Το παρόν άρθρο επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις επαγγελματικές πορείες των μουσειολόγων στην Ελλάδα, ανιχνεύοντας τους παράγοντες που καθόρισαν τη μουσειολογική τους κατάρτιση, την επαγγελματική τους εξέλιξη και το σημερινό προσωπικό μουσειολογικό τους στίγμα. Ως εγχείρημα βασίζεται αφενός σε θεωρητικές προσεγγίσεις για την κατάρτιση των επαγγελματιών στα μουσεία, τη διεπιστημονικότητα της μουσειολογίας και την οργανωσιακή θεώρηση ανθρώπινων ομάδων (σημ. 1) και αφετέρου στα δεδομένα μιας πρωτότυπης ερευνητικής πρωτοβουλίας της γράφουσας, η οποία αναπτύχθηκε προ τετραετίας με υποκείμενα μελέτης τους μουσειολόγους που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, στους οποίους προωθήθηκε προς συμπλήρωση σχετικό με την έρευνα εκτενές ερωτηματολόγιο. Για τη διακίνησή του αξιοποιήθηκαν ποικίλα μουσειολογικά ιστολόγια, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο αλλά και η ευκαιρία άμεσης δημοσιοποίησής του στο επιστημονικό συμπόσιο Στα Ίχνη της Σύγχρονης Μουσειολογίας το οποίο πραγματοποιήθηκε τον Μάη του 2010 (15-17.5.2010) στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το εύρος των σχολίων στα ογδόντα δύο (82) πλήρως συμπληρωμένα ερωτηματολόγια που κατατέθηκαν υπήρξε εντυπωσιακό, συγκροτώντας ένα πολύ σημαντικό υλικό, το οποίο μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω μελέτη της πορείας της μουσειολογίας στην Ελλάδα και στην πληρέστερη κατανόησή της. Ένα μέρος αυτού του υλικού παρουσιάζεται και σχολιάζεται συνοπτικά στο παρόν κείμενο.
Ένα από τα ερωτήματα που συχνά επανέρχονται, αν και αντιμετωπίζονται διαφορετικά ανά εποχή, αφορά στην οριοθέτηση, το είδος και το περιεχόμενο της γνώσης που απαιτείται για την κατάκτηση του εκάστοτε επιστημονικού πεδίου, καθώς και στα εργαλεία που χρειάζονται για την ανάπτυξη των απαιτούμενων δεξιοτήτων και χαρισμάτων που θα καταστήσουν τον μαθητευόμενο ή και τον ήδη ενεργό επαγγελματία ανταγωνιστικό στον εργασιακό στίβο, εν προκειμένω στον μουσειακό, ο οποίος τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας αντιμετωπίζει αυξανόμενες προκλήσεις (εικ. 1-2). Αν μάλιστα παρακολουθήσει κανείς τη συζήτηση που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στους κόλπους της Διεθνούς Επιτροπής για την Επιμόρφωση του Προσωπικού στα Μουσεία (International Committee for the Training of Personnel-ICTOP του ICOM, σημ. 2), θα διαπιστώσει αμέσως ότι το θέμα της διδακτικής της μουσειολογίας γεννά συνεχώς νέα δεδομένα.
Η ευρύτητα του πεδίου γνώσης και αντίληψης που χρειάζεται για την κατανόηση και λειτουργία του μουσείου είναι ίσως το βασικότερο χαρακτηριστικό της μουσειολογικής επιστήμης σε συνδυασμό με τον διεπιστημονικό της χαρακτήρα. Για ένα μεγάλο διάστημα στα μέσα του 20ού αιώνα, η επιστημονική της συγκρότηση δεν υπήρξε αυτονόητη. Υπήρξαν χάσματα, αντιθέσεις και κρίσεις ταυτότητας συνηθισμένες και συχνές και σε άλλα γνωστικά πεδία. Οι αντιπαραθέσεις που σημειώθηκαν στις δεκαετίες του ’70 και ’80 είναι βεβαίως γνωστές. Ουσιαστικά επρόκειτο για αντιθέσεις ανάμεσα στους εμπειρικούς επαγγελματίες των μουσείων που ενδιαφέρονταν κυρίως για τεχνικής φύσεως θέματα (θιασώτες της εμπειρικής-περιγραφικής μουσειολογίας) και στους θεωρητικούς-ερευνητές του μουσειακού φαινομένου (διαμορφωτές της νέας μουσειολογίας), που μέσω του θεωρητικού τους λόγου προσπαθούσαν να δώσουν μια νέα πνοή και όραμα στο μουσειακό έργο, πείθοντας ταυτόχρονα και τους πιο δύσπιστους για την ύπαρξη της αδιαίρετης σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης. Μια προσεκτική μελέτη των διαφορετικών ορισμών της μουσειολογίας από το 1950 και εξής είναι ενδεικτική των διαφορετικών παραδόσεών της στην Κεντρική, Ανατολική, Δυτική Ευρώπη και τις αγγλοσαξονικές χώρες. Είναι, επίσης, δηλωτική της σταδιακής πορείας της μουσειολογίας προς την επιστημονική και ακαδημαϊκή χειραφέτηση και ανεξαρτητοποίηση από άλλους συγγενείς επιστημονικούς χώρους, τους οποίους δεν υποκατέστησε αλλά αξιοποίησε ως οδηγούς στο πλαίσιο μιας συνεχούς προσπάθειας για την κατανόηση του κόσμου.
