Στο εξαιρετικά σημαντικό κείμενο The Poetics and the Politics of Exhibiting Other Cultures της Ενριέττας Λίτσι, η εθνογραφία ορίζεται ως η επιστήμη που μελετά και περιγράφει ομάδες πληθυσμού («έθνη»), τις συνήθειες και τα έθιμά τους, καθώς και τις διαφορές τους από άλλες ομάδες (1997, σ. 160). Η συγκέντρωση δεδομένων γύρω από τον ιδιαίτερο πολιτισμό μιας ομάδας γίνεται μέσω της επιτόπιας έρευνας ενός ειδικού και ολοκληρώνεται σε ένα δημοσιευμένο κείμενο, το οποίο ονομάζεται και αυτό με τη σειρά του εθνογραφία. Η επιτόπια έρευνα περιλαμβάνει συχνά και τον υλικό πολιτισμό τής υπό μελέτης ομάδας, με τα θεωρούμενα ως σημαντικά αντικείμενα να συλλέγονται και να εκτίθενται σε μουσεία, τα λεγόμενα εθνογραφικά.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για χώρους που παρουσιάζουν με τρόπο απτό την πολιτιστική ετερότητα, ενώ αναδεικνύουν τα στοιχεία που καθιστούν κάθε πληθυσμιακή ομάδα πολιτισμικά διακριτή και άξια να μελετηθεί. Έτσι, ενώ τα λαογραφικά μουσεία μπορούν επίσης να ενταχθούν στα εθνογραφικά, ως τόποι κατασκευής και αναπαράστασης μίας, σε βάθος χρόνου, τοπικής πολιτιστικής ταυτότητας, η χρήση του όρου παραπέμπει καταρχήν στην έκθεση του υλικού πολιτισμού ομάδων «ιθαγενών», «αυτόχθονων», «εξωτικών», συχνά δίχως γνώση ή διαδεδομένη χρήση της γραφής, με άλλα λόγια, σε ομάδες που κατεξοχήν μελέτησαν και ακόμη μελετούν οι ανθρωπολόγοι (Lidchi 1997, σ. 161).
Έχοντας άμεση σχέση με την ανάπτυξη της ανθρωπολογίας ως επιστήμης την περίοδο της αποικιοκρατίας, τα μουσεία αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο επιστημολογικό (τι και πώς γνωρίζουμε για τον Άλλον) αλλά και πολιτικό. Η γοητεία του Άλλου, περισσότερο ή λιγότερου πρωτόγονου, υποτάχθηκε σε τεκμηριωτικές διαδικασίες και τις ομαδοποιήσεις των ειδικών και εντάχθηκε τελικά σε ένα μακρύ εξελικτικό σχήμα κατάταξης των πολιτισμών του κόσμου, στο οποίο η Ευρώπη φερόταν να κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με τον τρόπο αυτό, τα εθνογραφικά μουσεία του 19ου και του 20ού αιώνα συνέβαλαν σημαντικά στην παγίωση και την επιστημονική αιτιολόγηση της αποικιοκρατίας αλλά και της ηγεμονίας της Δυτικής Ευρώπης στον μη Δυτικό κόσμο. Μέσα από την αμφίδρομη σχέση γνώσης και εξουσίας, το μουσειακό φαινόμενο γνώρισε ευρεία διάδοση, την ίδια εποχή που ο ευρωκεντρισμός επιβλήθηκε ως κυρίαρχο πολιτικό και πολιτιστικό σύστημα παγκοσμίως και η Δύση διαμόρφωσε την ιδιότητα του νεωτερικού πολίτη στα έθνη-κράτη της Ευρώπης.
Η σχέση αυτή ανάμεσα στα εθνογραφικά μουσεία και την ανθρωπολογία ατόνησε μετά τη δεκαετία του 1920, όταν το ερευνητικό ενδιαφέρον των ανθρωπολόγων εστιάστηκε περισσότερο στην ανάλυση των κοινωνικών δομών και λειτουργιών των υπό μελέτη πολιτισμών και λιγότερο στον υλικό τους πολιτισμό. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να επανέλθουν τόσο τα αντικείμενα όσο και οι μουσειακοί χώροι που τα φιλοξενούν, στο επίκεντρο της κοινωνικής και της μουσειολογικής έρευνας, η οποία θα κάνει τα πρώτα της βήματα τη δεκαετία του ‘80.
