Οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι βυζαντινοί Βίοι Αγίων σχετικά με την παρασκευή και τη συλλογή μελιού είναι ιδιαίτερα πλούσιες και ίσως μοναδικές. Tους πιο αντιπροσωπευτικούς Βίους ως προς το θέμα –και μάλιστα αυτούς που αναφέρονται στη βυζαντινή νότια Ιταλία, την Καλαβρία, την Κρήτη και τη νοτιο-δυτική Μικρά Ασία, κυρίως την περιοχή της ορεινής Αττάλειας– επέλεξε να παρουσιάσει ο ερευνητής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Ηλίας Αναγνωστάκης στο Διεθνές Συμπόσιο «Η Μελισσοκομία στη Μεσόγειο από την αρχαιότητα έως και σήμερα: ιστορικά ευρήματα και επίκαιρα θέματα», το οποίο θα πραγματοποιηθεί στη Σύρο, στις 9-11 Οκτωβρίου 2014.
Όπως θα αναφέρει ο κ. Αναγνωστάκης στην ανακοίνωσή του, που έχει τίτλο «Άγριο και οικόσιτο μέλι στους μεσοβυζαντινούς Βίους Αγίων: θέματα παρασκευής, συλλογής και κατανάλωσης»: «Το νοητό τόξο που σχηματίζεται από αυτές τις περιοχές χαρακτηρίζεται κλιματολογικά σε μεγάλο βαθμό ως ξηροθερμικό, με εύκρατες παραθαλάσσιες ή νησιωτικές περιοχές παραγωγής μελιού, αλλά και με μεγάλους ορεινούς όγκους, δρυμούς, φαράγγια και οροπέδια ηπειρωτικού κλίματος. Οι περιοχές αυτές από τα αρχαία και βεβαίως τα βυζαντινά χρόνια μέχρι και σήμερα φημίζονται για το μέλι τους. Το μέλι του Ροσσάνου στην Καλαβρία και το μέλι της Κρήτης, των ξηροθερμικών αυτών περιοχών της Μεσογείου, ήταν φημισμένο και περιζήτητο από γιατρούς, Βυζαντινούς και Άραβες.
»Για τη μέση Βυζαντινή περίοδο, διαπιστώνουμε στις περιοχές αυτές μια ειδική φροντίδα για τη μελισσοκομία, δημιουργία μελισσόκηπων, μελισσουργείων. Λαμβάνονται ειδικά μέτρα προστασίας κατά των άγριων ζώων που καταστρέφουν τις κυψέλες, και γίνεται μια συντονισμένη αντικατάσταση του άγριου με το οικόσιτο μέλι. Σε μια περίπτωση μάλιστα στην περιοχή της Αττάλειας, οι μοναχοί προτρέπουν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την επικίνδυνη συλλογή του άγριου μελιού από τους απόκρημνους βράχους των βουνών και να οδηγηθούν στη δημιουργία μελισσουργείων.
»Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε και τη μοναδική περιγραφή συλλογής άγριου μελιού (θεωρείται η πρώτη σχετική μαρτυρία στον Δυτικό κόσμο). Η περιγραφή αυτή κυριολεκτικά μπορεί να υπομνηματίσει σύγχρονο φωτογραφικό υλικό από την περιοχή των Ιμαλαΐων. Το σημαντικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι περιγράφεται μοναδικά η διαδικασία της μετάβασης από τη συλλογή άγριου μελιού στο οικόσιτο μέλι. Οι μοναχοί προθυμοποιούνται να παρέχουν στους κατοίκους της περιοχής μέλι από τα μελίσσια της μονής. Τούτο σημαίνει ότι είτε έχουμε να κάνουμε με ένα μεταβατικό στάδιο, δηλαδή παρέχουν μέλι μέχρι τη δημιουργία νέων κυψελών, ώστε να έχουν το δικό τους το μέλι, είτε η παραγωγή στη μονή ήταν άφθονη, είχε πλεόνασμα προς διανομή. Αλλά η διανομή του οικόσιτου μελιού μας οδηγεί και σε μια άλλη διαπίστωση, ότι μάλλον δεν γινόταν μεγάλη κατανάλωση μελιού στις μοναστικές κοινότητες εξαιτίας συγκεκριμένων ρυθμίσεων των Τυπικών των μονών. Και αυτό αποτελεί ένα από τα ερωτήματα που με ευκολία θα απαντήσουμε, στηριζόμενοι και στην ονομασία που φέρει μοναστικό μελισσουργείο στην Κρήτη: κεριανός. Ο χώρος που φυλάσσονται οι 150 κυψέλες της μονής παίρνει το όνομά του από το προϊόν που κυρίως ενδιαφέρει τους μοναχούς, το κερί. Οι μονές ενδιαφέρονταν πρώτιστα για το κερί και δημιουργούσαν τις υποδομές για τη χωρίς πρόβλημα πρόσβαση σε αυτήν την πρώτη ύλη.
»Συνεπώς η οικόσιτη παραγωγή, σε αντίθεση με την επικινδυνότητα και το απρόβλεπτο ή τυχαίο που χαρακτηρίζει την άγρια παραγωγή, αποτελούσε μια από τις προτεραιότητες των μονών που τελικά συνέβαλαν στην εξάπλωση της μελισσοκομίας στο Βυζάντιο».