Το ερευνητικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα EuNaMus (European National Museums: Identity Politics, the Uses of the Past and the European Citizen) χρηματοδοτήθηκε από το 7ο Πλαίσιο Έρευνας για τις κοινωνικο-οικονομικές και ανθρωπιστικές επιστήμες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 2010-2013. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 8 πανεπιστήμια από ισάριθμες ευρωπαϊκές χώρες: το Πανεπιστήμιο του Linköping (Σουηδία, επικεφαλής του προγράμματος), το Πανεπιστήμιο του Όσλο (Νορβηγία), το Πανεπιστήμιο του Leicester (Βρετανία), το Πανεπιστήμιο Παρίσι ΙΙ (Σορβόννη, Γαλλία), το Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο (Ουγγαρία), το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια (Ιταλία), το Πανεπιστήμιο του Τάρτου (Εσθονία) και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Ελλάδα).
Κεντρικός στόχος του προγράμματος ήταν να μελετήσει και να κατανοήσει τα εθνικά μουσεία ως πολιτιστικές και πολιτικές κατασκευές, που σήμερα καλούνται όχι μόνον να επιβιώσουν και να επαναπροσδιοριστούν μέσα σε ένα νέο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και επιστημονικό πλαίσιο, αλλά και να παρουσιάσουν στο κοινό τις αλλαγές που συντελούνται μέσα σε αυτό το πλαίσιο στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Το πρόγραμμα είχε ως στόχο τα εξής:
(α) να ορίσει το εθνικό μουσείο σε όλη του την πολλαπλότητα, μέσω της συστηματικής συγκριτικής μελέτης της δημιουργίας εθνικών μουσείων στο πλαίσιο της συνολικής πολιτιστικής εξέλιξης της Ευρώπης,
(β) να μελετήσει τις ιστοριογραφικές πρακτικές που βρίσκονται πίσω από την παρουσίαση του παρελθόντος που επιχειρούν τα εθνικά μουσεία ώστε να διαμορφώσουν συλλογικές ευαισθησίες, έννοιες κοινότητας και «ανήκειν» σε εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο,
(γ) να αναδείξει τον υλικό πολιτισμό που ενώνει και ορίζει την Ευρώπη, τις κοινές αξίες και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της,
(δ) να προβληματίσει και να προβληματιστεί για την πολιτιστική πολιτική και την εφαρμογή της στα εθνικά μουσεία – με άλλα λόγια, να εξετάσει πώς τα εθνικά μουσεία έχουν αποκτήσει το ρόλο που κατέχουν ως κοινωνικοί δράστες και ποιοι καθορίζουν αυτόν το ρόλο,
(ε) να ερευνήσει το ρόλο του Ευρωπαίου πολίτη ως ενεργού συμμέτοχου στη δημιουργία νοήματος στα εθνικά μουσεία,
(στ) να δημιουργήσει, εν ολίγοις, ευέλικτα εργαλεία και γνώση που να μπορούν να αξιοποιηθούν από τους επαγγελματίες των μουσείων οι οποίοι χαράσσουν πολιτιστική πολιτική, και το κοινό, για να διευκολυνθεί η λειτουργία των μουσείων ως χώρων διαλόγου για το τι σημαίνει να ανήκει κάποιος σε ένα έθνος, αλλά και στην Ευρώπη.
Δεδομένης της ευρύτητας του όρου «εθνικό μουσείο», στην πρώτη φάση του προγράμματος καταλήξαμε σε έναν ορισμό που ικανοποιούσε τους ερευνητικούς στόχους και επέτρεπε τη συνολική μελέτη του φαινομένου. Έτσι, ο όρος «εθνικό μουσείο» χρησιμοποιήθηκε ως ένας όρος ευρύς, ο οποίος αναφέρεται σε συλλογές και εκθέσεις που στόχο έχουν να παρουσιάσουν, να εκθέσουν αναλυτικά, να εκφράσουν και να διαπραγματευτούν τις κυρίαρχες εθνικές αξίες, τους μύθους και τις πραγματικότητες μιας εθνικής οντότητας (Aronsson 2011).
Η μεθοδολογία της έρευνας υπήρξε σε όλα τα στάδια συγκριτική, διεπιστημονική και πολυδιάστατη. Εστιάζοντας ιδιαιτέρως στις εκφράσεις της πολιτιστικής ταυτότητας μέσω των εθνικών μουσείων, το EuNaMus κατέγραψε διαφορές και ομοιότητες στην ευρωπαϊκή μουσειακή σκηνή αναζητώντας στοιχεία για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η Ευρώπη στο μέλλον και ποιος είναι ο ρόλος των πολιτιστικών ιδρυμάτων σε αυτό το μέλλον.
