Η συσσωρευμένη μάθηση μας έχει δώσει, κατά τον εικοστό αιώνα μ.Χ., ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με τους προκατόχους μας τόσο στην τεχνολογία όσο και στο εύρος των νοητικών δεξιοτήτων με τις οποίες μπορούμε να εξερευνήσουμε το σύμπαν και να δημιουργήσουμε πληθώρα λογικών εικόνων. Αλλά δεν πρέπει να συγχέουμε τα πλεονεκτήματα της συσσωρευμένης μάθησης με την αυξημένη νοημοσύνη. Η ευφυΐα δεν είναι γνώση. Είναι η ικανότητα που έχει κάποιος να προσαρμόζει και να παρουσιάζει σε λογικά σχήματα όση γνώση κατέχει την εκάστοτε στιγμή… Αυτό είναι το πιο σημαντικό μήνυμα της βιολογίας, το γεγονός ότι όλοι ανήκουμε στο ίδιο είδος [Homo Sapiens – Sapiens]. Η πρόοδος δεν μας έχει μεταλλάξει σε ανώτερα όντα.
(Barry Kemp, Ancient Egypt: Anatomy of a Civilization, 1989)
Κι είναι και εκείνο το παλαιό θηρίο, ο άγριος, ο τριχωτός άνθρωπος που βουτάει τα δάχτυλά του στα εντόσθια, περπατά αδέξια και ρεύεται, η ομιλία του είναι λαρυγγική, βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα – λοιπόν, νάτος, εδώ είναι κι αυτός. Ζει μέσα μου και με κατασκοπεύει. Απόψε το γλεντάει με ορτύκια, σαλάτα, και γλυκάδια. Τώρα κρατάει ένα ποτήρι παλιό καλό κονιάκ με την οπλή του. Καθώς το πίνω οι κινήσεις και τα γουργουρίσματά του στέλνουν στη σπονδυλική μου στήλη ζεστά κύματα ανατριχίλας. Είναι αλήθεια, έχει μάθει να πλένει τα χέρια του πριν από το δείπνο, αλλά εξακολουθούν να είναι τριχωτά.
(Virginia Woolf, The Waves, 1931 [2008])
Η σημερινή συγκυρία της «Kρίσης» προσφέρει στον ιστορικό της εποχής μας πλούσιο υλικό για έρευνα σε πολλούς τομείς. Είναι μεγάλη πρόκληση να προσπαθήσει κανείς να περιγράψει την κατάσταση των κοινωνικών μετασχηματισμών και της ρευστότητας που βιώνουμε σήμερα με υλικούς όρους και να αρχίσει να αναλογίζεται πόσα από αυτά θα είναι ορατά στον αρχαιολόγο του μέλλοντος, σε ποιο βαθμό, σε τι χρονικές και χωρικές πυκνότητες, και σε τι είδους κλίμακες και κανονικότητες. Τι έχει αλλάξει, για παράδειγμα, στη σχέση μας με τον υλικό πολιτισμό· στις ποσότητες των πραγμάτων που καταναλώνουμε· στις εισαγωγές ξένων προϊόντων και την κατανάλωση ελληνικών· στα σκουπίδια που παράγουμε και τα αντικείμενα που ανακυκλώνουμε· στις μετακινήσεις του πληθυσμού και την ερήμωση δημόσιων χώρων και οικισμών (εικ. 1).
Όμως παράλληλα με τη μελέτη του υλικού πολιτισμού, υπάρχει και ένας άλλος χώρος ενδιαφέροντος στην αρχαιολογία, αυτός της έννοιας του χρόνου. Οι δραματικές αλλαγές που συντελούνται με βίαιο τρόπο στις μέρες μας, και που δεν είναι αντιληπτές απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο, εξελίσσονται παράλληλα με τον κύκλο της καθημερινής μας ρουτίνας και την επηρεάζουν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο δραματικά. Έτσι, και ενώ σημαντικά ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν σε χρόνο «παρόντα», γινόμαστε μάρτυρες δύο βασικών στοιχείων της έννοιας του χρόνου, τα οποία σπάνια γίνονται αντιληπτά ταυτοχρόνως, και μάλιστα με την ένταση που μας παρουσιάζονται σήμερα: δηλαδή του «χρόνου» με τη μορφή της αλληλουχίας συμβάντων, αλλά και του «χρόνου» με τη μορφή της διάρκειας και της ρευστότητας.
Οι δύο αυτές «μορφές» με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε το χρόνο έχουν αποτελέσει το επίκεντρο σημαντικών συζητήσεων στη φιλοσοφία, και η προσπάθεια ορισμού τους θέτει μια σειρά από προβλήματα (για μια συνοπτική εισαγωγή στο θέμα βλ. Lucas 2005, σ. 19-24). O Bergson είχε ήδη τονίσει πως ο χρόνος γίνεται αντιληπτός ως διάρκεια αλλά αναπαρίσταται ως αλληλουχία και είχε σημειώσει ότι πρόκειται συνήθως γι’ αυτή τη «χωρική διάσταση» που δημιουργεί τα όποια προβλήματα, καθώς ο χρόνος είναι μια «αρχέγονη ετερογενής συνέχεια» και δεν μπορεί να οριστεί με όρους «χωρικούς» (Bergson 1910). Επιπλέον, η αναπαράσταση του χρόνου ως αλληλουχία στερείται της εμπειρίας του χρόνου η οποία γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα από τη διάρκεια, και έτσι είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς μια διάκριση που ουσιαστικά αναφέρεται σε μια αλληλοεξαρτούμενη σχέση.
Αυτό που είναι μοναδικό στις μέρες μας είναι ότι βιώνουμε αυτήν ακριβώς την αλληλεξάρτηση στο μέγιστο βαθμό. Ενώ είμαστε συνηθισμένοι από τις ιστορικές αφηγήσεις να δίνουμε έμφαση κυρίως στην αλληλουχία των συμβάντων, καλούμαστε τώρα να διαχειριστούμε τη ρευστότητα του ιστορικού γίγνεσθαι και την εμπειρία της υποκειμενικής θέασης του χρόνου, με τη μορφή της ετερογενούς διάρκειας.
Η διάκριση του χρόνου σε παρόν και παρελθόν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, από την επιστήμη της ανθρωπολογίας με σκοπό να αποτελέσει ουσιαστικά ένα μέσο επιβολής της δυτικής σκέψης πάνω στην ιστορία, η οποία πέρα από τη χωρική διάσταση-απόσταση, θεώρησε αναγκαίο να δημιουργήσει και μια χωρική (Fabian 1983, Thomas 1989, Murray 1993, Shanks & Tilley 1987, Gross 1992).
