Θέμα της παρούσας μελέτης είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε (σημ. 1), η διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου της Ήλιδος, του χώρου της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που κατοικήθηκε από τους απώτατους προϊστορικούς χρόνους έως και τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητος και στον οποίο αναπτύχθηκε η πόλη της Ήλιδος, πρωτεύουσα του κράτους των Ηλείων και μόνιμη διοργανώτρια πόλη των αρχαίων Ολυμπιακών αγώνων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της χιλιετίας. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να επιχειρηθεί, μέσα από μια όσο το δυνατόν πληρέστερη αρχαιολογικά τεκμηριωμένη ιστορική επισκόπηση, προσανατολισμένη στην προβολή και ερμηνεία των κύριων σωζόμενων σήμερα καταλοίπων (Ενότητα Α), μέσα από μια καταγραφή αλλά και κριτική αποτίμηση των ερευνών και επεμβάσεων που ο χώρος έχει μέχρι σήμερα δεχτεί (Ενότητα Β) και μέσα από μια παρουσίαση της σημερινής κατάστασης, των αδυναμιών και των δυνατοτήτων που τον χαρακτηρίζουν (Ενότητα Γ), η διατύπωση μιας πρότασης ολοκληρωμένης διαχείρισης του αρχαιολογικού χώρου της Ήλιδος, ικανής να προβάλει τις σημαντικές μνημειακές αξίες του, να ανασυστήσει, στο βαθμό του δυνατού, τη βαθύτερη ουσία του και να προσδώσει σε αυτόν έναν νέο ενεργό και θετικό ρόλο στη σύγχρονη πραγματικότητα (Ενότητα Δ). Στο πλαίσιο αυτό, και μετά την αρχαιολογικά τεκμηριωμένη ιστορική επισκόπηση του χώρου όπου αναπτύχθηκε η αρχαία πόλη της Ήλιδος, που προηγήθηκε στην Ενότητα Α της μελέτης, στο 1ο μέρος της Ενότητας Β, που ακολουθεί, θα επιχειρηθεί μια παράθεση της ιστορίας των ερευνών και επεμβάσεων που ο χώρος έχει δεχτεί από το β΄ μισό του 18ου αιώνα έως τις πρώτες προσπάθειες ανάληψης έργου ανάδειξής του στις αρχές του 20ού.
Έρευνες (β΄ μισό 18ου-τέλη 20ού αιώνα)
Παρότι τα περισσότερα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης καλύπτονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, στους αιώνες που ακολουθούν το τέλος της, από τις πλημμύρες του γειτονικού ποταμού, κάποια ερείπια από τα ρωμαϊκά της κτίσματα θα παραμείνουν ορατά σηματοδοτώντας τη θέση που αυτή καταλάμβανε μεταξύ του λόφου του Παλιόπυργου, των χωριών Παλαιόπολη και Καλύβια και της κοίτης του Πηνειού. Στην πάροδο των χρόνων, η οπωσδήποτε ευτυχής συγκυρία που θέλησε ο τόπος να μην επιλεγεί για νέα κατοίκηση, παρά μόνο από τους κατοίκους των δύο μικρών χωριών, που εγκαθίστανται όμως στην περιφέρεια της αρχαίας πόλης, δεν θα σημάνει και την ασφαλή διατήρηση των καταλοίπων, καθώς η ύπαρξη έτοιμου και εύκολου να αποκτηθεί οικοδομικού υλικού σε συνδυασμό και με την απουσία λατομείων στην περιοχή θα έχει ως αποτέλεσμα, στο πλαίσιο της κοινής και εύλογης στην εναλλαγή των ιστορικών περιόδων δυναμικής, τη χρήση του στην κατασκευή νέων οικοδομών για μεγάλο διάστημα, ενώ η εύφορη πεδινή έκταση που κάποτε καταλάμβανε η αρχαία πόλη, με το μαλακό χώμα και τις ήπιες υψομετρικές διαφορές, πάντα πρόσφορη για καλλιέργεια, δεν θα πάψει ποτέ να αποκαλύπτει θραύσματα του παρελθόντος, εκθέτοντάς τα στη φθορά αλλά και εξάπτοντας το ενδιαφέρον των περιοίκων για την αναζήτηση «θησαυρών» και εγκαινιάζοντας τη διαρκώς παρούσα έκτοτε πρακτική της λαθραίας αναζήτησης αρχαίων, ακόμη και όταν αυτή δεν βιωνόταν ως τέτοια.