Άλλωστε, οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η ανεξαρτητοποίηση των πρώην αποικιών ώθησαν τη Δύση να επανεξετάσει τις κυρίαρχες πολιτισμικές της αφηγήσεις. Οι παγκόσμιες διαδικασίες απο-αποικιοποίησης (decolonization) θα σημάνουν μία μακρά περίοδο αναστοχασμού και κριτικής αναθεώρησης του πολιτικού ρόλου της Ευρώπης και των εθνικών της μουσείων, και θα απαιτήσουν πλέον έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο αναπαράστασης ή ακόμα και αυτοαναπαράστασης των ιθαγενών πληθυσμών (στο εξής: κοινότητες αναφοράς). Πώς όμως τα εθνογραφικά μουσεία των δυτικών μητροπόλεων νομιμοποιούνταν πλέον κοινωνικά; Πώς θα μπορούσαν να σταθούν κριτικά απέναντι σε πρακτικές βίαιης οικονομικής εκμετάλλευσης και ηγεμονίας των ιθαγενών πληθυσμών και της γης τους και ταυτόχρονα να διατηρήσουν τα υλικά τρόπαια της αποικιοκρατίας στις προθήκες τους; Κι αν τα μουσεία συνεχίζουν να κατέχουν τις συλλογές αυτές ως ιστορικά τεκμήρια μιας παρελθούσας εποχής, ποιος και πώς δικαιούται να μιλήσει γι’ αυτά;
Τα δομικά αυτά ερωτήματα θα καθορίσουν τη λειτουργία των εθνογραφικών οργανισμών από τη δεκαετία του ’80 και εξής, ωθώντας τα μουσεία στην ανάπτυξη δεσμών με τις κοινότητες αναφοράς των συλλογών τους. Οι εργαζόμενοι σε αυτά και όσοι μελετούν τον υλικό πολιτισμό μακρινών, εξωτικών και «εξωτικοποιημένων» πολιτισμών αφιερώνουν πλέον χρόνο και δύναμη για να δώσουν στους πάλαι ποτέ αποικιοκρατικούς οργανισμούς τους τη δυνατότητα να συνεχίσουν να υπάρχουν, όχι ως απομεινάρια ενός πολιτικού συστήματος ηγεμονίας πάνω στον Άλλον αλλά ως ζώνες επαφής: Ο όρος της Mary Lousie Pratt που στα κείμενα του James Clifford βρήκε ένα ιδανικό πλαίσιο ανάπτυξης, ορισμού και νοηματοδότησης, κατέστησε τα τελευταία χρόνια τα εθνογραφικά μουσεία χώρους επικοινωνίας ανάμεσα στη Δύση και τον υπόλοιπο κόσμο, ένα πεδίο ζυμώσεων ανάμεσα στις αναπαραστάσεις της πολιτισμικής ετερότητας και την ανθρωπολογική θεωρία (Clifford 1997). Οι επαγγελματίες των μουσείων επικοινωνούν και συνεργάζονται με απογόνους-μέλη εθνοτικών ομάδων, τους εμπλέκουν στις δράσεις και τις αποφάσεις τους αλλά και στη διαχείριση και ερμηνεία των μουσειακών συλλογών. Απόγονοι ινδιάνικων φυλών της Αμερικής και του Καναδά, για παράδειγμα, ερωτώνται για τη συμβολική σημασία των μουσειακών αντικειμένων, μετέχουν στις δράσεις των μουσείων, οι αναμνήσεις και οι απόψεις τους ενσωματώνονται στις εκθέσεις και, πράγμα ακόμα πιο εντυπωσιακό, αντικείμενα δανείζονται ή, σπανιότερα, επιστρέφονται στους συμβολικούς πλέον ιδιοκτήτες τους, στο πλαίσιο τελετών απότισης τιμής και σεβασμού στα θύματα της αποικιοκρατίας (εικ. 1, 2). Πρόκειται για εξελίξεις που αντικατοπτρίζουν όχι μόνο την ανάγκη των μουσείων να αποτινάξουν το αποικιοκρατικό παρελθόν τους και να υιοθετήσουν μια οπτική που δεν θέτει τη Δύση αναγκαστικό και μόνο πρωταγωνιστή στην παραγωγή γνώσης αλλά και να διευρύνουν το ακροατήριό τους, αμφισβητώντας τα ίδια την αυθεντία των επιμελητών τους.
