«Φως» στην ελληνική Ιατρική κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο της Τουρκοκρατίας – Λατινοκρατίας μέχρι την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών ρίχνει έρευνα του ιστορικού της Ιατρικής, προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, δρος Δημήτρη Καραμπερόπουλου. Όπως εξηγεί ο ίδιος, πρόκειται για μια σημαντική σελίδα της ελληνικής Ιατρικής διότι έδρασε σε αντίξοες συνθήκες (λόγω της σκλαβιάς), ενώ δεν διαπιστώνεται να υπάρχει κενό μεταξύ της Βυζαντινής και της νεότερης ελληνικής Ιατρικής, που αρχίζει με την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1837).
Τα ελληνικά ιατρικά χειρόγραφα κατά τη Βυζαντινή περίοδο αποτελούσαν την κύρια πηγή ιατρικής γνώσης και μέσω αυτών έγινε η μεταφορά της και στην Ευρώπη. «Με την πρώτη κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους, άρχισε η συστηματική λαφυραγώγηση των χειρογράφων με έργα των Αριστοτέλους, Ιπποκράτους, Γαληνού, Ορειβασίου, Αετίου κ.ά., που αυξήθηκε μετά την οριστική της πτώση και κατάληψή της από τους Οθωμανούς. Τα έργα των Αριστοτέλους, Ιπποκράτους και Γαληνού μεταφράζονται στα λατινικά και συστηματικά διδάσκονται στα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Σημαντικό είναι το γεγονός πως, με τις γνώσεις του Γαληνού, οι Ιατρικές Σχολές των ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων προχώρησαν στην περαιτέρω ανάπτυξη της Ανατομίας καθώς και των άλλων κλάδων της Ιατρικής», σημειώνει ο κ. Καραμπερόπουλος.
Οι Έλληνες δεν έπαψαν να αποκτούν γνώσεις της επιστημονικής Ιατρικής, παρά τη διακοπή της διδασκαλίας της στον ελληνικό χώρο, μετά την οθωμανική κυριαρχία. Σπούδαζαν Ιατρική στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, στις Ιατρικές Σχολές κυρίως της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας. Τα ιατρικά χειρόγραφα που βρίσκονταν στα μοναστήρια και σε βιβλιοθήκες ιδιωτών αντιγράφονταν πολλές φορές και κυκλοφορούσαν ευρέως στον ελληνικό χώρο από τον 15ο και μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελούσαν πηγή ιατρικής γνώσης. Ιδιαίτερα διαδεδομένα ήταν τα χειρόγραφα που περιείχαν πρακτικές ιατρικές οδηγίες και συνταγές για διάφορες παθήσεις, τα ονομαζόμενα «Ιατροσόφια». Αυτά περιείχαν σύντομες θεραπευτικές συμβουλές μαζί με συνταγές από τα ιατρικά κείμενα αρχαίων και βυζαντινών ιατρών και μερικές φορές συμπληρώνονταν με ιατρικές γνώσεις των επόμενων αιώνων.
Κυκλοφορούσαν, επίσης, και ιατρικά χειρόγραφα, τα οποία ήταν γραμμένα από γιατρούς της εποχής. Ενδεικτικά, ο κ. Καραμπερόπουλος αναφέρει την περίπτωση του ιατρού Μάρκελλου Κοντοπίδη, ο οποίος έγραψε στα 1728 το χειρόγραφό του με τίτλο «Θησαυρός υγείας», για να το συμβουλεύονται οι εμπειρικοί γιατροί και οι απλοί άνθρωποι, όταν δεν θα έβρισκαν επιστήμονα ιατρό.
