Το κείμενο αυτό επιχειρεί να εξετάσει το πώς διαμορφώνονται σήμερα η συζήτηση και οι πρακτικές γύρω από τη χρησιμότητα, τη χρήση, την επίδραση και τις προκλήσεις των ψηφιακών τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στα μουσεία. Μέσα από την αναφορά σε σχετικές μουσειολογικές θέσεις και παραδείγματα εφαρμογών, το κείμενο θα θέσει το ερώτημα κατά πόσο οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι ενσωματωμένες σήμερα στη μουσειολογία και τη μουσειογραφία του μουσείου. Θα υποστηρίξει ότι μια τέτοια ενσωμάτωση απαιτεί και αναζητεί το άνοιγμα των μουσείων όχι μόνο στη χρήση διαφορετικών τεχνολογιών, αλλά και στις ιδέες και προτάσεις που οι εφαρμογές τους φέρνουν για την οργάνωση και την παραγωγή γνώσης και επικοινωνίας. Η συλλογιστική αυτή θα ολοκληρωθεί με την πρόταση ότι εφαρμογές και προσαρμογές παλαιών, νέων και αναδυόμενων τεχνολογιών σε μουσεία διαμορφώνουν μια (νέα) μουσειολογία της τεχνολογίας.
Γράφοντας το 2002, ο Julian Spalding καταθέτει στο βιβλίο του The Poetic Museum: Reviving Historic Collections το –κατά τoν δικό του ισχυρισμό– «παγκόσμιο όραμά του για το μέλλον των μουσείων» (σημ. 1). Στον επίλογο του βιβλίου, ο Spalding μάς καλεί να οραματιστούμε πώς θα είναι το Βρετανικό Μουσείο (ΒΜ) το 2012, δηλαδή 10 χρόνια από την εποχή που γράφει ο ίδιος και δύο χρόνια πριν από την ημέρα που γράφεται αυτό το κείμενο. Σ’ αυτή την άσκηση μελλοντολογικής μουσειολογίας, ο Spalding ξεκινά με το υποθετικό σενάριο μιας παρέας που επισκέπτεται το ΒΜ. Πρόκειται για την Jill, μια 30χρονη προγραμματίστρια υπολογιστών, τον Jake, 16χρονο ανιψιό της, τη Sophie, 9χρονη ανιψιά της και τον David, πατέρα της Jill και θείο των παιδιών. Η παρέα παροτρύνεται από έναν υπάλληλο του μουσείου να «προμηθευτούν, αν επιθυμούν, headsets (σημ. 2) γιατί, όπως εξηγεί, όλο το μουσείο είναι συνδεδεμένο ηχητικά και σχεδόν σε όλες τις γλώσσες [μέσω του headset]» (Spalding 2002, σ. 157) – αν και όπως σημειώνεται, οι επισκέπτες μπορούν να το περιηγηθούν και χωρίς τα headsets. Οι επισκέπτες μπορούν να επιλέξουν οπτικοακουστικές ξεναγήσεις για διαφορετικές ηλικίες μέσω αυτών και ενημερώνονται ότι «από τη στιγμή που θα καταλάβουν πώς θα χρησιμοποιούν το headset […], αυτό θα κάνει την περισσότερη δουλειά οδηγώντας τους σε ό,τι θέλουν να δουν» (Spalding 2002, σ. 158). Οι επισκέπτες μπορούν να μιλήσουν ή να κάνουν νεύματα σε επιλογές που τους παρουσιάζονται ώστε να καταχωρήσουν τα ενδιαφέροντά τους και να ενεργοποιήσουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στον σχετικό φορητό εξοπλισμό.
Στο σενάριο αυτό, λοιπόν, το headset παίζει το ρόλο ενός οδηγού ή βοηθού επίσκεψης, ο οποίος συνοδεύει τον επισκέπτη από τη μια αίθουσα στην άλλη, δίνοντάς του πληροφορίες για εκθέματα και αντικείμενα, μέσω κειμένου, οπτικοακουστικού υλικού και τρισδιάστατων προβολών. Επίσης, συμβουλεύει τον επισκέπτη τι να δει, τον ρωτάει αν θέλει να ακούσει μουσική κατά τη διάρκεια της περιήγησης, παρέχει πρόσβαση στη βάση δεδομένων του μουσείου, του δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με την παρέα με την οποία ήρθε στο μουσείο και τον ειδοποιεί όταν έρθει η ώρα να την ξανασυναντήσει (σημ. 3).
