Αρχαιότερος κατά τουλάχιστον τέσσερις αιώνες είναι ο νεολιθικός οικισμός της Κουτρουλού Μαγούλας στη Φθιώτιδα, ο οποίος σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, χρονολογείται γύρω στο 5900 π.Χ. και όχι στο 5500 π.Χ., όπως αρχικά πιστευόταν. Την παραπάνω πληροφορία έδωσε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η επίτιμη διευθύντρια του υπουργείου Πολιτισμού, Νίνα Κυπαρίσση, που ερευνά την περιοχή από το 2001, ενώ από το 2010 (ανεπίσημα από το 2009) συνδιευθύνει με τον Γιάννη Χαμηλάκη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, τις έρευνες που υλοποιούνται στο πλαίσιο προγράμματος συνεργασίας της αρχαιολογικής υπηρεσίας και του αγγλικού πανεπιστημίου, μέσω της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.
Και οι δύο μίλησαν στο ΑΠΕ- ΜΠΕ με αφορμή την ομιλία για την Κουτρουλού Μαγούλα που θα δοθεί σήμερα Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου, και ώρα 19.00, από τον κ. Χαμηλάκη στην Αίθουσα Τελετών της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πανεπιστημίου 22), στο πλαίσιο της ετήσιας παρουσίασης του επιστημονικού έργου της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.
«Ο οικισμός είναι σημαντικός για πολλούς λόγους» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιάννης Χαμηλάκης, επισημαίνοντας τους κυριότερους: «Η Κουτρουλού Μαγούλα είχε πολύ μεγάλη έκταση, γύρω στα 37 στρέμματα, ενώ ξέρουμε από τη βιβλιογραφία ότι οι περισσότερες μαγούλες της εποχής αυτής είναι γύρω στα 20 στρέμματα. Εντυπωσιακή είναι και η διατήρηση των λιθόκτιστων σπιτιών. Έχουμε τοίχους από πέτρες όχι μόνο στα θεμέλια όπως συνηθίζεται, αλλά και άνω του ενός μέτρου, όπως μαρτυρούν τα σωζόμενα κατάλοιπα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η οργάνωση του χώρου. Κατά την τοπογραφική και γεωφυσική έρευνα βρέθηκαν αναβαθμοί και περιμετρικοί τάφροι, έργα μάλλον κοινοτικά, καθώς απαιτούν πολλή δουλειά για να γίνουν. Δηλαδή, μιλάμε για μια οργάνωση συλλογική και κοινοτική, που απαιτούσε πολλή εργασία και αφιέρωση από όλη την κοινότητα» τονίζει.
Φαίνεται πάντως ότι η συλλογικότητα ήταν χαρακτηριστικό των νεολιθικών κατοίκων του οικισμού. «Ανάμεσα στα σπίτια υπήρχαν ανοιχτοί ή μισοστεγασμένοι χώροι, στους οποίους εντοπίστηκε μεγάλη πληθώρα υλικών, ειδώλια, κεραμική, κατάλοιπα ζώων και άλλα, που πιθανόν υποδεικνύουν ότι τα σπίτια τα είχαν μόνο για να τα κατοικούν. Ίσως λοιπόν σε αυτούς τους υπαίθριους ή ημιυπαίθριους χώρους πραγματοποιούσαν όλες τις δραστηριότητές τους, ενδεχομένως να είχαν κοινές γιορτές, κοινό φαγητό, γι’ αυτό βρέθηκαν τόσα πολλά κατάλοιπα» σημειώνει η κα Κυπαρίσση, τονίζοντας παράλληλα την κεντρική θέση της περιοχής. «Η Κουτρουλού Μαγούλα βρίσκεται σε ένα “τρίστρατο” που συνδέεται και με τη Φθιώτιδα και με την ανατολική και τη δυτική Θεσσαλία. Ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας της θέσης, την ελληνιστική εποχή κατασκευάστηκε το κάστρο της Πρόερνας, το οποίο έχει αναδειχθεί με το Γ’ ΚΠΣ» συμπληρώνει.
Τόσο η ίδια, όσο και ο κ. Χαμηλάκης επισημαίνουν τη νέα χρονολόγηση σχετικά με τον μεταγενέστερο θολωτό τάφο, ο οποίος εντοπίστηκε στην περιοχή το 2012 και αρχικά δεν ήταν σαφές αν ανήκε στην Εποχή του Χαλκού ή του Σιδήρου. «Τώρα ξέρουμε σίγουρα, με βάση την κεραμική που έχουμε αναλύσει, ότι είναι της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, δηλαδή ότι είναι Μυκηναϊκός και μάλιστα από τους πρώτους μυκηναϊκούς θολωτούς, με δρόμο. Έχουμε επίσης ταφές από τον 12ο αιώνα μ.Χ., επομένως φαίνεται ότι η θέση είχε ιδιαίτερη σημασία, ένα βάρος μνημονικό για τους ανθρώπους της περιοχής και σε υστερότερους αιώνες» πληροφορεί ο καθηγητής.