Στις επόμενες ενότητες θα παρουσιάσω εν συντομία κάποιες σκέψεις που προκύπτουν από τις ερευνητικές δραστηριότητες του προγράμματος και αφορούν στο παρόν και στο μέλλον των ευρωπαϊκών εθνικών μουσείων. Το σύνολο των αποτελεσμάτων του EuNaMus είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο http://www.ep.liu.se/eunamus/outcomes.html.
Τα εθνικά μουσεία αναλαμβάνουν πολλούς ρόλους, επηρεάζονται από την ιστορική πορεία του έθνους στο οποίο ανήκουν και επιλέγουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο παρελθόν. Ο ρόλος τους μπορεί να είναι δυναμικός, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις που αναλαμβάνουν να εκφράσουν εθνικές ομάδες πριν ακόμη αυτές μορφοποιηθούν σε έθνος-κράτος (ενδεικτικά, βλ. το Μουσείο Ιστορίας της Καταλωνίας), ή παθητικός και αδύναμος, όπως στις περιπτώσεις που δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών και να καλύψουν νέες και διαφορετικές ανάγκες νεοσύστατων κρατών (ενδεικτικά, βλ. το Εθνικό Μουσείο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης). Συχνότερα, όμως, τα εθνικά μουσεία παίρνουν το ρόλο του επίσημου εκφραστή της αντίληψης του κράτους για το παρελθόν και την ιστορία και εκφράζουν τη «μεγάλη ιστορική αφήγηση» του τόπου. Έτσι, το εθνικό μουσείο γίνεται χώρος σταθεροποίησης και αποκρυστάλλωσης αντιλήψεων και ιδεών.
Ο ρόλος και η δράση κάθε εθνικού μουσείου προφανώς δεν παραμένουν σταθερά, αλλά αλλάζουν, ανάλογα με τις ιστορικές εξελίξεις και τα ζητήματα που αντιμετωπίζει το έθνος στο οποίο το μουσείο ανήκει. Με βάση τη συγκριτική μελέτη της ιστορίας των ευρωπαϊκών μουσείων, που έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος (βλ. Aronsson & Elgenius 2011), διακρίθηκαν τρεις γενικές κατηγοριοποιήσεις που αφορούν στη σχέση μεταξύ εθνικού μουσείου και ιστορικής πορείας του κράτους στο οποίο αυτό ανήκει:
(α) Στις περιπτώσεις χωρών που έχουν παρελθόν αυτοκρατορίας (π.χ. Βρετανία, Γαλλία), τα εθνικά μουσεία συνήθως αποτελούν χώρους επίδειξης πολιτιστικών αγαθών που έχουν συγκεντρωθεί από εκείνη την περίοδο. Τα πολιτιστικά αγαθά εκτίθενται ως αποτελέσματα του θριάμβου της επιστήμης και του διαφωτισμού, ενώ οι σκοτεινές πλευρές του ρατσισμού και του εθνικισμού αποκρύπονται επιμελώς.
(β) Μεγάλα κράτη που έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα συγχωνεύσεων (π.χ. όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, η Ισπανία, και η Ρωσία, αλλά και η Βρετανία και η Γαλλία που ανήκουν και στην προηγούμενη κατηγορία) ακολουθούν παρόμοια μοτίβα. Μεγάλα μουσεία, όπως το Βρετανικό, επιχειρηματολογούν συστηματικά για την πανανθρώπινη σημασία τους και το ρόλο τους ως «παγκόσμια μουσεία» προκειμένου να διατηρήσουν τα αντικείμενα τα οποία κατέχουν και τα οποία συγκέντρωσαν μεταφέροντας στο κέντρο πολιτιστικά αγαθά από την περιφέρεια. Καθώς πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν αποικιοκρατικό παρελθόν, αυτό το επιχείρημα το επικαλούνται και άλλες χώρες, που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, όπως, για παράδειγμα, η Σουηδία, προκειμένου να διατηρήσουν τις συλλογές τους. Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως η Ιταλία (αλλά και η Ελλάδα) επιμένουν στην επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών στον τόπο δημιουργίας τους και στην ανάγκη δημιουργίας εθνικών συνόλων πολιτιστικών αγαθών.