Όπως παρατήρησε ο Fabian (1983, σ. 31) στη μελέτη του για την έννοια του χρόνου στην ανθρωπολογία, οι ανθρωπολόγοι στην προσπάθειά τους να απορρίψουν οποιαδήποτε σχέση με τους Αβοριγίνες, και να οριοθετήσουν την έννοια της διαφορετικότητας με «το άλλο», δεν αρκέστηκαν στον εντοπισμό της φυσικής, χωρικής, διάκρισης, αλλά δημιούργησαν και μια χρονική μεταφορά, έναν «άλλο χρόνο», ο οποίος απέκλειε οποιαδήποτε σχέση συγχρονίας και διαχώριζε το εθνογραφικό παρόν από το παρόν του εθνογράφου, χρησιμοποιώντας κατηγοριοποιήσεις που χώριζαν το χρόνο σε πρωτόγονο και σύγχρονο, άγριο και πολιτισμένο.
Έτσι, όταν στις αρχές του 19ου αιώνα η Ευρώπη άρχισε να έρχεται αντιμέτωπη με τις πρώτες συστηματικές μελέτες και ανακαλύψεις της αρχαιολογίας οι οποίες αποδείκνυαν την «παλαιότητα» του ανθρώπινου γένους, χρησιμοποιώντας την εθνογραφική αναλογία, ήταν εύκολο να τις ενσωματώσει στην κυρίαρχη ιδεολογία της, δημιουργώντας ένα παρόμοιο μοντέλο με βάση τον «προϊστορικό χρόνο» (Murray 1993, Lucas 2005, σ. 122, Trigger 1996, σ. 164-167).
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν η «ιδέα» της προϊστορίας εμφανίζεται στην Ευρώπη είναι άρρηκτα δεμένη με τη συγκρότηση του παρελθόντος ως βασικού αντικειμένου μελέτης, μια και αρχικά η διαφορά ανάμεσα στην ιστορία και την προϊστορία δεν επικεντρώνεται τόσο στην έλλειψη γραπτών πηγών αλλά στη διάκριση ανάμεσα στην τρέχουσα και την παρελθούσα ιστορία (Lucas 2005, σ. 122-123. Daniel 1962, σ. 10).
Η θεμελιώδης σημασία που δόθηκε σε αυτή τη διάκριση γίνεται φανερή και από το γεγονός ότι η προϊστορία, όπως άλλωστε νωρίτερα και η εθνολογία, ταξινομείται αρχικά στις φυσικές και όχι στις ιστορικές επιστήμες, υπηρετώντας προφανώς μια βαθύτερη διάκριση που συνδέεται με το εξελικτικό μοντέλο, ανάμεσα στη φύση και το λόγο από τη μια μεριά, και τη γραφή και τον πολιτισμό από την άλλη (Lucas 2005, σ. 124). Η δημιουργία της χρονικής μεταφοράς του «άλλου χρόνου» αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για τη μελέτη της ιστορίας του ανθρώπου, συστατικό στοιχείο στη συγκρότηση της προϊστορικής αρχαιολογίας ως διακριτού κλάδου της επιστήμης, και καθοριστικό παράγοντα στη σχέση της με την ιστορία.
Παράλληλα, ωστόσο, η προϊστορική αρχαιολογία έπαιξε σημαντικό ρόλο και στο εθνικιστικό μοντέλο της Ευρώπης και, μαζί με την ανθρωπολογία, βοήθησε τα έθνη- κράτη το 19ο αιώνα να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους μέσα από αφηγήσεις συνέχειας για την ιστορία του ανθρώπου.
Έτσι, από τη στιγμή της συγκρότησής της εμπεριείχε ουσιαστικά δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο χρόνο: την ανθρωπολογική, δηλαδή αυτή της απόστασης, που αναφερόταν στο χρόνο των «άγριων» ανθρώπων που ζουν πιο κοντά στη φύση, αλλά και την ιστορική, της συνέχειας, που αναφερόταν σ’ ένα χρόνο μέσα στον οποίο είχαν γεννηθεί οι πρόγονοι των σύγχρονων κοινωνιών και η συνέχειά του αποτελούσε συστατικό στοιχείο τόσο του εθνικιστικού μοντέλου αλλά τελικά και του εξελικτικού (Trigger 1996, σ. 207-209).
Η διαδικασία κατασκευής συστημάτων χρονολόγησης ξεκινά ουσιαστικά με την εντατικοποίηση της δράσης της αρχαιολογίας και αποτελεί το βασικό εργαλείο της αρχαιολογικής πρακτικής που στόχο της έχει τη διαχείριση αυτής της διττής προσέγγισης (ανθρωπολογικής και ιστορικής).
Έχοντας ως αφετηρία καταρχήν το εξελικτικό μοντέλο, οι πολιτισμικές αλλαγές και οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί προσεγγίζονται μέσα από ένα πρίσμα στο οποίο ο «χρόνος» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αλληλουχία των γεγονότων σε παγκόσμια κλίμακα, και όχι τη διάρκειά τους (Lucas 2005, σ. 7-8). Η χωρική μάλιστα αναπαράσταση της αλληλουχίας των γεγονότων διευκολύνεται από την ανασκαφική πρακτική που έχει ως βασικό της μέλημα την αποτύπωση της στρωματογραφίας, δηλαδή των γεω-πολιτισμικών στρωμάτων που αναπτύσσονται σε κάθετο άξονα. Έτσι, ενώ η δημιουργία των πρώτων «σχετικών» χρονολογήσεων γίνεται με βάση την παραδοσιακή πρακτική του εξελικτισμού, μελετώντας τα ίδια τα ευρήματα και τις τυπολογικές (μορφολογικές) τους διαφορές, σύντομα αποκτά και μια «χωρική» διάσταση, η οποία βασίζεται στη μελέτη της στρωματογραφίας και τη σύνδεση των προϊστορικών περιόδων με συγκεκριμένα σύνολα ευρημάτων, εναποθέσεων και πολιτισμικών ομάδων (Papaconstantinou 2006, Παπακωνσταντίνου 2007).
Το χαρακτηριστικό στην αρχική αυτή αντίληψη για το χρόνο είναι ότι αυτός παρουσιάζεται ως ένα ενιαίο και γραμμικό φαινόμενο, μια αλληλουχία συμβάντων, και αναπόφευκτα προσεγγίζει τις κοινωνικές αλλαγές μέσα από το ίδιο πρίσμα, ως ενιαίες και γραμμικές. Το παράδειγμα του διαχωρισμού της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών σε στάδια: της αγριότητας, του βαρβαρισμού και του πολιτισμού από τους ανθρωπολόγους Tylor και Morgan στα τέλη του 19ου αιώνα, δηλώνει αυτήν ακριβώς τη σημασία της χρονικής αλληλουχίας στην εδραίωση των εξελικτικών σταδίων του ανθρώπου (Renfrew & Bahn 2001, σ. 25, 31) και συνδέεται άμεσα με το Σύστημα των Τριών Εποχών (Λίθου, Χαλκού και Σιδήρου), το οποίο και αποτελεί ένα από τα πρώτα συστήματα περιοδολόγησης για την προϊστορική αρχαιολογία.
