Σύμφωνα με τα γραφόμενα της αείμνηστης Ευτυχίας Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, πρώτης Διευθύντριας του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, Εφόρου Αρχαιοτήτων, την εποχή ίδρυσής του, στο πρώτο τεύχος (1994) της περιοδικής τρίγλωσσης έκδοσης Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού: «το Μουσείο που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη προορίζεται να αποτελέσει κέντρο διαφύλαξης, έρευνας και μελέτης των στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού που διασώζονται στον μακεδονικό χώρο και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη που αποτελούσε το πιο σημαντικό κέντρο μετά την Κωνσταντινούπολη στο ευρωπαϊκό τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. (…) Παράλληλα, το νέο μουσείο με τις μόνιμες εκθέσεις του, με τους ωραίους χώρους περιοδικών εκθέσεων που δίνουν τη δυνατότητα ανάπτυξης ειδικών θεματικών εκθέσεων, με τη σύγχρονη οργάνωση των εργαστηρίων συντήρησης, με την επιστημονική οργάνωση των αρχαιολογικών αποθηκών ώστε να αποτελούν χώρο έρευνας και πηγή μελέτης για τη συνεχή ανανέωση του Μουσείου, με τα εκπαιδευτικά προγράμματα για τους νέους και τα συστήματα πληροφόρησης, με τις τακτικές επιστημονικές συναντήσεις και τα συνέδρια και με τις λοιπές εκδηλώσεις (…) θα λειτουργήσει ως ένας δεύτερος πόλος έρευνας και προβολής του βυζαντινού πολιτισμού» πέρα από τα ίδια τα μνημεία της πόλης.
Το έτος 2014 αποτελεί ορόσημο, καθώς συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό, με την πρώτη του περιοδική έκθεση, «Βυζαντινοί Θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής», στις 11 Σεπτεμβρίου του 1994. Με αυτό τον τρόπο εγκαινιάστηκε επίσημα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Η έκθεση αυτή με τον εμπνευσμένο τίτλο σηματοδοτούσε ακριβώς την επιστροφή των βυζαντινών αρχαιοτήτων στις 14 Ιουνίου 1994 (σημ. 1), οι οποίες επαναπατρίστηκαν μετά από περίπου ογδόντα χρόνια παραμονής τους στην Αθήνα, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό, όπου είχαν μεταφερθεί το 1916, και οριοθετεί το τέλος μιας μακρόχρονης προσπάθειας για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνδέεται με γεγονότα και πρόσωπα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.
Το 1913 διατάσσεται από τον τότε Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη να ιδρυθεί «Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον» στη Θεσσαλονίκη (αρ. 746/21.8.1913/Εφ. της Κυβερν. Παράρτημα εκδιδ. Εν Θεσσαλονίκη, 3 Σεπτ., αρ. φύλλου 25-Διάταγμα από 31 Αυγούστου) και ορίζεται ως χώρος ο ναός της Αχειροποιήτου. Σε σχετική επιστολή του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου (αρ. 661/22.8.1913) αναφέρεται η καταλληλότητα του ναού αυτού, δυνάμενου να καταστεί «το επί αισίοις οιωνοίς ιδρυόμενον Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά (9.9.1913) ο καθηγητής Βυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αδαμάντιος Αδαμαντίου, έφορος των χριστιανικών και μεσαιωνικών μνημείων από το 1908, υποβάλλει υπόμνημα (συνεγράφη στις 7.9.1913) «περί ιδρύσεως και οργανώσεως Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου εν Μακεδονία», «ένα διάγραμμα ευρύ της εγκαθιδρύσεως και επιστημονικής οργανώσεως του Μουσείου», αναπτύσσοντας μεταξύ άλλων τους λόγους, για τους οποίους «επεφυλάχθη υπό της Θείας προνοίας η δευτέρα πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η επίσημος μεσαιωνική πόλις της Θεσσαλονίκης ως η πόλις του Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου», διότι «ποίος τόπος, και διά την γεωγραφικήν θέσην μεταξύ Δύσεως και Ανατολής και διά την ιστορικήν περιωπήν εν τη όλη εννοία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είναι ευνοϊκώτερον προωρισμένος να καταστή η σπουδαιοτάτη κεντρική έδρα ερευνών της χριστιανικής και βυζαντινής τέχνης ή η περιφανεστάτη και μεγάλη βυζαντινή πόλις της Θεσσαλονίκης;». Η Θεσσαλονίκη αποτελεί «την πόλιν την συμβολίζουσαν το εθνικό ιδεώδες της επανιδρύσεως της μεγάλης Ελληνικής αυτοκρατορίας». Μαρτυρά την αναζωπύρωση της Μεγάλης Ιδέας και τον πατριωτικό ενθουσιασμό, μεταξύ άλλων, ωστόσο στη συνέχεια πολιτικές σκοπιμότητες επέβαλαν την ίδρυση Βυζαντινού και Χριστιανικού εν τέλει μουσείου στην Αθήνα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Νόμου 401/17-11-1914 (ΦΕΚ 347/Α΄/25-11-1914), στο οποίο «κατατίθενται τα της βυζαντινής, μεσαιωνικής και χριστιανικής τέχνης έργα από των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού μέχρι της καθιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, πλην των εν Μακεδονία». Στο άρθρο 9 του ανωτέρω Νόμου διευκρινίζεται ότι διά Β. Διατάγματος δύναται να ιδρυθεί και έτερον μουσείον εν Θεσσαλονίκη περιλαμβάνον τα εν Μακεδονία υπό την διεύθυνσιν του οικείου εφόρου των βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων». Στις 31 Δεκεμβρίου του 1915, όταν στη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη αποβιβαστεί τα συμμαχικά στρατεύματα της Αντάντ, η εφορευτική επιτροπή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αποφάσισε μετά και από σχετική εισήγηση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, τη μετάβαση του Αδαμαντίου στη Θεσσαλονίκη «προς διάσωσιν των ένεκα των περιστάσεων υποκειμένων εις κίνδυνον κειμηλίων» (Πρακτικά Δ΄ συνεδρίας). Ο Αδαμαντίου συνέλεξε με τη βοήθεια του δικηγόρου Γ. Κομητόπουλου και μετέφερε στην Αθήνα, στις αρχές του 1916, περισσότερα από 1.600 αντικείμενα, τα οποία εισήχθησαν στο ΒΧΜ και παρέμειναν στην έκθεση ή στις αποθήκες του έως το 1994.