(γ) Τα νέα έθνη-κράτη, αυτά δηλαδή τα οποία δημιουργήθηκαν μετά από τη διάλυση αυτοκρατοριών και ευρύτερων πολιτικών σχηματισμών, αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών. Συνήθως έχουν εθνικά μουσεία που παρουσιάζουν μια πιο συνεκτική και εστιασμένη ιστορία της μακρόχρονης πολιτιστικής τους πορείας. Χρησιμοποιούν ένα κοινό μοτίβο στην ανάπτυξη των εκθέσεών τους: αυτές έχουν συνήθως ως αφετηρία την προϊστορία και επιχειρηματολογούν για τη διατήρηση της συνέχειας και συνοχής της πολιτιστικής ιστορίας της χώρας, ακόμη και στις περιπτώσεις πολιτικής κατοχής από άλλες χώρες. Όσο πιο ευάλωτη ήταν, ή συνεχίζει να είναι, η διαδικασία της δημιουργίας του κράτους, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ένα συνεκτικό και ξεκάθαρο επιχείρημα για την ύπαρξη μιας ιστορικής κοινότητας. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται κράτη που προήλθαν από διαφορετικές ιστορικές διαδρομές: τη συνένωση περιοχών (π.χ. Γερμανία, Ιταλία), τη διάλυση παλαιότερων αυτοκρατοριών (π.χ. Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Τσεχία, Ουγγαρία, χώρες της Βαλτικής και βαλκανικές χώρες), την απελευθέρωση από το αποικιακό καθεστώς (π.χ. Ιρλανδία, Μάλτα, Κύπρος, Ισλανδία). Στην ίδια κατηγορία, όμως, εντάσσονται και έθνη τα οποία δεν έχουν, ακόμη τουλάχιστον, κρατική οντότητα, όπως η Ουαλία, η Σκωτία, οι Λάπωνες (Sami people) στη Σκανδιναβία, η Καταλωνία κ.λπ. Παλαιά κράτη που μεταβλήθησαν σε εθνικά κράτη (όπως η Πορτογαλία, η Σουηδία, η Δανία, η Ελβετία) μπορεί να είναι πιο χαλαρά στη στάση τους για ένα σαφές και ισχυρό επιχείρημα ιστορικής συνέχειας, από τη στιγμή που τέτοια επιχειρήματα συνήθως υπονοούν την παρουσία ενός αντιπάλου και δείχνουν ανασφάλεια.
Βεβαίως, αυτές οι γενικές αρχές, που μας βοηθούν αφενός να κατηγοριοποιήσουμε τα ευρωπαϊκά εθνικά μουσεία, αφετέρου να κατανοήσουμε, κατά κάποιο τρόπο, τις αφηγήσεις τους, δεν είναι απόλυτες. Από τη στιγμή που η δημιουργία ενός μουσείου, και μάλιστα εθνικού, είναι αποτέλεσμα επιλογών που γίνονται από πολλούς και διαφορετικούς «δράστες», υπάρχουν πολλά περιθώρια για διαφοροποίηση που συνδέεται με συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, συγκρούσεις και διαφωνίες σε επίπεδο τοπικό, τον διαφορετικό βηματισμό αλλαγής για κάθε έθνος-κράτος, καθώς και διαφορετικού τύπου εσωτερικές και εξωτερικές απειλές. Καθώς οι δυνάμεις που ενεργοποιούνται κάθε φορά για τη δημιουργία ενός μουσείου ποικίλλουν, τα αποτελέσματα επίσης ποικίλλουν. Έτσι, η δημιουργία ενός εθνικού μουσείου αποδεικνύεται μια σύνθετη δραστηριότητα, στην οποία συνυπολογίζονται, και οφείλουν να συνυπολογίζονται, πολλές και διαφορετικές παράμετροι.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των εθνικών μουσείων είναι ότι όχι μόνο συγκροτούνται μέσα από δυναμικές διαδικασίες, αλλά επιπλέον καλούνται να παρουσιάσουν τη διαχείριση αυτών των δυναμικών διαδικασιών. Με άλλα λόγια, επιλέγουν πώς θα παρουσιάσουν την ιστορία. Συνήθεις στρατηγικές επιλογές είναι οι εξής:
(α) Η σιωπή: συγκρούσεις, αμφισβητήσιμα ζητήματα και εναλλακτικές αναγνώσεις του παρελθόντος και του παρόντος αγνοούνται και δεν αναφέρονται καθόλου. Αυτή είναι μια πολύ βασική και συνήθης τακτική των εθνικών μουσείων, η οποία καλύπτεται από την «αντικειμενικότητα» και την ευθύνη των μουσείων «να μην παίρνουν θέση». Παρά τις διακηρύξεις, όμως, είναι συνήθως εύκολο για έναν εξωτερικό παρατηρητή να διακρίνει τις επιλογές που κάθε φορά γίνονται, και οι οποίες είναι εξίσου πολιτικές και συχνά ακόμη ηχηρότερες από τις όποιες προσπάθειες αντικειμενικότητας. Μόνον όταν επιτευχθεί ισχυρή κοινωνική συναίνεση, «δύσκολα ζητήματα» εντάσσονται στη μουσειακή αφήγηση.