Στους χρόνους της Τουρκοκρατίας ειδικότερα, η παραπάνω αναζήτηση θα γίνει συνειδητή και θα ενταθεί. Αρκετά νωρίς μέσα σε αυτήν την περίοδο, παρότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε πότε ακριβώς, ευρήματα προερχόμενα από την αρχαία πόλη, κυρίως νομίσματα, θα κυκλοφορήσουν αρχικά στα παζάρια της περιοχής και θα βρεθούν στα χέρια τοπικών λογίων και κτηματιών. Σύντομα, και καθώς τα χρόνια της Τουρκοκρατίας για την Ελλάδα είναι τα χρόνια της Αναγέννησης για την Ευρώπη, η οποία αντλεί από τις παρακαταθήκες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα –ένα ενδιαφέρον που αποτυπώνεται πρωταρχικά στην τάση για την απόκτηση αρχαίων καλλιτεχνημάτων χωρίς να έχει σημασία ο τρόπος που αυτή επιτυγχάνεται– πλήθος ευρημάτων από το χώρο της πόλης, τον αριθμό και την αξία των οποίων είναι αδύνατο να γνωρίσουμε, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση καταλαμβάνουν τα ηλειακά νομίσματα, θα καταλήξουν σε αρχαιοπωλεία και ιδιωτικές συλλογές στον ευρωπαϊκό χώρο. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη δεν γνωρίζει τίποτα για τη σύγχρονή της Ελλάδα ενώ η περιοχή της Ηλείας ειδικότερα, μακριά από τους εμπορικούς δρόμους που οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη και στα άλλα κέντρα της Ανατολής και έξω από τη διαδρομή των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους, παραμένει ανεξερεύνητη και άγνωστη στους Ευρωπαίους ταξιδιώτες.
Το προανασκαφικό στάδιο: οι Ευρωπαίοι περιηγητές (β΄ μισό 18ου-α΄ μισό 19ου αι.)
Από τα μέσα του 17ου αιώνα παρατηρείται γενικότερα σημαντική αύξηση στον αριθμό των Ευρωπαίων που επιθυμούν να γνωρίσουν και να μελετήσουν από κοντά τα αρχαία ελληνικά μνημεία. Σταδιακά η κατάληξη ευρημάτων της σπουδαίας κάποτε πόλης της Ήλιδος στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, η μοναδική περιγραφή της από τον Παυσανία και τον Στράβωνα και η σημασία της αρχαίας πρωτεύουσας των Ηλείων ως μόνιμης διοργανώτριας των Ολυμπιακών αγώνων της Αρχαιότητος, θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον αρκετών από αυτούς, οι οποίοι θα εγκαινιάσουν μια μακρόχρονη περίοδο έρευνας και μελέτης της. Η θέση της πόλης, γνωστή τουλάχιστον από το 17ο αι., σημειώνεται στον Μεγάλο Άτλαντα του Δανού χαρτογράφου Joan Blaeu (1665) αλλά και στον πρώτο άτλαντα του Γάλλου γεωγράφου Jean-Denis Barbié du Bocage, ενώ με ακρίβεια εντάσσεται και στη Χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή (1797). Από το τέλος του 18ου και κυρίως στις αρχές του 19ου αι., Άγγλοι και Γάλλοι αρχικά και Γερμανοί αργότερα, περιηγητές, ήδη από το β΄ μισό του 18ου αιώνα ο Richard Chandler και το 19ο αιώνα οι William Martin Leake, Edward Dodwell, John Spenser Stanhope (εικ. 1), François Pouqueville, Abel Blouet, Conrad Bursian και Ernst Curtius, θα επισκεφτούν την περιοχή, θα εντοπίσουν και θα περιγράψουν τον τόπο και τα ορατά ερείπια της πόλης και θα προσπαθήσουν να αποδώσουν τα διάφορα κτίρια στα αναφερόμενα από τον Παυσανία λαμπρά οικοδομήματά της. Οι περιγραφές τους θα αναφέρουν ως ορατά κάποια διάσπαρτα κατάλοιπα ρωμαϊκών κτιρίων, με εξέχον ανάμεσά τους το Οκτάγωνο, αρχιτεκτονικά μέλη διάσπαρτα σε μεγάλη έκταση, κατάλοιπα του παρόχθιου αναλημματικού τείχους της ρωμαϊκής εποχής και τον φράγκικο πύργο, ίχνη αρχαίου τείχους και λίγα μέλη αρχαίου οικοδομήματος στην ακρόπολη.