Υπάρχουν όμως –σύμφωνα με τον ίδιο– και χειρόγραφα που είναι μετάφραση ευρωπαϊκών επιστημονικών βιβλίων και –μέσω αυτών– οι Έλληνες γιατροί μεταφέρουν τη σύγχρονη ιατρική γνώση. Ενδεικτικά αναφέρονται τρία παραδείγματα: α) το πολυσέλιδο χειρόγραφο του Ισπανού Juan Velverde de Hamusco με τίτλο «Ανατομία» (μετάφραση από τον Λέανδρο Πατούσα) το 1723, β) το βιβλίο του John Allen «Σύνοψη Πρακτικής Ιατρικής» (μεταφρασμένο από τον ιατρό Αλέξανδρο Γιακουλέα, του οποίου υπάρχουν 9 χειρόγραφα) το 1745, και γ) το χειρόγραφο «Στοιχεία της θεωρητικής και πρακτικής φαρμακοποιητικής» του καθηγητή Μπομέ, που μετέφρασε από τα ιταλικά ο εξ Ιωαννίνων ιατρός Κωνσταντίνος Φίτζιος.
Η ιατρική γνώση από τον 18ο αιώνα μεταφερόταν στον ελληνικό χώρο και με τα έντυπα βιβλία, τόσο τα ιατρικά, όσο και τα βιβλία γενικής παιδείας: φυσική, χημεία, φιλοσοφικά-σχολικά εγχειρίδια, θρησκευτικά κ.ά. Το πρώτο γνωστό μέχρι σήμερα τυπωμένο ιατρικό βιβλίο είναι του ηπειρώτη ιατρού Σταύρου Μουλαΐμη που εκδόθηκε στη Βενετία, το 1724. Ο γιατρός αυτός, όπως εξηγεί ο κ. Καραμπερόπουλος, για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του έγραψε το βιβλίο με τίτλο «Αντιδοτάριον», δηλαδή ποια αντίδοτα φάρμακα θα έπρεπε να έχουν οι κάτοικοι της υπαίθρου για τις περιπτώσεις τσιμπημάτων από σκορπιούς, φίδια κ.λπ., καλύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μεγάλη ανάγκη των κατοίκων των αγροτικών περιοχών.
«Οι επιστήμονες ιατροί, όμως», επισημαίνει ο κ. Καραμπερόπουλος, «δεν επαρκούσαν να καλύψουν τις ιατρικές ανάγκες του ελληνικού χώρου με αποτέλεσμα ένα μέρος του πληθυσμού να βρίσκει ιατρική φροντίδα στους πρακτικούς ιατρούς, οι οποίοι αποκαλούνταν στα κείμενα της εποχής με διάφορα ονόματα: τζαρλατάνοι, εμπειρικοί, κομπογιαννίτες, σακκουλιαραίοι, ιατροκάπηλοι, αγύρτες, γόητες γιατροί».
Από τα μέσα του 18ου αιώνα, πάντως, παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού εκδόσεως ελληνικών ιατρικών βιβλίων και ιδιαίτερα κατά τις δύο προεπαναστατικές δεκαετίες. Οι συγγραφείς των ιατρικών βιβλίων που μεταφράζονται στα ελληνικά είναι διακεκριμένοι ιατροί με ακαδημαϊκούς τίτλους και τα βιβλία τους είχαν απήχηση στον ευρωπαϊκό χώρο με πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες.
Επίσης, απέχουν χρονικά από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή έκδοση –κατά μέσο όρο– 6,6 χρόνια, στοιχείο που δείχνει πόσο γρήγορα (παρά τις δύσκολες συνθήκες της εποχής) μεταφερόταν στον ελληνικό χώρο η επιστημονική γνώση. Η ιατρική βιβλιογραφία, η οποία περιέχεται στα ελληνικά ιατρικά κείμενα της εποχής, είναι η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιατρική βιβλιογραφία, γεγονός το οποίο δείχνει το επίπεδο ενημέρωσης των Ελλήνων συγγραφέων και τη μεταφορά της επίκαιρης επιστημονικής ιατρικής γνώσης.
