«Νικόπολη, ένας αιώνας ανασκαφών« είναι ο τίτλος της έκθεσης με την οποία η Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης γιορτάζει τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έναρξη των ανασκαφών στην περιοχή. Η έκθεση θα φιλοξενηθεί στην Οικία Αθανασιάδη (οδός Βύρωνος και Σαπουντζάκη, Πρέβεζα) έως την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014 (10.00-13.00 και 18.00-21.30).
Η επιστημονική διερεύνηση της Νικόπολης ξεκίνησε το 1913, λίγο μετά την ενσωμάτωση της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος. Ο πρώτος αρχαιολόγος που βρέθηκε στη Νικόπολη αμέσως μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος, ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, υπήρξε εκπρόσωπος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ο Φιλαδελφεύς από το 1913 έως και το 1926 εντόπισε τις νεκροπόλεις της Νικόπολης, το Μνημείο του Αυγούστου, τη δυτική πύλη του ρωμαϊκού τείχους και το λεγόμενο Επισκοπείο (Βασιλόσπιτο), αποκάλυψε τη βασιλική Α του επισκόπου Δουμετίου με τα θαυμάσια ψηφιδωτά και μελέτησε τα μεσαιωνικά μνημεία της Πρέβεζας. Από το 1926 έως το 1938 τις ανασκαφές συνέχισαν ο Γεώργιος Σωτηρίου και ο Αναστάσιος Ορλάνδος, αποκαλύπτοντας τη βασιλική Β του επισκόπου Αλκίσωνος –μητροπολιτικό ναό της Νικόπολης– και τη βασιλική Γ. Ο Ορλάνδος επέστρεψε μεταπολεμικά στη Νικόπολη, ερευνώντας την εκτός των τειχών βασιλική Δ και μεριμνώντας για τη συντήρηση των ψηφιδωτών.
Η ανασκαφική δραστηριότητα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Νικόπολης και συντέλεσε καθοριστικά στην αποκάλυψη σημαντικού τμήματος του χριστιανικού παρελθόντος της.
Ήδη από την έναρξη των ανασκαφών στη Νικόπολη, ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς συγκέντρωσε τα ευρήματα στο πρώην Οθωμανικό Διοικητήριο και σημερινό Δικαστικό Μέγαρο Πρέβεζας. Το 1921 οι αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στο Δημαρχείο, ενώ το 1924 παραχωρήθηκε το μεγάλο τζαμί στο φρούριο του Αγίου Ανδρέα, που στέγασε το Μουσείο Πρεβέζης. Το 1941 το Μουσείο καταστράφηκε από βομβαρδισμό και το 1946 οι αρχαιότητες που διασώθηκαν μεταφέρθηκαν πάλι στη Νικόπολη από τον Φώτιο Πέτσα, Επιμελητή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Από το 1960 τη σκυτάλη των ερευνών στη Νικόπολη ανέλαβε η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Τότε ο επιμελητής αρχαιοτήτων Σωτήριος Δάκαρης ερεύνησε το Ωδείο, το οποίο το 1961 αποδόθηκε στο κοινό, ενώ η Ιουλία Βοκοτοπούλου, διάδοχος του Δάκαρη, πραγματοποίησε σωστικές ανασκαφές στις ρωμαϊκές νεκροπόλεις, στα νυμφαία, στη δυτική πύλη του ρωμαϊκού τείχους και στην έπαυλη του Μάνιου Αντωνίνου από το 1967 έως το 1974.
Την περίοδο εκείνη πραγματοποιήθηκαν κυρίως στερεώσεις στα χριστιανικά μνημεία και συντήρηση στα ψηφιδωτά δάπεδα των βασιλικών, ενώ οι σωστικές ανασκαφές συνεχίστηκαν και την επόμενη δεκαετία, στο πλαίσιο εκτέλεσης ιδιωτικών και δημόσιων έργων.
Το 1960 εντός του αρχαιολογικού χώρου και πλησίον της βασιλικής Α άρχισε να κατασκευάζεται, με μέριμνα του Σωτηρίου Δάκαρη, το Αρχαιολογικό Μουσείο Νικόπολης, την έκθεση του οποίου επιμελήθηκε η Ιουλία Βοκοτοπούλου, το 1972, οπότε και άνοιξε για το κοινό.
Το 1984 συγκλήθηκε το Α’ Διεθνές Συμπόσιο για τη Νικόπολη και το 1987 υλοποιήθηκε η πρόταση του Συμποσίου για την ίδρυση Επιτροπής Νικόπολης, η οποία και εργάστηκε για τον καθορισμό ζωνών προστασίας. Η κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου πραγματοποιήθηκε το 1991, προκαλώντας αντιδράσεις από την πλευρά των κατοίκων και οδηγώντας την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων στην ανάπτυξη του προγράμματος «Κλεοπάτρα», με το οποίο τεκμηριώθηκε η ύπαρξη αρχαιοτήτων στον κηρυγμένο χώρο. Παράλληλα, ξεκίνησε η ένταξη των ρωμαϊκών και των χριστιανικών μνημείων της Νικόπολης σε συγχρηματοδοτούμενα, από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προγράμματα.
Μεγαλύτερη ώθηση στα έργα δόθηκε από το 1999, με τη σύσταση της Επιστημονικής Επιτροπής Νικόπολης και την υπαγωγή της στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων. Η Επιτροπή υλοποίησε εκτεταμένα έργα έρευνας και ανάδειξης σε ρωμαϊκά μνημεία, όπως στο Μνημείο Αυγούστου, στην έπαυλη του Μάνιου Αντωνίνου και στο ρωμαϊκό τείχος –στη βορειοδυτική και τη νοτιοανατολική πύλη– καθώς και στις αντίστοιχες νεκροπόλεις. Παράλληλα, παρενέβη και σε μνημεία της χριστιανικής Νικόπολης, στο τείχος, όπου αποκαταστάθηκαν οι δύο κύριες πύλες, στη βασιλική Α, όπου συντηρήθηκαν και στεγάστηκαν τα ψηφιδωτά δάπεδα, στη βασιλική Β και στη βασιλική Δ.
Τα τελευταία χρόνια, το έργο της Επιτροπής επικεντρώνεται σε τρία δημόσια οικοδομήματα της ρωμαϊκής Νικόπολης, στο Ωδείο, του οποίου αναδεικνύεται η συνολική εικόνα, στο Επισκοπείο, που αποκαλύπτεται και αποκαθίσταται ταυτόχρονα με τους μνημειώδεις δρόμους που το περιβάλλουν, και στο Θέατρο, όπου οι εργασίες αποκατάστασης και η διαμόρφωση περιμετρικής πορείας θα διευκολύνουν την αναγνωσιμότητα και την προσβασιμότητα του μνημείου.
Το 2009 η Επιτροπή βραβεύτηκε από την πανευρωπαϊκή, μη κυβερνητική οργάνωση για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, Europa Nostra.
Παράλληλα με την ένταξη των Έργων της Νικόπολης στα ευρωπαϊκά προγράμματα, κατασκευάστηκε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο χωροθετείται ανάμεσα στην αρχαία Νικόπολη και τη σύγχρονη Πρέβεζα. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων ξεκίνησε την προετοιμασία της έκθεσης, η οποία ολοκληρώθηκε το 2009 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πρέβεζας-Άρτας, που είχε εν τω μεταξύ ιδρυθεί.