Όταν στις αρχές του 20ού αιώνα γίνεται ένας επαναπροσδιορισμός του ερμηνευτικού μοντέλου για την εξέλιξη του ανθρώπου, και το ενδιαφέρον μετακινείται προς τη σημασία των πολιτισμικών ομάδων ανά γεωγραφική περιοχή, η προσπάθεια της προϊστορικής αρχαιολογίας επικεντρώνεται στη συγκρότηση «τοπικών χρονολογήσεων» και τη μελέτη πολιτισμικών ομάδων (Trigger 1996, σ. 311-313). Στην περίοδο αυτή υπήρξε η αναγκαιότητα να υπολογιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η εξέλιξη των πολιτισμικών φαινομένων και έτσι άνοιξε ο δρόμος για τις επιστημονικές τεχνικές που θα διασφάλιζαν «απόλυτες» χρονολογήσεις με βάση τις οποίες η έννοια του χρόνου είναι ανεξάρτητη από τα αρχαιολογικά ευρήματα και δηλώνεται σε ημερολογιακά έτη (Lucas 2005, σ. 9-13).
Η εμφάνιση των ραδιοχρονολογήσεων και η έμφαση στη μελέτη των επιμέρους πολιτισμικών ομάδων της κάθε περιοχής οδήγησαν στην επανεξέταση του εξελικτικού μοντέλου και την κριτική των «μεγάλων αφηγήσεων». Καθώς, ωστόσο, η νέα προσέγγιση ήταν εξίσου γραμμική, δημιούργησε αντίστοιχες κατηγοριοποιήσεις, διακρίνοντας τις κοινωνίες με βάση την πολυπλοκότητα της δομής τους σε τέσσερις κατηγορίες (ομάδες, φυλές, αρχηγικές κοινωνίες, πρώιμα κράτη), και αποσυνδέοντας την εξέλιξη ή την παρακμή τους από οποιουσδήποτε χωρικούς ή ιστορικούς συσχετισμούς (Renfrew & Bahn, σ. 179-182).
Συνεπώς, τόσο στην περίπτωση της εξελικτικής θεωρίας όσο και στις μετέπειτα παραλλαγές της, οι σχετικές αλλά και οι απόλυτες χρονολογήσεις της προϊστορικής αρχαιολογίας βοήθησαν ώστε η αναπαράσταση των χρονικών περιόδων να αναπαράγει την ίδια δομή, βάσει της οποίας η ιστορία του ανθρώπου χωρίζεται σε διακριτές ενότητες και ακολουθεί γραμμική κατεύθυνση. Στα μέσα του 20ού αιώνα μάλιστα, τη νοσταλγία για μια παγκόσμια αφήγηση της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, αντικατέστησε η κατασκευή «μεγάλων αφηγήσεων» άλλου τύπου, που στόχο είχε τη διερεύνηση της προέλευσης συγκεκριμένων κοινωνικών φαινόμενων όπως είναι η δημιουργία του νεολιθικού πολιτισμού και η μετάβαση από το τροφοσυλλεκτικό στο τροφοπαραγωγικό στάδιο, η ανάπτυξη της γεωργίας ή η δημιουργία των πρώτων πόλεων και οι απαρχές του αστικού τρόπου ζωής.
Η ολιστική αυτή προσέγγιση στο χρόνο, η οποία του προσδίδει την αξία μιας ανεξάρτητης παραμέτρου, παρά την κριτική που δέχθηκε (βλ. Thomas 1994, Young 1990, Althusser 1969), αποτελεί ακόμη συστατικό στοιχείο κάθε αρχαιολογικής αφήγησης. Είναι σημαντικό, ωστόσο, ότι παράλληλα με αυτήν, υπάρχουν και προσπάθειες που, επηρεαζόμενες από την κριτική που έχει ασκηθεί, δοκιμάζουν να ενσωματώσουν με δημιουργικό τρόπο διαφορετικές προσεγγίσεις και οπτικές.
Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε μια «κατά μέτωπο» κριτική στον μέχρι τότε τρόπο μελέτης των κοινωνικών φαινομένων, ξεκινώντας από το χώρο της ίδιας της Ιστορίας με τη Σχολή των Annales το 1929 (Bintliff 1991, Knapp 1992), η οποία, διακρίνοντας στην ολιστική προσέγγιση της ιστορίας την αδυναμία να αναγνωρίσει τις διαφορετικές χρονικότητες που συχνά διέπουν τις κοινωνικές εξελίξεις, έθεσε το ζήτημα της κλίμακας και της κανονικότητας στην κατανόηση των κοινωνικών μετασχηματισμών.
Η σχολή των Annales αναγνώριζε τρία είδη χρονικής κλίμακας στην ιστορία, σύμφωνα με τα οποία ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να έχει μακρά, μέση ή μικρή διάρκεια και επομένως η ιστορία δεν είναι γραμμική, αλλά αντίθετα, χαρακτηρίζεται από κύκλους συμβάντων. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη προσέγγιση ο χρόνος δεν αποτελεί μια απλή, ανεξάρτητη μονάδα μέτρησης ή ένα «δοχείο συμβάντων», αλλά στη βαθύτερη ανάλυσή του είναι ουσιαστικά μη διακριτός από τα γεγονότα.
Η διαφορά της νέας, μη γραμμικής οπτικής στην εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων στηρίζεται στην προσπάθεια κατανόησης του προβλήματος που προέκυψε από τον κοινωνικό εξελικτισμό σύμφωνα με το οποίο οι κοινωνικές αλλαγές δεν εξηγούνται, αλλά απλώς εντάσσονται σε μια αλληλουχία σταδίων η οποία έχει αυτομάτως και επεξηγηματικό χαρακτήρα.
Η σχολή των Annales εισάγοντας την έννοια της χρονικής κλίμακας δημιούργησε ουσιαστικά μια χρονικότητα που έχει «βάθος», προσπαθώντας να εξισορροπήσει τη ρευστότητα του χρόνου που γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις (διάρκεια), με την αφηρημένη αλληλουχία (σημείων ή γεγονότων), και θέτοντας με αυτόν τον τρόπο σε διαλεκτική σχέση τα φαινόμενα συνέχειας και αλλαγής στη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.