Σταδιακά, η μουσειολογία έγινε ακόμη πιο σύνθετη, με τη διεύρυνση του φιλοσοφικού και ερευνητικού της πεδίου πέρα από το μουσειακό φαινόμενο και τη μελέτη ερωτημάτων που αφορούσαν στους τρόπους που ο άνθρωπος σχετίζεται και κατανοεί την πραγματικότητα, υλική και άυλη, που τον περιβάλλει. Σήμερα, το μουσείο με τους ποικίλους επιθετικούς προσδιορισμούς του αποτελεί ένα πολύ δυναμικό κοινωνικό και εκπαιδευτικό πεδίο, όπου δημιουργούνται συνεχώς νέες ευκαιρίες για επανερμηνείες του υλικού και άυλου πολιτισμού, καθώς και ένα ανοικτό πεδίο διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων και επίτευξης επαφών μεταξύ των ανθρώπων. Αναγκαστικά –και αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα μια πρόκληση σε επίπεδο επιστημολογικό αλλά και πρακτικό–, η μουσειολογία σήμερα περισσότερο από ποτέ διασταυρώνεται δημιουργικά, συνδιαλέγεται και αλληλοσυμπληρώνεται, σε επίπεδο τόσο στοχασμών όσο και μεθοδολογικών επιλογών, με πολλές και διαφορετικές ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, πέρα βεβαίως από τις επιστήμες που κατά περίπτωση αφορούν την ταξινομική κατηγοριοποίηση των μουσειακών συλλογών και το δικό τους σώμα θεωριών και πρακτικών (δηλ. την αρχαιολογία, την ιστορία της τέχνης, τη βιολογία, τη γεωλογία, κ.ο.κ.). Συνδέεται, λοιπόν, με την κοινωνιολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, εφόσον την αφορούν θέματα όπως οι έννοιες της εξουσίας, της εκπροσώπησης, της μνήμης, της αξιολόγησης, της υποκειμενικότητας του δημιουργού ανάλογα με τα συστήματα που τον επηρεάζουν, της κοινωνικής συνοχής, ο ιδεολογικός και πολιτικός ρόλος του μουσείου στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες και η σχέση του με διαφορετικές ομάδες πολιτών. Συνδιαλέγεται, επίσης, με την κριτική παιδαγωγική και τη γνωστική ψυχολογία καθώς είναι εδραιωμένο, συνεχές και όλο και πιο ουσιαστικό το ενδιαφέρον της για τη συγκρότηση της γνώσης και την ανάπτυξη της μάθησης μέσα από τον υλικό κόσμο. Συνομιλεί με την ιστορία, καθώς παραμένει μόνιμο το ενδιαφέρον της για την ιστορικότητα του μουσειακού θεσμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Επίσης, συνεισφέρει στη μελέτη του δικαίου για θέματα δεοντολογίας και συνηχεί με την επικοινωνιολογία εφόσον το μουσείο είναι μέσο για τη διάχυση μηνυμάτων, την οικονομική επιστήμη, τις νέες τεχνολογίες, τη διαχείριση αλλαγών, τη διαχείριση ανθρώπινων πόρων και οργανισμών, κ.ο.κ.
Όπως αναφέρει η Sharon Macdonald, στην εισαγωγή του συλλογικού τόμου A Companion to Museum Studies, «η κατανόηση του τι σημαίνει μουσείο δεν μπορεί να καλυφθεί από μονο-επιστημονικές επιλογές και θέσεις αλλά απαιτεί διαβούλευση, υιοθέτηση και προσαρμογή ερευνητικών ερωτημάτων, τεχνικών και προσεγγίσεων από άλλα επιστημονικά πεδία. Αυτό το επιστημολογικό άνοιγμα έχει καταστήσει σήμερα τις μουσειακές σπουδές ένα από τα πιο διεπιστημονικά γνωστικά πεδία» (Macdonald 2006, σ. 1). Κατά συνέπεια, τα προγράμματα μουσειολογικών σπουδών αφουγκράζονται, ή θα πρέπει να αφουγκράζονται, τις ανάγκες, τις αλλαγές, την πολυπλοκότητα και διαφορετικότητα της κοινωνίας και των μουσείων, σε τοπικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, και να προσαρμόζονται σε αυτές. Ο σχεδιασμός του περιεχομένου και η επιλογή των διδακτικών τους εργαλείων θα πρέπει να στοχεύουν αφενός στην ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων, και αφετέρου στην καλλιέργεια ηγετικών και οραματικών πνευμάτων που θα είναι σε θέση να επαναπροσδιορίζουν τις δυνατότητες, τη δυναμική και τις τρέχουσες και μελλοντικές κοινωνικές προοπτικές των μουσείων (εικ. 3). Ως θέση συνηχεί με την επιστημολογική άποψη που προσεγγίζει τη μάθηση με πνεύμα πολύ πιο ευρύ, σαν μια διαδικασία κοινωνική που εμπλέκει τόσο το νου, όσο και το συναίσθημα, το ένστικτο, τα αισθητήρια και το σώμα, το οποίο βιωματικά προσλαμβάνει και αποκωδικοποιεί πληροφορίες. Πρόκειται για μια διαδικασία μεταμόρφωσης και προσωπικής εξέλιξης που περιλαμβάνει ποικίλους τομείς με κεντρικούς μαθησιακούς στόχους τη γνώση του να μαθαίνεις πώς να μαθαίνεις, τη θέληση για συνεχή διά βίου μάθηση, την προσαρμοστικότητα και ευελιξία σε μια σύνθετη, διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνία, την κατανόηση της έννοιας της αλλαγής, τη συγκρότηση της ατομικής ταυτότητας, την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και τελικώς την αυτο-ολοκλήρωση.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η διαπίστωση του Gary Edson (σημ. 3), ο οποίος επισήμανε ότι η νέα γενιά επαγγελματιών στα μουσεία θα πρέπει να είναι ευαίσθητα βαρόμετρα των κοινωνικών αλλαγών αλλά και των αλλαγών στο χώρο των μουσείων. Όμως, τη δουλειά τους θα πρέπει να διαπνέει το πάθος και όχι η στεγνή και πιθανώς στείρα δέσμευση σε ρεαλιστικές προδιαγραφές μουσειακής πρακτικής, γιατί μια τέτοια προσήλωση μπορεί να τους στερήσει τις χαρές της προσωπικής αναζήτησης, τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Για τον Edson, στο δίλημμα «φαντασία και δημιουργικότητα ή τυφλή σύνταξη με διαδικασίες προτυποποίησης», κυρίαρχη επιλογή είναι η πρώτη.