Tο ενδιαφέρον για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη αναζωπυρώθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο, το 1975. Με σχετική πράξη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (18/25.5.1975) προκηρύχτηκε το 1977 πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το κτίριο του υπό ίδρυση Μουσείου, στον οποίο βραβεύτηκε η πρόταση του αείμνηστου διακεκριμένου αρχιτέκτονα και ζωγράφου Κυριάκου Κρόκου, στον οποίο ανατέθηκε στη συνέχεια η σύνταξη των οριστικών μελετών. Η πρώτη φάση της μελέτης ολοκληρώθηκε το 1978-1979, ενώ η δεύτερη το διάστημα 1985-1987 σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Γ. Μακρή (σημ. 2), λόγω της εμπλοκής στο θέμα της παραχώρησης του οικοπέδου (τμήματος του πρώην στρατοπέδου «Τσιρογιάννη»), ιδιοκτησίας Ταμείου Εθνικής Αμύνης, για την ανέγερση του νέου μουσείου, η οποία επιλύθηκε το 1984, με προσωπική παρέμβαση του τότε Πρωθυπουργού και Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1988, το έργο της ανέγερσης εντάχθηκε στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της Ε.Κ., και θεμελιώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1989 από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, Υπουργό Πολιτισμού εκείνη την περίοδο. Το κτίριο ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993. Με απόφαση της τότε Υπουργού Πολιτισμού κ. Θ. Μπακογιάννη, στις 13.4.1993, ύστερα από γνωμοδότηση του ΚΑΣ, εγκρίθηκε η πρόταση της αρμόδιας 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για τη μουσειολογική μελέτη του νέου Μουσείου με την ονομασία του ως «Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού». Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού αποτέλεσε αρχικά περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπως ορίστηκε με την §15 του άρθρου 7 του Ν. 2557/23-12-1997 («Θεσμοί, μέτρα και δράσεις πολιτιστικής ανάπτυξης», ΦΕΚ 271/Α΄/24-12-1997). Με απόφαση Υπουργού θα θεσπιζόταν στη συνέχεια ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου, θα ρυθμίζονταν τα σχετικά με την οργάνωση, λειτουργία και διοίκησή του, οι σχέσεις με τις Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Αυτό εν τέλει έγινε πράξη με την υπ’ αρ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/50304/26-10-1999 απόφαση (ΦΕΚ 2018/Β΄/17-11-1999), σύμφωνα με την οποία το Μουσείο συγκροτείται ως Ειδική πλέον Περιφερειακή Υπηρεσία, επιπέδου Διεύθυνσης και στεγάζεται επί της Λεωφόρου Στρατού 2 και στον Λευκό Πύργο (σημ. 3). Ως σκοποί του Μουσείου διατυπώνονταν τότε:
Άρθρο 4, Σκοποί: «Το Μουσείο είναι επιστημονικό καθίδρυμα, ανοικτό στο κοινό με ευρύτερο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, και έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση, έκθεση, ανάδειξη, προβολή και μελέτη έργων και αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου, που προέρχονται κυρίως από τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας καθώς και από το ανασκαφικό υλικό της χωρικής εμβέλειας της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ) με την οποία συνεργάζεται άμεσα. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού συνεργάζεται επίσης κατά περίπτωση και με τις άλλες ΕΒΑ, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον εμπλουτισμό και την πληρέστερη, αρτιότερη επιστημονικά και πλέον τεκμηριωμένη παρουσίαση των εκθέσεών του. To Mουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στο πλαίσιο της πραγματοποίησης των σκοπών του, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ενθαρρύνει με κατάλληλες δραστηριότητες την αύξηση της προσέλευσης των επισκεπτών στο Μουσείο, ευνοεί την ψυχαγωγική και παιδευτική επαφή του κοινού με τις συλλογές του και εγγυάται τον επιστημονικά τεκμηριωμένο και διεθνώς δόκιμο μουσειολογικά τρόπο παρουσίασής τους».
Στη συνέχεια η τότε διάρθρωση και οι αρμοδιότητες τροποποιούνται μετά τη δημοσίευση του ΠΔ 191 (Οργανισμός ΥΠΠΟ, ΦΕΚ 146/Α΄/13-6-2003), σύμφωνα με το άρθρο 56. Οι αρμοδιότητες περιγράφονται αναλυτικά ως εξής: «… θέματα σχετικά με την απόκτηση, αποδοχή, φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκμηρίωση, έρευνα, μελέτη, δημοσίευση και κυρίως έκθεση και προβολή στο κοινό αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και τη νεώτερης εποχής με θέματα σχετικά με τη βυζαντινή και τη χριστιανική τέχνη».
Ως κτίριο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Απέσπασε «εκτός διαγωνισμού», μετά το θάνατο του Κρόκου, ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στο διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, ως «υποδειγματικό στο είδος του και άξιο παράδειγμα μεγάλου δημοσίου κτιρίου, στην κατηγορία Έργα του Δημοσίου», ενώ το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3142/55420/19-10-2001, ΦΕΚ 1458/Β΄/22-10-2001) ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Κύρια χαρακτηριστικά του Μουσείου είναι το μεγάλο αίθριο με την περιμετρική στοά μετά την εξωτερική είσοδο που ανοίγεται στην τοιχοποιία, η οποία υψώνεται προς βορρά για να το απομονώσει από την ένταση της Λεωφόρου Στρατού. Πρόθεση του αρχιτέκτονα ήταν «ο χώρος αυτός να λειτουργήσει αποκαλυπτικά, προκαλώντας τη μνήμη». Όπως εκμυστηρεύεται ο Κρόκος: «Ήθελα έναν χώρο που η κίνηση μέσα σ’ αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας, ανακινώντας τις αισθήσεις, και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση. (…) Η μορφή του κτιρίου χωρίς προφανείς αναφορές σε μια άλλη εποχή, με κύρια υλικά το μπετόν και το τούβλο ‒ είναι μια εικόνα που έχω απ’ τις πολυκατοικίες πριν σοβαντιστούν, όταν δείχνουν τη μικρή τους αλήθεια». Πράγματι στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση και των μόνιμων εκθέσεων το 2004, ο επισκέπτης έχει την «έντονη αίσθηση ότι ταξιδεύει στο παρελθόν», το Μουσείο «ξαφνιάζει, ακόμη και συγκινεί κάποιες φορές», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Aleid Rensen, μέλος της κριτικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων (E.M.F.).
Το Μουσείο, πρωτοπόρο τόσο στην αντιμετώπιση των εκθεμάτων όσο και στις δράσεις του και στην υψηλής ποιότητας παροχή υπηρεσιών, σε απόλυτη ισορροπία μεταξύ τους, βραβεύτηκε το 2005, ως το «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς» («Βραβείο Μουσείου» του Συμβουλίου της Ευρώπης), τιμή, η οποία αποδόθηκε σε ελληνικό μουσείο για πρώτη φορά. Το ανωτέρω βραβείο, μια από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές διακρίσεις στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς, απονέμεται ετησίως από το 1977 σε μουσείο που πρόσφατα ολοκλήρωσε τη μόνιμη έκθεσή του ή την επανέκθεση των συλλογών του, με κριτήριο τη σημαντική συμβολή του στην κατανόηση της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, μεταξύ των προτεινόμενων από την κριτική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων. Η απόφαση της βράβευσης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού ελήφθη ομόφωνα από την Επιτροπή Πολιτισμού, Επιστημών και Εκπαίδευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Παρίσι στις 2 Δεκεμβρίου 2004, την οποία ανακοίνωσε με επιστολή του προς το Μουσείο, στις 15 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης Peter Schieder. Η κριτική επιτροπή βάσισε την απόφασή της στην «υπεροχή του Μουσείου» και την «ισορροπία μεταξύ συντήρησης, διατήρησης και παρουσίασης» των εκθεμάτων, σημειώνοντας ιδιαίτερα την απουσία προθηκών και την ανάδειξη των εργασιών συντήρησης. Το Μουσείο παρουσιάστηκε ως «φιλικό προς τον επισκέπτη», ενώ τονίστηκε ο παιδαγωγικός του χαρακτήρας. Η επίσημη τελετή της βράβευσης συνέπεσε με το έτος εορτασμού των 50 χρόνων της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Συνθήκης και πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 2005 στο Στρασβούργο, στο Palais Rohan. Το έπαθλο του βραβείου, «Η γυναίκα με τα ωραία στήθη», του Χουάν Μιρό, παρέμεινε και εκτέθηκε στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού για ένα χρόνο. Σήμερα στην ίδια θέση υπάρχει φωτογραφική απεικόνισή του στην είσοδο της πτέρυγας της μόνιμης έκθεσης.
Οι έντεκα αίθουσες της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου άνοιξαν στο κοινό σταδιακά από το 1997 έως τις αρχές του 2004. Σε μια έκταση 3.430 τ.μ. παρουσιάζονται μέσω αυθεντικών εκθεμάτων, που προέρχονται κυρίως από τη Θεσσαλονίκη αλλά και τη Μακεδονία γενικότερα, εποπτικού υλικού και πολυμέσων, πτυχές του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού, μέσα από επιμέρους θεματικές και σύμφωνα με την καθιερωμένη περιοδολόγηση της βυζαντινής ιστορίας και τέχνης, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στον άρτιο και ευφάνταστο μουσειογραφικό και καλλιτεχνικό σχεδιασμό. Εκτίθενται 3.190 αρχαιολογικά αντικείμενα, κειμήλια και έργα τέχνης από τα 46.000 και πλέον που περιλαμβάνονται στις συλλογές του, τα οποία χρονολογούνται από τον 2ο έως και τον 20ό αι. μ.Χ.