Για την αρχαιολογική έρευνα στο πεδίο, που είναι «δέσμια» των συμβάντων, το σχήμα αυτό με τις διαφορετικές χρονικότητες υπήρξε ιδιαίτερα ελκυστικό, καθώς της έδινε τη δυνατότητα και την ευελιξία να προσεγγίζει τα δεδομένα της χρησιμοποιώντας διαφορετικές κλίμακες ανάλυσης, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να τα εντάσσει σε μακροσκοπικές αφηγήσεις αλλά συγχρόνως και χωρίς να αποκλείει αυτή τη δυνατότητα (βλ. Knapp 1992, Bintliff 1991, Last 1995, Lucas 2005, σ. 15-19).
Τόσο η προσέγγιση της Σχολής των Annales όσο και άλλες, μη γραμμικές προσεγγίσεις που επηρέασαν την προϊστορική αρχαιολογία στη διερεύνηση των κοινωνικών μετασχηματισμών (van der Leeuw and McGlade 1997) χρησιμοποιούν ένα συστημικό μοντέλο κοινωνικής δομής, σύμφωνα με το οποίο κάθε σύστημα εμπεριέχει «από τη φύση του» ένα είδος αστάθειας, η οποία, ενώ συνήθως βρίσκεται υπό έλεγχο και δεν δημιουργεί προβλήματα, έχει, ωστόσο, ένα όριο, ένα «κατώφλι», πέρα από το οποίο βγαίνει εκτός ελέγχου και μπορεί να συντελέσει στην κατάρρευση ή το μετασχηματισμό του συστήματος. Η χρονική στιγμή κατά την οποία το κατώφλι αυτό ξεπερνιέται αποτελεί ένα από τα βασικά ερευνητικά ζητήματα της αρχαιολογίας σε σχέση με την ιστορία του κάθε πολιτισμού.
Εκτός από τη συμβολή της συγκεκριμένης προσέγγισης στον τρόπο ανάλυσης των κοινωνικών μετασχηματισμών στην αρχαιολογία στα μέσα του 20ού αι., η προβληματοποίηση της έννοιας του χρόνου είχε και άλλες επιδράσεις, με πιο ουσιαστική την επανεξέταση πολλών αρχαιολογικών πρακτικών (Leone 1978, Bailey 1983, 1987, Shanks and Tilley 1987).
Σημαντική είναι η συζήτηση που ξεκίνησε στην Αμερική τη δεκαετία του 1970 για τη φύση της αρχαιολογικής μαρτυρίας (βλ. Papaconstantinou 2006) και η διάκριση που έγινε ανάμεσα στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα (τα αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύπτονται από τη σκαπάνη) και τα συστημικά συμφραζόμενα (το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα που αντανακλάται στην αρχαιολογική μαρτυρία και της δίνει μορφή). Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή, η αρχαιολογική μαρτυρία χαρακτηρίζεται ως στατική, παρομοιάζεται με «απολίθωμα» και θεωρείται ότι αναπαριστά το «σταμάτημα» του χρόνου, κατά τη στιγμή την οποία τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα πήραν τη συγκεκριμένη τους μορφή. Τα συστημικά συμφραζόμενα, από την άλλη πλευρά, θεωρείται ότι αντανακλούν τη δυναμική της κάθε κοινωνίας, και ο χρόνος στον οποίο αναφέρονται έχει βάθος, διαχρονικότητα, καθώς καλύπτει όλο το φάσμα των ζυμώσεων που σχετίζονται με την παραγωγή του υλικού πολιτισμού, από το σχεδιασμό και την κατασκευή του μέχρι τη χρήση και την εγκατάλειψή του (βλ. Papaconstantinou 2006).
Κατά τη δεκαετία του ’80, όταν ο ρόλος των αρχαιολόγων και οι αντιλήψεις τους θεωρήθηκαν εξίσου σημαντικές στη διαμόρφωση της τελικής σύνθεσης των αρχαιολογικών δεδομένων, η αρχαιολογική μαρτυρία του πεδίου παρομοιάζεται με «κείμενο» προς ανάγνωση και η έννοια της στατικότητας που διασφάλιζε την αναγκαία απόσταση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν αρχίζει να μικραίνει (Hodder 1987).
Tις τελευταίες δεκαετίες, που έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα ο προβληματισμός γύρω από τις ανασκαφικές πρακτικές, θεωρείται ότι η έννοια του «παλίμψηστου», της επικάλυψης πολλών συμβάντων σε έναν πολυεπίπεδο χρόνο, περιγράφει καλύτερα την πολυπλοκότητα της αρχαιολογικής μαρτυρίας, καθώς αναγνωρίζει ότι η διαμόρφωσή της συνεχίζεται ουσιαστικά μέχρι τη στιγμή που ξεκινά η ανασκαφή (Lucas 2005, σ. 33). Στο πλαίσιο αυτό ακόμη και η χρονική κλίμακα του Braudel (σχολή Annales) δέχεται κριτική, γιατί αν και θεωρείται σημαντική στην ανάλυση, δεν φαίνεται να δίνει τη δυνατότατα μιας διαλεκτικής σχέση ανάμεσα στα ιστορικά φαινόμενα της κάθε κλίμακας (Lucas 2008).
Παρά τις συγκεκριμένες συζητήσεις, ωστόσο, η αναπαράσταση του χρόνου με όρους χωρικούς, υλικούς, μέσα από την αποτύπωση της στρωματογραφίας, αποτελεί ακόμη τη βασική ανασκαφική πρακτική, κυρίως λόγω της αίσθησης της «ασφάλειας» και της «εγκυρότητας» που προσφέρει.
Εντυπωσιακό είναι, άλλωστε, το παράδειγμα από το Μετρό στον σταθμό του Συντάγματος στην Αθήνα, όπου η παλαιότητα και η ιστορία της πόλης παρουσιάζονται μέσα από μια «μνημειώδη» αναπαράσταση της στρωματογραφίας από τις ανασκαφές στην περιοχή, η οποία και επιλέχθηκε να τοποθετηθεί, ως έκθεμα, μέσα σε βιτρίνα.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι βασικοί κανόνες αποτύπωσης και καταγραφής της αρχαιολογικής μαρτυρίας φαίνεται να επιβάλλουν την αναπαράσταση του χρόνου ως αλληλουχίας, η διαπιστωμένη πια αναγκαιότητα να περιγράψουμε και να διερευνήσουμε την ποικιλία των χρονικών περιόδων που ενυπάρχουν στην αρχαιολογική μαρτυρία κατευθύνουν την έρευνα στη χρήση εναλλακτικών αφηγήσεων και τρόπων ανάλυσης.