Οι αλλαγές αυτές στο χαρακτήρα των εθνογραφικών μουσείων αφορούν όχι μόνο την αντιμετώπιση και πραγμάτευση της πολιτισμικής ετερότητας αλλά και την ίδια την συλλεκτική πολιτική τους (Geismar & Tilley 2003). Πώς αναπτύσσονται και επεκτείνονται οι συλλογές εξωτικών και πρωτόγονων τεχνουργημάτων στο παρόν; Τι από αυτό που παράγεται ως ιθαγενής τέχνη κρίνεται ως αυθεντικό έργο που αξίζει τον κόπο να αποκτηθεί από ένα εθνογραφικό μουσείο της Δύσης ή ακόμα και από ένα εθνικό μουσείο μιας πρώην αποικίας;
Άλλωστε οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης έχουν ανατρέψει αμετάκλητα τις παλιές και μάλλον απλουστευτικές κατηγοριοποιήσεις ανάμεσα στο εμείς και το αυτοί, το εδώ και το εκεί. Οι Άλλοι δεν είναι πλέον τόσο μακρινοί και εξωτικοί όσον ήταν, ή, μάλλον, όσο θεωρούνταν παλιότερα. Δεν ζουν μόνο μακριά αλλά και ανάμεσά μας: στις πολυεθνικές και πολυφυλετικές χώρες της Δύσης, στις μεγαλουπόλεις, τα σχολεία, τις αθλητικές ομάδες, τους δημόσιους χώρους, τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, στα ταξίδια και τις μετακινήσεις.
Αν, όμως, τόποι και ταυτότητες χάνουν τη στατικότητά τους και την οριοθετημένη σαφήνεια με την οποία τις περιέβαλλε η παραδοσιακή ανθρωπολογία, τότε τι θα δείξει το μουσείο και σε ποιον; Ποιος και εξ ονόματος τίνος θα αναλάβει την ερμηνεία και την κοινωνική ευθύνη που συνεπάγεται η μουσειακή «κατασκευή» της πολιτισμικής διαφοράς; Πώς μπορούν τα εθνογραφικά μουσεία να αποκτήσουν έναν σύγχρονο ιδεολογικό προβληματισμό και να ανταποκριθούν στις αλλαγές που θέτει το παγκόσμιο κοινωνικό και οικονομικό τοπίο, οι δημογραφικές αλλαγές που προκύπτουν από τις εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμού αλλά και η διαρκής άνοδος του εθνικισμού στην Ευρώπη;
Για τα θέματα αυτά, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και επαγγελματίες εθνογραφικών μουσείων από όλον τον κόσμο κατέθεσαν τον προβληματισμό τους στο καταληκτήριο συνέδριο του ευρωπαϊκού προγράμματος «Εθνογραφικά Μουσεία και Πολιτισμοί του Κόσμου» που διοργανώθηκε τον Ιούλιο του 2013 στην Οξφόρδη, ενώ πρότειναν τρόπους ώστε τα εθνογραφικά μουσεία να αποκτήσουν ουσιαστική συνάφεια και αλληλεπίδραση με τις παγκόσμιες συζητήσεις γύρω από την ταυτότητα, την ετερότητα, τον πολιτισμό και τις κοινωνικές αξίες του σήμερα. Το δεύτερο μέρος του κειμένου μου βασίζεται και εμπνέεται από την ανταλλαγή απόψεων που έγινε στο πλαίσιο του συνεδρίου αυτού (σημ. 1).
Τι είναι αυτό που κάνει μία έκθεση εθνογραφική; Στο συνέδριο έγινε πολλή συζήτηση για τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το εθνογραφικό μουσείο και το διαφοροποιούν από άλλα. Η Kavita Singh (σημ. 2) τα συνόψισε ως εξής:
-Η συλλογή και παρουσίαση της ιδιαιτερότητας του Άλλου.
-Η επιβολή του δικαιώματος ενός πληθυσμού να συλλέγει αντικείμενα άλλων, λόγω των γνώσεων και της εξουσίας που διαθέτει.
-Η συλλογή και παρουσίαση αντικειμένων, όχι τόσο λόγω της αισθητικής τους αξίας όσο λόγω της δύναμής τους να λειτουργούν ως μαρτυρίες του πολιτισμού από τον οποίο αποσπάστηκαν.