Ο επισκέπτης μετά το χώρο υποδοχής εισέρχεται και προχωρά σε έναν εσωτερικό «δρόμο» με ελικοειδή ανοδική πορεία για να καταλήξει στο επίπεδο από το οποίο ξεκίνησε μέσω μεγάλης κλίμακας καθόδου. Ο δρόμος αυτός ενοποιεί τους εκθεσιακούς χώρους δίνοντας παράλληλα στον επισκέπτη τη δυνατότητα της επιλογής, να επισκεφτεί δηλαδή μια συγκεκριμένη αίθουσα χωρίς να δει αναγκαστικά τις προηγούμενες. «Αυτή η αντιθετική σχέση πορείας-αίθουσας που επιτείνεται και με τη διαφορετική επεξεργασία των υλικών, χαρακτηρίζει την ποιότητα του εσωτερικού χώρου του Μουσείου». Ο φωτισμός της πορείας γίνεται από εσωτερικές αυλές και παράθυρα-υαλοστάσια, ενώ ο φωτισμός των αιθουσών από την ανωδομή με στοιχεία ηλιοπροστασίας.
Οι τρεις πρώτες αίθουσες αναφέρονται στην Παλαιοχριστιανική περίοδο και πραγματεύονται ζητήματα μετάβασης από την ύστερη αρχαιότητα στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο στην πορεία επικράτησης της χριστιανικής θρησκείας και του θριάμβου αυτής, από τον 4ο έως και τον 6ο αι. Στην πρώτη αίθουσα («Ο παλαιοχριστιανικός ναός»), που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1997, προσεγγίζονται η αρχιτεκτονική, ο διάκοσμος, τα λειτουργικά σκεύη και αντικείμενα ενός παλαιοχριστιανικού ναού μέσω του βασικού τύπου της ξυλόστεγης βασιλικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μαρμαροθετήματα, οι πλάκες ορθομαρμάρωσης και τα ψηφιδωτά από τους ναούς του Αγίου Δημητρίου και της Αχειροποιήτου, οι διακοσμήσεις ενθετικής τέχνης από μάργαρο, οι υαλοπίνακες, οι τοιχογραφίες και τα αρχιτεκτονικά μέλη (θωράκια, κιονόκρανα, επίκρανα).
Στη δεύτερη αίθουσα («Παλαιοχριστιανική πόλη και κατοικία»), που εγκαινιάστηκε στις 10.7.1998, με κέντρο το τρικλίνιο, το χώρο υποδοχής ενός πλούσιου σπιτιού της Θεσσαλονίκης, αναπτύσσονται θεματικές που αναδεικνύουν το ρόλο της πόλης ως οχυρωμένου οικιστικού συνόλου, με τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο, τις επαγγελματικές δραστηριότητες, την οικονομική ζωή, το εμπόριο, τα εργαστήρια, την κατοικία και τον εξοπλισμό της (κεραμικά και γυάλινα σκεύη), τις δραστηριότητες του σπιτιού (υφαντική, μαγειρική) τα είδη ένδυσης και καλλωπισμού.
Στην τρίτη αίθουσα («Από τα Ηλύσια Πεδία της αρχαιότητας στον χριστιανικό Παράδεισο»), η οποία εγκαινιάστηκε στις 29.3.1997 και υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «The Transformation of the Roman World AD 400-900 της European Science Foundation», με την υποστήριξη της ΕΕ, παρουσιάζεται το θέμα του τίτλου μέσα από την τυπολογία των τάφων των εκτός των τειχών νεκροταφείων της Θεσσαλονίκης, τις επιτύμβιες επιγραφές, τα αντικείμενα που συνόδευαν το νεκρό, τα αντικείμενα νεκρικής λατρείας και το εξαιρετικά σπάνιο και μοναδικό σύνολο ταφικής ζωγραφικής που εικονογραφεί με θαυμαστό τρόπο την πορεία μετάβασης από την αντίληψη για τη μεταθανάτια ζωή της ύστερης αρχαιότητας σε έναν παραδεισένιο τόπο υλικής ευημερίας και τις επιβιώσεις από τον αρχαίο κόσμο στα ταφικά έθιμα και τη διακόσμηση έως τον τελικό θρίαμβο του Σταυρού με την επικράτηση της νέας θρησκείας και κοσμοθεωρίας για την τελική κρίση και την ανάσταση των νεκρών.
Με τις τρεις επόμενες αίθουσες, οι οποίες εγκαινιάστηκαν στις 10.11.2000, εισερχόμαστε στην κύρια βυζαντινή περίοδο. Η πρώτη αίθουσα με τον τίτλο «Από την Εικονομαχία στη λάμψη των Μακεδόνων και των Κομνηνών» αναφέρεται στην περίοδο από τον 8ο έως και τον 12ο αι. Ο 9ος αι. με τον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας το 843, μετά την εικονομαχική κρίση και την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή και τη νότια Βαλκανική σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής, της μεσοβυζαντινής, η οποία χαρακτηρίζεται από την αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών, της ελληνικής παιδείας, τον βυζαντινό ανθρωπισμό και την οικουμενική ιδέα του Βυζαντίου, με καθοριστική πολιτιστική και πολιτική επίδραση στον τότε γνωστό κόσμο και ιδιαίτερα στους βαλκανικούς λαούς. Παρουσιάζονται οι νέοι αρχιτεκτονικοί τύποι του βυζαντινού ναού αυτή την περίοδο (οκταγωνικός και ιδιαίτερα ο σταυροειδής εγγεγραμμένος, ο οποίος εκφράζει τη νέα θεολογία μέσω της αποκρυστάλλωσης του εικονογραφικού προγράμματος), μέσα από εκθέματα (αρχιτεκτονικά μέλη, εικόνες ξύλινες και μαρμάρινες, αντικείμενα λατρευτικής χρήσης), αλλά και γενικότερα εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου εκείνη την περίοδο μέσα από σφραγίδες, νομίσματα, ταφικά μνημεία, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ένδυσης και καλλωπισμού.
Ακολουθεί η αίθουσα «Οι δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων», στην οποία παρουσιάζονται οι δυναστείες του Βυζαντίου από τα χρόνια του Ηρακλείου (610-641) μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, μέσω γενεαλογικών δέντρων, νομισμάτων, νομισματικών θησαυρών και σφραγίδων.
Στην επόμενη αίθουσα με τίτλο: «Το βυζαντινό κάστρο» παρουσιάζονται το αμυντικό σύστημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οργάνωση της πόλης-κάστρου και η καθημερινή ζωή και παραγωγή μέσα και έξω από αυτό. Το αρχαιολογικό υλικό προέρχεται από κάστρα της Μακεδονίας και κυρίως από το κάστρο της Ρεντίνας. Η θεματική ενότητα συμπληρώνεται από βίντεο-εγκατάσταση, η οποία ενημερώνει τον επισκέπτη για τα κάστρα Μακεδονίας, Θράκης.
Η περιήγηση στο Βυζάντιο κλείνει με την αίθουσα «Το Λυκόφως του Βυζαντίου (1204-1453)», η οποία εγκαινιάστηκε στις 8.3.2002. Τόσο η οργάνωση της έκθεσης όσο και η συντήρηση του υλικού πραγματοποιήθηκαν με χορηγία της CARREFOUR-ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε. στη μνήμη Ιωάννου Π. Μαρινόπουλου. Η υστεροβυζαντινή περίοδος είναι για τη Θεσσαλονίκη εποχή πνευματικής ανάπτυξης, θεολογικών αναζητήσεων και κοινωνικών κινημάτων που είχαν ως συνέπεια την αναγέννηση των τεχνών και ιδιαίτερα της ζωγραφικής, της εικονιστικής γενικότερα τέχνης, με ιδιαίτερη ακτινοβολία στο Άγιον Όρος και τους γειτονικούς σλαβικούς λαούς.