Ενδεικτική της αναπτυσσόμενης προβληματοποίησης της έννοιας του χρόνου στην αρχαιολογική έρευνα είναι και η μεταστροφή της ρητορικής που αφορά τους στόχους της, καθώς στις αρχές του 20ού αι. ξεκίνησε προσπαθώντας να «περιγράψει» τις αλλαγές στην ιστορία, έπειτα να τις «εξηγήσει» (περίοδος θετικισμού – διαδικαστική εποχή), αργότερα να τις «ερμηνεύσει» (μετα-διαδικαστική εποχή) και σήμερα πια να τις «αφηγηθεί», γεγονός που δηλώνει αναμφισβήτητα την αναγνώριση της εμπλοκής του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το χρόνο στις αναλύσεις μας (Papaconstantinou 2006).
Οι αναλύσεις που επιχειρούνται στην αρχαιολογική έρευνα σήμερα καλύπτουν πλέον όλες τις χρονικές κλίμακες: μεγάλες αφηγήσεις, περιγραφές συμβάντων (Gosden 1994, Thomas 1994, Murray 1993, Joyce 2002, Bolender 2010), «βιογραφίες» αντικειμένων (Appadurai 1986, Moore 1995) ή ακόμη και γενικότερα θέματα που διερευνούν την έννοια της μνήμης και του παρελθόντος στην προϊστορία (Bradley 2002, van Dyke και Alcock 2003).
Σημαντική είναι και η πρόταση του Lucas για την αναγκαιότητα ανεύρεσης από την αρχαιολογία ενός διαφορετικού τρόπου αφήγησης, διακριτού από αυτόν της ιστορίας και της ανθρωπολογίας, με δεδομένο το γεγονός ότι η αρχαιολογική μαρτυρία, έχοντας πράγματι τα χαρακτηριστικά ενός παλίμψηστου και μια ιδιαίτερη σχέση με τον υλικό πολιτισμό, διαφέρει από τη μαρτυρία των άλλων δύο επιστημών και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με τους ίδιους όρους (Lucas 2008, σ. 61). Η πρόταση αυτή αναδιαμορφώνει ακόμη και την ίδια την έννοια του «συμβάντος», προσδίδοντάς της μια ιδιαίτερη σχέση με την υλικότητα των ευρημάτων και απομακρύνοντάς την από τις αφηγηματικές μεθόδους της ιστορίας και της εθνογραφίας (Lucas 2008, σ. 63).
Πέρα από τους σύγχρονους προβληματισμούς, η δημιουργία περιοδολογήσεων, η διαίρεση δηλαδή του χρόνου σε συγκεκριμένες ενότητες, με αρχή, μέση και τέλος, αν και αναγνωρισμένα αποτελεί μια απλή κατασκευή, φαίνεται να είναι συνυφασμένη με τη συγκρότηση της ιστορίας του δυτικού κόσμου και την έννοια της αφήγησης, και αυτός είναι ίσως ένας επιπρόσθετος λόγος για την κυριαρχία της στις επιστήμες του ανθρώπου (Lucas 2005, σ. 50, δες και Gardin 2003).
Η μελέτη των πολιτισμικών και κοινωνικών αλλαγών, για παράδειγμα, ίσως και λόγω του ότι επιβάλλει αναλύσεις μεγάλης κλίμακας, είναι άρρηκτα δεμένη με το σύστημα περιοδολόγησης, καθώς προσπαθεί να ορίσει την αφετηρία, το τέλος και την εξέλιξή τους και να προσδιορίσει πολλά από τα χαρακτηριστικά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν γίνονται προσπάθειες διεύρυνσης του αφηγηματικού τους πλαισίου.
Ο σύγχρονος διάλογος που γίνεται με βάση τη μελέτη κάποιων από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς στην προϊστορική περίοδο, είναι ενδεικτικός των δυνατοτήτων που η προβληματοποίηση της έννοιας του χρόνου έχει να προσφέρει στην έρευνα.
Το παράδειγμα της Νεολιθικής Εποχής είναι χαρακτηριστικό στην προσπάθεια κατανόησης της έννοιας του χρόνου, καθώς σηματοδοτεί την περίοδο στην οποία έγινε ένας από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στην ιστορία του ανθρώπου, και δηλώνει την πλήρη αλλαγή στην τρόπο οργάνωσης των προϊστορικών κοινωνιών. Είναι η εποχή κατά την οποία περνάμε από το τροφο-συλλεκτικό στο τροφο-παραγωγικό στάδιο και οι άνθρωποι από νομάδες γίνονται καλλιεργητές, μένουν σε μόνιμες κατοικίες και δημιουργούν ουσιαστικά έναν νέο τρόπο ζωής που θέτει τα θεμέλια της ζωής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Η Νεολιθική εποχή στη βόρεια Ευρώπη συγκροτήθηκε ως ξεχωριστή περίοδος της προϊστορίας μέσα από το σύστημα των Τριών Εποχών τον 19ο αιώνα και συνδέθηκε με μια σειρά από ευρήματα τα οποία θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικά των νεολιθικών πολιτισμών: κεραμική, συγκεκριμένοι τύποι λιθοτεχνίας, εξημέρωση φυτών και ζώων, καλλιέργεια της γης και ανάπτυξη της γεωργίας, λιθόκτιστες και πλινθόκτιστες κατοικίες και εγκαταστάσεις.
Έτσι, όταν η αρχαιολογική δραστηριότητα των αρχών του 20ού αι. έθεσε με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της προϊστορίας και για την Εγγύς Ανατολή, λόγω της πληθώρας των ευρημάτων που έρχονταν στο φως, οι αρχαιολόγοι προσπάθησαν να κατανοήσουν και να συνθέσουν την ιστορία της περιοχής χρησιμοποιώντας την ορολογία και την τυπολογία των ευρημάτων της προϊστορικής Ευρώπης.
Τα ευρήματα από τις περιοχές του βόρειου Ευφράτη, του Ιορδάνη ποταμού και της Συροπαλαιστίνης γρήγορα εντάχθηκαν στη ρητορική για την προϊστορία της Ευρώπης και έγιναν κομμάτι του εξελικτικού μοντέλου της διάχυσης του πολιτισμού, σύμφωνα με το οποίο ο νεολιθικός πολιτισμός ξεκίνησε από τη νοτιοδυτική Ασία και μέσω της νοτιοανατολικής Ευρώπης πέρασε στον υπόλοιπο κόσμο (Özdoğan 1999, Thomas 1994, Bar Yosef και Belfer-Cohen 1992). Η σύνθεση του μοντέλου έγινε αρχικά από τον Gordon Childe ο οποίος στις αρχές του 20ού αι. εισήγαγε τον όρο «Νεολιθική Επανάσταση» για να δηλώσει τη σφοδρότητα των αλλαγών σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά, σύντομα, η χρήση των ραδιοχρονολογήσεων και οι συνεχιζόμενες αρχαιολογικές ανασκαφές απέδειξαν ότι η μετάβαση στον νεολιθικό τρόπο ζωής δεν ήταν τόσο ομαλή και ότι ο κατάλογος με τους τύπους των ευρημάτων που είχαν βρεθεί στην Ευρώπη δεν ήταν το ίδιο αντιπροσωπευτικός στην περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου.