Στο παραπάνω σενάριο μπορεί κανείς να εντοπίσει επιμέρους εφαρμογές και μουσειακές πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα σε διάφορα μουσεία, αν και δεν έχω υπόψη μου συγκεκριμένο μουσείο που χρησιμοποιεί ένα τέτοιο headset (σημ. 4). Φυσικά, τέτοιου είδους μελλοντολογικά σενάρια μας λένε περισσότερα για τις συμβάσεις και τα συγκείμενα της εποχής στην οποία αυτά γράφονται παρά για την εποχή που περιγράφουν (σημ. 5). Παρ’ όλα αυτά, αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο σενάριο του Spalding είναι η περιγραφή μια ανθρωποκεντρικής (σε γενικές γραμμές) τεχνολογικής εφαρμογής, εναρμονισμένης, ως ένα βαθμό, στις ανάγκες μιας επίσκεψης και τις υπόλοιπες ερμηνευτικές και επικοινωνιακές πρακτικές του μουσείου. Και εκτός αυτού, η συγκεκριμένη τεχνολογία παρουσιάζεται ως «έξυπνα» συνδεδεμένη με τις υπόλοιπες τεχνολογίες του μουσείου (π.χ. με τη «βάση δεδομένων» του μουσείου) (σημ. 6). Με άλλα λόγια, η ψηφιακή τεχνολογία παρουσιάζεται ως μέρος του μουσειολογικού και μουσειογραφικού σχεδιασμού του μουσείου, σε μια σχεδόν «μετα-ψηφιακή» φάση, όπου η τεχνολογία του μουσείου είναι ενσωματωμένη (αν και όχι αναγκαστικά κυρίαρχη) στη δράση και «ζωή» του.
Το 2010, οκτώ χρόνια από το βιβλίο του Spalding, o Nick Poole, Διευθύνων Σύμβουλος του Collections Trust του Ηνωμένου Βασιλείου (σημ. 7), περιγράφει στο ιστολόγιό του, όχι πολύ διαφορετικά, τη σχέση μουσείου και ψηφιακής τεχνολογίας (σημ. 8):
«Αλλά, ας το παραδεχθούμε, δεν έχουμε κάπως, έστω και λίγο ξεπεράσει τη φάση της Ψηφιακότητας; Χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει σημασία, γιατί έχει και μάλιστα θεμελιώδη και καθοριστική. Την έχουμε ίσως ξεπεράσει με την έννοια ότι το πρώτο κύμα ενθουσιασμού έχει πλέον περάσει και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τον μετα-ψηφιακό χώρο των μουσείων και τι σημαίνει μια πραγματικά υβριδική βιομηχανία παροχής υπηρεσιών. Μια βιομηχανία όπου η ψηφιακότητα και η υλικότητα διαφόρων τμημάτων της δουλειάς μας και διαφορετικών διαύλων διάχυσης των υπηρεσιών μας, αποτελεί τη συνήθη καθημερινότητα στον κύκλο εργασίας των μουσείων, αρχείων και βιβλιοθηκών».
Η θεώρηση ότι η χρήση, και εν μέρει και η ενσωμάτωση, ψηφιακών τεχνολογιών (παλιότερων και νεότερων) στις μουσειακές λειτουργίες είναι, πλέον, δεδομένες (όπως υπέθετε ο Spalding το 2002 και υπονοούσε ο Poole το 2010), αποτελεί σ’ έναν μεγάλο βαθμό για την πλειονότητα των μουσείων ανά τον κόσμο μια γενίκευση που δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί ποιοτικά ή ποσοτικά. Πιο σημαντικό ακόμα είναι ότι μια τέτοια γενίκευση υποδηλώνει μια στατική και χρονικά προσδιορισμένη εμφάνιση και ερμηνεία της «ψηφιακότητας». Μπορούμε, όντως, να μιλάμε για έναν «post-digital» κλάδο μουσείων, όταν νέες και νεότερες τεχνολογίες εμφανίζονται τόσο γρήγορα και τόσο συχνά που έχει κανείς την εντύπωση ότι κάθε μέρα έχουμε και μια νέα τεχνολογική εφαρμογή, εν δυνάμει υποψήφια για ένταξη στο μουσείο; Ή όταν η κατανόηση της χρήσης, χρησιμότητας και δυνατότητας ενσωμάτωσής τους στα μουσεία είναι εν εξελίξει; Ή όταν το πώς και γιατί επιδρούν στις επαγγελματικές πρακτικές του μουσείου και στην εμπειρία του κοινού του μουσείου είναι όντως σε υβριδικό στάδιο; Παρόλο που πολλές «νέες τεχνολογίες» και η υιοθέτησή τους από τα μουσεία δεν οδηγούν αναγκαστικά σε νέες ή διαφορετικές προσεγγίσεις παλιών, αν και πάντα σημαντικών, μουσειολογικών ερωτημάτων (π.χ. ερμηνείας αντικειμένων, παρουσίασης πληροφοριών, αναπαράστασης κοινωνικού, γεωγραφικού, χρονικού κ.λπ. συγκειμένου, επικοινωνίας με το κοινό) (σημ. 9), υπάρχουν ωστόσο, εφαρμογές και προσαρμογές τεχνολογιών που προσφέρουν τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού και επαναδιαπραγμάτευσης, όχι μόνο επαγγελματικών πρακτικών, αλλά ακόμα και αυτής της έννοιας του μουσείου (μερικά παραδείγματα αναφέρονται παρακάτω).