Μεγάλο μέρος των συλλογών που είτε εκτίθενται σήμερα στη μόνιμη έκθεση είτε φυλάσσονται στις αποθήκες του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού προέκυψε από δωρεές και χορηγίες-οικονομικές ενισχύσεις για την αγορά κινητών μνημείων ή έργων τέχνης. Από την εποχή ακόμη που υπαγόταν στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, πριν από την ανεξαρτητοποίησή του το 1997, ως Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία, αλλά ακόμη και πριν από την ίδρυσή του, το Μουσείο υπήρξε αποδέκτης δωρεών μέχρι και σήμερα. Η πρώτη δωρεά πραγματοποιήθηκε το έτος 1977, ενώ η δεύτερη χρονικά το 1981. Στη συνέχεια, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και τις μέρες μας υπάρχει μια συνεχής ροή δωρεών που εμπλουτίζουν τις συλλογές του Μουσείου, σχεδόν σε ετήσια βάση, και αποδεικνύουν την ενεργή συμμετοχή των πολιτών, ιδιαίτερα της τοπικής κοινωνίας και όχι μόνον, καθώς και την εμπιστοσύνη τους στο έργο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, παρά την οικονομική δυσπραγία. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι μεγάλες δωρεές των συλλογών Δημητρίου Οικονομοπούλου και Ντόρης Παπαστράτου, μέρος των οποίων εκτίθεται σε δύο αίθουσες της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου μας που φέρουν τα ονόματά τους. Η πρώτη περιήλθε στο Μουσείο με διαθήκη του συλλέκτη ήδη από το 1986. Η τυπική μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα, το 1987, με μέριμνα της συζύγου του κας Αναστασίας Ζαμίδου-Οικονομοπούλου. Αποτελείται από 1460 αντικείμενα που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς χρόνους έως και τον 19ο αι., με ποσοτική και ποιοτική υπεροχή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων. Η συλλογή της Ντόρης Παπαστράτου, που αποτελείται από 232 χαρακτικά, 18ου και 19ου αι., 8 ξύλινες και χάλκινες μήτρες, παραχωρήθηκε στο Μουσείο μας το 1994 από τις θυγατέρες Μαρίνα και Δάφνη Ηλιάδη. Τμήματα των συλλογών αυτών εκτίθενται τιμής ένεκεν σε δύο αίθουσες, οι οποίες εγκαινιάστηκαν στις 27.5.2001 και λειτουργούν αυτοτελώς αλλά και συμπληρωματικά με την κύρια θεματική έκθεση του Μουσείου, ενώ παράλληλα επιτρέπουν στον επισκέπτη να αντιληφθεί, μέσα από τις επιλογές του αρχαιολογικού υλικού, τις καταβολές, τα κίνητρα και τις κατευθύνσεις του κάθε συλλέκτη στην κατάρτιση της συλλογής του.
Στην αίθουσα 8 παρουσιάζονται έργα της Συλλογής Ντόρης Παπαστράτου, μία χαλκογραφημένη πλάκα και χαρακτικά, που προέρχονται από όλους τους κύριους τόπους εκτύπωσης ελληνικών θρησκευτικών χαρακτικών, τη Βενετία, τη Βιέννη, το Άγιον Όρος, την Κωνσταντινούπολη. Ένα μάλιστα τυπώθηκε στη μακρινή Λεόπολη (Lviv) της σημερινής Ουκρανίας, παραγγελία της Μονής του Σινά. Αποτελούσαν το κύριο μέσο επικοινωνίας των μοναστηριών με τον έξω κόσμο. Διανέμονταν στους πιστούς ως «ευλογία», παρακινώντας τους να ενισχύσουν οικονομικά τα ιερά καθιδρύματα πραγματοποιώντας ένα προσκυνηματικό ταξίδι. Αντικείμενα της Συλλογής που δεν εκτίθενται παρουσιάστηκαν κατά καιρούς σε περιοδικές εκθέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη αξία της συλλογής και την ιδιαίτερη συμβολή της συλλέκτριας, που έφερε στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος των ειδικών και του κοινού ένα πολυσήμαντο εικαστικό υλικό της μεταβυζαντινής θρησκευτικής ζωγραφικής.
Στην αίθουσα 9 αντίστοιχα εκτίθεται τμήμα της Συλλογής Δημήτριου Οικονομόπουλου. Για την έκθεση επιλέχθηκαν αντιπροσωπευτικά έργα κάθε κατηγορίας. Τον κύριο όμως όγκο του συλλεκτικού και κατά συνέπεια του εκθεσιακού υλικού αποτελούν οι εικόνες, που χρονολογούνται από τα τέλη του 14ου έως και το 19ο αι. Παρουσιάζονται 146 έργα. Η επιλογή τους έγινε με γνώμονα την παλαιότητά τους, την καλλιτεχνική τους αξία και τις ποικίλες τάσεις και σχολές της μεταβυζαντινής ζωγραφικής που αντιπροσωπεύουν.
Το Μουσείο, αναγνωρίζοντας τη συμβολή των δωρητών-χορηγών στον εμπλουτισμό των συλλογών του Μουσείου και στη δημιουργία τους, διοργανώνει μικρές περιοδικές εκθέσεις με νέα αποκτήματα από δωρεές (σημ. 4), ενώ στο παρόν έτος ήδη οργανώσαμε μια αναδρομική από το 1977 μέχρι σήμερα με αφορμή τον εορτασμό των είκοσι χρόνων από την ίδρυσή του.
H τελευταία αίθουσα με βάση τη συμβατική χρονολογική διαδρομή είναι η Αίθουσα 10: «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», η οποία εγκαινιάστηκε στις 31.1.2004 μαζί με την επόμενη και τελευταία χωροταξικά αίθουσα 11 της πτέρυγας των μόνιμων εκθέσεων του Μουσείου. Στην αίθουσα 10 παρουσιάζεται η βυζαντινή κληρονομιά στους χρόνους μετά την Άλωση. Τα ζωγραφικά έργα που εκτίθενται αντιπροσωπεύουν διαχρονικά τις ζωγραφικές σχολές στις τουρκοκρατούμενες και τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Παρουσιάζονται επίσης χαρακτικά, ενώ εκτίθενται και μερικά εξαιρετικά δείγματα εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής, λειτουργικά βιβλία και δείγματα εκκλησιαστικής αργυροχοΐας. Επιχειρείται ακόμη μια προσέγγιση της επιβίωσης στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού στον ιδιωτικό βίο, με αναφορές στην ιδιωτική λατρεία και την καθημερινή ζωή.
Στις κόγχες του διαδρόμου, στην έξοδο προς την τελευταία αίθουσα παρουσιάζονται σε δύο προθήκες αντικείμενα της καθημερινής ζωής, προϊόντα και απορρίμματα εργαστηρίων κεραμικής μεταβυζαντινής περιόδου.
Η τελευταία αίθουσα, αρ. 11, με θέμα «Ανακαλύπτοντας το Παρελθόν» είναι ο «επίλογος» της μόνιμης έκθεσης. Με αυθεντικό αρχαιολογικό υλικό αλλά και με ψηφιακές εφαρμογές παρουσιάζεται η πορεία που ακολουθεί το αρχαίο αντικείμενο από την ανασκαφή, όπου ανακαλύπτεται, στο μουσείο, όπου εκτίθεται, περνώντας από τα ενδιάμεσα στάδια της καταγραφής, της μελέτης και της συντήρησης. Παρουσιάζεται ακόμη η ιστορία των μουσείων μέσω δύο μονάδων υπολογιστών και οθονών αφής. Το μοναδικό αυθεντικό έκθεμα είναι ένα ψηφιδωτό δάπεδο που προέρχεται από την αίθουσα υποδοχής και συμποσίων μιας αστικής έπαυλης του 5ου αι. μ. Χ. της Θεσσαλονίκης, η οποία αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφή. Απεικονίζει πλούσια γεωμετρικά θέματα που συνδυάζονται με τις προσωποποιήσεις του ήλιου, των μηνών, των ανέμων και των ζωδίων. Το εύρημα συνοδεύεται από μία σύγχρονη εικαστική δημιουργία, μια τοιχογραφία που παραπέμπει στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, υπενθυμίζοντας τις συνθήκες ανεύρεσής του αλλά και τη συνέχεια της νέας πόλης, πάνω στην παλιά.