(β) «Ενορχήστρωση της διαφορετικότητας»: στην πράξη αυτό σημαίνει αναγνώριση της διαφοράς, αλλά αφομοίωση της πολυπλοκότητας σε μία σύνθεση που επιδιώκει να υποστηρίξει την «ενότητα στη διαφορά». Στις περιπτώσεις αυτές η κοινότητα του εθνικού μουσείου διευρύνεται χωρίς να ορίζεται ένας εξωτερικός εχθρός. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται συχνά να εκφραστούν στο εθνικό μουσείο τοπικές και ταξικές διαφορές, ενώ πολλές φορές στις μέρες μας αυτή η ένταξη περιλαμβάνει και μειονότητες, όπως οι μετανάστες.
(γ) Προσπάθεια να συνεχιστεί η ζωή μετά από τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος: στις περιπτώσεις αυτές τα εθνικά μουσεία θίγουν ανοικτά τις συγκρούσεις του παρελθόντος και το μουσείο λειτουργεί ως ένα εργαλείο για την αποκατάσταση της ηθικής, αν μη τι άλλο, τάξης, παράλληλα με το νομικό και το πολιτικό σύστημα. Ο στόχος στις περιπτώσεις αυτές είναι η συμβίωση με το παρελθόν και η αναγνώριση ευθυνών για πράξεις του παρελθόντος με συνέπειες στο παρόν (για παράδειγμα, σε περιπτώσεις μειονοτήτων όπως οι Λάπωνες, αλλά και για θέματα όπως το Ολοκαύτωμα, το ιρλανδικό ζήτημα, κ.λπ.).
(δ) Τήρηση αποστάσεων από το παρελθόν για την οικοδόμηση ενός νέου μέλλοντος: στις περιπτώσεις αυτές, ο στόχος μπορεί να είναι να ξεπεραστεί το παρελθόν, ή να οικοδομηθεί ένα μέλλον που δεν θα επηρεάζεται από το παρελθόν. Βεβαίως, οι περιπτώσεις αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολες, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει κάθαρση χωρίς αντιμετώπιση των τραυμάτων του παρελθόντος. Οι μελανές σελίδες της ιστορίας της ίδιας της κοινότητας αποτελούν το δυσκολότερο στην αντιμετώπισή του θέμα. Από την άλλη πλευρά, η προσπάθεια δημιουργίας μιας «αποστασιοποιημένης ιστορίας» υπερβολικά γρήγορα ως προς το χρόνο ή μέσω της σιωπής κάνει το παρελθόν να επιστρέφει ακόμη πιο καταστροφικό (βλ. για παράδειγμα, τα θέματα επαναπατρισμού ως μέρος των μετα-αποικιακών σχέσεων, την κατοχή από τους Ναζί ή το σοβιετικό καθεστώς).
(ε) Αναπαράσταση που στόχο έχει να κινητοποιήσει την κοινότητα: δεν λείπουν φυσικά εθνικά μουσεία τα οποία παίρνουν θέση έναντι συγκρούσεων που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και γίνονται μέτοχοι σε πολιτικές αντιπαλότητες. Σε αυτές τις περιπτώσεις τόσο η φυσική ακεραιότητά τους όσο και η αξιοπιστία τους μπορεί να δεχθούν καίρια πλήγματα.
Το μικρό μέγεθος της Ευρώπης, η μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού και η μακρά ιστορία οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού αυτόνομων κρατών, καθένα εκ των οποίων επιδιώκει να εκφράσει τη δική του ταυτότητα. Παρ’ όλα αυτά, τα ευρωπαϊκά έθνη συνομιλούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας μια κοινή γλώσσα αρχιτεκτονικών μορφών και υλικών μαρτυριών. Μάλιστα, μέσω διαδικασιών ανταγωνισμού και αφομοίωσης, έχουν δημιουργήσει μια υλική γλώσσα που εμμέσως ορίζει την Ευρώπη με πολιτιστικούς όρους. Αυτοί οι τρόποι έκφρασης είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένοι στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που συχνά τους θεωρούμε δεδομένους. Σήμερα, η πρακτική του δανεισμού συμβολικών μορφών έχει διαδώσει αυτή την ευρωπαϊκή γλώσσα σε όλον το λεγόμενο δυτικό κόσμο. Είναι, παρ’ όλα αυτά, μια γλώσσα ευρωπαϊκή, που έχει δημιουργηθεί από τις ειδικές συνθήκες της Ευρώπης, στο πλαίσιο της ιστορικής εξέλιξης της ηπείρου. Αυτή η «κοινή γλώσσα» εκφράζεται όχι μόνο στην αρχιτεκτονική των εθνικών μουσείων, αλλά κυρίως στο περιεχόμενό τους που συντίθεται από συγκεκριμένες κατηγορίες αντικειμένων: αρχαία γλυπτά και μεσαιωνικά τρίπτυχα, σχολές ευρωπαϊκής ζωγραφικής και απολιθώματα. Αυτά συλλειτουργούν με την αρχιτεκτονική της πόλης, τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τα μνημεία για να μιλήσουν για το έθνος. Παράλληλα όμως, επιδεικνύουν τον ευρωπαϊκό τους χαρακτήρα ως κάτι συμπαγές και συνεκτικό.