Για να το πω διαφορετικά, το τι είναι «ψηφιακότητα» και πώς, γιατί, από ποιον, για ποιο σκοπό και με τι αποτελέσματα, μεταφράζεται στο μουσείο και, εν δυνάμει, μεταλλάσσει το μουσείο ήταν, είναι και, όπως προδιαγράφεται, θα εξακολουθούν να είναι ρευστά. Και παρόλο που συμφωνώ με την πρόταση ότι το μουσείο είναι ένα υβρίδιο υλικών και ψηφιακών εκθεμάτων, κατά τη γνώμη μου η παραδοχή αυτή δεν μας απαλλάσσει από την ανάγκη συνεχούς εξέτασης του τι είναι «υλικό» και τι είναι «ψηφιακό». Η υβριδικότητα του μουσείου δεν σημαίνει απλά την παράθεση του υλικού και του ψηφιακού, ή ακόμα και τη διαλογική ενσωμάτωση του υλικού με το ψηφιακό, αλλά σηματοδοτεί μια αδιάλειπτη ανάπτυξη της έννοιας και πρακτικής του μουσείου μέσα από τις μεταλλάξεις που η ψηφιακότητα και η υλικότητα αναπτύσσουν ή επιχειρούν, ιδίως όταν η μια διεισδύει στην άλλη.
Για παράδειγμα, σήμερα, έχουμε τεχνολογικές εφαρμογές σε μουσεία, όπου η ψηφιακότητα και η υλικότητα των αντικειμένων, του χώρου και της εμπειρίας όχι απλά συναντιούνται, αλλά η μια επιδρά ποιοτικά στην άλλη. Εφαρμογές τεχνολογιών, όπως η τρισδιάστατη εκτύπωση αντικειμένων (3D printing), η Εικονική, Επαυξημένη ή Μικτή Πραγματικότητα (Virtual, Augmented ή Mixed Reality), ή τα Μεγάλα, Ανοικτά και Διασυνδεδεμένα Δεδομένα (Big Data, Open Data και Linked Data), μας δίνουν τη δυνατότητα να θέσουμε ουσιαστικά ερωτήματα για την υλικότητα των παραγώγων ψηφιακών τεχνολογιών, αλλά και την ψηφιακότητα των υλικών αντικειμένων (σημ. 10).
Ενδεικτικά, μερικά σχετικά πρότζεκτ, όπου οι ψηφιακές τεχνολογίες εν δυνάμει μεταλλάσσουν (και μεταλλάσονται από) τον φυσικό χώρο, τα υλικά αντικείμενα, την έννοια και το χωροχρόνο της επίσκεψης, καθώς και το εύρος και τους παραγωγούς ερμηνευτικού «περιεχομένου» είναι τα εξής: Calbug (ένα πρότζεκτ πληθοπορισμού [crowdsourcing], όπου το κοινό καλείται να βοηθήσει στη μεταγραφή δεδομένων που περιλαμβάνονται σε φωτογραφίες, πινακίδες και βιβλία από τις συλλογές αρθροπόδων του Μουσείου Essig) (σημ. 11)˙ Capture the Museum (όπου επισκέπτες σε αντίπαλες ομάδες χρησιμοποιούν μια εφαρμογή κινητού τηλεφώνου για να απαντήσουν σε ερωτήσεις και να λύσουν γρίφους σχετικά με αντικείμενα, στο πλαίσιο ενός βιωματικού παιχνιδιού στα Εθνικά Μουσεία της Σκωτίας) (σημ. 12)˙ CHESS project (εφαρμογές που βασίζονται σε εξατομικευμένη ψηφιακή αφήγηση, διαδραστικό περιεχόμενο και επαυξημένη πραγματικότητα) (σημ. 13)˙ Qrator Project (εξετάζει τη σχέση και την επίδραση της χρήσης κινητών τηλεφώνων και άλλων ψηφιακών τεχνολογιών στην κατασκευή νέων μοντέλων συμμετοχής του κοινού, ερμηνείας και αφήγησης στο μουσείο) (σημ. 14)˙ και Streetmuseum (μια εφαρμογή κινητών τηλεφώνων που χρησιμοποιεί το Παγκόσμιο Σύστημα Στιγματοθέτησης, GPS, για να παρουσιάσει στο χρήστη παλιές εικόνες και φωτογραφίες από τις συλλογές του Μουσείου του Λονδίνου για τους δρόμους της πόλης όπου ο χρήστης περιηγείται) (σημ. 15).
Τα παραπάνω παραδείγματα τονίζουν ότι τεχνολογίες που μας δίνουν τη δυνατότητα να σκεφτούμε διαφορετικά ή και ανατρεπτικά την παραγωγή και οργάνωση γνώσης στο μουσείο, την παρουσίαση και επικοινωνία αυτής της γνώσης, το τι, πού, πότε και πώς είναι ένα μουσειακό αντικείμενο και την έννοια της μουσειακής επίσκεψης και εμπειρίας, είναι συνεχώς υπό αναδιαμόρφωση. Για να παραφράσω τον Negroponte (1995, σ. 231), «κάθε γενιά μουσείου θα είναι πιο ψηφιακή από την προηγούμενη» (σημ. 16). Αυτό σημαίνει ότι η ψηφιακότητα γίνεται ολοένα και περισσότερο (σε άλλα μουσεία πιο γρήγορα, σε άλλα πιο αργά) κομμάτι της ίδιας της έννοιας του μουσείου και έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσει ακόμα και την έννοια και απτότητα της υλικότητάς του (π.χ. του κτιρίου και των αντικειμένων). Επομένως, το μουσείο δεν είναι (και ίσως να μην γίνει ποτέ) «post-digital», αλλά βρίσκεται σε μια συνεχή και μεταλλασσόμενη «in-digital» κατάσταση.