-Η προσπάθεια, εκ μέρους του μουσείου, αναπλαισίωσης των αντικειμένων και ανάδειξης ενός περασμένου ή και χαμένου πολιτισμικού πεδίου αναφοράς – στοιχείο που έχει συνδέσει τα εθνογραφικά μουσεία με τη μουσειογραφική πρακτική του διοράματος (αναπαραστάσεις, συχνά σε φυσικό μέγεθος, σκηνών της καθημερινής ζωής των υπό μελέτη πολιτισμών). Οι θεατρικές και ευρύτερα δραματικές δυνατότητες των διοραμάτων ασκούν έντονη επίδραση στο θεατή, γεγονός που έχει σταθεί αντικείμενο πολλαπλής κριτικής στη μουσειολογική ανάλυση εκθέσεων τα τελευταία χρόνια.
Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο, τείνουν πλέον να χαρακτηρίσουν τις (νοούμενες ως) καλές πρακτικές πολλών μη εθνογραφικών μουσείων, προκαλώντας μας, σύμφωνα με την Singh, να δούμε το μέλλον όλων των μουσείων ως θεμελιωδώς εθνογραφικό. Η αναπλαισίωση των αντικειμένων-μαρτυριών, και μάλιστα με τη χρήση ανακατασκευών, χαρακτηρίζει ιστορικές και αρχαιολογικές αναπαραστάσεις που, όπως και οι εθνογραφικές, παύουν πλέον να επικεντρώνονται αποκλειστικά και μόνο στον υλικό πολιτισμό και επεκτείνουν τις εκθέσεις και τις συλλογές τους στη λεγόμενη «άυλη» πολιτιστική κληρονομιά, στην προφορική ιστορία, τα ψηφιακά περιβάλλοντα κ.λπ. Η αντιπροσωπευτικότητα με βάση τα ιδιαίτερα εθνικά, εθνοτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά χαρακτηρίζει τα εθνικά μουσεία τέχνης και μεγάλες εικαστικές διοργανώσεις, όπως οι Μπιενάλε, όπου ο επιμελητής λειτουργεί ως εθνολόγος-μελετητής της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, ενώ η συλλογή, παρουσίαση και ερμηνεία τής ετερότητας χαρακτηρίζει τις δράσεις (εκθεσιακές, συλλεκτικές, εκπαιδευτικές) πολλών ενεργών μουσείων στον κόσμο.
Αλλά και το αντίστροφο συμβαίνει: επιστήμες ή κλάδοι επιστημών που μέχρι τώρα έβρισκαν ανάπτυξη σε ειδικούς μουσειακούς χώρους πλέον διαβαίνουν τις πύλες των εθνογραφικών μουσείων, διασαλεύοντας παλαιότερες επιστημολογικές βεβαιότητες, ενώ το μέλλον των εθνογραφικών μουσείων μοιάζει να κινείται ανάμεσα σε ποικίλους πειραματισμούς, στο άνοιγμα στον κόσμο της τέχνης και τις δυνατότητες που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία. Η τελευταία δεν διευκολύνει μόνο την επικοινωνία και τη διάδοση της γνώσης αλλά συμβάλλει και στην ανάπτυξη ουσιστικότερων δεσμών και συνεργασιών με τις κοινότητες αναφοράς (ιθαγενείς και μη), με αφορμή πάντα τις μουσειακές συλλογές και δράσεις (εικ. 3). Επίσης, την τελευταία δεκαετία, τα εθνογραφικά μουσεία δανείζονται στοιχεία των μουσείων ιστορίας ή τέχνης, καθώς αναζητούν έναν μουσειογραφικό σχεδιασμό, ένα design που να αποδίδει τους πολιτισμούς όχι ως αυτόνομους, ριζωμένους και αυτοτελείς και τον υλικό πολιτισμό ως σύνολο αυστηρά καθορισμένων κατηγοριών αντικειμένων, αλλά ως αφορμές για την κινητοποίηση κοινωνικών σχέσεων, ως ύλη που διαθέτει τη δική της κοινωνική βιογραφία (σημ. 3). Τέλος, ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι ευφάνταστοι τρόποι που τα εθνογραφικά μουσεία επινοούν για να ερμηνεύσουν τις συλλογές τους και κυρίως για να τις φέρουν κοντά στα ενδιαφέροντα του σύγχρονου κοινού. Πολλά μουσεία εμπλέκονται σε εικαστικά πρότζεκτ, παραχωρώντας άλλοτε τις μόνιμες συλλογές και άλλοτε τις αποθήκες τους ως δεξαμενή έμπνευσης για τους σύγχρονους καλλιτέχνες, ορισμένοι από τους οποίους δεν διστάζουν να σχολιάσουν εικαστικά την αποικιοκρατική ιστορία του μουσειακού οργανισμού που τους φιλοξενεί. Performance, δρώμενα, εικαστικά και μουσικά, εμπνευσμένα από τα εκθέματα, αποτελούν πλέον μια συνήθη πρακτική πολλών μουσειακών οργανισμών, οι οποίοι αφήνονται να οδηγηθούν, έστω και προσωρινά, σε νέες, πειραματικές προτάσεις σημασιοδότησης των εκθεμάτων τους (εικ. 4).