Συνολικά, η προσέγγιση του χώρου της αρχαίας πόλης της Ήλιδος από τους Ευρωπαίους περιηγητές έχει σαφή χαρακτηριστικά και σημαντική συμβολή στην έρευνα του χώρου: αυτοί πρώτοι χρησιμοποιούν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, επιστημονικές μεθόδους (τις αναφορές των αρχαίων πηγών, του Παυσανία ή του Στράβωνα, αλλά και την ύπαρξη ορατών σωζόμενων καταλοίπων, τοπογραφικών χαρακτηριστικών και κινητών ευρημάτων προερχόμενων από το χώρο) προκειμένου να εντοπίσουν το χώρο της αρχαίας πόλης και να ταυτίσουν τα οικοδομήματά της, όλοι ανεξαιρέτως ταυτίζουν με επιτυχία την περιοχή που καταλάμβανε κάποτε η Ήλιδα αλλά και συχνά τη θέση και τα κατάλοιπα κτιρίων της, διασώζουν πληροφορίες για την ύπαρξη καταλοίπων τα οποία δεν είναι πια ορατά (λείψανα ναού Αθηνάς, αρχαίας και φράγκικης οχύρωσης ακρόπολης κ.ά.), διασώζουν στοιχεία για τον τόπο και τη ζωή των κατοίκων του στα χρόνια της επίσκεψής τους αλλά και για τις υπάρχουσες πρακτικές αποκάλυψης, απομάκρυνσης και πώλησης κινητών ευρημάτων, αποτέλεσμα βέβαια και του ενδιαφέροντος των ίδιων για την απόκτηση των ευρημάτων αυτών, τα οποία συχνά και αποκτούν, διατυπώνουν την άποψη της ύπαρξης καλυμμένων από τη γη καταλοίπων της πλούσιας και πολυάνθρωπης κάποτε πόλης προετοιμάζοντας το δρόμο για την ανασκαφή της, γράφουν για όλα τα παραπάνω καθιστώντας γνωστή την ύπαρξη της Ήλιδος και της θέσης της σε ένα ευρύ κοινό σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο. Πέρα από όλα τα παραπάνω, κάποιοι από αυτούς, με εξέχοντα ανάμεσά τους τον Stanhope, προβάλλουν τη σχέση και το ρόλο της αρχαίας πόλης με το ιερό της Ολυμπίας και τη διοργάνωση των αρχαίων Ολυμπιακών αγώνων, αναγνωρίζοντας πρώιμα την ιδιαίτερη αξία της. Σε ολόκληρο τον 19ο αι. ο χώρος θα συνεχίσει να αποκαλύπτει θησαυρούς του, πολλοί από τους οποίους μέσα στο κλίμα της δύσκολης για το Κράτος εποχής θα απομακρυνθούν και θα πωληθούν.
A΄ περίοδος των συστηματικών ανασκαφών: Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (1910-1914) (σημ. 2)
Από τα μέσα του 19ου αιώνα ιδρύονται σταδιακά στην Ελλάδα οι πρώτες ξένες αρχαιολογικές σχολές και ινστιτούτα (σημ. 3) με στόχο την προαγωγή των αρχαιολογικών ερευνών και ήδη στις τελευταίες δεκαετίες του ίδιου αιώνα ξεκινούν από τα ιδρύματα αυτά πολλές από τις πρώτες μεγάλες οργανωμένες ανασκαφές στον ελληνικό χώρο (σημ. 4). Στο κλίμα αυτό το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο θα αναλάβει τις πρώτες συστηματικές έρευνες προς αναζήτηση των καταλοίπων της αρχαίας Ήλιδος, μόλις όμως στις αρχές του 20ού αι., καθώς οι συστηματικές ανασκαφές της Ολυμπίας και τα εξαιρετικά ευρήματά τους μονοπωλούν για αρκετό διάστημα το επιστημονικό ενδιαφέρον για την περιοχή (σημ. 5). Η διεύθυνση του Ινστιτούτου επιλέγει να διεξαγάγει ανασκαφή στον χώρο της αρχαίας Ήλιδος με σκοπό να ερευνήσει ένα σημαντικό κέντρο της αρχαιότητας, εφάμιλλο με τα κέντρα έρευνας άλλων Αρχαιολογικών Σχολών εκείνης της εποχής, παρότι γνωρίζει ότι η έρευνα θα αντιμετωπίσει συγκεκριμένα προβλήματα (σημ. 6). Η ανασκαφή ξεκινά το 1910 για να διακοπεί, παρά τα ενδιαφέροντα ευρήματά της, τέσσερα μόλις χρόνια μετά, λόγω της έναρξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Διευθυντές της ανασκαφής θα διατελέσουν οι Anton von Premerstein και Josef Keil το 1910 και ο Otto Walter κατά τα έτη 1911, 1912, 1914 και 1932. Οι έρευνες θα γίνουν από ομάδα αξιόλογων συνεργατών, οι οποίοι διαθέτουν καλή γνώση των αρχαίων πηγών αλλά και της τεχνικής της ανασκαφής, με πολυάριθμο προσωπικό και με τα μέσα της εποχής. Με την έναρξη των εργασιών συντάσσεται λεπτομερειακό τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής από τον νεαρό αρχιτέκτονα Αναστάσιο Ορλάνδο (εικ. 2). Κατά τη διάρκειά τους καθαρίζονται, καταγράφονται και μελετώνται τα ορατά ερείπια και πολλά θεμέλια διάσπαρτων κτιρίων, γίνονται δοκιμαστικές τομές στην ακρόπολη και σε ολόκληρη σχεδόν την έκταση της πόλης αποκαλύπτοντας το μέγεθός της και τη θέση των σημαντικών τομέων της, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην έρευνα των Γυμνασίων και της Αγοράς, όπου αποκαλύπτονται λείψανα των δύο στοών, του κτιρίου Ν, του ναόσχημου κτιρίου D, τα θεμέλια της σκηνής του θεάτρου και άλλα δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα.
