Μιχάλης Α. Τιβέριος, Πλαστές αρχαιότητες και παραχάραξη της ιστορίας – Η περίπτωση ενός εικονογραφημένου μολύβδινου ελάσματος, έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2014, 113 σελ.
ISBN: 978-960-250-609-7
Η κατασκευή πλαστών ή κίβδηλων αρχαιοτήτων συνιστά ένα μείζονος σημασίας ζήτημα, στο οποίο δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα η δέουσα σημασία. Με τις πλαστές ή κίβδηλες αρχαιότητες παραπλανάται η αρχαιολογική έρευνα, παραχαράσσεται η ιστορική αλήθεια, παραμορφώνεται η εικόνα του παρελθόντος.
Στη μελέτη αυτή ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι ένα μολύβδινο έλασμα από τη Σικελία, που σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ακράγαντα και φέρει εγχάρακτη διονυσιακή σκηνή με πλοίο, είναι πλαστό. Στη συνέχεια εξετάζει τις επιπτώσεις που είχε στην έρευνα η εκτίμηση ότι το έλασμα ήταν γνήσιο και διερευνά το ζήτημα των πλαστών αρχαιοτήτων από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, όλες οι κατηγορίες μνημείων της αρχαίας ελληνικής τέχνης έχουν αποτελέσει πηγές έμπνευσης για την κατασκευή πλαστών έργων. Εξάλλου, έργα κίβδηλα ή πλαστά δεν ήταν άγνωστα και στην ελληνική αρχαιότητα. Πλαστές δημιουργίες απαντούν και στο χώρο της αρχαίας φιλολογίας. Έχουν διασωθεί κείμενα, για παράδειγμα λόγοι, διάλογοι ή επιστολές, που από την αρχαιότητα αποδίδονταν λανθασμένα σε μεγάλες πνευματικές μορφές, όπως στον Πλάτωνα και τον Ισοκράτη. Τα κίνητρα για την κατασκευή πλαστών ή κίβδηλων έργων είναι ποικίλα και μερικές φορές συνυπάρχουν στην ίδια περίπτωση περισσότερα από ένα. Βέβαια, το πιο συνηθισμένο κίνητρο είναι η προσδοκία οικονομικού οφέλους. Η πλαστουργία κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως η κιβδηλοποιία θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως παραβατικές πράξεις που στρέφονται κατά της ιστορίας, της δημόσιας πίστης και γενικότερα κατά της κοινωνίας.
Ο Μιχάλης Α. Τιβέριος γεννήθηκε στην Άνδρο (1947). Από το 1975 ανήκει στο διδακτικό προσωπικό του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 εξελέγη καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας. Διηύθυνε τις πανεπιστημιακές ανασκαφές στη Σίνδο (1990-2002) και στο Καραμπουρνάκι (1994-2013). Υπήρξε μέλος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την ΟΥΝΕΣΚΟ (1992-1994) και του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας (1994-1998, 2001-2004, 2008-2009). Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (από το 1995), του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού (από το 2014)· του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (από το 2014)· του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου (από το 1989), της Academia Scientiarum et Artium Europaea (από το 1993), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών (από το 1988) κ.ά. Το 1999 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Βέρνης, ενώ το 2011 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.