Το 1954 το Συμβούλιο της Ευρώπης αναγνώρισε τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί αυτή η κοινή ιστορία της τέχνης για να οικοδομηθούν δεσμοί μεταξύ των εθνών σε μεγάλες εκθέσεις τέχνης. Στην εποχή μας, αυτές οι γέφυρες μεταξύ των εθνών έχουν ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία, καθώς η πολιτιστική παραγωγή στην Ευρώπη είναι ακμαία και εκφράζεται με πολλαπλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα.
Η έκφραση της εθνικής ταυτότητας στην τέχνη εξελίσσεται διαρκώς. Ενώ τα παλαιότερα έθνη και οι πρώην αυτοκρατορίες κατέχουν έναν μεγάλο αριθμό έργων μεγάλων καλλιτεχνών του παρελθόντος, τα νεότερα έθνη και τα έθνη που διατέλεσαν υπό ξένη κατοχή, όπως, για παράδειγμα, η Νορβηγία και η Ουγγαρία, συνεχίζουν να παρουσιάζουν στα εθνικά τους μουσεία εθνικά καλλιτεχνικά ρεύματα και με τον τρόπο αυτό να προσθέτουν και να συμπληρώνουν τη μεγάλη αφήγηση της ευρωπαϊκής τέχνης. Επιπλέον, σήμερα ένα κύμα νέων μουσείων σύγχρονης τέχνης, όπως το MNAC στη Βαρκελώνη ή η Istanbul Modern στην Κωνσταντινούπολη, διευρύνουν τη γλώσσα της εθνικής έκφρασης. Γίνονται τμήμα της επιδίωξης των εθνικών μουσείων να εκφράσουν φιλελεύθερες και διεθνοποιημένες εθνικές ταυτότητες.
Η ιστορία της ανάπτυξης των μουσείων, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, δείχνει μια ισχυρή επιθυμία εκ μέρους των τοπικών κοινοτήτων να αναπτύξουν τις δικές τους αφηγήσεις, και με τον τρόπο αυτό να συμβάλουν στο εθνικό αφήγημα. Ενώ τα εθνικά μουσεία είναι συχνά εμπλεκόμενα σε έναν διεθνή λόγο και στην παραγωγή μεγάλων αφηγήσεων και εθνικών εικόνων, τα τοπικά και περιφερειακά μουσεία τείνουν να παρέχουν πιο σύνθετες αφηγήσεις. Για παράδειγμα, στη Νορβηγία, οι γεωγραφικές και κλιματικές δυσκολίες έχουν οδηγήσει στην παραγωγή ισχυρών τοπικών ταυτοτήτων που έχουν με τη σειρά τους επηρεάσει συγκεκριμένες πλευρές της οικονομικής παραγωγής, της πνευματικής και πολιτιστικής εξέλιξης και έχουν αποτελέσει πολλαπλές εστίες για «εθνικές ιστορίες». Η Νορβηγία αποδεικνύει πως η εθνική κοινωνική συνοχή οικοδομείται μέσα από ισχυρές τοπικές ταυτότητες. Επιπλέον, συμβάλλει στο επιχείρημα ότι οι τοπικές μουσειακές εξελίξεις που συνδέονται με μια εθνική αίσθηση του «ανήκειν» προσφέρουν τη βάση για την πανευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή. Ενδεχομένως, το να περιμένουμε αυτό να γίνει από τα εθνικά μουσεία και μόνο να αποτελεί μια υπεραισιόδοξη προσέγγιση. Ο ρόλος των περιφερειακών και τοπικών μουσείων αποδεικνύεται επομένως εξίσου σημαντικός.