Ένα άλλο επίσης χρήσιμο μοντέλο για την κατανόηση της διαδικασίας της μάθησης σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο, προέρχεται από το χώρο της Οργανωσιακής Μάθησης, η οποία προσφέρει ένα πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο αναφοράς για την ανάπτυξη τεχνικών αυτο-ανάλυσης, για το σχεδιασμό στρατηγικών επαγγελματικής κατάρτισης και συνεχούς εξέλιξης, για την καλλιέργεια δεξιοτήτων και στόχων που θα καταστήσουν τους εκάστοτε επαγγελματίες επαρκείς σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο επαγγελματικό στίβο. Ο Peter Senge (σημ. 4), που εκπροσωπεί το συγκεκριμένο πεδίο σκέψης και έρευνας, θεμελιώνει την πρότασή του σε πέντε αρχές θεωριών και μεθόδων, τις οποίες ονομάζει disciplines, εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου The Fifth Discipline. Βάσει αυτών, κατά τον Senge, θα αναπτυχθούν τρεις βασικές δεξιότητες σε κάθε άνθρωπο: α) καλλιέργεια προσωπικών προσδοκιών, β) ανάπτυξη αναστοχαστικής σκέψης, γ) κατανόηση σύνθετων καταστάσεων και δομών. Ο Senge σημειώνει ότι η ωρίμανση ενός ανθρώπου ξεκινά με τη δέσμευσή του σε κάτι που πραγματικά έχει σημασία για τον ίδιο. Πρόκειται για μια πολύ ουσιαστική παρατήρηση, τις διαστάσεις της οποίας πρέπει να αναλογιστούμε ως επαγγελματίες στο χώρο του πολιτισμού αλλά και ως δάσκαλοι και διαμορφωτές νέων επαγγελματιών.
Σε αυτό το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο βασίζεται, λοιπόν, και η έρευνα που υλοποιήθηκε από τη γράφουσα, μερικά από τα δεδομένα της οποίας παρουσιάζονται αμέσως παρακάτω.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της έρευνας και των πληροφορητών του δείγματος
Το ερωτηματολόγιο που συντάχθηκε για να ικανοποιήσει τους ερευνητικούς στόχους της συγκεκριμένης μελέτης αποτελούνταν από δεκαεπτά (17) ερωτήσεις, άλλες (οι περισσότερες) ανοικτού τύπου και άλλες κλειστές με προεπιλεγμένες πολλαπλές επιλογές. Οι ερωτήσεις διερευνούσαν:
1. Το ιστορικό της πορείας των ερωτώμενων στη μουσειολογία και τις προσωπικές τους εμπειρίες. Συγκεκριμένα, α) τις διαφορετικές πηγές της μουσειολογικής τους κατάρτισης (σπουδές, συνεχής επιμόρφωση, εμπειρική μάθηση, στενή συνεργασία με καταξιωμένους επαγγελματίες του χώρου), β) τους προσωπικούς λόγους για την επιλογή τους να εξειδικευθούν στη μουσειολογία, γ) τη χρονική απόσταση της εξειδίκευσης από την απόκτηση του πρώτου πτυχίου, δ) τις αλλαγές που επέφεραν οι σπουδές τους σε επίπεδο προσωπικής εξέλιξης, ε) τους βασικούς σταθμούς της επαγγελματικής τους πορείας, και στ) τις προσδοκίες τους για την επαγγελματική τους πορεία στο μέλλον και την αποδοχή τους σε έναν δύσκολο επαγγελματικό χώρο (ερωτήσεις 1-7).
2. Τις αξίες και δεξιότητες του μουσειολόγου όσο και τις παραμέτρους για την επιτυχή ολοκλήρωση ενός μουσειακού έργου. Καταρχήν, α) τις εμπειρίες τους αναφορικά με τις συνθήκες που συγκροτούν ένα ιδανικό ή ανασταλτικό πλαίσιο εργασίας στο χώρο του πολιτισμού, β) τις προσωπικές αξίες και δεξιότητες των ιδίων και τους τρόπους ανάπτυξής τους, γ) τις βασικές δεξιότητες που οφείλει να διαθέτει ένας μουσειολόγος, και τέλος δ) την αξιολογική κρίση των πληροφορητών/τριών για τη συμβολή συγκεκριμένων προεπιλεγμένων από τη γράφουσα παραμέτρων στην επιτυχή ολοκλήρωση ενός μουσειακού έργου (ερωτήσεις 8-13).
3. Τις προσωπικές τους θέσεις και εκτιμήσεις για τα μουσεία και τη μουσειολογία στην Ελλάδα. Καταρχήν α) τις θέσεις τους για την εγχώρια μουσειακή πραγματικότητα κατά τη χρονική περίοδο της έρευνας, β) τις ρεαλιστικές προτάσεις τους για την ανασυγκρότησή της, και γ) τις απόψεις τους για το ζήτημα της μουσειολογικής επιμόρφωσης, όπως αυτή προσφέρεται από τα ελληνικά πανεπιστημιακά προγράμματα μουσειακών σπουδών (ερωτήσεις 14-17).