Οι καινούργιες ιατρικές γνώσεις της Ευρώπης μεταφέρονται στον ελληνικό χώρο και με το σημαντικό προεπαναστατικό περιοδικό «Ερμής ο Λόγιος», που εκδόθηκε στη Βιέννη από το 1811-1821. Το 10% των σελίδων του περιοδικού αυτού είναι αφιερωμένο σε ιατρικά θέματα, των οποίων το επίπεδο ήταν υψηλό, διότι –κατά κανόνα– τα άρθρα που δημοσιεύονται είναι μετάφραση από έγκυρα περιοδικά της Ευρώπης της ίδιας περίπου χρονικής περιόδου.
Μετά την αρχαία και βυζαντινή ελληνική συμβολή στην πρόοδο της Iατρικής, στα 1714 έχουμε τη μοναδική μέχρι σήμερα ελληνική συμβολή στην πρόοδο της Iατρικής που συμβαίνει στον ελληνικό χώρο. Οι Έλληνες γιατροί Εμμανουήλ Τιμόνης και Ιάκωβος Πυλαρινός πραγματοποιούν στον ελληνικό χώρο την πρώτη επιστημονική εφαρμογή του εμβολιασμού για την πρόληψη της ευλογιάς, γεγονός το οποίο αποτελεί την απαρχή της σωτήριας μεθόδου των εμβολιασμών. Οι παρατηρήσεις της επιστημονικής μεθόδου τους δημοσιεύτηκαν στο περίφημο αγγλικό περιοδικό «Philosophical Transactions». Μάλιστα, ο Ιάκωβος Πυλαρινός, ο οποίος είχε αρχίσει το 1701 την επιστημονική εφαρμογή του εμβολιασμού, θεωρείται ως ο πρώτος ανοσολόγος στο βιβλίο «Morton’s Medical Bibliography» (5η έκδοση, 1991).
Η ανέγερση νοσοκομείων ήταν ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο για τη νοσηλευτική πολιτική που ακολουθούσαν οι ελληνικές κοινότητες κατά την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, ώστε να καλύψουν τις υγειονομικές ανάγκες των κατοίκων τους με επιστήμονες ιατρούς. Νοσοκομεία λειτουργούσαν σε διάφορες πόλεις του ελληνικού και μη χώρου: Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Άγιον Όρος, Αδριανούπολη, Ραιδεστό Θράκης, Φιλιππούπολη, Χίο, Μυτιλήνη, Σμύρνη, Κυδωνίες, Προύσα, Αθήνα, Ναύπλιο, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Χανιά, Βενετία, Τεργέστη, Βουκουρέστι, Ιεροσόλυμα, Ελληνικές Κοινότητες Νίζνης Ουκρανίας, Λιβόρνου.
Όπως σημειώνει ο κ. Καραμπερόπουλος, «οι απαρχές της ελληνικής ιατρικής ορολογίας βρίσκονται στα ιατρικά κείμενα αυτής της περιόδου, τότε που καταβάλλεται προσπάθεια των συγγραφέων να πλάσουν τους αντίστοιχους ελληνικούς ιατρικούς όρους για την Ανατομία, τη Φυσιολογία και την Παθολογία. Πολλοί ιατρικοί όροι του Γαληνού χρησιμοποιούνται στη νεοελληνική ιατρική ορολογία, στοιχείο που δείχνει την εξοικείωση των Ελλήνων ιατρών με τα αρχαία ιατρικά κείμενα».
Κατά τη χρονική περίοδο από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και μέχρι την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1837, τυπώθηκαν 36 ελληνικά ιατρικά βιβλία, περισσότερα απ’ όσα στις προηγούμενες περιόδους, στοιχείο που καταδεικνύει την αναπτυσσόμενη δυναμική της ελληνικής ιατρικής.
Το 1835 ιδρύθηκε η Ιατρική Εταιρεία Αθηνών, η οποία εξέδωσε το 1836 το πρώτο ελληνικό ιατρικό περιοδικό με τίτλο «Ασκληπιός». Το 1837, ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ανάμεσα στις πρώτες σχολές ήταν και αυτή της Ιατρικής. «Έκτοτε», καταλήγει ο κ. Καραμπερόπουλος, «αρχίζει η περίοδος της Νεότερης Ελληνικής Ιατρικής».