Ένα, λοιπόν, από τα προβλήματα πλήρους αποδοχής της άποψης ότι είμαστε ή προχωρούμε προς μια «post-digital» εποχή στα μουσεία είναι ότι το «digital» δεν είναι εύκολο (ή και δυνατό) να εντοπιστεί σε μια χρονική στιγμή ή περίοδο, ούτε σε μια τεχνολογία ή συσκευή ή τρόπο χρήσης τους, αλλά και ούτε αναγκαστικά σε συγκεκριμένα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης της έννοιας και πρακτικής του ψηφιακού μουσείου. Σε αυτό το πλαίσιο, η ερώτηση ίσως δεν είναι απλώς αν διανύουμε ή προχωρούμε προς μια «μετα-ψηφιακή», αλλά και προς μια «μετα-υλική» μορφή του μουσείου. Και όταν κανείς αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει προτάσεις που περιέχουν περισσότερα του ενός «μετα-» για να περιγράψει αλλαγές στον προσδιορισμό του μουσείου, του περιεχομένου και των δραστηριοτήτων του, τότε ίσως αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε διαφορετικούς όρους και διαφορετικές έννοιες στο μουσειολογικό μας λεξιλόγιο.
Ας κάνουμε όμως ένα βήμα πίσω από την επικείμενη «εξαΰλωση» του μουσείου που η παράνω συλλογιστική απειλεί να μας οδηγήσει. Είτε αποδεχτούμε το «post-digital» ή το «in-digital» μουσείο, ή ακόμα και αν απορρίψουμε και τις δύο θέσεις, ένα ίσως πιο πραγματικό και απτό θέμα είναι το κατά πόσο οι ψηφιακές τεχνολογίες του μουσείου είναι όντως ενσωματωμένες στη μουσειολογία και μουσειογραφία του (σημ. 17). Όπως ανέφερα πιο πριν, τόσο στο «όραμα» του Spalding, όσο και στο «ψιθύρισμα» του Poole, το υλικό και το ψηφιακό παρουσιάζονται ήδη ως μέρη του «μουσειακού όλου», σε συνεργασία, επικοινωνία και εναρμόνιση. Εξέφρασα άλλωστε παραπάνω τον δικό μου σκεπτικισμό στην παραδοχή ότι αυτό έχει ήδη επιτευχθεί.
Μια βασική ερώτηση που αναδύεται είναι κατά πόσο μια τέτοια ενσωμάτωση είναι καταρχήν δυνατή στο πλαίσιο της συνήθους δομής και του οργανογράμματος ενός μουσείου. Ας αφήσουμε κατά μέρος, προς στιγμή, τις τεχνολογίες αιχμής που βρίσκουν το δρόμο τους προς το μουσείο (ας πούμε, τεχνολογίες επαυξημένης πραγματικότητας ή πλατφόρμες επεξεργασίας και απεικόνισης ψηφιακών δεδομένων), οι οποίες πέρα από τις προκλήσεις που παρουσιάζουν στη «μετάφρασή» τους σε μουσειολογία και μουσειογραφία, απαιτούν και μια μεγαλύτερη εξοικείωση με τα τεχνικά και προσδιοριστικά χαρακτηριστικά που κουβαλούν και την κατανόηση του πώς ορίζουν το «χώρο», τα «αντικείμενα», τον «επισκέπτη», την «πληροφορία» κ.ο.κ. Ας αναφερθούμε, αντίθετα, σε τεχνολογίες, όπως ο παγκόσμιος ιστός (world wide web) και τα κοινωνικά μέσα (social media), εφαρμογές που έχουν παρουσιαστεί ως «εκδημοκρατισμένες» λόγω της συνεχούς απλοποίησης των τεχνικών τους χαρακτηριστικών, της οικείας τους μορφής και της δημοφιλίας τους. Σίγουρα 20 και πλέον χρόνια παρουσίας του παγκόσμιου ιστού, και 10 χρόνια των κοινωνικών μέσων (σημ. 18), είναι υπεραρκετός χρόνος ώστε τουλάχιστον τα μεγαλύτερα και πιο δραστήρια μουσεία να επιτύχουν την ενσωμάτωση αυτών των μέσων πληροφορίας και επικοινωνίας στην οργανωτική τους δομή και επαγγελματική τους πρακτική, έτσι δεν είναι; Ιδίως, όταν τόσο οι ιστότοποι όσο και τα κοινωνικά μέσα είναι πλέον μέρος της καθημερινότητας δισεκατομμυρίων πολιτών ανά την υφήλιο (σημ. 19).