Παρά τον δυναμικό τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων εθνογραφικών μουσείων, οι πολιτικές και δημογραφικές προκλήσεις της εποχής μας, η άνοδος του εθνικισμού και του ρατσισμού στην Ευρώπη και οι σαρωτικές περικοπές στον πολιτισμό που έφερε η οικονομική κρίση, επηρεάζουν καθοριστικά τη μουσειολογική συζήτηση γύρω από το μέλλον των εθνογραφικών μουσείων.
Για πολλούς, οι αξίες της πολυπολιτισμικότητας που καλλιεργήθηκαν στη Δύση το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα –σε συνάρτηση με την αποαποικιοποίηση και τις τεράστιες μεταναστευτικές ροές στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική– έχουν συνθλιβεί υπό το βάρος των νέων πολιτικο-οικονομικών δεδομένων. H διάδοση της πολυπολιτισμικότητας που έφερε η παγκοσμιοποιημένη συνθήκη και οι τεμνόμενες πορείες ανθρώπων, κεφαλαίων, ιδεών και αγαθών, μοιάζουν, στις χώρες όπου κατεξοχήν συνυπάρχουν άνθρωποι με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές, να προσκρούουν σε ανοιχτές ή συγκαλυμμένες θεωρίες κοινωνικού αποκλεισμού. Πολιτικές οικονομικού στραγγαλισμού και πολιτικής απομόνωσης των μεταναστών (και των χωρών από τις οποίες προέρχονται), η έκρηξη της εγκληματικότητας, της ανεργίας και των κοινωνικής ανισότητας, η άμεσα συναρτώμενη επικράτηση συντηρητικών ή και ξενοφοβικών πολιτικών δυνάμεων, η θωράκιση των συνόρων ως πρακτική αποκλεισμού και η αναβίωση μιας εθνικής ατζέντας που θα επαναφέρει τις «αρετές» του πολίτη ενός πάλαι ποτέ εθνικού και ομοιογενούς κράτους μοιάζουν να επηρεάζουν απειλητικά τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, ακόμα και την επιβίωση των μετα-αποικιακών, ή σύμφωνα με τον James Clifford, μετα-εθνογραφικών μουσείων (σημ. 4).
H άνοδος της ακροδεξιάς στις χώρες της Ευρώπης έχει επίσης πρακτικές συνέπειες στη ζωή των μουσείων της. Πολιτικές εμποτισμένες με ρατσιστικές ιδέες αδυνατούν να δουν και να αντιληφθούν τη σημασία και την αξία των εθνογραφικών οργανισμών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως άσχετοι ή εχθρικοί προς την κυριαρχία του έθνους-κράτους. Έτσι, για παράδειγμα, το ακροδεξιών τάσεων «Κόμμα για την Ελευθερία» (PVV) στην Ολλανδία, το 2011 χαρακτήρισε τα εθνογραφικά μουσεία ως αντεθνικά λόγω της κριτικής που ασκούν στο αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας και υποστήριξε ότι οι χρηματοδοτήσεις προς αυτά θα έπρεπε να περικοπούν ή και να σταματήσουν τελείως. Όπως δήλωσε εκπρόσωπος του κόμματος, η πολλή ενασχόληση με την αποικιοκρατία κάνει τους επισκέπτες των εθνογραφικών μουσείων να αισθάνονται ένοχοι, «επομένως δεν χρειάζεται να χρηματοδοτούμε χώρους που θα μας κάνουν να μισούμε τον εαυτό μας» (σημ. 5).