Ενώ για παράδειγμα στην περιοχή της Ελλάδας όλα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη Νεολιθική εποχή παρουσιάστηκαν λίγο πολύ μαζί γύρω στο 6000 π.Χ., στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου οι εξελίξεις ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα (10000 π.Χ.), η εξημέρωση των φυτών απείχε κάποιες χιλιάδες χρόνια από αυτή των ζώων και η εμφάνιση της κεραμικής αποτέλεσε κι αυτή ένα πολύ υστερότερο «επίτευγμα» στη ζωή των ανθρώπων, καθώς για πολλές χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πειραματίζονταν με νέους τρόπους παραγωγής και κατοίκησης χωρίς να χρησιμοποιούν κεραμικά σκεύη (Cauvin 2004).
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι, αντίθετα με την αρχική εκτίμηση, η μετάβαση από το στάδιο της νομαδικής ζωής σε αυτό της μόνιμης εγκατάστασης των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή δεν συνδέεται με τη μετάβαση στο τροφοπαραγωγικό στάδιο. Στην ανατολική Μεσόγειο είναι πλέον βεβαιωμένο πως η συγκέντρωση σε μεγάλους οικισμούς και η μετάβαση στη μόνιμη κατοίκηση προηγήθηκαν της υιοθέτησης της γεωργίας και της εξημέρωσης των ζώων, σε αντίθεση με τις εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη (Watkins 2006, σ. 4-5, και 2008. Lichter 2005, σ. 2-7).
Αλλά και περιοχές όπως η Ανατολία, που σύμφωνα με το αρχικό μοντέλο διάχυσης αποτελούσαν το κέντρο μετάβασης του νεολιθικού πολιτισμού στην Ευρώπη, έδειξαν τελικά να έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα οποία περιπλέκουν παρά διευκολύνουν την εικόνα μιας ομαλής μετάβασης από την Ανατολή στη Δύση (Özdoğan 1999, Lichter 2005).
Η σύγκριση των μορφολογικών χαρακτηριστικών της αρχαιολογικής μαρτυρίας, έτσι ώστε να γίνει μια αρχική «χαρτογράφηση» των δεδομένων, είναι χρήσιμη για την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες ορίζουν τους κανόνες της συνύπαρξής τους και οργανώνουν το οικιστικό τους περιβάλλον, και μπορεί να βοηθήσει στη σκιαγράφηση των βασικών χαρακτηριστικών των εξελίξεων αυτών μέσα από μεγάλες αφηγήσεις. Είναι γεγονός ότι χάρη σε αυτήν τη μακροσκοπική προσέγγιση έγινε εφικτό να διαπιστώσουμε ότι οι περιοχές της ανατολικής Μεσογείου παρουσιάζουν όντως ένα χρονικό προβάδισμα στη μετάβαση των κοινωνιών τους από το τροφοσυλλεκτικό στο τροφοπαραγωγικό στάδιο, σε σχέση με αυτές της δυτικής.
Αυτού του είδους οι «μεγάλες αφηγήσεις», ωστόσο, από τη στιγμή που έχουν πάψει να εξυπηρετούν το εξελικτικό μοντέλο, δεν φαίνεται πια να βοηθούν την έρευνα στον ίδιο βαθμό με παλιά, καθώς αδυνατούν να φωτίσουν τους σημαντικούς εκείνους παράγοντες που ευθύνονται για τη διαφορετικότητα των πολιτισμών. Στο πλαίσιο αυτό, ο γενικός όρος «Νεολιθική περίοδος» όταν χρησιμοποιείται για την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αποδεικνύεται τελικά σχεδόν κενός περιεχομένου, καθώς αναφέρεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και δηλώνει πολύ διαφορετικές εξελίξεις και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, και η ποικιλομορφία την οποία αναδεικνύει οδηγεί σε απλουστευτικές προσεγγίσεις και παραπλανητικές γενικεύσεις που καλύπτουν τους μηχανισμούς δημιουργίας των τοπικών/γεωγραφικών διαφορών και τελικά δυσχεραίνουν κάθε προσπάθεια κατανόησης της διαφορετικότητας (Bradley 2005, Tringham 2000, Watkins 2004 και 2008, Lichter 2005, Papaconstantinou υπό έκδοση).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης προβληματικής αποτελεί και η κριτική που έχει δεχθεί η μελέτη του φαινομένου της αστικοποίησης στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, φαινόμενο το οποίο αναφέρεται στην ίδρυση των πρώτων μεγάλων πόλεων, τη δευτερογενή παραγωγή και την ανάπτυξη «θεσμικά» ιεραρχημένων κοινωνιών και ελίτ.
Για την εξέταση του φαινομένου της αστικοποίησης, η σύγχρονη έρευνα φαίνεται να δοκιμάζει καινούργιους τρόπους προσέγγισης του προβλήματος και, χωρίς να εμμένει στην παρακολούθηση των παλαιών χρονο-πολιτισμικών περιόδων, επιχειρεί να επανεξετάσει τα αρχαιολογικά δεδομένα, δίνοντας έμφαση στις «αδιαμφισβήτητες» σχέσεις αλληλεπίδρασης των διαφόρων πολιτισμικών ομάδων της ανατολικής Μεσογείου. Στις προσπάθειες αυτές, στόχος είναι η αποτύπωση ενός ασφαλούς δικτύου «συγχρονιών» που θα της επιτρέψουν να «χτίσει» αφηγήσεις μεγάλης κλίμακας, έχοντας τον χρόνο όχι ως προϋπόθεση αλλά ως ζητούμενο (εικ. 2).
Όμως και σε πιο εξειδικευμένα, ερμηνευτικά μοντέλα, που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένους τύπους ευρημάτων, η αντιπαράθεση της μικρής με τη μεγάλη κλίμακα, τόσο στην ανάλυση όσο και στην ιστορική αφήγηση, παρουσιάζει αρκετές διαφορές.