Οι Αυστριακοί αρχαιολόγοι με οδηγό την περιγραφή του Παυσανία θα εντοπίσουν τον δημόσιο χώρο της πόλης, θα ταυτίσουν τον χώρο των Γυμνασίων με τον πεδινό χώρο βορειοδυτικά του υπερυψωμένου πλατώματος της Αγοράς, θα αναγνωρίσουν στα θεμέλια των στοών την κερκυραϊκή στοά και τη στοά των Ελλανοδικών αντίστοιχα και θα προτείνουν την απόδοση άλλων ερειπίων στον ελλανοδικαιώνα, στο οίκημα των δεκαέξι γυναικών, στα λουτρά του Γυμνασίου και σε άλλα κτίρια. Θα προσπαθήσουν να αναγνωρίσουν στα διάφορα κατάλοιπα λατρευτικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τα μεγάλα ιερά της πόλης και θα διακρίνουν την ιδιαίτερη μορφή της Αγοράς, όπου θα διαπιστώσουν την ύπαρξη ελεύθερου χώρου κατάλληλου για τη λειτουργία του Ιπποδρόμου. Στο θέατρο θα διακρίνουν τις δύο οικοδομικές του φάσεις και θα διαπιστώσουν ότι το κοίλο δεν διέθετε λίθινα εδώλια. Θα τους απασχολήσουν ακόμη οι τάφοι, τα κινητά ευρήματα των ερευνών και το θέμα της εγχώριας παραγωγής κεραμικής. Τα αποτελέσματα των ετήσιων ερευνών δημοσιεύονται στο περιοδικό Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Institutes in Wien του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των ετών 1911-1915. Στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύονται και άρθρα σχετικά με ευρήματα των ανασκαφών. Τέλος, το 1932, δημοσιεύεται μια σημαντική μελέτη του Franz Tritsch (σημ. 7) με τα τελικά συμπεράσματα για την Αγορά και την ελεύθερη και δυναμική ανάπτυξή της ανά τους αιώνες.
Αν και σύντομη σε διάρκεια και περιορισμένη σε έκταση, η πρώτη αυτή περίοδος των συστηματικών ανασκαφών της Ήλιδος ήταν εξαιρετικά σημαντική σε αποτελέσματα, χαρακτηρίστηκε από επιστημονική συνέπεια, κατόρθωσε να εντοπίσει και να ταυτίσει όλα σχεδόν τα σημαντικά δημόσια οικοδομήματα της αρχαίας πόλης και στάθηκε καθοριστική για τη συνέχεια των ερευνών και την αποκάλυψή της.
Β΄ περίοδος των συστηματικών ανασκαφών: Αρχαιολογική Εταιρεία και Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (1960-1990) (σημ. 8)
Τις πρώτες συστηματικές έρευνες στο χώρο της Ήλιδος ακολουθεί παύση πολλών ετών, η οποία θα κρατήσει μέχρι το 1960, οπότε και ξεκινά η δεύτερη περίοδος των συστηματικών ανασκαφών της, ενταγμένων πλέον στο πρόγραμμα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με τη συνεργασία και του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Η ανασκαφή της Ήλιδος εντάσσεται στο πρόγραμμα της Εταιρείας επί Γραμματείας Αναστασίου Ορλάνδου (1951-1979) και με πρωτοβουλία του, σε μια εποχή οικονομικής ευρωστίας και σημαντικής ανασκαφικής δράσης της. Η άδεια για την ανασκαφή ορίζει ως προϋπόθεση της συνεργασίας των δύο πλευρών την εξ ημισείας χρηματική συμμετοχή και αποστολή συνεργατών καθώς και τις ετήσιες ανακοινώσεις σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά των δύο χωρών. Τη διεύθυνση των ανασκαφών αναλαμβάνει ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Ολυμπίας Νικόλαος Γιαλούρης, με εκπρόσωπο του Ινστιτούτου τη Veronika Leon. Μόνιμος συνεργάτης της ανασκαφής θα είναι ο αρχαιολόγος Ηλίας Ανδρέου, ενώ πολλοί ακόμη αρχαιολόγοι και μηχανικοί, τόσο Έλληνες όσο και Αυστριακοί, θα λάβουν μέρος στις έρευνες αυτής της περιόδου.