Από την άλλη πλευρά, οι διαδικτυακές κοινότητες, που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα και «οικοδομούν» διαδικτυακούς χώρους οι οποίοι μοιάζουν με μουσεία εστιάζοντας σε συγκεκριμένα αντικείμενα, προσφέρουν ένα άλλο μοντέλο για την οικοδόμηση σχέσεων μεταξύ των εθνών. Αυτές οι «εκ των κάτω» εξελίξεις λειτουργούν χωρίς τη διαμεσολάβηση εθνικών κρατών ή επαγγελματιών. Είναι δημοκρατικά «μουσεία», με την έννοια της αντιπροσώπευσης και συμμετοχής πολιτών για τη δημιουργία ιστορικών αφηγήσεων με τη χρήση του υλικού πολιτισμού (ή εν προκειμένω την αναφορά σε αυτόν). Παρ’ όλα αυτά, δεν καταφέρνουν να επιτύχουν το πλήρες μουσειολογικό αποτέλεσμα που θα μπορούσαν, δεν καταφέρουν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους ως εργαλεία αναστοχασμού και διαπραγμάτευσης. Συχνά οι δυνατότητες των χώρων αυτών δεν ολοκληρώνονται και σε συνάρτηση με αμφισβητούμενες περιοχές (όπως, για παράδειγμα, οι Πρέσπες), τα αντικείμενα μπορούν να αποτελέσουν τεκμήρια και σύμβολα διαφωνίας αντί συναίνεσης. Ωστόσο, με τα κατάλληλα τεχνολογικά και επιστημονικά εργαλεία μπορεί να γίνει δυνατή η αξιοποίηση του κοινού ενδιαφέροντος για αντικείμενα και μνημεία προκειμένου να οικοδομηθούν σχέσεις με νέες κοινότητες και νέα μέσα (βλ. και Knell et al. 2012). Υπάρχει, επομένως, περιθώριο διεύρυνσης και του ρόλου και των μέσων των μουσείων.
Από το 1990 η μουσειακή πολιτική έχει αποτελέσει πεδίο συζητήσεων σε πολλαπλά επίπεδα για τις εθνικές αφηγήσεις και τις εθνικές προοπτικές του μουσειακού χώρου. Στις συζητήσεις αυτές αναφέρεται συχνά η ανάγκη για αλλαγή. Οι πολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη, που συνέπεσαν με μεγάλες δημογραφικές αλλαγές στη δυτική Ευρώπη, έχουν δημιουργήσει μια νέα ατζέντα για τη χρήση του πολιτισμού και των πολιτιστικών ιδρυμάτων σε πολιτικό επίπεδο για την εξομάλυνση ή την εξουδετέρωση των αποτελεσμάτων των αλλαγών. Οι μετέχοντες στις διαδικασίες ανάπτυξης μουσειακής πολιτικής είναι πολλοί και όχι πάντα με κοινή αντίληψη για την προσέγγιση που πρέπει να υιοθετηθεί. Οι πολιτικοί στις ευρωπαϊκές χώρες και την ίδια την Ε.Ε. φυσικά παίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά η μουσειακή πολιτική επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, σε τοπικό, περιφερειακό και πολλές φορές διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι στα μουσεία έχουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της πολιτικής, αν και πάλι με διακυμάνσεις προσωπικές, αντίστοιχες με αυτές των πολιτικών.
Οι εθνικές και διεθνείς αφηγήσεις δεν συνυπάρχουν εύκολα στα εθνικά μουσεία, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των διαφορετικών ουτοπικών ιδεολογιών που εκφράζουν οι διαφορετικοί εκφραστές πολιτικής στην Ευρώπη. Αυτή η έρευνα χρησιμοποίησε την έννοια της «ουτοπίας» για να περιγράψει τις κατασκευές που δημιουργεί η διαφορετική πολιτιστική πολιτική στην Ευρώπη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Έχουν αναγνωριστεί τρεις διαφορετικές κατηγορίες ουτοπίας:
(α) Η ουτοπία της Ε.Ε.: αυτή η προσέγγιση συνδέεται με την έννοια του ευρωπαίου πολίτη που βασίζεται σε κοινές αξίες και στη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Στην ουτοπία αυτή ο ρόλος του μουσείου είναι να συμβάλει αποτελώντας σημείο αναφοράς και εξασφαλίζοντας συνοχή που ξεπερνά τα εθνικά όρια. Υπάρχουν πολλοί πολιτικοί παράγοντες και στρατηγικές που επιδιώκουν αυτή την προσέγγιση, αλλά η επιτυχία της παραμένει αμφίβολη. Μελέτες από χώρες όπως η Ουγγαρία και η Εσθονία δείχνουν ότι η Ε.Ε. έχει συμβάλει σε αλλαγές στην εθνική μουσειακή πολιτική και πρακτική μέσω της χρηματοδότησης συγκεκριμένων μουσειακών προγραμμάτων, αλλά, παρά τις αλλαγές σε πολύ συγκεκριμένες πρακτικές, τα υπόλοιπο πεδίο παραμένει ως είχε.
