Πρόκειται για τον μοναδικό αναγνώσιμο πάπυρο που έχει διασωθεί στον ελλαδικό χώρο και το αρχαιότερο χειρόγραφο «βιβλίο» της Ευρώπης. Γι’ αυτό και ο πάπυρος του Δερβενίου, που γράφτηκε γύρω στο 340-320 π.Χ. αντιγράφοντας ένα παλιότερο κείμενο του τέλους του 5ου αι. π.Χ., θα είναι υποψήφιος για εγγραφή στον Κατάλογο της UNESCO, στην κατηγορία του Μνημείου Τεκμηριωμένης Κληρονομιάς. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να εκτίθεται στο σύνολό του. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που το θέμα της ένταξης του συνόλου των τμημάτων του παπύρου στη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης συζητήθηκε στο Συμβούλιο Μουσείων. Ο άλλος λόγος ήταν ότι το Μουσείο, στο οποίο από το 2004 εκτίθεται ο ένας από τους εννιά πίνακες με τα 266 σπαράγματα του χειρογράφου, ήθελε εδώ και καιρό να τους εκθέσει συνολικά.
H πρώτη δοκιμή είχε γίνει το 2013, όταν όλοι οι πίνακες, και εκείνος που εκτίθεται και οι υπόλοιποι οκτώ που φιλοξενούνται στα εργαστήρια του Μουσείου, βρέθηκαν μαζί για την περιοδική έκθεση «Μεσογειακά Παλίμψηστα», που πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της 4ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης. Το τεστ αποδείχτηκε θετικό, οι κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και φωτισμού εξασφαλίστηκαν, συνεπώς το θέμα δεν μπορούσε παρά να πάρει το «πράσινο φως» από τα μέλη του Συμβουλίου. Έτσι, το έκθεμα, μόλις ολοκληρωθούν οι απαραίτητες εργασίες, θα πάρει τη θέση που του αρμόζει, ενώ θα εξεταστεί και η υποστήριξή του με μια σύντομη ψηφιακή προβολή που θα παρουσιάζει τις εργασίες εύρεσης και συντήρησης των σπαραγμάτων που παπύρου.
Το εύρημα αποκαλύφθηκε το 1962 στο Δερβένι Θεσσαλονίκης, στη νεκρική πυρά τάφου ο οποίος ανήκε σε πλούσια κτερισμένη συστάδα τάφων των ύστερων κλασικών χρόνων. Διασώθηκε, αν και κατακερματισμένος, επειδή απανθρακώθηκε μερικώς, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κομμάτια που πιθανότατα κάηκαν ολοσχερώς στη νεκρική πυρά. Ωστόσο, κι άλλοι λόγοι βοήθησαν στη διάσωσή του, όπως η αναγνώριση της σημασίας του από τον αρχαιολόγο Χαράλαμπο Μακαρόνα (ιδρυτή και πρώτο διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης) και φυσικά η συντήρησή του από τον Αυστριακό ειδικό Α. Fackelmann που ξετύλιξε τον κύλινδρο, τοποθέτησε τα σπαράγματα σε υπόστρωμα από στυπόχαρτο, το οποίο συμπιέστηκε μεταξύ δύο υαλοπινάκων, που κατόπιν σφραγίστηκαν και στερεώθηκαν.
Επίσης, ένα ακόμη εξαιρετικό έκθεμα θα εμπλουτίσει τις συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα χρυσοποίκιλτο ύφασμα –από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχαία υφάσματα στον ελληνικό χώρο– που φέρει φυτικό διάκοσμο και σώζει ίχνη από πορφυρό χρώμα. Τα τμήματα του υφάσματος προέρχονται πιθανόν από την ταινιωτή διακόσμηση –ίσως επίρραπτη– του ενδύματος της νεκρής, που ήταν υφασμένο με την υφαντοποικιλτική μέθοδο (tapisserie).
Ήταν μέρος ενός ταφικού συνόλου του 3ου αι. μ.Χ., που εκτίθεται από το 2006 στο μουσείο και αποτελείται από τον σκελετό γυναίκας ηλικίας 50-60 ετών και ύψους 1,60 μ., η οποία μουμιοποιήθηκε με τη χρήση ρητινών και αρωματικών ελαίων. Χάρη στην ταρίχευση (που δεν σχετίζεται με την αιγυπτιακή πρακτική), διατηρούνται αρκετά τμήματα μαλακού ιστού, τα φρύδια, οι βλεφαρίδες καθώς και τα μαλλιά της, πλεγμένα σε κοτσίδα. Το σύνολο, που βρέθηκε το 1962 στην οδό Αναπαύσεως της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου εκτεινόταν το ανατολικό νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, θα παραμείνει στον ίδιο χώρο έκθεσης, θα αλλάξει ωστόσο ο συνολικός τρόπος παρουσίασής του. Επιπλέον, η προθήκη έκθεσής τους θα καλύπτει όλες τις προϋποθέσεις για την άριστη διατήρηση των οργανικών υλικών.