Η Βρετανία αρνήθηκε να δεχτεί τη διαμεσολάβηση της UNESCΟ ως προς το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Όπως έγινε γνωστό από τις επιστολές του Βρετανικού Μουσείου αλλά και της κυβέρνησης της Βρετανίας προς τον διεθνή οργανισμό, οι οποίες δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου, η εμπλοκή της UNESCO δεν θεωρείται ως η πλέον ενδεδειγμένη.
Τονίζοντας τον «ειλικρινή σεβασμό για τον οργανισμό», αλλά και «τις ήδη καλές σχέσεις με τους συναδέλφους και τους φορείς στην Ελλάδα», το Βρετανικό Μουσείο αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην επιστολή του, η οποία έχει αναρτηθεί και στα ελληνικά, ότι το ίδιο «δεν είναι κρατικός φορέας και οι συλλογές του δεν ανήκουν στη βρετανική κυβέρνηση. Οι έφοροι του Βρετανικού Μουσείου φυλάσσουν τα Γλυπτά όχι μόνο για τον βρετανικό λαό αλλά και προς όφελος του κοινού παγκοσμίως, στο παρόν και το μέλλον».
Επίσης, κάνοντας λόγο για την τρέχουσα περιοδική έκθεση «Ορίζοντας το Κάλλος: το σώμα στην αρχαία ελληνική τέχνη», η οποία άνοιξε στις 26 Μαρτίου τις πύλες της για το κοινό, σημειώνει: «Στην έκθεση αυτή ορισμένα από τα Γλυπτά του Παρθενώνα παρουσιάζονται μαζί με άλλα κορυφαία έργα τέχνης, τα οποία επίσης αναδεικνύουν τον έντονο ανθρωπισμό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τα οποία παραχωρήθηκαν γενναιόδωρα από μουσεία από ολόκληρο τον κόσμο. Είναι η πρώτη φορά μέχρι τώρα που δίνεται η δυνατότητα στο κοινό να δει τα έργα αυτά συγκεντρωμένα κάτω από την ίδια στέγη».
Σχετικά με την πρόσφατη παραχώρηση από πλευράς των εφόρων του Μουσείου ενός από τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, στην επιστολή τονίζεται ότι «με χαρά ενημερωθήκαμε ότι σε έξι μόλις εβδομάδες, είχαν την ευκαιρία να το θαυμάσουν περί τις 140.000 Ρώσοι επισκέπτες». Ως προς τις «απόψεις για την ιστορία του διαμοιρασμού των Γλυπτών του Παρθενώνα που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας» το Μουσείο τονίζει ότι «φυσικά και διαφέρουν, παρά ταύτα οι ειδικοί ομόφωνα αναγνωρίζουν ότι ο αρχικός γλυπτικός διάκοσμος δεν μπορεί να αποκατασταθεί στο σύνολό του, καθώς πολλά στοιχεία του έχουν χαθεί, ενώ τα μέρη που έχουν διασωθεί δεν μπορούν ποτέ να επανατοποθετηθούν στο κτίριο».
Στην επιστολή της βρετανικής κυβέρνησης, όπως αναρτάται στην ιστοσελίδα του Μουσείου, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είχαν αποκτηθεί νομίμως από τον Λόρδο Έλγιν, σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν εκείνη την περίοδο και ότι οι έφοροι του Βρετανικού Μουσείου έχουν σαφείς και νόμιμους τίτλους από το 1816. Επίσης, σημειώνεται ότι ούτε η βρετανική κυβέρνηση ούτε το Βρετανικό Μουσείο είναι ενήμεροι για τυχόν νέα επιχειρήματα ως προς το αντίθετο από το 1985, οπότε το επίσημο ελληνικό αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών απορρίφθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση.
«Με λύπη πληροφορηθήκαμε, και πάντως όχι διά της επίσημης οδού, ότι η Βρετανική πλευρά αρνείται κατηγορηματικά την πρόσκληση της UNESCO για έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης για τα Γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο» δήλωσε σχετικά ο αν. Υπουργός Πολιτισμού, Νίκος Ξυδάκης.
«Διαπιστώνεται μια έλλειψη διάθεσης για συνεργασία και διάλογο από τη Βρετανική πλευρά, η οποία δείχνει επίσης να αγνοεί τις σχετικές με το ζήτημα Συστάσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής ICPRCP, ενός θεσμικού οργάνου της UNESCO. Προξενεί εντύπωση ο αρνητισμός και η έλλειψη του προσήκοντος σεβασμού προς τις καλές υπηρεσίες των διαμεσολαβητών. Εντύπωση επίσης προξενεί η απολύτως μονομερώς συνεχιζόμενη προσπάθεια υποβάθμισης ενός διακρατικού ζητήματος σε ζήτημα μεταξύ μουσείων.
»Η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει την προσπάθειά της με κάθε δυνατό τρόπο και θα θέσει εκ νέου το ζήτημα στη Γενική Διευθύντρια της UNESCO, αναμένοντας τις αντιδράσεις για τους χειρισμούς της Βρετανίας.
»Καλούμε τη Μεγάλη Βρετανία να επανεξετάσει τη στάση της. Η Ελλάδα παραμένει ανοικτή σε κάθε θετική χειρονομία», καταλήγει η ανακοίνωση.