Για τον Wayne Modest και άλλους ομιλητές του συνεδρίου, επιμελητές εθνογραφικών μουσείων και πανεπιστημιακούς δασκάλους, το εθνογραφικό μουσείο, το απόλυτο γέννημα της αποικιοκρατίας, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη μιας κριτικής ιστορικής σκέψης μεταξύ των επισκεπτών της νέας γενιάς (σημ. 6). Η συζήτηση και η κριτική αντιμετώπιση του αποικιοκρατικού εγχειρήματος, του ρατσισμού, του φυλετισμού και της βίας (και όχι η προσπάθεια αποσιώπησής τους), καλλιεργεί στο εσωτερικό των εθνογραφικών μουσείων μια διαφορετική, μη ευρωκεντρική λογική: φανερώνει τον πολιτικό (και πολιτικοποιημένο) ρόλο της ανθρωπολογίας κατά την αποικιοκρατία αλλά και σήμερα, δίνει φωνή σε εθνοτικές, θρησκευτικές και φυλετικές μειονότητες, μάχεται για κοινωνική δικαιοσύνη, καταδεικνύει την κατασκευή της πολιτισμικής νοσταλγίας για το πρωτόγονο και το εξωτικό και επισημαίνει την υβριδικότητα και την όσμωση, που με ποικίλους τρόπους χαρακτηρίζουν την πολιτισμική συνύπαρξη ανθρώπων και ομάδων. Εδώ και Εκεί. Τότε και Τώρα (εικ. 5).
Για τους περισσότερους εισηγητές του συνεδρίου ωστόσο, το εθνογραφικό μουσείο μπορεί και πρέπει να συμβάλει επίσης στην καλλιέργεια του διαπολιτιστικού διαλόγου και την αλληλοκατανόηση μεταξύ διαφορετικών εθνικών και εθνοτικών ομάδων –τόσο στο πλαίσιο του έθνους-κράτους όσο και σε υπερεθνικές συνθήκες– μέσα από μουσειακές πρακτικές, εκθέσεις, δράσεις και προγράμματα που φέρουν σε επαφή και αλληλεπίδραση τους κατοίκους ενός τόπου: πλειονότητες και μειονότητες με ποικίλες πολιτισμικές καταβολές (εικ. 6). Έτσι, η ανθρωπολογία και η μουσειολογία καθίστανται, μέσω της διαχείρισης της μουσειακής υλικής κληρονομιάς, δύο συναφείς και αλληλένδετοι τρόποι να βλέπει κανείς τα πράγματα, το παρελθόν και το παρόν (εικ. 7).
Τέλος, ως «ζώνη επαφής» το μουσείο επιτρέπει επίσης τη διαμόρφωση μιας κοσμοπολίτικης ταυτότητας που ενισχύεται από την ανάπτυξη του τουρισμού. Στο εθνογραφικό μουσείο, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να αισθανθεί πολίτης του κόσμου, να βιώσει την εμπειρία μίας διαπολιτισμικής επικοινωνίας, να αναπτύξει πολιτική ευαισθησία και ενσυναίσθηση απέναντι όχι μόνο στην έτερη αλλά και τη δική του ιδιαίτερη πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα. Μπορεί να καταλάβει πώς δημιουργείται το Εμείς και το Αυτοί, να αντιληφθεί πώς αποτυπώνεται η πολιτισμική διαφορά μέσα από την αναπαράσταση, να «δείξει» στους άλλους αυτό που ο ίδιος είναι και αισθάνεται. Η ενεργός συμμετοχή των μουσείων στην αντιμετώπιση της δυσανεξίας απέναντι στον κοντινό ή μακρινό Άλλο μοιάζει πιο επείγουσα και επιτακτική από ποτέ, στους ξενόφοβους καιρούς της οικονομικής κρίσης.
Αν οι Άλλοι μας αφορούν, τότε ίσως ήρθε η στιγμή να αποδεχθούμε ότι η μουσειακή κατασκευή της πολιτισμικής ετερότητας δεν σχετίζεται μόνο με το παρελθόν, ξεχασμένες φυλές και εξωτικούς πολιτισμούς. Σχετίζεται κυρίως με το παρόν, τη διαπολιτισμική ερμηνεία των πραγμάτων και την εναγώνια προσπάθεια να ζήσουμε καλύτερα σε έναν κόσμο που όλοι μοιραζόμαστε.