Λόγω της αναγκαστικά περιορισμένης έκτασης του άρθρου, στη συνέχεια παρουσιάζονται πολύ συνοπτικά δεδομένα που συλλέχθηκαν από την πρώτη και δεύτερη ενότητα των ερωτημάτων, ενώ η σύνθετη διάσταση των θεμάτων που θέτει η τρίτη θα αντιμετωπιστεί διεξοδικά σε άλλη μελέτη της γράφουσας.
Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας συλλέχθηκε ένα ευάριθμο δείγμα ογδόντα δύο (82) ερωτηματολογίων, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων (76 τον αριθμό), συμπληρώθηκε από κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη μουσειολογία, ενώ τα υπόλοιπα από άτομα των οποίων η επαγγελματική δραστηριότητα ακολουθεί εμπειρικά επί πολλά έτη μουσειολογικές αναζητήσεις, χωρίς ωστόσο να κατέχουν επισήμως τη σχετική εξειδίκευση. Ο σχεδόν καθ’ ολοκληρία θηλυκός χαρακτήρας του δείγματος (76 γυναίκες, 6 άντρες), αντανακλά ίσως τη συγκεκριμένη έμφυλη ταυτότητα του επαγγέλματος στην Ελλάδα, αν και βεβαίως οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το δείγμα είναι τυχαίο. Άλλα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του δείγματος αφορούν στο φορέα απασχόλησης των πληροφορητών/τριών, το πανεπιστημιακό ίδρυμα από το οποίο απέκτησαν τη μουσειολογική εξειδίκευση όσο και το επιστημονικό πεδίο των πρώτων σπουδών τους πριν στραφούν για μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη μουσειολογία (σημ. 5).
Μουσειολογική εξειδίκευση, προσωπικές διαδρομές, προσδοκίες, αξίες και δεξιότητες μουσειολόγων, παράμετροι επιτυχούς ολοκλήρωσης ενός μουσειακού έργου
Στο Γράφημα 1 (εικ. 4) συνοψίζονται τα ποσοτικά δεδομένα που αφορούν στις πηγές των μουσειολογικών γνώσεων των πληροφορητών/τριών. Μελετώντας τα διαπιστώνουμε τα εξής: 1. Την επιρροή που μπορεί να έχει στην επιλογή μελλοντικής επαγγελματικής πορείας για τους φοιτητές η προσφορά μαθημάτων μουσειολογίας σε επίπεδο προπτυχιακών σπουδών, 2. Τη σημασία που αποδίδεται στη συνεχή επιμόρφωση των μουσειολόγων (π.χ. με προσωπική μελέτη της τρέχουσας μουσειολογικής βιβλιογραφίας, παρακολούθηση σχετικών σεμιναρίων, συνεδρίων και ανοικτών διαλέξεων, τακτικές επισκέψεις σε νέες εκθέσεις, κ.ά.), 3. Τη σημασία που αποδίδεται στη γνώση που προέρχεται από την έμπρακτη ενασχόληση με τα μουσεία ή ευρύτερα με τον τομέα της πολιτισμικής διαχείρισης και μουσειακής αγωγής, και 4. Τη σχετικά περιορισμένη (ακόμη) επιρροή που μπορεί να έχει η συνεργασία με καταξιωμένους επαγγελματίες του χώρου, είτε γιατί η δυνατότητα άμεσης συνεργασίας με αυτούς δεν είναι πάντα εφικτή είτε γιατί, όπως σχολιάζει μια πληροφορήτρια-αρχαιολόγος εργαζόμενη σε μεγάλο περιφερειακό αρχαιολογικό μουσείο με μεταπτυχιακές σπουδές στην αποκατάσταση και ανάδειξη μνημείων, «υπάρχουν άραγε ηγετικές μορφές στο χώρο της μουσειολογίας στην Ελλάδα; ή απλώς οι λίγοι άνθρωποι με πολυετή εμπειρία, οι οποίοι «άδραξαν» την ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν σε ελεύθερο πεδίο, καταξιώθηκαν θέσει, κατέχοντας αναμφισβήτητα, το όποιο εκτόπισμα; Μήπως θα έπρεπε να περιμένουμε κάποιο εύλογο διάστημα, ώστε να διαγνώσουμε την ηγετική μορφή, αν υπάρχει; Μήπως η καταξίωση του επαγγελματία μουσειολόγου σχετίζεται άμεσα με την πράξη της μουσειολογίας στο πεδίο, η οποία παρουσιάζει αξιολογικές ελλείψεις και δυσχέρειες, απούσης της βασικότερης παραμέτρου, του ίδιου του αποδέκτη της πράξης της μουσειολογίας: το κοινό, ώστε να επιρρωθεί ο πραγματικός ρόλος του μουσειολόγου και πάντως όχι μόνο σε «ακαδημαϊκά επιστημονικό» ή «συναδελφικό» επίπεδο; Πιστεύω ότι μια επιστημολογική συζήτηση για τη μουσειολογία, είναι απαραίτητη». Στον αντίποδα αυτής της επισήμανσης, σημαντικές είναι και δύο ακόμη που προέρχονται από μουσειολόγους που εργάζονται σε μεγάλα μουσεία της Αθήνας: «Η επικοινωνία με συναδέλφους διαφορετικών ειδικοτήτων με έχει βοηθήσει σημαντικά ως ερέθισμα για προβληματισμό, αλλά κυρίως στο να κατανοήσω τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που υπάρχουν ή προκύπτουν στην πορεία από τη μουσειακή θεωρία στη μουσειακή πράξη» και «Η συνεργασία με καταξιωμένους επαγγελματίες υπήρξε καθοριστική, αφού λόγω της ιδιαίτερης επιστημονικής τους εξειδίκευσης και της πλούσιας εμπειρίας τους από διαφορετικούς χώρους, πάντα πλουτίζουν την κοινή και προσωπική εμπειρία. Τους οφείλω πολλά. Και αναφέρομαι όχι μόνο σε εξαίρετους συνεργάτες εθνολόγους, μουσειολόγους, αρχιτέκτονες κ.λπ. αλλά και σε εμπνευσμένους γραφίστες, διακοσμητές, φωτιστές, σε ειδικούς στο θεατρικό παιχνίδι, και πολλούς άλλους».