Όντως, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι κυρίως οι ιστότοποι, αλλά όλο και περισσότερο και τα κοινωνικά μέσα, χρησιμοποιούνται ευρέως από πολλά μουσεία ανά τον κόσμο, σε τέτοιο βαθμό ώστε πριν λίγα χρόνια ένα μέλος της Ένωσης Μουσείων του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε ότι «το μουσείο σήμερα είναι πρωτίστως ο ιστότοπός του και δευτερευόντως το κτίριό του» (σημ. 20). Φυσικά, χρησιμοποιώ εδώ μια νοηματική υπερβολή για να τονίσω το αυτονόητο (ότι δεν νοείται μουσείο σήμερα που δεν έχει μια κάποια παρουσία στο διαδίκτυο). Αλλά πόσα μουσεία προχωρούν πέρα από το αυτονόητο; Έχουν, δηλαδή, μπει στη διαδικασία να εξετάσουν τι σημαίνει ενσωμάτωση αυτών των τεχνολογιών στην οργανωνική τους δομή καθώς και τη μουσειολογική και μουσειογραφική τους πρακτική;
Η απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν είναι εύκολη, λόγω της ποιοτικής πρωτίστως και όχι τόσο της ποσοτικής της διάστασης. Η συνήθης αντίδραση ενός μουσειακού οργανισμού σε μια καινούρια (για αυτόν) τεχνολογία είναι να την ενσωματώσει στην υπάρχουσα δομή και πρακτική του: π.χ. οι ιστότοποι και τα κοινωνικά μέσα αντιμετωπίζονται συχνά και καταρχήν ως εργαλείο μάρκετινγκ και επικοινωνίας με το κοινό, οπότε η σχετική εργασία ανατίθεται στο τμήμα, τον υπάλληλο ή τον εθελοντή (αν υπάρχουν) που ασχολείται με αυτό το κομμάτι της μουσειακής δράσης. Ακολούθως, το μάρκετινγκ μετονομάζεται σε «ψηφιακό μάρκετινγκ» και η επικοινωνία «ψηφιακή επικοινωνία» (όπως αντίστοιχα χρησιμοποιούνται οι όροι «ψηφιακό μουσείο», «ψηφιακοί επισκέπτες», «ψηφιακά αντικείμενα» κ.λπ.). Φυσικά, οι νέοι όροι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι και υποδηλώνουν, όντως, μια κίνηση επαναπροσδιορισμού του τι κάνει το μουσείο και γιατί. Αλλά, η υπόθεση εργασίας εδώ είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μουσεία προσπαθούν να χωρέσουν τις νέες εφαρμογές και προσαρμογές τεχνολογιών σε υπάρχοντα καλούπια μουσειακής θεωρίας και πράξης. Ισούται, όντως, το «μάρκετινγκ + ψηφιακές τεχνολογίες» με το «ψηφιακό μάρκετινγκ», όπως π.χ. αφήνει να εννοηθεί το Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου, όταν τοποθετεί τα «new media» μόνο στο «Promotion» (σημ. 21), ένα από τα τέσσερα «Π» του παραδοσιακού «μείγματος μάρκετινγκ» («marketing mix») (σημ. 22); Ή ισοδυναμούν οι «συλλογές αντικειμένων + ψηφιακές τεχνολογίες» με «ψηφιακές συλλογές», όπως υποδηλώνει η συνήθης παρουσίαση των ψηφιακών δεδομένων τεκμηρίωσης των συλλογών στον ιστότοπο μουσείων, π.χ. στο Μουσείο του Μάντσεστερ (σημ. 23); Ή είναι αυτό που στα αγγλικά αναφέρεται ως «digital engagement» («ενεργοποίηση του κοινού μέσω της τεχνολογίας»), η παθητική πρόσθεση ψηφιακών τεχνολογιών στην έννοια, προσλήψεις, προκλήσεις, πρακτικές και ανθρώπινο δυναμικό του προ-ψηφιακού «[public] engagement»; Ή, αντίθετα, απαιτείται μια πιο ενεργή και θαρραλέα εξέταση του πώς και γιατί η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και πρακτικών στο μουσείο ίσως απαιτεί και αλλαγές στο ίδιο το σώμα του μουσείου;
Μεταξύ άλλων (Marty 2008, Marty 2004, Peacock 2008) ο Julian Hartley, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, προσπαθεί να απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις δίνοντας έμφαση στο πώς, γιατί και με τι αποτελέσματα το Μουσείο του Μάντσεστερ και η Whitworth Art Gallery αναπροσαρμόζουν (ή όχι) τις αρχές, οργανωτικές δομές και πρακτικές επικοινωνίας με το κοινό τους, καθώς υιοθετούν όλο και περισσότερο και όλο και περισσότερες ψηφιακές τεχνολογίες (σημ. 24). To ίδιο προσπαθούν να κάνουν διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο, όταν δημιουργούν ειδικότητες και θέσεις στο οργανόγραμμά τους (σε υψηλότερες και χαμηλότερες βαθμίδες) που αντανακλούν τόσο την αυξανόμενη παρουσία ψηφιακών τεχνολογιών στη λειτουργία τους όσο και τη διαπίστωση της έλλειψης σχετικής γνώσης και δεξιοτήτων ανάμεσα στο υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό τους. Όπως, οι θέσεις:
-«Διευθυντής Νέων Μέσων» («Head of New Media») στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης του Smithsonian,
-«Υποδιευθυντής Ψηφιακής Εμπειρίας» («Deputy Director for Digital Experience») στο Μουσείο Τέχνης της Βαλτιμόρης,
-«Μάνατζερ Ψηφιακού Περιεχομένου» («Digital Content Delivery Manager») στο Μουσείο Victoria & Albert,
-«Διευθυντής Ψηφιακών Μέσων» («Head of Digital Media») στα Εθνικά Μουσεία της Ουαλίας,
-«Μάνατζερ Διαδικτυακών Συλλογών» («Manager, Online Collections») στο Μουσείο Victoria της Αυστραλίας,
-«Διευθυντής Μουσειακής Ερμηνείας και Ψηφιακής Επικοινωνίας» («Head of Museum Interpretation & Digital Engagement») στο High Museum of Art της Ατλάντας, και
-«Διευθυντής Εργαστηρίου» («Director IMA Lab»), στο Μουσείο Τέχνης της Ινδιανάπολης.