Εσθήρ Σολομών
Λέκτωρ Μουσειολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
1. Η επιστροφή ιερών αντικειμένων από τις συλλογές του National Museum of the American Indian στη φυλή Yurok το 2010 αποτελεί μία από τις σημαντικότερες σε έκταση κινήσεις επανατρισμού μουσειακών αντικειμένων στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Μία συμβολική τελετή έλαβε χώρα στο Klamath της Καλιφόρνιας, για χιλιετίες τόπο διαμονής των μελών της φυλής. Για τον εκπρόσωπο των Yurok, «η επιστροφή των αντικειμένων ισοδυναμεί με την επιστροφή στο σπίτι ενός αιχμαλώτου πολέμου». [εικ. 1. http://www.sfgate.com/news/article/Yurok-Indians-exult-at-return-of-sacred-cache-3256073.php#photo-2405357, πρόσβαση: 2/10/2014]
2. Τον Ιούνιο του 2014, ο διευθυντής του Λαογραφικού Μουσείου της Νορβηγίας στο Όσλο συμφώνησε να επαναπατρίσει 2000 περίπου αντικείμενα (τα μισά της συλλογής) σε μουσεία της εθνότητας των Sami, τους κατοίκους της Λαπωνίας. Η απόφαση απορρέει από τις νομικές υποχρεώσεις της Νορβηγίας προς τις ιθαγενείς μειονότητες της χώρας και ενθαρρύνει τους Σάμι να αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στη διαχείριση της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. [εικ. 2. http://www.norskfolkemuseum.no/en/Collections/The-Sami-Collections/Return-of-Sami-Cultural-Heritage/, πρόσβαση: 2/10/2014]
3. To Άλμπουμ του Θιβέτ (The Tibet Album) είναι ένα εικονικό μουσείο, το οποίο παρέχει πρόσβαση σε 6.000 φωτογραφίες που τράβηξαν μέλη της βρετανικής ελίτ στο Θιβέτ στο διάστημα 1920-1950 και ανήκουν κατά κύριο λόγο στα αρχεία του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο και του Μουσείου Pitt Rivers στην Οξφόρδη. Πρόκειται για ένα αποκαλυπτικό υλικό που φανερώνει τον πολιτισμό της περιοχής στη δεδομένη ιστορική περίοδο, το βρετανικό βλέμμα σε αυτήν καθώς και το ρόλο του Θιβέτ στο βρετανικό φαντασιακό. Μέσω της διαδικτυακής πρόσβασης, παρέχεται στον επισκέπτη πλήθος δυνατοτήτων εξερεύνησης του αρχείου, σύνδεσής του με πρόσωπα πράγματα και τοποθεσίες, συγκρίσεων κ.ά., ενώ ενθαρρύνονται και πιο θεωρητικές προσεγγίσεις του υλικού που αναδεικνύουν τις ιστορικές δυνατότητες της φωτογραφίας, τη βιογραφία της αλλά την κριτική ανάλυση μιας οπτικής ιστορίας του Θιβέτ (σημ. 7). Πέρα από τη δομή και τις δυνατότητες χρήσης της ψηφιακής αυτής βάσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η απήχηση του άλμπουμ μεταξύ των χρηστών του και η δημιουργία ψηφιακών κοινοτήτων μνήμης και νέων κοινωνικών σχέσων μεταξύ των μελών ενός έθνους που δεν αναγνωρίζεται επίσημα. Θιβετιανοί εξόριστοι ανά τον κόσμο σχολιάζουν και ανταλλάσσουν φωτογραφίες και πληροφορίες του αρχείου μέσω του διαδικτύου, αναπλάθοντας τον τόπο καταγωγής τους και την ταυτότητά τους, ακόμα και την οικογενειακή τους ιστορία. Η «ρευστή οντολογία» του ψηφιακού αρχείου, πολύ πιο ευέλικτη από τις κατηγοριοποιήσεις των φυσικών αντικειμένων στο μουσείο, και ο τρόπος διάδοσής τους σε ένα ευρύ, υπερτοπικό και υπερεθνικό κοινό καλεί σε μία εθνογραφική προσέγγιση των τρόπων χρήσης και κατανάλωσης του μουσειακού αποθέματος, ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των εικονικών επισκεπτών του. [εικ. 3. http://tibet.prm.ox.ac.uk/index.php, πρόσβαση: 10/10/2014]