Η ανασκαφή γίνεται με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους φέρνοντας ξανά στο φως τα σχεδόν καταχωμένα από την πάροδο τόσων χρόνων οικοδομήματα, τα οποία είχαν εν μέρει αποκαλύψει οι ανασκαφές της πρώτης περιόδου στον χώρο της Αγοράς, όπως το θέατρο, την κερκυραϊκή στοά, τη στοά των Ελλανοδικών, το ναόσχημο κτίριο D και άλλα. Επιπλέον, τώρα ολοκληρώνεται η αποκάλυψη του θεάτρου (εικ. 3) και χρονολογείται η κατασκευή των μερών του, ανασκάπτεται η περιοχή βόρεια και δυτικά αυτού, έρχονται σε πέρας η έρευνα και μελέτη των δύο στοών, της δυτικής και κυρίως της νότιας, αλλά και διακρίνονται και χρονολογούνται οι οικοδομικές τους φάσεις, ανασκάπτεται η περιοχή γύρω από το κτίριο D, ενώ αποκαλύπτονται βωμοί, αποθέτες ιερών και υδρευτικοί αγωγοί στο χώρο της Αγοράς. Τα ευρήματα αποδεικνύουν τη συνεχή κατοίκηση του χώρου από την προϊστορική εποχή μέχρι τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Η συμμετοχή του Ινστιτούτου θα διαρκέσει μέχρι το 1981. Οι ανασκαφές διακόπτονται το 1983 και επαναλαμβάνονται το 1990, με βασικό στόχο την προεργασία δημοσίευσης των μέχρι τότε αποτελεσμάτων των ερευνών (σημ. 9).
Τα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύονται κάθε χρόνο στα περιοδικά Ἔργον και Πρακτικά τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας και στο Αρχαιολογικό Δελτίο καθώς και στα Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Institutes in Wien με πλούσια σχετική φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση. Παράλληλα, έρευνες, Αυστριακών κυρίως, μελετητών με θέματα σχετικά με το χώρο και τα ευρήματα αυτής της περιόδου των ανασκαφών δημοσιεύονται στα χρόνια που ακολουθούν σε διάφορες ελληνικές και ξένες επιστημονικές εκδόσεις.
Η δεύτερη αυτή περίοδος των συστηματικών ανασκαφών, αν και περιορισμένη σε έκταση και εστιασμένη στη βαθύτερη μελέτη ήδη εντοπισμένων μνημείων, ήταν εξαιρετικά σημαντική κυρίως σε επιστημονικά αποτελέσματα, τα οποία κατέστησαν δυνατή τη διεύρυνση των γνώσεων για την αρχαία πόλη και την κατανόηση της λειτουργίας και της σημασίας της. Στις προσπάθειες των αρχαιολόγων που εργάστηκαν, σε δύσκολες συχνά συνθήκες, την περίοδο αυτή στο χώρο οφείλεται το ότι αυτός δεν εγκαταλείφθηκε, σε μεγάλο βαθμό προστατεύτηκε και κατοχυρώθηκε στη συνείδηση περιοίκων και ξένων ως αρχαιολογικός χώρος μεγάλης ιστορικής και συμβολικής αξίας.
Σωστικές ανασκαφές έργων Φράγματος Πηνειού: Ζ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας (1964-1970) (σημ. 10)
Η απόφαση στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για την κατασκευή από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, σε απόσταση περίπου 10 χλμ. ανατολικά της Ήλιδος, ενός από τα σημαντικότερα εγγειοβελτιωτικά έργα του Νομού Ηλείας, του Φράγματος του ποταμού Πηνειού, με στόχο την άρδευση σχεδόν όλου του ηλειακού κάμπου, και η χωροθέτηση από τους αρμόδιους φορείς το 1964 για τεχνικούς λόγους μέρους του δικτύου των αρδευτικών έργων, δηλαδή τμήματος της Νότιας Κύριας Διώρυγος και μιας μεγάλης τετράγωνης Αναρρυθμιστικής Δεξαμενής (Λίμνη Ηρεμίας), αμέσως νότια του μέχρι τότε κύριου αρχαιολογικού χώρου, γίνονται η αφορμή για τη διενέργεια κατά τα έτη 1964 έως 1970, παράλληλα με τις συστηματικές, και εκτεταμένων σωστικών ανασκαφών, οι οποίες κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην ιστορία των ερευνών του χώρου λόγω της έκτασης και της σημασίας των ευρημάτων τους, καθώς όπως σύντομα αποδεικνύεται η πορεία του δικτύου κατά μήκος της επαρχιακής οδού δεν έχει χαραχθεί σε ασφαλή για τις αρχαιότητες χώρο αλλά περνά μέσα από την αρχαία πόλη, με διεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ και σε συνολικό μήκος 4 χλμ., φέρνοντας στο φως για πρώτη φορά μεγάλο μέρος του αρχαίου πολεοδομικού ιστού, σημαντικά ιερά, τεμένη, εργαστήρια, σύνολα νεκροταφείων και πλούτο κινητών ευρημάτων. Επί έξι χρόνια, υπό τη διαδοχική διεύθυνση των τότε αρμόδιων Εφόρων Αρχαιοτήτων Ν. Γιαλούρη (1965-1966), Γ. Παπαθανασόπουλου (1967-1969) και Θ. Καράγιωργα (1969-1970) και με την άμεση επίβλεψη πολλών αρχαιολόγων, διενεργούνται πολύμηνες σωστικές ανασκαφές, οι οποίες αποτελούν ένα ιδιαίτερα επίπονο έργο διάσωσης των αρχαίων καταλοίπων τόσο λόγω της μακράς διάρκειας που λαμβάνουν όσο και λόγω των δυσμενών για την ανασκαφή συνθηκών που επιβάλλει το επείγον της κατασκευής του σημαντικού για την οικονομία της περιοχής αρδευτικού έργου του Φράγματος του Πηνειού.