Καθώς γράφω αυτό το κείμενο, το Περιφερειακό Μουσείο Τέχνης του Λος Άντζελες έχει προκηρύξει θέση «Διευθυντή Πληροφορίας Συλλογών και Ψηφιακών Στοιχείων» («Head of Collection Information and Digital Assets») (σημ. 25), ο/η οποίος/-α θα κληθεί να «δημιουργήσει και να επιβλέψει προϋπολογισμούς καινοτόμων τεχνολογικών προγραμμάτων που θα ενισχύσουν τη χρήση του συστήματος τεκμηρίωσης και πληροφορίας των συλλογών». Επίσης, η Τate ζητά έναν «Βοηθό Συντάκτη Ψηφιακού Περιεχομένου» («Assistant Commissioning Editor: Digital Content») (σημ. 26), με «αποδεδειγμένη κατανόηση και ενδιαφέρον στην παραγωγή ελκυστικού περιεχομένου για διαδικτυακό κοινό», ο/η οποίος/-α θα κληθεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό και την οργάνωση ψηφιακού περιεχομένου για τις διαδικτυακές πλατφόρμες του μουσείου. Και το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης έχει δημοσιεύσει μια θέση «Προγραμματιστή Λογισμικού» («Software Developer») (σημ. 27), που «θα συνεργαστεί με άλλους για την υποστήριξη, τη στρατηγική, τη διαχείριση, τη διάδοση και τη διάχυση πληροφοριών της συλλογής, μεταδεδομένων και ψηφιακών στοιχείων μέσω τεχνολογιών επικοινωνίας με το κοινό, οι οποίες υποστηρίζουν τη συλλογή, τις εκθέσεις, και σχετικά προγράμματα του μουσείου». Οι υποψήφιοι, συνεχίζει, η παραπάνω δημοσίευση, είναι επιθυμητό να έχουν «εξοικείωση με τεχνολογίες που βασίζονται στη γλώσσα προγραμματισμού XML», αλλά και «προηγούμενη εμπειρία σε πολιτιστικό οργανισμό ή δημιουργικό τμήμα». Στο ίδιο μήκος κύματος, η θέση «Αναλυτή Δεδομένων» («Data Analyst») (σημ. 28) στο ίδιο μουσείο ζητά «πάθος για μάθηση και για λήψη αποφάσεων που θα βασίζεται στα ψηφιακά δεδομένα, τα οποία διαμορφώνουν μια ολιστική εικόνα του Μουσείου σε όλες τις εκφάνσεις της εμπειρίας του χρήστη». Η ψηφιακή τεχνολογία εδώ, λοιπόν, δεν είναι απλά μέρος του όλου, αλλά συνεισφέρει στην κατασκευή ενός διαφορετικού όλου. Όπως αναφέρει η Kristina Fong (2013), πρώην Μάνατζερ Κοινωνικών Μέσων («Social Media Manager») στη Walker Art Gallery, «οι διευθυντές των κοινωνικών μέσων είναι μεταξύ μάρκετινγκ και εκπαίδευσης και ερμηνείας και συντακτικής επιμέλειας. Έχουμε πολλούς ρόλους».
Οι παραπάνω τίτλοι και περιγραφές μουσειακών θέσεων εργασίας ενισχύουν την άποψη ότι τα μουσεία ανοίγονται πλέον προς νέα επιστημονικά και επαγγελματικά πεδία για να πετύχουν πιο επιτυχημένη ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην καθημερινή τους πρακτική. Ακόμα περισσότερο, αυτή η ενσωμάτωση δεν είναι απλά η δημιουργία ενός «τεχνολογικού σιλό» στο μουσείο, αλλά η διείσδυση τεχνολογικών εφαρμογών σε διαφορετικές λειτουργίες του μουσείου που, εν δυνάμει, οδηγούν στην επαναδιαπραγμάτευση της οργανωτικής, επιστημονικής και εμπειρικής του πρακτικής.