Στη μελέτη της οικιστικής αρχιτεκτονικής για παράδειγμα, ένα από τα πιο ισχυρά επεξηγηματικά μοντέλα είναι αυτό που αναφέρεται στη μετάβαση από τις κυκλικές στις ορθογώνιες οικίες, και συνδέει τη μετάβαση από το τροφοσυλλεκτικό στο τροφοπαραγωγικό στάδιο και τελικά σε αυτό των οργανωμένων κρατών (Flannery, 1972, 2002]. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, ο μετασχηματισμός της αρχιτεκτονικής συνδέεται με το μετασχηματισμό των μονάδων παραγωγής και τον έλεγχό τους. Το μοντέλο έχει τρία στάδια: το πρώτο, το τροφοσυλλεκτικό στάδιο, δηλώνεται μέσα από τη συνεργασία μικρών, πυρηνικών νοικοκυριών, τα οποία ελέγχουν το πλεόνασμα και κατοικούν σε κυκλικές οικίες, το δεύτερο, το τροφοπαραγωγικό στάδιο, επιτυγχάνεται μέσα από μεγαλύτερα, ανεξάρτητα νοικοκυριά με ιδιωτικούς, ελεγχόμενους χώρους αποθήκευσης και κατοίκηση σε ορθογώνιες οικίες, και το τρίτο, το στάδιο που συνδέεται με τη δημιουργία των πρώτων «κρατών», αναφέρεται στην ύπαρξη διευρυμένων νοικοκυριών, που ελέγχουν μεγαλύτερο πλούτο και ζουν σε ορθογώνιες οικίες μεγάλου μεγέθους (Flannery 1972 και 2002. Βλ. σχετικά και Banning και Chazan 2006).
Και ενώ η ορθογώνια αρχιτεκτονική φαίνεται να είναι πραγματικά πιο αποτελεσματική στη διαχείριση της χρήσης του χώρου όταν καλείται να εξυπηρετήσει μεγάλους πληθυσμούς και οικονομίες και οι κατοικίες στις αστικές κοινωνίες έχουν όντως ορθογώνια μορφή, η έρευνα στις επιμέρους περιοχές είναι σημαντική, γιατί δηλώνει πως η εξέλιξη του φαινομένου σε μικρή κλίμακα παρουσιάζει πολλές αποκλίσεις και έχει διαφορετική δυναμική.
Η αρχαιολογική μαρτυρία από την Κύπρο προσφέρεται για την επιβεβαίωση του συγκεκριμένου μοντέλου και είναι αρκετά ενδεικτική για το πώς οι πολιτισμικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί σπάνια είναι δυνατόν να αναπαρασταθούν ως ομοιογενείς οντότητες σαν αυτές που δημιουργούνται στο πλαίσιο των χρονολογικών πινάκων. Στην προϊστορική Κύπρο κατά την 3η χιλιετία έχουμε αρκετές περιπτώσεις στις οποίες σημαντικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί όπως η δημιουργία ιεραρχικών κοινωνιών συμβαίνουν χωρίς να επηρεάζεται η μορφή των κτηρίων που παραμένουν κυκλικά, παρά τις σημαντικές αλλαγές που παρατηρούνται στον υπόλοιπο υλικό πολιτισμό. Αντίθετα όταν τα ορθογώνια κτήρια χρησιμοποιούνται στην αρχιτεκτονική παράδοση του νησιού, αυτά εμφανίζονται μαζί με πολλά νέα στοιχεία από τη γειτονική ηπειρωτική χώρα (Συροπαλαιστίνη) και δεν φαίνεται να είναι αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικών αλλαγών (Papaconstantinou 2013, Papaconstantinou υπό έκδοση).
Υπάρχουν, επομένως, παραδείγματα που δείχνουν ότι η ορθογώνια αρχιτεκτονική δεν είναι προϋπόθεση για την ιδιωτική αποθήκευση ούτε για τον κεντρικό έλεγχο του πλούτου μιας κοινωνίας και δηλώνουν τη βραδύτητα του ρυθμού με τον οποίο πολλές φορές μεταβάλλονται οι αρχιτεκτονικές φόρμες σε σχέση με τα υπόλοιπα αρχαιολογικά ευρήματα (εικ. 3α, β).
Αν η «Αλλαγή» είναι πραγματικά «μια εμπειρία που δημιουργείται μέσα από νέες, καινοτόμες υλικές μεταφορές και σχέσεις» (Gamble 2007, σ. 278), τότε οι μεγαλύτερες δομικές αλλαγές στις προϊστορικές κοινωνίες ίσως θα γίνονταν καλύτερα αντιληπτές ως μετασχηματισμοί στους κανόνες με τους οποίους οι κοινωνίες δημιουργούν δεσμούς με τον υλικό πολιτισμό, επηρεάζοντας τόσο την κοινωνική αναπαραγωγή όσο και την κατασκευή της συλλογικής τους ταυτότητας (βλ. Lichter 2005, σ. 6. Schoop 2005, σ. 45. Watkins 2004, σ. 9. Gamble 2007, σ. 257, 263).
Τέτοιου τύπου αφηγήσεις του παρελθόντος, θα χρησιμοποιούν ως κεντρικό στοιχείο της αφήγησης όχι μια αφηρημένη και ομογενοποιητική έννοια του «πολιτισμού», αλλά τον κύκλο ζωής συγκεκριμένων πεποιθήσεων και πρακτικών, και θα επικεντρώνονται στη μελέτη της δημιουργίας πολυεπίπεδων ταυτοτήτων σε τοπικό επίπεδο, χωρίς την ανάγκη λίστας «σωστών» κριτήριων προκειμένου να ορίσουν τη διαφορετικότητα σε μεγάλη κλίμακα.
Στο πλαίσιο μια τέτοιας προσέγγισης, όπου η μικρή κλίμακα ανατροφοδοτεί τη μεγάλη και όπου στόχος των μεγάλων αφηγήσεων δεν είναι η προσπάθεια συγκρότησης ενός εξελικτικού μοντέλου, αλλά η αναζήτηση δράσεων με διαφορετικές χρονικότητες και ρυθμούς ανάπτυξης σε διαφορετικές περιοχές, το πεδίο της έρευνας είναι ανεξάντλητο και ελεύθερο να αναδείξει τις δυνατότητες που πραγματικά έχει η Ιστορία να μας εκπλήσσει.
Τον Μάιο του 2007, το Ταμείο Δημογραφίας των Ηνωμένων Εθνών (UNFPA) υπολόγισε ότι το 2008, για πρώτη φορά στην ιστορία, περισσότερο από το μισό του πληθυσμού της γης θα ζει σε πόλεις (εικ. 4).
Λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2003, σε ένα ρεπορτάζ του BBC News αναφέρεται ότι στο χωριό Khanyhan της Ινδίας, 60 χλμ. από την Καλκούτα, ένα κοριτσάκι 9 χρονών που φέρεται να είχε ένα παραμορφωμένο δόντι, σύμφωνα με τους σοφούς της φυλής του, έπρεπε να «παντρευτεί» ένα σκύλο έτσι ώστε ο γάμος να ξορκίσει τον κακό οιωνό από τη ζωή του. Ο γάμος έγινε στις 11 Ιουνίου και υπήρχαν σ’ αυτόν πάνω από 100 καλεσμένοι που χόρεψαν στους ήχους παραδοσιακής μουσικής και ήπιαν σπιτικό λικέρ (εικ. 5).