(β) Πολυεθνική ουτοπία: η μουσειακή πολιτική αλλάζει δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην πολιτιστική πολυμορφία και την ιδεολογία της πολυπολιτισμικότητας. Και στην περίπτωση αυτή βρισκόμαστε μπροστά σε μια ουτοπία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα μεγάλα εθνικά μουσεία. Οι μουσειακές συλλογές και η ιστορία των ιδρυμάτων αυτών είναι τόσο στενά συνδεδεμένα με τις εθνικές αφηγήσεις που η μετατροπή τους σε χώρους διαλόγου ή τόπους διαπολιτισμικών συναντήσεων γίνεται μια εξαιρετικά σύνθετη αποστολή. Η οργάνωση μιας περιοδικής έκθεσης ή η συγγραφή ενός νέου μουσειακού οδηγού δεν αλλάζουν το βάρος της ιδρυματικής ιστορίας και της ιστορίας των συλλογών που αντανακλούν εθνικές προτεραιότητες. Η επιτυχία περιοδικών εκθέσεων ή η διοργάνωση δημόσιων συζητήσεων δεν έχουν ακόμη πείσει σε ευρύτερο επίπεδο. Τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα αυτής της ουτοπίας παρατηρούνται στις σκανδιναβικές χώρες και στην ένταξη των Λαπώνων στις ιστορικές αφηγήσεις τους (π.χ. Nordiska Museet).
(γ) Εθνική ιστορική ουτοπία: με την πρώτη ματιά αυτή μοιάζει να έχει χάσει τη νομιμοποίησή της κατά τη διάρκεια των πρώτων 20 ετών της ευρωπαϊκής μουσειακής πολιτικής. Όταν όμως κοιτάξουμε καλύτερα, γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει «ένα» ευρωπαϊκό εθνικό μουσείο. Οι ιστορίες των ευρωπαϊκών εθνικών μουσείων είναι διαφορετικές. Παραδείγματα από διάφορες χώρες που μελετήσαμε κατά τη διάρκεια της έρευνας μάς δείχνουν ότι η δημιουργία εθνικών αφηγήσεων είναι ακόμη παραγωγική σε πολλές χώρες, οι οποίες επιχειρούν μια επανεκτίμηση της ιστορικής τους διαδρομής και εμπλέκονται σε διαδικασίες αναστοχασμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά επιχειρείται ένας συνδυασμός της εθνικής και της ευρωπαϊκής οπτικής κατά την παρουσίαση εθνικών συλλογών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελεί το Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο στο Βερολίνο.
Εάν θελήσουμε να συνοψίσουμε τα ζητήματα που παραμένουν ανοικτά ή σε εξέλιξη στη μουσειακή πολιτική της Ευρώπης, μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:
-Τα μουσεία τείνουν να προσπαθούν για τη μετάβαση από την εθνικ(ή)(ιστική) στην πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη προσέγγιση.
-Αναπτύσσεται προβληματισμός για τη σχέση κράτους και μουσείων και εξετάζονται μοντέλα διαχείρισης και λειτουργίας που τα διαχωρίζουν (κυρίως στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών).
-Αναζητάται ένα μοντέλο ανάπτυξης των μουσειακών οργανισμών που θα λαμβάνει πιο ενεργά υπόψη τις απόψεις και ιδέες των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών.
-Όλα τα παραπάνω δεν υποστηρίζονται αρκετά, καθώς η ακαδημαϊκή και η μουσειακή κοινότητα εμφανίζονται κατακερματισμένες (Βλ. και Eilertsen & Amundsen 2012).
Το κοινό το οποίο συμμετείχε στην έρευνά μας (περίπου 5.000 ερωτηματολόγια, 166 συνεντεύξεις και 22 συμμετέχοντες σε έρευνα με μικρές ομάδες στόχευσης σε εννέα ευρωπαϊκά μουσεία) εξέφρασε τη βαθιά εμπιστοσύνη του και την εκτίμησή του για τα εθνικά μουσεία που στα μάτια των πολιτών είναι οργανισμοί με μεγάλο κύρος. Ανέφεραν ότι περιμένουν από τα μουσεία να τους ενημερώσουν και να τους εκπαιδεύσουν, τους ίδιους και τα παιδιά τους, να τους βοηθήσουν να διαμορφώσουν αντιλήψεις για το έθνος/κράτος είτε ανήκουν σε αυτό, είτε είναι επισκέπτες.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κοινό δεν είναι προετοιμασμένο να αμφισβητήσει τα εθνικά μουσεία ή την αλήθεια που αυτά εκφράζουν. Αυτό είναι ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα για τα μουσεία, ενώ παράλληλα εξηγεί και το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να επεκταθεί το μουσείο σε νέες ομάδες κοινού και να ανταποκριθεί σε σύγχρονες προκλήσεις. Εξηγεί, με άλλα λόγια, και τις δυσκολίες της μουσειακής πολιτιστικής πολιτικής.