Οι παραπάνω εξελίξεις σε θέσεις εργασίας και ευθύνης σε μουσεία έρχονται, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, σε αντίθεση με τη συχνή ρητορική του «εκδημοκρατισμού» της τεχνολογίας του Διαδικτύου. Σύμφωνα με αυτή τη ρητορική, η απλοποίηση αυτής της τεχνολογίας και η δυνατότητα που δίνει σε καθημερινούς χρήστες να γίνουν πομποί ψηφιακής επικοινωνίας και πληροφοριών επιτρέπουν στα μουσεία να την εντάξουν ευκολότερα στην καθημερινή τους πρακτική. Δεν απαιτεί ιδιαίτερα ακριβές τεχνικές προδιαγραφές ή μακρόχρονη και πολύπλοκη εκπαίδευση. Με μια σύνδεση στο Διαδίκτυο και με όχημα τη βασική εξοικείωση με τις τεχνολογίες του, ένα μουσείο μπορεί εύκολα και γρήγορα να «στήσει» έναν ιστότοπο ή να ανοίξει και να συντηρήσει λογαριασμούς σε διάφορα κοινωνικά μέσα. Έτσι, με βάση αυτή τη λογική, οι νέες τεχνολογίες γίνονται «καθημερινές τεχνολογίες» προς ένα «υβριδικό μουσείο»˙ «κομμάτια της καθημερινότητας των μουσείων, αρχείων και βιβλιοθηκών», για να θυμηθούμε τον Poole (2010) (σημ. 29).
Οι πιο πάνω νέες ειδικότητες υποστηρίζουν, όμως, μια διαφορετική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που τονίζει ότι η ενσωμάτωση και ο εκδημοκρατισμός των τεχνολογιών και η «υβριδικότητα» του μουσείου δεν έρχονται απλά μέσω της χρήσης (ευρείας ή μη) παλιών, νέων ή αναδυόμενων τεχνολογιών στο μουσείο. Το μουσείο δεν μεταλλάσσεται σε ένα «post-digital» υβρίδιο υλικότητας και ψηφιακότητας με τη χρήση ιστοτόπων, κοινωνικών μέσων, εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας και μουσειακών μεταδεδομένων˙ αλλά ούτε και αυτόματα με τη δημιουργία σχετικών ειδικοτήτων και ρόλων, αλλά μέσω της κριτικής αξιολόγησης της δυναμικής επίδρασης της τεχνολογίας στο υπάρχον «παράδειγμα» μουσειολογίας και μουσειογραφίας.
Ως ένα βαθμό, η δημοφιλής αφήγηση του «εκδημοκρατισμού» της ψηφιακής τεχνολογίας έχει απομακρύνει τη συζήτηση από το πώς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των τεχνολογιών επιδρούν στην έννοια και την πρακτική του μουσείου. Πολλά μουσεία, κυρίως λόγω έλλειψης πόρων, εμπειρίας και προσωπικού, φαίνεται να επαναπαύονται στο ότι έχουν στα χέρια τους τεχνολογίες που μπορούν εύκολα και γρήγορα να χρησιμοποιήσουν για να επικοινωνήσουν με το κοινό διαδικτυακά. Έτσι, απομακρύνονται συχνά από τον αναστοχασμό της διαλογικής σχέσης μουσείου και τεχνολογίας. Είναι ειρωνικό ίσως, αλλά η συχνότερη και ευρύτερη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στα μουσεία οδηγεί στην ανάγκη βαθύτερης και πιο κριτικής διαπραγμάτευσης των τεχνολογιών. Διαπραγμάτευσης σαν και αυτή που πρόσφατα οδήγησε το Μουσείο του Brooklyn –ίσως το πιο πρωτοπόρο μουσείο στον κόσμο σε ό,τι αφορά την ένταξη ψηφιακών τεχνολογιών σε πρακτικές ερμηνείας και επικοινωνίας– να αναθεωρήσει σοβαρά ποιες και πόσες τεχνολογίες χρησιμοποιεί, πώς και γιατί. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η Shelley Bernstein (2014), Υποδιευθύντρια Ψηφιακής Επικοινωνίας και Τεχνολογίας («Digital Engagement & Technology») του Μουσείου, «σε κάθε τροχιά, έρχεται μια στιγμή που κανείς πρέπει να αλλάξει πορεία». Θεωρώ ότι το Μουσείο του Brooklyn, μέσω συνεχών ψηφιακών πειραματισμών και πρακτικών τα τελευταία χρόνια, δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για να επανεξετάσει την «ψηφιακή πορεία» του με ωριμότητα, θάρρος και την αναγκαία εμπιστοσύνη στην ήδη αποκτηθείσα εμπειρία του. Με άλλα λόγια, για να αλλάξεις πορεία, θα πρέπει να είσαι ήδη σε τροχιά και μουσεία που δημιουργούν τις συνθήκες μετάβασης από μια επιφανειακή χρήση της τεχνολογίας σε μια πιο ουσιαστική ενσωμάτωσή της, θέτουν εαυτούς σε τέτοια τροχιά.