Σε πολλές περιπτώσεις η σπουδαιότητα και η έκταση των ευρημάτων οδηγούν στην απόφαση, σε συνεργασία με την ειδική Υπηρεσία Υδραυλικών Έργων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, για τη μετατόπιση των έργων κατά τμήματα προκειμένου να διατηρηθούν τα αποκαλυφθέντα αρχαία. Παρ’ όλα αυτά, καθίσταται αναπόφευκτη και η διάλυση, κατάχωση ή μεταφορά αρκετών καταλοίπων (εικ. 4). Χάρη στις σωστικές ανασκαφές του Φράγματος ερευνάται μεγάλο μέρος του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης, έρχονται για πρώτη φορά στο φως μεγάλα σύνολα τόσο του ανατολικού όσο και του δυτικού νεκροταφείου της, ανασκάπτονται ιερά, τεμένη και εργαστήρια, ενώ εξαιρετικά πλούσια είναι και τα κινητά ευρήματα, χρονολογούμενα από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή περίοδο. Συνολικά από τις ανασκαφές αποκομίζονται εξαιρετικά πλούσιες και σημαντικές γνώσεις για το μέγεθος, την πολεοδομική οργάνωση και τη ζωή της πόλης. Με αυτές για πρώτη φορά αποκαλύπτεται ολόκληρο το πλάτος της στον άξονα Α-Δ, αποδεικνύεται η οργάνωσή της από την εποχή του δεύτερου συνοικισμού με πλήρες ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα και καθίσταται σαφές ότι αυτή αποτελούσε ένα μεγάλο πολιτικό, θρησκευτικό, αθλητικό και εμπορικό κέντρο.
Παράλληλα όμως οι ανασκαφές αυτές στέκονται υπαίτιες και για τη διάλυση και οριστική εξαφάνιση μέρους των καταλοίπων της αρχαίας πόλης, δημιουργούν την ιδιόμορφη, εν είδει επιμηκών τάφρων, αποκάλυψη των καταλοίπων της και ένα ισχυρά αρνητικό δεδομένο για τον αρχαιολογικό χώρο ουσιαστικά διχοτομώντας τον. Είναι προφανές ότι η εντοπισμένη θέση της πόλης αλλά και τα ορατά ήδη μνημεία της θα έπρεπε να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για τη διέλευση του δικτύου των αρδευτικών έργων από το συγκεκριμένο χώρο. Σε μια εποχή όμως που οι καταστάσεις πιέζουν για τη γρήγορη εκτέλεση σημαντικών αναπτυξιακών έργων με μεγάλη οικονομική σημασία, όπως αυτών της αρδευτικής διώρυγας του Πηνειού για τον κάμπο της Ηλείας, και που η σημασία ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού που να περιλαμβάνει όλες τις χωρικές παραμέτρους δεν έχει εκτιμηθεί, η ολοκλήρωση των έργων βάσει του αρχικού σχεδιασμού τους είναι αναπόφευκτη. Τα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύονται περιληπτικά στο Αρχαιολογικό Δελτίο και στα Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών. Παράλληλα έρευνες μελετητών με θέματα σχετικά με τα ευρήματα αυτή της περιόδου των ανασκαφών δημοσιεύονται σε διάφορες επιστημονικές εκδόσεις.
Ζ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας (1970-2001)
Σωστικές ανασκαφές διενεργούνται στην περιφέρεια της αρχαίας πόλης από τη Ζ΄ ΕΠΚΑ με διάφορες αφορμές και στα χρόνια που ακολουθούν. Συχνή αφορμή είναι λαθρανασκαφικές ενέργειες, κυρίως σε τάφους. Αρκετές όμως είναι και οι παραδόσεις αντικειμένων. Γίνονται επίσης και κάποιες εργασίες διαμόρφωσης και αποψίλωσης-καθαρισμού του χώρου.