Οι εμπειρίες των μελών μειονοτήτων που συμμετείχαν στην έρευνά μας διέφερε αρκετά ανά περίπτωση, είχαν, όμως, ως κοινό στοιχείο την αντίληψη ότι τα εθνικά μουσεία παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη ζητημάτων ταυτότητας και στην αναγνώριση του ρόλου και της προσφοράς των μειονοτήτων στο κοινωνικό σύνολο. Προσωπικές και εθνικές ταυτότητες σχηματίζουν ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων για τις μειονότητες που συνδιαλέγονται με τις κυρίαρχες ομάδες σε μία κοινωνία. Πολλοί εξέφρασαν την αίσθηση του αποκλεισμού και της έλλειψης κατανόησης σε καθημερινή βάση. Και, ενώ πολλά μέλη μειονοτήτων έχουν πολύ ισχυρή αίσθηση της ταυτότητάς τους, με βάση τις ρίζες τους και την πολιτιστική ή εθνική ομάδα στην οποία ανήκουν, αυτή η ταυτότητα σπάνια αναγνωρίζεται από την κυρίαρχη κοινότητα. Κάποιοι από τους μετέχοντες θεωρούν ότι η ταυτότητά τους θα βρίσκεται πάντα «μεταξύ δύο κόσμων», και επομένως θα αισθάνονται μονίμως την αίσθηση της απομόνωσης.
Τα μέλη των μειονοτήτων με τα οποία μιλήσαμε μοιράζονται τις αντιλήψεις των υπόλοιπων επισκεπτών και θεωρούν ότι τα εθνικά μουσεία είναι πολύ σημαντικά ιδρύματα και είναι σε θέση να παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα και τη διαφορετικότητα των εθνών, μεταφέροντας τις ιστορίες ζωής και τις εμπειρίες ατόμων και ομάδων, και ιστορικά και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Έχουν επίσης μεγάλη αξία καθώς μεταφέρουν γνώσεις για την πολιτιστική κληρονομιά και τις ρίζες στις νεότερες γενιές. Θέλουν να αναγνωριστούν και οι ίδιοι και η προσφορά τους στο έθνος και στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, θεωρούν σημαντική και απαραίτητη και τη δική τους εκπροσώπηση σε αυτά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και για τους ίδιους λόγους που το επιθυμούν και οι άλλες κοινωνικές ομάδες: αναγνώριση του ρόλου τους στην κοινωνία, εκπαίδευση των νεότερων γενιών.
Η έρευνά μας μάς οδήγησε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ακόμη πολλές προκλήσεις για τα εθνικά μουσεία στο ζήτημα της επικοινωνίας με το κοινό. Η πιο σημαντική όμως είναι η εξής: να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ της παράδοσης και των προκλήσεων της σύγχρονης κοινωνίας, της γνώσης και της πολιτικής, της αυτονομίας και της σχέσης με το κράτος και την πολιτεία. Τέλος, το σημαντικότερο είναι να εξασφαλιστεί ότι το εθνικό μουσείο εξακολουθεί να αφορά όλους τους πολίτες, τους συμπεριλαμβάνει όλους και κατ’ αυτόν τον τρόπο νομιμοποιείται ως επίσημος εκπρόσωπος των σύγχρονων κρατών (βλ. και Bounia et al. 2012; Dodd et al. 2012).
Τα εθνικά μουσεία παρέχουν στην κοινωνία, αλλά και στο πολιτικό σύστημα υλικά τεκμήρια κοινής ιστορίας και πολιτειακής παράδοσης καθώς και αξίες: ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρείται ότι προσφέρουν μια βάση για την ανάπτυξη των κοινωνιών. Για αυτόν τους το ρόλο θα πρέπει να εκτιμώνται, να υποστηρίζονται και να μελετώνται. Υπάρχουν ακόμη πολλές προκλήσεις για το μέλλον, είναι όμως σημαντικό αυτές οι προκλήσεις να αναγνωρίζονται, ενώ παράλληλα τα μουσεία, η ιστορία και ο ρόλος τους να αποτελούν αντικείμενα αναστοχασμού και συστηματικής μελέτης.
Αλεξάνδρα Μπούνια
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου