκαφές σε σπήλαια του Ισραήλ και μας παραχώρησαν τα εργαστήρια του Ινστιτούτου για τις σχετικές αναλύσεις. Η μελέτη και η ανάλυση των ιζημάτων βοηθήθηκε επιπλέον από την αναζήτηση και ταύτιση φυτολίθων από τη Δρα Γεωργία Τσαρτσίδου, που επιβεβαιώνουν την παρουσία ανθρώπων στο σπήλαιο και στα βαθύτερα ιζήματα πριν τη χρήση της φωτιάς. Οι ανθρωπολογικές μελέτες αλλά και η ίδια η αποκάλυψη των ταφών κάθε φορά πέτυχαν χάρη στην παρουσία και την υπεύθυνη μελέτη της Δρος Ελένης Στραβοπόδη, ενώ με τη μελέτη των αποτυπωμάτων ανθρώπινων πελμάτων ασχολήθηκε ο Δρ Σωτήρης Μανώλης που με τη συνεργασία των Dr. Leslie Aiello και Dr.Robin Henessy του Πανεπιστημίου UCL του Λονδίνου έκαναν όλες τις απαιτούμενες αναλύσεις για να καταλήξουν στα σωστά συμπεράσματα. Ο Dr. Martin Evison με τους συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο του Sheffield της Αγγλίας ασχολήθηκαν με την ανάλυση και μελέτη του DNA σκελετικών καταλοίπων και την αναζήτηση της γενετικής συνάφειας του πληθυσμού. Πρόσφατα, η Δρ. Χριστίνα Παπαγεωργοπούλου του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, άρχισε να ασχολείταιο με την αναζήτηση DNA κυρίως σε μεσολιθικούς σκελετούς, με εντυπωσιακά ήδη αποτελέσματα. Η Δρ Αναστασία Παπαθανασίου συμπλήρωσε την ανθρωπολογική ομάδα με τη μελέτη διατροφής που έκανε για τους ίδιους σκελετούς. Τα οστά της πανίδας μελετήθηκαν τα μεν παλαιολιθικά και μεσολιθικά από τους Dr. Peter Rowley-Conwy και Dr. Sally Newton, ενώ τα νεολιθικά από τους Δρα Γιάννη Χαμηλάκη και Dr. Kerry Harris στο Πανεπιστήμιο του Southampton. Η μικροπανίδα όλων των περιόδων μελετήθηκε από τη Δρα Κατερίνα Παπαγιάννη, ενώ τα κατάλοιπα ψαριών και οστρέων κυρίως γλυκού νερού μελέτησε η Δρ Τατιάνα Θεοδωροπούλου. Το υλικό πανίδας που προέκυψε από τις τελευταίες ανασκαφές για τα έργα ανάδειξης θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης της Δρος Κατερίνας Τρανταλίδου. Σε όλους είμαι βαθιά ευγνώμων.
Δρ Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα
Διευθύντρια των ανασκαφών του Σπηλαίου της Θεόπετρας
* Για το σπήλαιο Θεόπετρας έχουν γίνει μέχρι σήμερα 95 δημοσιεύσεις από την ανασκαφέα και τους συνεργάτες της και συνεχίζονται με επί μέρους υλικά, ενώ σε τελικό στάδιο προς δημοσίευση είναι ο πρώτος τόμος για τη Νεολιθική περίοδο.