Εξερχόμενος αλλά και εισερχόμενος ο επισκέπτης στο χώρο υποδοχής του Μουσείου έχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί μέσω συγκεκριμένης εφαρμογής, της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου», δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, για τις επιμέρους πτυχές της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών, η οποία συνάδει απόλυτα με το μουσειολογικό σκεπτικό του Μουσείου και με τον παιδαγωγικό του χαρακτήρα.
Σε συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα από το 2000 κ.ε. οφείλονται η ολοκλήρωση της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου και του Λευκού Πύργου (2004-2008), η οργάνωση των αποθηκών και των εργαστηρίων συντήρησης, η αναβάθμιση της σήμανσης του Μουσείου και των υποδομών των εκθεσιακών του χώρων και των Η/Μ εγκαταστάσεων (2011-2013), η συντήρηση και αναβάθμιση των οικοδομικών στοιχείων των κτιρίων του (2012-2014).
Το Μουσείο διαθέτει τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, το οποίο σχεδιάζει και υλοποιεί εκπαιδευτικές δραστηριότητες από το 1998. Τα προγράμματα απευθύνονται σε μαθητές νηπιαγωγείου, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε καθηγητές, ενήλικες, οικογένειες, άτομα με ειδικές ανάγκες. Για κάθε ομάδα προορισμού οργανώνονται και διαφορετικές δραστηριότητες έτσι ώστε οι επισκέψεις στο Μουσείο να είναι διασκεδαστικές και δημιουργικές μέσα από τη διάδραση και το παιχνίδι ρόλων. Μέσω της εκπόνησης ειδικών φυλλαδίων επίσκεψης οι καθηγητές ενθαρρύνονται να οργανώνουν οι ίδιοι επισκέψεις στο Μουσείο. Το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Μουσείου μας συμμετέχει επίσης και οργανώνει ημερίδες, σεμινάρια, πανεπιστημιακά μαθήματα, με σχετικές ανακοινώσεις και στόχο την προώθηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, την παρουσίαση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων του Μουσείου και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα προσέγγισης των μουσειακών αντικειμένων, ενθαρρύνοντας παράλληλα δράσεις σχολείων που αφορούν στη βιωματική προσέγγιση πτυχών του βυζαντινού πολιτισμού.
Το Μουσείο διαθέτει επίσης επτά διαφορετικά εργαστήρια συντήρησης, πλήρως εξοπλισμένα, τα οποία ειδικεύονται σε συγκεκριμένα είδη αρχαιολογικού υλικού, ξύλου και εικόνων, κεραμικής και γυαλιού, μετάλλου, χαρτιού, τοιχογραφιών, ψηφιδωτού, μαρμάρου και πέτρας. Επιπλέον, σε ειδική αίθουσα εναποτίθενται προσωρινά τα ανασκαφικά ευρήματα, όπου γίνεται ο πρώτος καθαρισμός τους πριν προωθηθούν στα επιμέρους εργαστήρια. Τα εργαστήρια συντήρησης του Μουσείου υλοποιούν σύγχρονες μεθόδους διάγνωσης και συντήρησης που είναι αποδεκτές από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και γίνονται πόλος έλξης εκπαίδευσης και πρακτικής άσκησης φοιτητών και σπουδαστών. Συνεργάζονται με εγχώρια και διεθνή ερευνητικά κέντρα, ενώ αναλαμβάνουν τη συντήρηση και συλλογών άλλων χωρών στα πλαίσια ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Σε αυτά συντηρούνται εκτός από τα αντικείμενα των συλλογών του Μουσείου και φιλοξενούμενα από υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού ή άλλους φορείς κοινωφελούς χαρακτήρα, υπό την καθοδήγηση και εποπτεία του έμπειρου και εξειδικευμένου προσωπικού. Στόχος μας είναι αυτό το έργο να προβάλλεται μέσα από ημερίδες, σεμινάρια, ειδικές εκδόσεις και περιοδικές εκθέσεις με εκπαιδευτικό και διαδραστικό χαρακτήρα.
H πολυεπίπεδη ψηφιακή βάση δεδομένων «Βυζάντιο» σχεδιάστηκε από το Τμήμα Πληροφορικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2001 στοχεύοντας να αποτελέσει ένα πολυεργαλείο για τη συστηματική οργάνωση και αποτελεσματική διαχείριση των συλλογών του Μουσείου επιτρέποντας την ταυτόχρονη και ενιαία αντιμετώπιση ζητημάτων αρχαιολογικής τεκμηρίωσης, διάγνωσης και συντήρησης των αντικειμένων. Υποστηρίζει όλες τις διαδικασίες που ακολουθούνται από ένα μουσείο και αντιμετωπίζει σε ενιαίο πλαίσιο την καταγραφή των αντικειμένων, την τεκμηρίωση, την αρχειοθέτηση των δεδομένων της συντήρησής τους, την προσωρινή ή μόνιμη αποθήκευση και τον δανεισμό τους καθώς και το φωτογραφικό αρχείο.
Όπως είναι φυσικό το Μουσείο διαθέτει και αποθήκες, η καλή οργάνωση και λειτουργικότητα των οποίων συμβάλλει τα μέγιστα στην εύρυθμη λειτουργία ενός Μουσείου. Από τον αρχιτεκτονικό του ακόμη σχεδιασμό προβλέφθηκαν αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι 2.750 τ.μ. Οι αποθήκες (1.198,55 τ.μ.) διαμορφώθηκαν κατάλληλα ώστε τα διάφορα είδη των αρχαιολογικών ευρημάτων να φυλάσσονται σε συνθήκες σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές. Υιοθετήθηκαν λύσεις που χρησιμοποιεί η βιομηχανική αποθήκευση, όπως ράφια με παλέτες που μετακινούνται με περονοφόρο μηχάνημα για την αποθήκευση γλυπτών και η ανάρτηση εικόνων και ψηφιδωτών σε κατακόρυφα συρόμενα μεταλλικά πλαίσια. Για την κεραμική χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα τροποποιημένο το σύστημα των κυλιομένων ραφιών που χρησιμοποιείται στις βιβλιοθήκες. Ένας πιο «ανορθόδοξος» τρόπος υιοθετήθηκε για την αποθήκευση του πλήθους των αμφορέων. Σε ένα ομοίωμα πλοίου που κατασκευάστηκε με χορηγία της Εταιρείας «ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ» «αποθηκεύτηκαν» οι αμφορείς ο ένας πάνω στον άλλο με τον τρόπο που στοιβάζονταν στα αμπάρια των εμπορικών πλοίων κατά την αρχαιότητα. Το σύστημα αποδείχτηκε ιδανικό, μια και εξασφάλισε οικονομία χώρου αλλά και σταθερότητα για τα πήλινα σκεύη που περιείχε. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν τις πλέον κατάλληλες συνθήκες φύλαξης και εργασίας του προσωπικού, ενώ παράλληλα προσφέρονται και για εκπαιδευτικές δράσεις. Σχεδιάζουμε στο μέλλον την αναδιοργάνωση των αποθηκών για εξοικονόμηση χώρου, δημιουργώντας τμήματα εκπαίδευσης και διάδρασης για το κοινό.
