Σε αντίθεση με τα παράλια κέντρα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (Έγκωμη, Παλαίπαφο, Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, Κίτιον κ.λπ.), που έχουν μελετηθεί διεξοδικά, η γνώση μας για την ενδοχώρα της Κύπρου παραμένει ελλιπής. Ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα, που ξεκίνησε το 2013 με επίκεντρο την περιοχή του Αγίου Σωζόμενου (ΝΑ της Λευκωσίας), έχει σκοπό να μελετήσει την κοινωνικο-οικονομική δομή της κεντρικής Κύπρου και το ρόλο που διαδραμάτισε στην ανάπτυξη του νησιού κατά την περίοδο αυτή.
«Η κεντρική Κύπρος στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού: οι νέες ανασκαφές στον Άγιο Σωζόμενο» είναι το θέμα ομιλίας της δρος Δέσποινας Πηλείδου (Έφορος Αρχαιοτήτων – Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου) που θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014 και ώρα 19.00 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Όπως θα αναφέρει στην ομιλία της η κα Πηλείδου: «Ο Άγιος Σωζόμενος είναι ένα εγκαταλειμμένο χωριό κοντά στη “νεκρή ζώνη”, το οποίο σταμάτησε να κατοικείται το 1963 με την αρχή των διακοινοτικών ταραχών στην Κύπρο. Ο M. Ohnefalsch-Richter είχε εντοπίσει εδώ τάφο με πλούσια κτερίσματα ήδη από το 1894. Το 1926 ερεύνησε το χώρο ο E. Gjerstad, ο οποίος επεσήμανε την ύπαρξη νεκροταφείου στη θέση Νικολήδες και οχυρό της Εποχής του Χαλκού. Σταδιακά εντοπίστηκε μια σειρά από οχυρά στην περιοχή του Αγίου Σωζόμενου, τα οποία οδήγησαν σε διάφορες ερμηνείες για την οργάνωση των οικισμών στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιωθούν με ανασκαφική έρευνα. Τη δεκαετία του 1950, ο H. Catling εντόπισε μια σειρά από οικισμούς και συνδεόμενα νεκροταφεία στην κοιλάδα του ποταμού Γυαλιά, στα οποία βάσισε τη θεωρία του για την οικονομική οργάνωση της Κύπρου στην περίοδο αυτή. Η θεωρία του Catling αναπτύχθηκε στη συνέχεια με σύγχρονα μοντέλα κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης τα οποία υποβοήθησαν στην κατανόηση της ανάπτυξης της οικονομίας της Κύπρου.
»Το νέο πρόγραμμα περιλαμβάνει γεωφυσική έρευνα και στοχευμένη ανασκαφή και έχει ως στόχο την επιβεβαίωση των υποθέσεων που έχουν διατυπωθεί στο παρελθόν και τη διαλεύκανση ερωτημάτων που δεν έχουν ακόμη απαντηθεί. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στη χρήση γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS) για τη μελέτη της σχέσης των οικισμών με φυσικούς πόρους (π.χ. κοιτάσματα χαλκού) και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες, των μεταξύ τους συσχετισμών, της χρονικής τους διάρκειας και της θέσης τους στο ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο της ΥΕΧ. Σε συνδυασμό με τις ανασκαφικές έρευνες τα δεδομένα αυτά αναμένεται να δώσουν σημαντικά στοιχεία, μεταξύ άλλων, και για τους παράγοντες που οδήγησαν στην εγκατάλειψη των οικισμών, βοηθώντας έτσι να διαφωτιστεί ένα πολυσυζητημένο ζήτημα της κυπριακής αρχαιολογίας».
Μετά την ομιλία, που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων με τίτλο «Κυπριακό Σεμινάριο: Πρόσφατες εξελίξεις στην αρχαιολογία της ανατολικής Μεσογείου» που διοργανώνει το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με στόχο την ευρύτερη προβολή της κυπριακής αρχαιολογίας στην Ελλάδα, θα ακολουθήσει σχολιασμός από τον καθηγητή A. Bernard Knapp.