Η χρονική επιλογή της μουσειολογικής εξειδίκευσης σε σχέση με το χρόνο ολοκλήρωσης των πρώτων σπουδών και την απόκτηση εμπειρίας στον εργασιακό χώρο ποικίλλει και διαιρεί το δείγμα σε δύο βασικές ομάδες: σε όσους επέλεξαν να σπουδάσουν μουσειολογία αμέσως μετά την απόκτηση του πρώτου τίτλου σπουδών, οι οποίοι αναλογούν σε ποσοστό 39% του δείγματος, εντός του οποίου οι περισσότεροι/ες (66%) είναι πτυχιούχοι αρχαιολογίας, δεδομένο που δηλώνει την προφανή σχέση των δύο επιστημονικών πεδίων και την αναζήτηση στη μουσειολογία προοπτικών μελλοντικής επαγγελματικής εξέλιξης και κοινωνικοποίησης της αρχαιολογίας από νεόκοπους αποφοίτους σχετικών σχολών. Άλλωστε, όπως δήλωσε η προαναφερθείσα πληροφορήτρια από περιφερειακό αρχαιολογικό μουσείο, «εν τέλει, όπως, ενδεχομένως κάθε ειδικός μουσείου, βρίσκω τη μουσειολογία συνεχώς μπροστά μου (ή εκείνη έρχεται συνεχώς μπροστά μου), τόσο που αναρωτιέμαι αν η ‟στεγασμένη αρχαιολογία”, ο δρόμος από το σκάμμα και την ύπαιθρο στο ‟καταφύγιο”-Μουσείο, είναι αναπόφευκτα Μουσειολογία, με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εκδοχές». Το 54% του δείγματος επέλεξε να ακολουθήσει μουσειολογικές σπουδές αργότερα, επιδιώκοντας εξειδίκευση στο πλαίσιο εργασίας σε πολιτιστικό φορέα. Ως ιδιαιτέρως ενδιαφέρον επιμέρους στοιχείο αναφέρουμε ότι στο δείγμα των συντηρητών (15 επαγγελματίες στο πλαίσιο της έρευνας), οι δύο στους τρεις επιλέγουν τη μουσειολογία αφού πρώτα έχουν ασχοληθεί αρκετά χρόνια στη συντήρηση μουσειακών συλλογών.
Τα ερωτήματα που αφορούν στους λόγους επιλογής της μουσειολογικής εξειδίκευσης και τις αλλαγές που αυτή επέφερε στην πορεία των πληροφορητών/τριών ήταν ανοικτά, και η ποικιλία των σχολίων δεν μας επιτρέπει μια αναλυτική παρουσίασή τους. Φυσικά θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σχολιάσουμε τους λόγους επιλογής όσο και τις αλλαγές που βίωσαν τα υποκείμενα της έρευνας, ανάλογα με το γνωστικό πεδίο από το οποίο οδηγήθηκαν στη μουσειολογία, το συγκεκριμένο ακαδημαϊκό πλαίσιο των σπουδών τους, το παρόν εργασιακό τους καθεστώς όσο και την εμπειρία τους στοn μουσειακό χώρο, αλλά μια τέτοια ανάλυση θα αποτελέσει στόχο άλλης δημοσίευσης. Επιχειρώντας, ωστόσο, μια περιεκτική σύνθεση, παραθέτουμε μερικούς από τους βασικότερους λόγους, όπως σταχυολογούνται με βάση τη συχνότητα της αναφοράς τους στο δείγμα των απαντήσεων. Αυτοί είναι:
1. Η διεύρυνση οριζόντων και οι επαγγελματικές προοπτικές που παρέχει η μουσειολογία ως ανερχόμενος αλλά και ως διεπιστημονικός κλάδος εξειδίκευσης σε μια χώρα με πλούσιο πολιτιστικό απόθεμα, πολλά (αρχαιολογικά) μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους που χρειάζονται ανάδειξη και προβολή.
2. Η εγγενής αγάπη και το ενδιαφέρον των πληροφορητών/τριών για τον υλικό πολιτισμό, την τέχνη και τα μουσεία ως χώρους έμπνευσης, αυτο-ανακάλυψης και φυσικά επαγγελματικής ενασχόλησης.
3. Η δυνατότητα που παρέχει η μουσειολογία για πολυδιάστατη και συνδυαστική δράση και δημιουργικότητα, υπηρετώντας την κοινωνική αποστολή των μουσείων όσο και τις εσωτερικές ανάγκες των πληροφορητών/τριών για κοινωνική προσφορά.
4. Ο συνδυασμός θεωρητικού προβληματισμού και πράξης, η διεπιστημονικότητα, η πολυεστιακότητα και η ερμηνευτική ευρύτητα με την οποία προσεγγίζει η μουσειολογία τα αντικείμενα και τον κόσμο, αξιοποιώντας προβληματισμούς από ποικίλα γνωστικά πεδία και ενσωματώνοντάς τα στη μελέτη για τη μουσειακή παρουσίαση των θεμάτων που ανά περίπτωση την απασχολούν. Συναφής η διαπίστωση για τη γοητεία που ασκεί στους πληροφορητές/τριες η ανθρωποκεντρική ερμηνευτική των αντικειμένων, καθώς και η διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης μιας έκθεσης, αποφεύγοντας παρωχημένες τυπολογικές ή άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις που συχνά προτείνονται από άλλα συγγενή γνωστικά πεδία.