Το 1991 λαμβάνει χώρα και η πρώτη κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού, σύμφωνα με την οποία κάθε είδος εργασίας εντός των καθορισμένων ορίων της πραγματοποιείται με γνωμοδότηση της Ζ΄ ΕΠΚΑ, στην οποία υποβάλλονται αιτήματα για κάθε επέμβαση επί του εδάφους (σημ. 11). Έχει προηγηθεί η κήρυξη ως αρχαιολογικού χώρου της κοίτης του Πηνειού το 1990, με ζώνη προστασίας 3 χλμ. (γαλάζιο πλαίσιο εικ. 5), για την προστασία των ρωμαϊκών αντιπλημμυρικών αναλημμάτων και της γέφυρας, τα οποία απειλούσε η αλόγιστη μέχρι τότε αμμοχαλικοληψία στις όχθες του (σημ. 12). Το 2000 η Ζ΄ ΕΠΚΑ κυκλοφορεί με χορηγία του Δήμου Αμαλιάδος δίγλωσσο ενημερωτικό φυλλάδιο για τον χώρο, τις ανασκαφές και την Αρχαιολογική Συλλογή Ήλιδος.
Προσπάθειες ανάδειξης: το Έργο Μελέτη και Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Ήλιδος (2001-2010)
Ήδη από το 1990, τελευταία χρονιά των συστηματικών ανασκαφών στην Ήλιδα, είναι σαφής και διατυπώνεται από τον ανασκαφέα της Νίκο Γιαλούρη, η ανάγκη ἱεράρχησης τῶν ἔργων πού εἶναι ἀναγκαῖο νά γίνουν στό μέλλον στήν ἀρχαία αὐτή πόλη πού ὑπῆρξε ἡ «κηδεμών» τοῦ Ἱεροῦ της Ὀλυμπίας καί τῶν Πανελλήνιων Ἀγώνων τῆς καθ’ ὅλη σχεδόν τή μακρά ζωή τους (σημ. 13). Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2001, ο χώρος, έκτασης 120 περίπου στρεμμάτων, ουσιαστικά εγκαταλείπεται, κανένα από τα απαραίτητα να γίνουν έργα δεν πραγματοποιείται, ενώ η παντελής σχεδόν έλλειψη μέριμνας για την προστασία και συντήρηση των ανασκαμμένων οικοδομικών λειψάνων, ιδιαίτερα των χώρων των σωστικών ανασκαφών, εγκαταλειμμένων χωρίς καμία συντήρηση από το 1970, έχει ως αποτέλεσμα οι καιρικές συνθήκες, η αυτοφυής βλάστηση και τα όμβρια και υπόγεια ύδατα, που συχνά πλημμυρίζουν τα σκάμματα, να έχουν καταχώσει τα κατάλοιπα και να έχουν προκαλέσει σημαντικές φθορές, συχνά μη αναστρέψιμες, σε αυτά (εικ. 6). Παράλληλα, η χρήση του αρχαίου θεάτρου για την τέλεση σύγχρονων παραστάσεων του Φεστιβάλ Ήλιδος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2000, οπότε και απαγορεύονται, έχει επιβαρύνει το μνημείο αισθητά. Στο ίδιο διάστημα σειρά αγροτεμαχίων στη νότια πλευρά της επαρχιακής οδού Γαστούνης-Κέντρου, τα οποία είχαν παλαιότερα απαλλοτριωθεί, καταπατώνται και καλλιεργούνται ξανά (σημ. 14), ενώ η εκτεταμένη καλλιέργεια της γύρω περιοχής δημιουργεί με διάφορους τρόπους φθορές στις αρχαιότητες.