Το Μουσείο διαθέτει αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, η οποία τα τελευταία τρία χρόνια αξιοποιείται ως εκθεσιακός χώρος («Ευτυχίας Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου», 58 τ.μ.), λόγω του πλούσιου εκθεσιακού προγράμματος του μουσείου, κύρια πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων που φέρει το όνομα του δημιουργού του κτιρίου Κυριάκου Κρόκου (411 τ.μ.), αίθριο, δύο αμφιθέατρα, ένα μικρότερο στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου, το «Μελίνα Μερκούρη» (χωρητικότητας 70 ατόμων) και ένα μεγαλύτερο στο κτίριο Διοίκησης, το «Στέφανος Δραγούμης» (χωρητικότητας 160 ατόμων), όπου διεξάγονται εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις λόγου και τέχνης, προβολές, διαλέξεις, ημερίδες, συνέδρια, σεμινάρια, εκπαιδευτικά προγράμματα. Επίσης διαθέτει πωλητήριο του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, όπου ο επισκέπτης μπορεί να αγοράσει εκδόσεις που σχετίζονται με πολιτιστικά, αρχαιολογικά, ιστορικά θέματα, βιβλία τέχνης, παιδικά βιβλία, αντίγραφα αρχαιολογικών αντικειμένων από την αρχαιότητα έως τη μεταβυζαντινή περίοδο, σύγχρονες κατασκευές εμπνευσμένες από τα εκθέματα του Μουσείου, είδη ένδυσης, κοσμήματα, πρακτικά δώρα, παιχνίδια, αφίσες και κάρτες, κ.ά. Τα έσοδα από τα εισιτήρια και τα πωλητέα είδη τα διαχειρίζεται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, εφόσον το Μουσείο είναι δημόσιο. Επίσης σε άμεση επικοινωνία με το χώρο υποδοχής του Μουσείου είναι και το καφέ-εστιατόριο, το οποίο εκμισθώνεται από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων σε ιδιώτη.
H μόνιμη έκθεση της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, η οποία φιλοξενείται από το 2008 στον Λευκό Πύργο, το περισσότερο δημοφιλές ιστορικό κτίριο και σύμβολο της πόλης, αποτελεί τμήμα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού. Η έκθεση ιχνηλατεί την ιστορία της πόλης από την ίδρυσή της, το 316/15 π.Χ., μέχρι τους νεότερους χρόνους, μέσω ποικίλων εκφάνσεων του πολιτισμού της. Το δύσκολο εγχείρημα παρουσίασης είκοσι τριών αιώνων ιστορίας σε έναν χώρο μόλις 450 τ.μ. επιτεύχθηκε με τη χρήση των νέων τεχνολογιών: Οι πληροφορίες παρουσιάζονται κατά κύριο λόγο μέσα από πολυμεσικές διαδραστικές εφαρμογές, εικόνας και ήχου (με τη μορφή προβολών, παρουσιάσεων βίντεο και διαφανειών, ηχητικών ντοκουμέντων, φωτοτραπεζών, οθονών αφής), γραφιστικές συνθέσεις και περιορισμένο επεξηγηματικό κείμενο, που συνδυάζονται αρμονικά με τον μικρό αριθμό αντικειμένων που εκτίθενται. Για τους ξένους επισκέπτες υπάρχει ηχητική ξενάγηση στην αγγλική γλώσσα.
Η πληροφόρηση που παρέχεται στην έκθεση εμπλουτίζεται μέσω της διάθεσης ενός οπτικού δίσκου DVD-ROM και της ειδικά σχεδιασμένης ιστοσελίδας της (www.lpth.org). Το DVD-ROM, το οποίο περιέχει το σύνολο του υλικού και των εφαρμογών διανέμεται κυρίως σε σχολεία και κατά κύριο λόγο πωλείται. Οι επισκέπτες της ιστοσελίδας θα βρουν πρωτότυπες εφαρμογές, όπως ψηφιακό χάρτη της πόλης, όπου μπορεί κανείς να εντοπίσει μνημεία, μουσεία και χώρους πολιτισμού και να έχει χρήσιμες πληροφορίες για αυτά, χρονογραμμή γεγονότων που αφορούν άμεσα ή έμμεσα στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, επιστημονικά κείμενα έγκριτων ιστορικών και αρχαιολόγων, βιβλιογραφία για την πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και συνταγές εδεσμάτων που φανερώνουν τη γευστική ποικιλία που χαρακτηρίζει τη διατροφική ταυτότητα της πόλης.
Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του Μουσείου είναι και η διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων σε συνεργασία με φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού. Επιθυμούμε να υλοποιούμε μοναδικά πολιτισμικά γεγονότα προωθώντας όχι μόνο την επιστημονική έρευνα αλλά και τη διάχυση της γνώσης στο ευρύ κοινό σε ποικίλα θέματα που σχετίζονται με εκφάνσεις του βυζαντινού, μεταβυζαντινού πολιτισμού και γενικότερα των αλληλεπιδράσεων με ομόδοξους και ετερόδοξους λαούς στο πλαίσιο της οικουμενικής βυζαντινής αυτοκρατορίας και του ρόλου της Θεσσαλονίκης ως του σημαντικότερου πολιτικού, οικονομικού, πνευματικού και καλλιτεχνικού κέντρου μετά την Κωνσταντινούπολη, στην πορεία ενσωμάτωσής της στο νεοελληνικό κράτος. Το διάστημα των είκοσι χρόνων οργανώθηκαν ή φιλοξενήθηκαν σε χώρους εντός και εκτός Μουσείου 85 περιοδικές εκθέσεις, από τις οποίες οι 22 στο διάστημα των ετών 2012-2014. Παράλληλα το Μουσείο συμμετείχε συνολικά σε άλλες 28 εκθέσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό με δανεισμό αρχαιοτήτων. Όλες οι εκθέσεις φροντίζουμε να συνοδεύονται από αντίστοιχο δίγλωσσο (ελληνική-αγγλική/ενίοτε γαλλική) επιστημονικό κατάλογο με ειδικές θεματικές ενότητες, ενώ πλαισιώνονται από παράλληλες δράσεις λόγου και τέχνης. Καθιερώσαμε από το 2012 τα εγκαίνια των εκθέσεων αυτών να εμπλουτίζονται με μουσική εκδήλωση.
Από τα κορυφαία πολιτισμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Μουσείο στο χρονικό διάστημα των είκοσι χρόνων λειτουργίας του ήταν η περιοδική έκθεση «Θησαυροί του Αγίου Όρους» που οργανώθηκε από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και τον Οργανισμό «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης – Θεσσαλονίκη 1997», με την επιστημονική και τεχνική υποστήριξη των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία εγκαινιάστηκε στις 21 Ιουνίου από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κ. Στεφανόπουλο. Η έκθεση που διήρκεσε έως τις 30 Απριλίου 1998 και την οποία επισκέφτηκε η ΑΘΠ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κκ. Βαρθολομαίος (29.9.1997), συγκέντρωσε πάνω από 700.000 επισκέπτες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται αρχηγοί κρατών, επιστημονικές, πολιτικές και θρησκευτικές προσωπικότητες από όλο τον κόσμο. Δεκαέξι χρόνια μετά ο Πατριάρχης τιμά για δεύτερη φορά το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, αυτή τη φορά για να εγκαινιάσει αυτοπροσώπως στις 23 Οκτωβρίου 2013 την περιοδική έκθεση «Η τιμή του αγίου Μάμαντος στη Μεσόγειο. Ένας ακρίτας άγιος ταξιδεύει», μια έκθεση που διοργάνωσε το Μουσείο μας σε συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη και τον Δήμο Μόρφου, στο πλαίσιο της 4ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης με θεματική τη Μεσόγειο (έως 19.1.2014). Το θέμα της περιοδικής έκθεσης, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ειδικού ερευνητικού προγράμματος, αντιμετωπίστηκε επιστημονικά και μουσειολογικά για πρώτη φορά όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Μέσα από επτά ενότητες και έντεκα υποενότητες παρουσιάζεται η ταυτότητα και η προϊστορία του αγίου Μάμαντος, η διάδοση της τιμής του στη Μεσόγειο με έμφαση στην Κύπρο και την Ελλάδα μέσα από τις πηγές, τις απεικονίσεις του στην τέχνη, τους τόπους λατρείας του από τους πρώτους χριστιανικούς έως και τους νεότερους χρόνους. Στόχος η αναζήτηση και επισήμανση των διαχρονικών πολιτισμικών σχέσεων στο χώρο της Μεσογείου μέσω των θαλάσσιων οδών επικοινωνίας.