5. Η ανάγκη για κοινωνικοποίηση της αρχαιολογίας (κυρίως) και κατά συνέπεια για ανάπτυξη πιο εξωστρεφών τρόπων μετάδοσης της αρχαιολογικής πληροφορίας στο μη ειδικό κοινό, σύμφυτη με το ενδιαφέρον για την κατάκτηση γνώσεων που αφορούν στη διαχείριση και έκθεση αρχαιολογικών συλλογών.
6. Το ειδικότερο ενδιαφέρον για τη μουσειοπαιδαγωγική και την ανάδειξη του μουσείου ως χώρου άτυπης εκπαίδευσης αλλά και παροχής περισσότερων ευκαιριών βιωματικής μάθησης και εναλλακτικών μορφών διδασκαλίας.
Είναι προφανές από τις παραπάνω επισημάνσεις ότι οι λόγοι ποικίλλουν καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, από την πιθανή ευνοϊκή θέση και ανταγωνιστικότητα της μουσειολογίας στη δύσκολη αγορά εργασίας του πολιτισμού έως (και ίσως κυρίως) τον διεπιστημονικό της χαρακτήρα, τη συνεισφορά της στην ερμηνευτική διαδικασία του υλικού και άυλου πολιτισμού όσο και την έντονα κοινωνική της ταυτότητα και αποστολή. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε δύο σχόλια, το πρώτο από μια συντηρήτρια-μουσειολόγο και το δεύτερο από μια ιστορικό τέχνης-μουσειολόγο: 1. «Ρόλο [για τη μουσειολογική μου εξειδίκευση] έπαιξε και το αίσθημα ευθύνης και ανταπόδοσης προς την κοινωνία, από την άποψη ότι η μουσειολογία φέρνει πιο κοντά το ευρύ κοινό (τους φορολογούμενους πολίτες) στην επιστήμη της αρχαιολογίας και την αρχαιολογική έρευνα, που ως επί το πλείστον στην Ελλάδα είναι υπόθεση δημοσίων φορέων». 2. «Τα μουσεία είναι όλο και περισσότερο μέρος της πολιτιστικής ζωής της εποχής μας. Φιλόδοξοι θεσμοί –αφού προσβλέπουν στην αιωνιότητα –υπόκεινται σε πολλούς κανόνες που υπαγορεύονται από συνθήκες εξωτερικές από τον πολιτισμό (κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές). Αυτό το πλούσιο μπλέξιμο με τις επιστήμες, τις διάφορες μορφές πολιτισμού και το γεγονός ότι είναι θεσμοί που συγκεντρώνουν τεράστιο όγκο γνώσης γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη και ιστορία (αν και, συχνά, ‟καλά κρυμμένο”) με οδήγησαν στο να ασχοληθώ πιο εντατικά (και επαγγελματικά) με αυτό που λέμε ιστορία των μουσείων, που περιλαμβάνει και τη μουσειολογία».
Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι πληροφορητές/τριες αποτιμούν ως θετικές τις αλλαγές που επέφερε στη ζωή τους η μουσειολογική εξειδίκευση και μάλιστα τις εντοπίζουν σε πολλαπλά επίπεδα, τα οποία σκιαγραφούμε ως εξής: α) εξεύρεση εργασίας σε μουσείο ή ευρύτερα στον τομέα του πολιτισμού, β) ανάπτυξη ακαδημαϊκής έρευνας και σταδιοδρομίας, γ) διεύρυνση ερευνητικών οριζόντων, δ) καλλιέργεια ποικίλων μεθοδολογικών εργαλείων και συνειδητοποίηση της ύπαρξης ενός στέρεου ιδεολογικού πλαισίου πίσω από κάθε μουσειακή εφαρμογή, ε) απόκτηση ουσιαστικών γνώσεων –ειδικών και διεπιστημονικών– που αφορούν στις ποικίλες πτυχές του μουσειακού επαγγέλματος, στ) απόκτηση μεγαλύτερης αυτοπεποίθησης ως επαγγελματιών, ζ) ανάπτυξη δεξιοτήτων, γνωστικών και κοινωνικών (όπως της συνδυαστικής και κριτικής σκέψης, του ομαδικού πνεύματος και της διάθεσης για ουσιαστική συνεργασία με άλλες ειδικότητες, της δημιουργικότητας, της μεταδοτικότητας και επικοινωνίας νοημάτων με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τον τελικό αποδέκτη του μηνύματος, της αποδοχής του «άλλου», της υπομονής, της ενσυναίσθησης, κ.ά.), η) συνειδητοποίηση της σχέσης πολιτιστικού αποθέματος και κοινωνίας πολιτών (όλων των ηλικιακών και κοινωνικών κατηγοριών) και της ανάγκης για συνεχή τροφοδότησή της με ποικίλους τρόπους, θ) εμπλουτισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας με δημιουργικές προσεγγίσεις στην αξιοποίηση του υλικού πολιτισμού, και ι) συνειδητοποίηση του σημαντικού κοινωνικού ρόλου και έργου των μουσείων, προσδίδοντας έτσι στη μουσειολογική εξειδίκευση ακόμη μεγαλύτερη αξία.