Για να ολοκληρώσω το συλλογισμό αυτού του κειμένου: το μουσείο δεν χρειάζεται ούτε πολλή, ούτε λίγη τεχνολογία, ώστε να πετύχει την ενσωμάτωσή της σ’ αυτό. Δεν χρειάζεται ούτε να υιοθετήσει τεχνολογίες αιχμής, ούτε αναγκαστικά να ξεφορτωθεί «ξεπερασμένες» τεχνολογίες. Το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό. Αλλά, ίσως δεν είναι ούτε και μόνο ποιοτικό. Όντως, κάθε μουσείο καλείται να εξετάσει αν, τι και ποιες τεχνολογίες θα χρησιμοποιήσει και πώς, ανάλογα με τις ανάγκες, τους σκοπούς και τις δυνατότητές του. Αλλά, ίσως ένα πιο ουσιαστικό ζήτημα στη συζήτηση περί ενσωμάτωσης της τεχνολογίας στη μουσειολογία και μουσειογραφία είναι η αποδοχή ότι σ’ αυτή τη διαδικασία ούτε η τεχνολογία, ούτε το μουσείο θα βγουν «αλώβητα», ως άθικτα μέρη ενός μεγαλύτερου όλου. Όπως τονίζει η Nancy Proctor (2010) στην πρότασή της για ένα μουσείο που λειτουργεί ως «διανεμητικό δίκτυο» («distributed network»), «οι διαφορετικές πλατφόρμες συνεργάζονται για να δημιουργήσουν ένα όλον μεγαλύτερο από το άθροισμα των διαφορετικών μερών του». Στην πορεία, λοιπόν, οι τεχνολογίες (οι περισσότερες από τις οποίες δεν δημιουργούνται για χρήση καταρχήν στο μουσείο) θα πρέπει να προσαρμοστούν στο περιβάλλον και τις ανάγκες του μουσείου, ώστε να έχουν πιθανότητες επιβίωσης και επιτυχίας. Όμως και η ίδια η πράξη και η έννοια του μουσείου θα γίνουν αντικείμενα αναστοχασμού.
Σε ένα, λοιπόν, «in-digital» ή «post-digital» ή υβριδικό μουσείο (ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να το ονομάσει) η τεχνολογία του μουσείου είναι σημαντική. Αλλά η μουσειολογία της τεχνολογίας του είναι σημαντικότερη. Μπορεί η τεχνολογία να είναι το μέσο, όχι ο σκοπός, αλλά το μέσο δυνητικά διαμορφώνει την πορεία προς το σκοπό. Σε ένα συνέδριο στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από αρκετά χρόνια, ο David Anderson, διευθυντής των Εθνικών Μουσείων του Λίβερπουλ, έθεσε το ερώτημα: «Πότε ξεκινά ένα μουσείο; Όταν το βλέπουμε; Όταν μπαίνουμε μέσα; Ή όταν είναι στη σκέψη μας;». Επεκτείνοντας τον ίδιο συλλογισμό: Μήπως ξεκινά όταν μπαίνουμε στον ιστότοπό του; Όταν ανοίγουμε μια εφαρμογή του στο κινητό μας τηλέφωνο (σημ. 30); Όταν συμμετέχουμε στην τεκμηρίωση των συλλογών του μέσω μιας σχετικής διαδικτυακής εφαρμογής (σημ. 31), κ.ο.κ. Γι’ αυτό, χρειάζεται σήμερα όσο ποτέ να συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε θεωρητικά πλαίσια και μεθοδολογικά εργαλεία μουσειολογίας και μια αναστοχαστική κριτική για τη μουσειογραφία, που θα λαμβάνουν υπόψη τους όχι μόνο τα χαρακτηριστικά και τις συμβάσεις των ψηφιακών τεχνολογιών αλλά συχνά θα έχουν αφετηρία διαφορετικές επιστημολογίες τεχνολογιών, για να «μπολιάζεται» το μουσείο με διαφορετικούς τρόπους σκέψης (σημ. 32). Ο τρόπος και ο λόγος, λοιπόν, που αντιλαμβανόμαστε, ερευνούμε, αρθρώνουμε (και φυσικά προσπαθούμε να κάνουμε πράξη) την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στο μουσείο μπορεί να μας οδηγήσει σε συναρπαστικές εξελίξεις στη μουσειολογία και τη μουσειογραφία του, όσο ή και περισσότερο συναρπαστικές ήταν στο παρελθόν, πλέον, μελλοντικό μουσείο του Spalding.
Κώστας Αρβανίτης
Λέκτορας Μουσειολογίας, Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, Ηνωμένο Βασίλειο
*Ευχαριστίες
Ευχαριστώ θερμά τη Δρα Μάρλεν Μούλιου για τις πολύτιμες παρατηρήσεις και προτάσεις της.