Στο πλαίσιο της υλοποίησης εκθέσεων ως αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας ή ερευνητικού προγράμματος ή συνεργασιών του Μουσείου με άλλους φορείς, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, με στόχο τη συντήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς του ελλαδικού αλλά και του ευρύτερου χώρου που εντασσόταν άλλοτε στα όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, θα αναφέρουμε τις σημαντικότερες περιοδικές εκθέσεις που διοργανώθηκαν-φιλοξενήθηκαν στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού: 1) «Βυζαντινά Εφυαλωμένα Κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων», 1999 με την ευκαιρία του 7ου Διεθνούς Συνεδρίου Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, η οποία παρουσιάστηκε κατόπιν και στη Ρόδο. 2) «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» (Λευκός Πύργος) το 2001, στο πλαίσιο της σπονδυλωτής έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο» (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μυστράς). 3) «Εικόνες από τις Ορθόδοξες Κοινότητες της Αλβανίας. Συλλογή Εθνικού Μουσείου Μεσαιωνικής Τέχνης Κορυτσάς» (14.3 έως 12.6.2006), που παρουσίασε τα αποτελέσματα ενός πενταετούς προγράμματος συνεργασίας του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, του ΕΚΒΜΜ και του Μουσείου Μεσαιωνικής Τέχνης Κορυτσάς, το οποίο περιλάμβανε την επιστημονική έρευνα, τη συντήρηση, την επιμόρφωση και τη μεταφορά τεχνογνωσίας. 4) «Αρχιτεκτονική ως εικόνα. Πρόσληψη και αναπαράσταση της αρχιτεκτονικής στη βυζαντινή τέχνη» (6.11.2009-31.1.2010) και στο Μουσείο Τέχνης του Princeton University (6.3.2010-6.6.2010), μια συνεργασία του Μουσείου με το ΕΚΒΜΜ και το Princeton University (Art Museum, Department of Art and Archaeology, Program in Hellenic Studies).
Επίσης, στο πλαίσιο ανάδειξης άγνωστων πτυχών της ιστορίας της Θεσσαλονίκης στην πορεία ενσωμάτωσής της στο νεοελληνικό κράτος διοργανώθηκαν δύο εξαιρετικά επιτυχημένες εκθέσεις το 2012, επετειακό έτος συμπλήρωσης 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, «Η Θεσσαλονίκη των Συλλεκτών. Ιστορίες της πόλης» (21.9.2012 έως 8.12.2012) και «Η Armée d’ Orient στα Βαλκάνια, Αρχαιολογικά τεκμήρια ενός νοσοκομείου στη Θέρμη» (21.12.2012 έως 12.5.2013) σε συνεργασία με την ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ, το Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης και το Γαλλικό Προξενείο. Την πρώτη, αποτέλεσμα δημιουργικής συνέργειας του Μουσείου μας με το ΑΠΘ, που εγκαινιάστηκε από τον αναπληρωτή Υπουργό Παιδείας Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Κώστα Τζαβάρα, παρόλη τη σύντομη χρονική της διάρκεια, δύο μόλις μηνών, επισκέφτηκαν πάνω από 8.000 άτομα.
Την εξωστρέφεια του Μουσείου εκτός χώρου και τόπου σηματοδότησαν οι περιοδικές εκθέσεις «Μια ιστορία από φως στο φως» που διοργανώθηκε από το Μουσείο μας το 2011 σε συνεργασία με το Λ-ΜΜΘ (31.10.2011 έως 11.6.2012), η οποία εμπλουτισμένη φιλοξενήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία το καλοκαίρι του 2012 στην «Τεχνόπολη» του Δήμου Αθηναίων. Τη συνεργασία με τα άλλα τέσσερα μεγάλα μουσεία τέχνης της Θεσσαλονίκης («κίνηση των 5Μ») και το Μουσείο του Λούβρου η έκθεση «Η λειψανοθήκη του Αληθούς Σταυρού», στο πλαίσιο της σπονδυλωτής έκθεσης «Έργα τέχνης από το Λούβρο στη Θεσσαλονίκη» (14.10 έως 27.1.2013). Τη διακρατική συνεργασία σηματοδότησαν οι εκθέσεις το 2012 και το 2013 «Κυρίλλιτσα» (23.5 έως 8.7.2012), με έργα τριάντα σύγχρονων καλλιτεχνών της Φιλιππούπολης εμπνευσμένα από το κυριλλικό αλφάβητο και «Αρχιτεκτονικοί Θησαυροί από την καρδιά της Μεσαιωνικής Σερβίας» (7.12.2012 έως 31.3.2013, Ινστιτούτο raljevo της Σερβίας). Η έκθεση «Εκ Θεσσαλονίκης Φως» (31.1 έως 4.5.2014), με την οποία ξεκίνησαν οι επετειακές δράσεις του Μουσείου μας, το 2014, σε συνδυασμό με τις φωτογραφικές εκθέσεις «Το φως των Γραμμάτων» (28.11.2013 έως 4.5.2014), σε συνεργασία με το Γενικό Προξενείο της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠΑΜΑΚ, «και έτσι διέδωσαν τον Λόγο ανάμεσα στους νέους λαούς» (29.11 έως 20.12.2013) σε συνεργασία με το Γενικό Προξενείο της Σερβίας, εντάχθηκε ως παράλληλη δράση στις εκδηλώσεις του έτους 2013 αφιερωμένο στους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο, τους φωτιστές των Σλάβων, με αφορμή την επέτειο των 1.150 χρόνων από την αποστολή τους στη Μεγάλη Μοραβία και την επινόηση του γλαγολιτικού, μετέπειτα κυριλλικού αλφαβήτου. Οι εκθέσεις αυτές πλαισίωσαν το Διεθνές Συνέδριο «Κύριλλος και Μεθόδιος. Το Βυζάντιο και ο κόσμος των Σλάβων», το οποίο διεξήχθη στο Μουσείο μας. Η επετειακή περιοδική έκθεση που οργανώσαμε και θα φιλοξενείται μέχρι τις αρχές του 2015 στην αίθουσα «Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου» έχει τίτλο: «Προς το εν Θεσσαλονίκη Βυζαντινόν Μουσείον, Δωρητές και χορηγοί στην ιστορία του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού». Αποτελεί φόρο τιμής στους ανθρώπους που προσέφεραν αφιλοκερδώς και συνέβαλαν στον εμπλουτισμό των συλλογών του Μουσείου, πριν ακόμη από την ίδρυσή του (1958), και παρουσιάζει αντικείμενα βγαλμένα από τις αποθήκες του, τα περισσότερα από τα οποία για πρώτη φορά, αντιπροσωπευτικά όλων των δωρητών και όλων των ειδών τέχνης (εικόνες, χαρακτικά, κεραμικά, νομίσματα, σφραγίδες, σκεύη, έντυπα, υφάσματα, κ.ά.).
Σχεδιάζουμε ακόμη ψηφιακές διαδραστικές εφαρμογές, που θα συμβάλουν στη διαχείριση και την αξιοποίηση των εκθεμάτων και συλλογών του Μουσείου με τρόπο φιλικό και προσιτό και θα ενισχύσουν την ψυχαγωγική και παιδευτική επαφή του Μουσείου με το κοινό. Επίσης επιθυμούμε να οργανώσουμε στο μέλλον ψηφιακές θεματικές περιοδικές εκθέσεις και ειδικά σχεδιασμένες διαδρομές στη μόνιμη έκθεσή μας για άτομα με περιορισμένη όραση και τυφλούς.
Σχεδιάζουμε την αναδιοργάνωση των αποθηκών για εξοικονόμηση χώρου, δημιουργώντας τμήματα εκπαίδευσης και διάδρασης για το κοινό, το πράσινο-μη ενεργοβόρο μουσείο, τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου με ανοικτές εκθέσεις, την περαιτέρω διασύνδεση των μουσείων της πόλης μας σε ένα τοπικό, εθνικό και διεθνές δίκτυο με ανταλλαγή εκθεμάτων και δράσεων. Στόχος μας, μεταξύ άλλων, είναι και η προώθηση της επιστημονικής έρευνας σε ζητήματα διάγνωσης και προστασίας ευπαθών εκθεμάτων, ασφάλειας, αντισεισμικής προστασίας, αυτοματοποιημένου ελέγχου και παρέμβασης στις περιβαλλοντικές παραμέτρους (μικροκλίμα).