Μια ξεχωριστή κατηγορία ευρημάτων αποτελούν τα ειδώλια της Κουτρουλού Μαγούλας. Πάνω από 300 έχουν έρθει στο φως από την αρχή των ανασκαφών, δηλαδή από το 2001, κάποια ολόκληρα και κάποια θρυμματισμένα, μάλιστα τις περισσότερες φορές εσκεμμένα. «Πολλά ειδώλια είναι ξεκάθαρο ότι τα έσπαγαν επίτηδες, ένα φαινόμενο που συναντάται συχνά στις νεολιθικές θέσεις του βαλκανικού χώρου. Ως προς την ερμηνεία τους, υπάρχουν διάφορες ενδιαφέρουσες εξηγήσεις που παραπέμπουν όχι μόνο στη διακίνηση των θραυσμάτων, αλλά και σε πιθανές τελετές που γίνονταν στην κοινότητα. Πάντως, πέρα από τις διαδικασίες κοινωνικής συναναστροφής και ανταλλαγής, συμποσίων ή άλλων, το θραύσμα σε συνδέει και μνημονικά με τους ανθρώπους που ήσουν μαζί, καθώς και με την τελετή στην οποία συμμετείχες» εξηγεί ο κ. Χαμηλάκης, αναφέροντας ότι για πρώτη φορά έγινε πετρογραφική ανάλυση του πηλού σε θραύσματα των ειδωλίων για να βρεθεί η προέλευση της πρώτης ύλης. «Οι αναλύσεις έδειξαν ότι τα περισσότερα είναι τοπικής προέλευσης, με εξαίρεση ένα το οποίο δείχνει να ήταν από την περιοχή γύρω από τις Μικροθήβες, κοντά στον Βόλο, περίπου 40 χλμ. απόσταση. Επομένως, για ορισμένα μπορούμε να πούμε ότι γινόταν διακίνηση» σημειώνει.
Ο ίδιος εξηγεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε θέσεις στην ελληνική νεολιθική που να έχουν δώσει τόσα πολλά ειδώλια. Πέρα όμως από την ποσότητα, σημαντική είναι και η ποικιλία των τύπων τους. «Εκτός από τους συνηθισμένους ανθρωπόμορφους τύπους, έχουμε και άλλους που δεν εντάσσονται εύκολα στους γνωστούς. Πολλά από τα ειδώλια συνδυάζουν ανθρώπινα και ζωόμορφα χαρακτηριστικά, μια υβριδική μορφή δηλαδή, όπως αυτή που συναντάμε σε τύπους με στοιχεία ανθρώπου και πουλιού, ενώ έχουμε και άλλους που αντιπροσωπεύουν φανταστικά όντα. Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα, γιατί δείχνουν ότι η ορολογία που συνήθως χρησιμοποιούμε για τα ανθρωπόμορφα ειδώλια είναι κάπως προβληματική, καθώς δεν περιλαμβάνει τύπους οι οποίοι δεν ανήκουν στην αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής» καταλήγει.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα στην Κουτρουλού Μαγούλα είναι το πρώτο αρχαιολογικό και εθνογραφικό πρόγραμμα που δίνει ισότιμο βάρος στην αρχαιολογική διαδικασία και στην αρχαιολογική εθνογραφία, δηλαδή στη διερεύνηση της σχέσης της τοπικής κοινωνίας με το υλικό παρελθόν. Επίσης, περιλαμβάνει σειρά από δράσεις δημόσιας αρχαιολογίας, καθώς η περιοχή έχει καταστεί χώρος παραγωγής σύγχρονου πολιτισμού που εμπνέεται από τις αρχαιότητες, όπως τα θεατρικά δρώμενα που πραγματοποιούνται δίπλα στις αρχαιολογικές τομές στο τέλος της κάθε ανασκαφικής περιόδου, με μεγάλη προσέλευση. Οι μελέτες και οι ανασκαφές στην Κουτρουλού Μαγούλα θα συνεχιστούν στο νέο ερευνητικό πρόγραμμα 2015-2019.
Από την ίδρυσή της, το 1886, η Βρετανική Σχολή Αθηνών έχει πραγματοποιήσει υπό την εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, πλήθος ανασκαφών σε σημαντικές θέσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο, όπως τη Σπάρτη, τη Φυλακωπή της Μήλου και την Κνωσό όπου συνεχίζει να διατηρεί ένα Κέντρο Μελετών, που ιδρύθηκε από τον σερ Άρθρουρ Έβανς, το 1905. Στη φετινή ανοικτή εκδήλωση για τον ετήσιο απολογισμό του επιστημονικού έργου της στην Ελλάδα, που πραγματοποιεί κάθε χρόνο η Σχολή, ομιλητές θα είναι η καθηγήτρια Κάθριν Μόργκαν, διευθύντρια της Βρετανικής Σχολής, η οποία θα παρουσιάσει το αρχαιολογικό έργο και τις δραστηριότητες της Σχολής κατά το 2014 και o καθηγητής Γιάννης Χαμηλάκης (Πανεπιστήμιο του Southampton) που θα παρουσιάσει την ομιλία με τίτλο «From the Neolithic to the present: Archaeology and Archaeological Ethnography at Koutroulou Magoula, Fthiotida».