Επιλεκτικά, παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικές δηλώσεις για την προσωπική «μεταμόρφωση» όσο και την επιστημονική μεταστροφή που έχει επιτευχθεί μέσω της μουσειολογίας. Και οι δυο δηλώσεις ανήκουν σε αρχαιολόγους: 1. «Η μουσειολογία μου έμαθε να βλέπω τον κόσμο μέσα από τις αξίες που φέρει ο υλικός κόσμος», 2. «Μια νέα διεπιστημονική γλώσσα μιλιέται πια από νέους επιστήμονες, μια ωφέλιμη προβληματική επιστημονικού αυτοπροσδιορισμού και δυνατοτήτων αξιοποίησής της είναι εμφανής και, με βεβαιότητα, η έλευση της μουσειολογίας έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε αυτό. Πέρα από τα όποια ζητήματα πεδίου επιλύει ή όχι η μουσειολογία, πάνω από όλα έχει ανοίξει την πιο καίρια συζήτηση: την ίδια την επανανοηματοδότηση της έννοιας του Μουσείου και –μαζί– όσων το υπηρετούν. Οφειλή προς τον μόνο ‟αθώο”: τον επισκέπτη. Αυτό, από μόνο του, είναι εξαιρετικά σημαντικό».
Στο ερώτημα με το οποίο ζητήθηκε από τα υποκείμενα της έρευνας να αποτιμήσουν τη βοήθεια που τους προσέφερε η μουσειολογική εξειδίκευση στην επαγγελματική τους πορεία, αξιολογώντας πέντε συγκεκριμένες πτυχές αυτής και διαβαθμίζοντάς τες από πάρα πολύ σημαντικές έως καθόλου σημαντικές (με τη μέγιστη θετική αποτίμηση να αξιολογείται με 5), οι απαντήσεις που δόθηκαν αποτυπώνουν, κατά μέσο όρο, πολύ καλές έως αρκετά καλές εμπειρίες:
-Στη συνεργασία σας με επαγγελματίες άλλων ειδικοτήτων (μέσος όρος αξιολόγησης: 3,94)
-Στη διεκπεραίωση επαγγελματικών σας καθηκόντων (μέσος όρος αξιολόγησης: 3,91)
-Στην εξεύρεση εξειδικευμένης εργασίας, μουσειολογικής φύσεως (μέσος όρος αξιολόγησης 3,39)
-Στην αποδοχή σας από τους συναδέλφους σας (μέσος όρος αξιολόγησης 3,30)
-Στην εξεύρεση εργασίας γενικώς (μέσος όρος αξιολόγησης 2,85)
Ως αναμενόμενο, τα υποκείμενα της έρευνας στη συντριπτική τους πλειονότητα προσδοκούν συνεχή επαγγελματική εξέλιξη και σταθερή απασχόληση στο χώρο, κατά προτίμηση με εργασία σε μουσειακούς οργανισμούς και στο αντικείμενο της εξειδίκευσής τους (π.χ. σχεδιασμό και υλοποίηση εκθέσεων και εκπαιδευτικών δράσεων, εκπόνηση μελετών ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων, συμμετοχή σε προγράμματα διαχείρισης, ανάδειξης και προβολής της αρχαιολογικής κληρονομιάς, έρευνες επισκεπτών, κ.ά.), ή εναλλακτικά με την απορρόφησή τους στην εκπαίδευση (όλων των βαθμίδων έως και την τριτοβάθμια, προσδοκώντας σχετική ακαδημαϊκή σταδιοδρομία). Επίσης, προσδοκούν την περαιτέρω ενίσχυση της σχέσης σχολείου-μουσείου, την παροχή δυνατοτήτων και ευκαιριών συνεχούς επιμόρφωσής τους σε νέους ή/και εδραιωμένους τομείς της μουσειακής θεωρίας και πρακτικής, ενδεχομένως την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής (που για μερικούς είναι προτεραιότητα) και γενικά τη συνέχιση της έρευνας για τα μουσεία. Έχει, επίσης, ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι συντηρητές-μουσειολόγοι εκφράζουν πιο συγκεκριμένα την επιθυμία να ασχοληθούν ενεργά όχι μόνο με την άμεση συντήρηση και αποκατάσταση μνημείων αλλά και με την προληπτική συντήρηση των αντικειμένων σε μουσεία και άλλους συναφείς πολιτιστικούς οργανισμούς, την ολοκληρωμένη διαχείριση και προστασία τους, όσο και το σχεδιασμό εκθέσεων.
Ωστόσο, οι δυσκολίες συνεχούς απασχόλησης στον τομέα του πολιτισμού στην Ελλάδα ωθούν αρκετούς από τους συμμετέχοντες να δηλώσουν ανασφάλεια για το μέλλον της επαγγελματικής τους πορείας. Ενδεικτικό το σχόλιο αρχαιολόγου-μουσειολόγου που μεταφέρει την εμπειρία της ως πρώην συμβασιούχου σε υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού: «Στο πλαίσιο των συγκεκριμένων οικονομικών συγκυριών και δεδομένου ότι ο πολιτισμός δεν αποτέλεσε ποτέ κρατική προτεραιότητα, είναι πολύ δύσκολο να πραγματώσει κανείς σε καθεστώς συμβάσεων μία εξελικτική επαγγελματική πορεία στα μουσεία. Προσωπικά, εφόσον εργάζομαι για βιοποριστικούς λόγους, μάχομαι να παραμείνω σε ένα συγγενικό περιβάλλον μέσω της οργάνωσης εκδηλώσεων, εφόσον σε ένα βαθμό έχω τη δυνατότητα να χρησιμοποιώ τις δεξιότητες που απέκτησα μέσω των σπουδών και της εργασίας μου τα τελευταία χρόνια στα μουσεία». Το σχόλιο έχει ενδιαφέρον γιατί πέρα από το ρεαλισμό του θέτει με έμμεσο αλλά εύγλωττο τρόπο το ζήτημα της μεταφοράς των δεξιοτήτων που καλλιεργεί η μουσειολογική εξειδίκευση και η σχετική επαγγελματική εμπειρία και σε άλλους τομείς, άμεσα ή έμμεσα συναφείς με τον πολιτισμό, οι οποίοι ενδεχομένως έχουν πλέον καλύτερες προοπτικές εξέλιξης στην Ελλάδα (όπως π.χ. την τουριστική βιομηχανία με όλες τις επιμέρους εκφάνσεις και εκφράσεις της). Στον αντίποδα αυτού του σχολίου, ίσως, βρίσκεται το πιο ιδεαλιστικό σχόλιο μιας ιστορικού-μουσειολόγου που εργάζεται σε συνθήκες σχετικής σταθερότητας σε μουσείο τοπικής αυτοδιοίκησης: «Δεν υπάρχουν στοχευμένες επαγγελματικές βλέψεις με τη στενή έννοια. Μόνο σταθερή προσπάθεια για επιστημονική βελτίωση και συντονισμένη δράση μέσα από την ενίσχυση συλλογικών πρωτοβουλιών (ΜΚΟ, δίκτυα, επιστημονικά φόρα) για εξάπλωση του παραδείγματος του κοινωνικά και επιστημονικά επίκαιρου μουσείου σε όσο το δυνατόν περισσότερους».