Παράλληλα, το Μουσείο μας συμμετέχει σε όλες τις δράσεις εθνικής, πανευρωπαϊκής και διεθνούς εμβέλειας, στα πλαίσια επετειακών εορτασμών, όπως η Νύχτα των Μουσείων και η Διεθνής Ημέρα Μουσείων σε συνεργασία με άλλους φορείς, με παραγωγή μικρών ταινιών ειδικής θεματικής (video), ξεναγήσεις, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (χορευτικά, μουσικά δρώμενα), ειδικές εκπαιδευτικές δράσεις, διαδραστικές εκθέσεις.
Επίσης, φιλοξενήσαμε στους χώρους μας για δύο συνεχείς χρονιές (2013, 2014) το Θερινό Πανεπιστήμιο του Κέντρου Βυζαντινών Νεοελληνικών Σπουδών και Νοτιοανατολικής Ευρώπης της Σχολής Ανωτάτων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών που εδρεύει στο Παρίσι και το Ανοικτό Πανεπιστήμιο του Δήμου Θεσσαλονίκης, όπου το Μουσείο είχε και επιστημονική παρουσία συμμετέχοντας με το προσωπικό του στους διδάσκοντες. Εγκαινιάσαμε νέους θεσμούς εξυπηρέτησης-ενημέρωσης επισκεπτών, όπως ο θεματικός κύκλος ξεναγήσεων-παρουσιάσεων-διαλέξεων «Ένα έκθεμα διηγείται…», με πρώτη ενότητα τα όπλα και τη διπλωματία στο Βυζάντιο. Ακολουθεί φέτος εκείνη για την υφαντική και το ένδυμα.
Για την προσέγγιση ευρύτερου κοινού και ιδιαίτερα του νεανικού υλοποιήσαμε δράσεις με εκθέσεις διαδραστικού χαρακτήρα ή σύγχρονων καλλιτεχνών (Κιλεσσόπουλος, Ξένος), ενώ φιλοξενήσαμε και πρωτοβουλίες νέων επαγγελματιών και φοιτητών (TEDx University, «Φαντάσου την πόλη», «Ελάτε να πλέξουμε», «Η πόλη και οι Πύργοι της», «Το δικό μας (;) Βυζάντιο. 30+1 εικαστικές προσεγγίσεις στο ΜΒΠ»).
Καταθέσαμε προτάσεις για ανανέωση των πωλητέων ειδών του ΤΑΠ με παραγωγή ευπώλητων ελκυστικών, πρακτικών ειδών δώρων-ενθυμίων εκπαιδευτικού χαρακτήρα και έναρξη νέων συνεργασιών προς αυτή την κατεύθυνση, επανέκδοση φυλλαδίων σε περισσότερες γλώσσες. Στα πλαίσια των εκδόσεων προωθήσαμε την έκδοση οδηγού του Λευκού Πύργου στα ελληνικά, αγγλικά και στη συνέχεια στα ρώσικα, ενώ σύντομα θα παραλάβουμε και τον νέο οδηγό του Μουσείου στα ελληνικά και αγγλικά. Το Μουσείο μας συμμετέχει κάθε χρόνο με τις εκδόσεις του και εκείνες του ΤΑΠ στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου με παράλληλες δράσεις και εργαστήρια, ενώ παράλληλα οργανώνει εκπτωτικές αγορές. Με την οικονομική ενίσχυση του Σωματείου των Φίλων εκδώσαμε τα ημερολόγια των ετών 2013, 2014 αφιερωμένα στις συλλογές γλυπτών και μολυβδοβούλλων του Μουσείου.
Με την απασχόληση εργαζομένων του Προγράμματος Κοινωφελούς Εργασίας του ΕΣΠΑ, το οποίο ανέλαβε να υλοποιήσει κατόπιν προτροπής μας το Σωματείο των Φίλων και με εθελοντική εργασία υπαλλήλων μας, το Μουσείο λειτούργησε με διευρυμένο ωράριο (8.00-20.00) από τον Ιούνιο έως και τον Δεκέμβριο του 2013.
Για την προβολή των δράσεών μας εκτός από τα σχετικά αφιερώματα, τα δελτία τύπου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, χρησιμοποιούμε και την ιστοσελίδα του Μουσείου (www.mbp.gr) και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τα οποία κάθε ενδιαφερόμενος ανεξαρτήτου καταγωγής και εθνικότητας μπορεί να ενημερώνεται. Προωθούμε ενημερωτικά έντυπα σε κομβικά σημεία προσέλκυσης τουριστών, ενώ τοποθετήσαμε με χορηγία διαφημιστικό πανό στο αεροδρόμιο «Μακεδονία».
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μέρος του στρατηγικού σχεδιασμού αύξησης της επισκεψιμότητας. Στους χώρους του Μουσείου μας πραγματοποιήθηκαν τα δύο τελευταία έτη 2012-2013 πάνω από 150 δράσεις, χωρίς να υπολογίσουμε τις περιοδικές εκθέσεις και τα καθημερινά εκπαιδευτικά προγράμματα. Το ίδιο χρονικό διάστημα η επισκεψιμότητα του Μουσείου αυξήθηκε θεαματικά ήδη από το 2012 σε ποσοστό 48,13% σε σχέση με το 2011 και, παρά την οικονομική ύφεση, με συνεχή ανοδική πορεία, εντάσσοντας το Μουσείο στους κορυφαίους προορισμούς διεθνώς και ψηλά στον κατάλογο των 33 πρώτων σε επισκεψιμότητα χώρων και μουσείων της Ελλάδας. Το πρώτο εξάμηνο του 2014 η επισκεψιμότητα αυξήθηκε σε ποσοστό που ξεπερνά το 50%, σε σχέση με το περσινό εξάμηνο, ενώ για το μήνα Απρίλιο, πρώτο μήνα εφαρμογής του διευρυμένου ωραρίου, το Μουσείο κατέλαβε την έκτη θέση πανελλαδικά σε αύξηση εσόδων (87,98%), και τη δεύτερη θέση μετά τον Λευκό Πύργο (100,26%) στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει πέραν των άλλων την ανανέωση της εκθεσιακής πολιτικής του Μουσείου και τον περιοδικό εμπλουτισμό της θεματικής του μέσω ικανού αριθμού περιοδικών εκθέσεων καθώς και την ενδυνάμωση της εξωστρέφειάς του ως καθοριστικούς παράγοντες προσέλκυσης επισκεπτών.
Απώτερος στόχος μας γενικότερα είναι να καταστήσουμε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ελκυστικό χώρο προορισμού για όλες τις ηλικίες, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους και ανεξάρτητα από το επίπεδο εκπαίδευσής τους, ένα μουσείο προσβάσιμο με επίκεντρο τον άνθρωπο. Να εντάξουμε το Μουσείο ως χώρο πολιτισμού και παιδείας στον κοινωνικό ιστό της πόλης, στην πολιτιστική της ζωή, με περαιτέρω διοργανώσεις εκδηλώσεων λόγου και τέχνης, εικαστικών γεγονότων, συνεδρίων και ημερίδων με σύγχρονες θεματικές που άπτονται του πολιτισμού, σε συνεργασία πρωταρχικά με μουσεία, φορείς και οργανισμούς της Θεσσαλονίκης, επιδιώκοντας παράλληλα αντίστοιχες ευρύτερες συνεργασίες στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Για όλα αυτά οι συνέργειες στην περίοδο της κρίσης, ο εθελοντισμός, η ενδυνάμωση του Σωματείου των Φίλων του Μουσείου μας, η προσέλκυση χορηγών και το μεράκι για να προσφέρουμε ο καθένας ό,τι μπορούμε στην ανάδειξη και προβολή του πολιτισμού μας είναι καθοριστικοί παράγοντες, ώστε να παραμείνει το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ενεργός και ζωντανός οργανισμός, ως υγιής δημόσιος φορέας σε πείσμα των καιρών.
Αγαθονίκη Τσιλιπάκου
Δρ Αρχαιολογίας,
Διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης
* Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του ΜΒΠ (φωτογράφηση Β. Βουτσάς, Θάνος Καρτσόγλου, Μ. Σκιαδαρέσης)