Το πλαίσιο ανάληψης και η σκοπιμότητα του έργου
Μόλις στα τέλη του 2001, το Υπουργείο Πολιτισμού, στο ευρύτερο πλαίσιο μιας κρατικής πολιτικής απάντησης στη θεσμοθετημένη συνταγματική επιταγή για προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (σημ. 15), στη στροφή προς μια επίμονη και διεπιστημονικά διασφαλισμένη συντήρηση των μνημείων και στην κοινωνική απαίτηση απόδοσής τους στο ευρύ κοινό, αποφασίζει, με την αφορμή της διεξαγωγής των Ολυμπιακών αγώνων Αθήνα 2004 και με το δεδομένο ότι η Ήλις υπήρξε η διοργανώτρια πόλη των αρχαίων Ολυμπιακών αγώνων, να προχωρήσει στην ανάληψη έργου ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της με την ένταξη, κατόπιν ομόφωνης γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, σε ειδική ομάδα σημαντικών έργων, τις πιστώσεις των οποίων διαχειρίζεται το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων, του έργου Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Ήλιδος, Ν. Ηλείας. Στην απόφαση ένταξης του έργου στο ΤΔΠΕΑΕ, διατυπώνονται τα κριτήρια που κρίνεται ότι πληρούνται, αντιπροσωπευτικά της κρατικής βούλησης ανάληψης του εγχειρήματος. Συνοψίζοντας τα κριτήρια αυτά, η ανάγκη διεπιστημονικής συνεργασίας για τη συντήρηση και ανάδειξη των μνημείων της Ήλιδος, η μεγάλη ιστορική εμβέλεια, εθνική και παγκόσμια, και η πολιτισμική σημασία των μνημείων αυτών, λόγω της σχέσης της πόλης με τη διοργάνωση των αρχαίων Ολυμπιακών αγώνων, με την αφορμή και της τέλεσης της Ολυμπιάδας του 2004 στην Αθήνα, η ιδιαίτερη και αντιπροσωπευτική επιστημονική αξία και η δυνατότητα προώθησης της επιστημονικής γνώσης που παρέχει η έρευνα της πόλης, η παιδευτική, συμβολική και αναπτυξιακή σημασία του χώρου, η κατάσταση διατήρησης των καταλοίπων και το επείγον της αντιμετώπισης των αναγκών συντήρησής τους και τέλος, η αδυναμία της αρμόδιας Εφορείας να επωμισθεί το δύσκολο αυτό έργο, όλα τα παραπάνω, περιγράφουν το πλαίσιο λήψης της απόφασης από την Ελληνική Πολιτεία για την ανάληψη έργου ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Ήλιδος μέσω της ένταξής του στο ΤΔΠΕΑΕ, αλλά και θέτουν τους στόχους της προβλεπόμενης επέμβασης.
Με κριτήριο τη σχέση του χώρου της Ήλιδος με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων της αρχαιότητος και τη θέση του στην ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας, το έργο χαρακτηρίζεται, από κοινού με τα προγράμματα και τις δράσεις, που έχει αναλάβει το ΥΠΠΟ στους Αρχαιολογικούς Χώρους και τα Μουσεία της Αρχαίας Ολυμπίας, ως Ολυμπιακό και η χρηματοδότησή του εντάσσεται στο πρόγραμμα της Ολυμπιακής Προετοιμασίας. Η εκτέλεση του έργου ανατίθεται σε ειδικά συγκροτούμενη από τον Υπουργό για το σκοπό αυτό επταμελή διεπιστημονική Επιτροπή αποτελούμενη από καταξιωμένους επιστήμονες με γνώση του χώρου και των αναγκών του, επιφορτισμένη με την ευθύνη του προγραμματισμού, της οργάνωσης και της εκτέλεσης της έρευνας, μελέτης και ανάδειξής του (σημ. 16). Ως στόχος ορίζεται η μετατροπή του χώρου σε επισκέψιμο σε πρώτη φάση μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2004, ημερομηνία αφής της oλυμπιακής φλόγας, και σε ευρύτερη έκταση πριν από τον Αύγουστο του 2004, ημερομηνία διεξαγωγής των Αγώνων Αθήνα 2004.
Ως αποτέλεσμα άλλωστε της ενεργής την περίοδο αυτή πολιτικής προστασίας και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου Ήλιδος, το 2002 λαμβάνει χώρα και η συμπλήρωση της κήρυξης του 1991 με επέκτασή της ανατολικά και δυτικά και παράλληλη θεσμοθέτηση Ζωνών Α και Β προστασίας των μνημείων και χρήσεων γης στη Ζώνη Α (σημ. 17). Στην αδόμητη και απολύτου προστασίας Ζώνη Α (κίτρινο πλαίσιο εικ. 5) καθορίζονται αναλυτικά οι επιτρεπόμενες και μη χρήσεις γης μετά από σχετική έγκριση ή μη της Ζ΄ ΕΠΚΑ επικουρούμενης από γνωμοδοτήσεις του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων ΝΔ Ελλάδος ή και του ΚΑΣ για ειδικές περιπτώσεις. Αντίστοιχα στη Ζώνη Β (πράσινο πλαίσιο εικ. 5), των ορίων της οποίας εξαιρούνται οι νόμιμα υφιστάμενοι οικισμοί Καλυβιών και Νέας Ήλιδος (οικισμός Γαλούπι), των οποίων δεν επιτρέπεται στο μέλλον η επέκταση τους εντός του αρχαιολογικού χώρου, ορίζεται ότι επιτρέπεται η δόμηση με ειδικούς όρους και περιορισμούς αλλά και ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα θα επιτρέπεται μόνο εφ’ όσον έχει την προβλεπόμενη από τις σχετικές διατάξεις του Ν. 3028/2002 προηγούμενη έγκριση και επίβλεψη της Ζ΄ ΕΠΚΑ.
Τώνια Μουρτζίνη
Αρχαιολόγος