4. H ιστορία και οι συλλογές των εθνογραφικών μουσείων συνιστούν αφορμή, θέμα ή πηγή έμπνευσης σύγχρονων εικαστικών δράσεων, ενώ καλλιτέχνες φιλοξενούνται και παράγουν έργα στους χώρους τους. Η Nathalie Mba Bikoro, καλλιτέχνις από την Γκαμπόν, παρουσιάζει συχνά δράσεις γύρω από θέματα κοινοτικής μνήμης και κληρονομιάς. Το 2013, στο πλαίσιο της έκθεσης του Smithsonian National Museum of African Art Earth Matters: Land as Material and Metaphor in the Arts of Africa, η Bikoro έδωσε performance, μέσω της οποίας ο θεατής καλούνταν να αναγνωρίσει τις συνέπειες της σχέσης του με τους φυσικούς πόρους του πλανήτη. [εικ. 4. http://africa.si.edu/exhibits/earthmatters/bikoro.html, πρόσβαση: 9/10/2014]
5. Η έκθεση του εθνογραφικού μουσείου του Quai Branly στο Παρίσι παρουσιάζει την καλλιέργεια της ιδέας ενός εξωτικού παραδείσου που η αμερικάνικη ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’60 ταύτισε με τους πολιτισμούς της Πολυνησίας. Τα τίκι, τα ξυλόγλυπτα που θεωρήθηκε ότι χαρακτήριζαν όλους τους πολιτισμούς της περιοχής και συγκεντρώθηκαν σε μεγάλους αριθμούς στα μητροπολιτικά εθνογραφικά μουσεία, καθόρισαν τη διασκέδαση, την τουριστική φαντασία, ακόμα το στυλ χώρων εστίασης και μαζικής κουλτούρας στην Αμερική. Χρησιμοποιούνται από την έκθεση ως αφορμές για αναστοχασμό γύρω από τη σημασία και την καλλιέργεια της πολιτισμικής νοσταλγίας. [εικ. 5. http://www.quaibranly.fr/fr/programmation/expositions/expositions-passees/tikipop.html, πρόσβαση: 9/10/2014]
6. Με αφορμή τις συλλογές ινδονησιακών αντικειμένων του, το Tropenmuseum του Άμστερνταμ διοργανώνει μια σειρά ανοιχτών διαλόγων με το κοινό. Γιατί το μουσείο στη μέχρι τώρα πορεία του δεν συνέλεγε και δεν κατηγοριοποιούσε τα αντικείμενα των συλλογών του, από τις πλουσιότερες στον κόσμο, ως ισλαμικά; Το μουσείο στοχάζεται και κρίνει παλαιότερες και νεότερες μουσειακές κατηγοριοποιήσεις του υλικού πολιτισμού, εντάσσοντας τις συζητήσεις αυτές σε δράσεις κατά της καλλιεργούμενης ισλαμοφοβίας στην Ολλανδία και αλλού. [εικ. 6. http://tropenmuseum.nl/en/debate/History-of-Disregard, πρόσβαση: 2/10/2014]
7. To Μουσείο Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα λειτουργίας σύγχρονου εθνογραφικού μουσείου, χαρακτηριστικού των τάσεων που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια στο χώρο. Σύμφωνα με τη δήλωση αποστολής του μουσείου (mission statement), το ΜΟΑ «πρόκειται να γίνει ένα από τα κυριότερα κέντρα στον κόσμο για την έκθεση, τη διδασκαλία και την έρευνα του διεθνούς οπτικού, άυλου και επιτελεστικού (performative) πολιτισμού και της κριτικής μουσειολογίας, ενώ θα παρέχει ένα εξελισσόμενο περιβάλλον προκειμένου οι επισκέπτες να αποκτήσουν γνώσεις για τους ίδιους και για άλλους και να προσεγγίσουν σύγχρονα και ιστορικά ζητήματα από διαφορετικές οπτικές. Το μουσείο θα ενισχύει το διεθνές προφίλ του, ενώ θα εργάζεται τοπικά, διατηρώντας και ενισχύοντας το ενδιαφέρον του για τις ιθαγενείς κοινότητες της περιοχής. Θα αγκαλιάζει τη διεπιστημονικότητα και τις πρωτοπόρες συνεργασίες. Θα προσφέρει καινοτόμες εκθέσεις και προγράμματα που θα απελευθερώνουν τη φαντασία και θα ενθαρρύνει την πλήρη συμμετοχή ερευνητών και φοιτητών στη λειτουργία του». [http://www.moa.ubc.ca/ πρόσβαση: 2/10/2014]. Η εξεύρεση της ισορροπίας ανάμεσα στην ακαδημαϊκή έρευνα, την έμφαση στην τέχνη, τις πιέσεις που ασκούν στο μουσείο οι ιθαγενείς κοινότητες και την εξασφάλιση πόρων για δαπανηρά προγράμματα αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το μουσείο σήμερα. [James Clifford, “May you live in interesting times”: The Ethnographic Museum Today, http://www.prm.ox.ac.uk/PRMconference_lectures.html, πρόσβαση: 2/8/2014).