Αν κάποιος ήθελε πραγματικά να απελευθερωθεί από τη διάκριση παρόντος και παρελθόντος, και απλώς να κοιτάξει το παρόν με τη ματιά ενός ιστορικού, ξεχνώντας κάθε είδους κλίμακα, θα μπορούσε να βρει στις παραπάνω ειδήσεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το φαινόμενο της αστικοποίησης μπορεί να ξεκίνησε στην Εγγύς Ανατολή με τη δημιουργία των πρώτων αστικών κέντρων πριν από αρκετές χιλιάδες χρόνια, και να διέγραψε διάφορους κύκλους ανάπτυξης, με την εγκατάλειψη πόλεων, τη δημιουργία άλλων, την ακμή και την παρακμή ολόκληρων πολιτισμών, αλλά στην πραγματικότητα, το 2008 δεν θα έχει καλύψει γεωγραφικά παρά μόλις το μισό δρόμο της διαδρομής του στον πλανήτη μας, μιας και καθώς φαίνεται βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και συνεχίζει να εξαπλώνεται.
Παράλληλα, η ιστορία του μικρού κοριτσιού στην Ινδία κάνει κάποιον να αναρωτιέται, πραγματικά, αν η περίοδος της Νεολιθικής εποχής, δηλαδή των ανθρώπων που ζουν σε φυλές και οι μοίρες τους ορίζονται από «μη αστικές» πεποιθήσεις έχει πραγματικά τελειώσει ή μήπως είναι «σύγχρονη» με τον αστικό μας πολιτισμό.
Είναι γεγονός πως η ηγεμονική σκέψη της Δύσης κατάφερε να γεφυρώσει τις πολιτισμικές ασυνέχειες που αντιμετώπισαν οι αρχαιολόγοι στο πλαίσιο της προϊστορίας ή οι ανθρωπολόγοι στις δικές τους επαφές με το «Άλλο», μέσα από την αφήγηση του εξελικτισμού, και να δημιουργήσει ένα μοντέλο αδιαμφισβήτητης συνέχειας χρονικών επεισοδίων σε αλληλουχία, στο οποίο υπάρχει πολύ μικρό περιθώριο να συζητήσει κανείς για τον χρόνο ως εμπειρία (Young 1990, Lucas 2005). Αυτό, ωστόσο, καθόλου δεν σημαίνει πως οι ασυνέχειες δεν είναι ακόμη υπαρκτές ή πως τα γεγονότα είναι δυνατό να συνδέονται μεταξύ τους με διαφορετικούς τρόπους.
Ο Gavin Lucas (2005, σ. 118-120), στο βιβλίο του για την έννοια του χρόνου στην αρχαιολογία, κάνει μια πολύ εύστοχη παρατήρηση σχετικά με το ρόλο της αρχαιολογίας, ρωτώντας αν η ύπαρξη μιας μηχανής του χρόνου θα έκανε την αρχαιολογική έρευνα περιττή. Εύστοχα σημειώνει ότι η παρατήρηση των γεγονότων του παρελθόντος απλώς θα μας έβαζε στη θέση των εθνογράφων αντικαθιστώντας τα ερμηνευτικά μας προβλήματα με αυτά των συναδέλφων μας και τίποτα παραπάνω. Εξάλλου, η ιδιαιτερότητα της αρχαιολογίας έγκειται και στο γεγονός ότι μελετά καταρχήν τον υλικό πολιτισμό και μέσα απ’ αυτόν προσπαθεί να τεκμηριώσει οποιαδήποτε συμπεράσματα για πολιτισμικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς ή άλλους μετασχηματισμούς στην ιστορία του ανθρώπου και επομένως βασικό μέλημα της επιστήμης είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο χρόνος εγγράφεται στα αρχαιολογικά ευρήματα, και επηρεάζει τη μορφή και τη χρήση τους.
Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης, σημαντική είναι και η διαπίστωση ενός άλλου αρχαιολόγου, του L. Olivier, ο οποίος, παρατηρώντας ότι και στο παρόν μας τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν έχουν διαφορετικές χρονικότητες και δύσκολα μπορούν να ενταχθούν σε μία και μόνο χρονική περίοδο, υποστήριξε ότι η αρχαιολογική μαρτυρία βρίσκεται πάντοτε στο παρόν: «μερικές φορές θαμμένη, μερικές φορές ορατή, μερικές φορές χωρίς διαβρώσεις, μερικές φορές ζωντανό κομμάτι της καθημερινότητάς μας» για να αναρωτηθεί τελικά αν όντως το παρόν μας εμπεριέχει «λιγότερο παρελθόν» από αυτό που εμπεριέχεται σε μια προϊστορική θέση (αναφορά στο Lucas, 2005, σ. 120).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Lucas «στην πραγματικότητα ίσως το ίδιο το βλέμμα είναι αυτό που δημιουργεί το παρελθόν, όπως το βλέμμα της Γοργόνας» (που σύμφωνα με το μύθο στο κοίταγμά της μετατρέπει τα πάντα σε πέτρα) (Lucas 2005, σ. 121, 136), και έτσι η αναγκαία διάκριση δεν είναι άλλη από αυτή που ορίζεται από την απόσταση που ουσιαστικά πρέπει να δημιουργήσει κανείς προκειμένου να μελετήσει κάτι.
Η αναγκαιότητα αυτής της απόστασης που δημιουργείται μέσα από την πρόθεση για έρευνα και που ουσιαστικά ξεκίνησε από τον Διαφωτισμό, όταν ο άνθρωπος άλλαξε τη στάση του και, από τη θέση που είχε ως ένα απλό δημιούργημα του κόσμου, στάθηκε απέναντί του για να τον μελετήσει, είναι θεμελιώδης τόσο στη συγκρότηση των επιστημών όσο και στον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε το χρόνο.
Στο έργο του «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα» ο David Lowenthal (1985) αμφισβήτησε την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, αναλύοντας διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν ουσιαστικά διαμορφώθηκε από τον σύγχρονο άνθρωπο επηρεάζοντας τη ζωή του, τρέφοντας και περιορίζοντάς την. Η κατάκτηση αυτή της γνώσης του τρόπου με τον οποίο συγκροτήθηκε η δυτική μας ταυτότητα φέρει αναπόφευκτα και τη συνειδητοποίηση των ορίων όλης αυτής της εμπλοκής μας με την Ιστορία. Το παρελθόν, αν και απογυμνωμένο από την παλιά του αίγλη, γίνεται έτσι πιο οικείο, και θα μπορούσε, χωρίς να χάνει την ισχύ του, να μας βοηθήσει να «χτίσουμε» νέες ταυτότητες προσαρμοσμένες στις σημερινές μας ανάγκες.
Δήμητρα Παπακωνσταντίνου
Αρχαιολόγος (Ph.D.)