Ανάμεσα στους δύο πόλους, ενδιαφέρουσα θέση κατέχει δήλωση μιας αρχαιολόγου-μουσειολόγου με περαιτέρω εξειδίκευση στον τομέα της πολιτισμικής τεχνολογίας, εξειδίκευση που της εξασφάλισε ακόμη πιο συγκεκριμένη επαγγελματική ταυτότητα και συνεχή επαγγελματική απασχόληση εντός και εκτός Ελλάδος: «Στο περιβάλλον ιεραρχίας του δημοσίου, προσδοκία μου ήταν και παραμένει να συνεχίσω να έχω τη δυνατότητα να συνεισφέρω –όσο αυτό είναι εφικτό– στη μεταφορά γνώσης και εμπειρίας, για τον εκσυγχρονισμό και τη συντονισμένη, επαρκή αντιμετώπιση των θεμάτων που σχετίζονται με την τεκμηρίωση και τη διαχείριση του πολιτισμού, μέσω της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών και απώτερο στόχο τη δημιουργία προσβάσιμου πολιτιστικού περιεχομένου προς όφελος του ενδιαφερόμενου κοινού. Σύμμαχοι έχουν σταθεί οι εξελίξεις που τρέχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο χώρο του ψηφιακού πολιτισμού (και στις οποίες καλούμαστε να συμμετέχουμε ενεργά ως χώρα) και εμπόδια η τεχνοφοβική νοοτροπία και η τάση εσωστρέφειας, που λογικό είναι να παρατηρούνται δεδομένης της ανεπαρκούς στελέχωσης με εξειδικευμένο προσωπικό, την έλλειψη ικανού αριθμού προγραμμάτων επιμόρφωσης και κατάρτισης του υφιστάμενου προσωπικού, την (έως τώρα) αποσπασματική-ευκαιριακή αντιμετώπιση προγραμμάτων τεκμηρίωσης/προβολής που έχει ως αποτέλεσμα, με τη λήξη των επιδοτούμενων έργων, να αποχωρεί το εκπαιδευμένο προσωπικό και να παύουν οι εργασίες».
Στη δεύτερη μεγάλη ενότητα ερωτημάτων προσπαθήσαμε να συλλέξουμε απόψεις και εμπειρίες που σχετίζονται με την ουσία της άσκησης του μουσειακού έργου, τις αξίες, τις δεξιότητες και τους διαμορφωτικούς παράγοντες που απαιτούνται για την επιτυχημένη υλοποίησή του. Από τον όγκο των σχολίων που υποβλήθηκαν, σταχυολογούμε και παραθέτουμε συνθετικά γραφήματα όπου παρουσιάζονται κατά αύξουσα ταξινόμηση οι συχνότητες των σημαντικότερων προσωπικών αξιών που χαρακτηρίζουν τα υποκείμενα της μελέτης στην επαγγελματική τους ζωή (Γράφημα 2, εικ. 5) καθώς και των τριών βασικότερων δεξιοτήτων που κατά την άποψή τους θα πρέπει να διαθέτουν οι μουσειολόγοι (Γράφημα 3, εικ. 6).
Παρατηρούμε και στις δύο περιπτώσεις ότι στην κορυφή των προτιμήσεων βρίσκονται αξίες και δεξιότητες που αναδεικνύουν τον σύνθετο χαρακτήρα της μουσειολογίας και του μουσειολογικού έργου, το οποίο επιβάλλει αφενός την κριτική γνώση του επιστημονικού αντικειμένου, τη συνεχή ενημέρωση, ερευνητική δράση και κατάρτιση των μουσειολόγων, εφόσον ασχολούνται με ένα συνεχώς μεταλλασσόμενο αντικείμενο έρευνας και πράξης, και αφετέρου την ανάπτυξη ιδιαίτερων αξιών και δεξιοτήτων που επιβάλλονται από τον έντονα κοινωνικό, διεπιστημονικό και εξωστρεφή χαρακτήρα της μουσειακής εργασίας.
Στα γραφήματα 4 και 5 (εικ. 7-8) παρουσιάζονται αντιστοίχως τα δεδομένα που αφορούν στην αξιολόγηση που υπέβαλαν οι συμμετέχοντες για τη συμβολή συγκεκριμένων προεπιλεγμένων από τη γράφουσα παραμέτρων που λειτουργούν επιδραστικά στην υλοποίηση ενός μουσειακού έργου. Στους συμμετέχοντες ζητήθηκε να αξιολογήσουν αυτές τις παραμέτρους καταρχήν με διαβάθμιση από το 5 (ως πάρα πολύ σημαντική) έως 1 (ως καθόλου σημαντική) και στη συνέχεια να επιλέξουν τις τρεις επικρατέστερες, ως πιο καταλυτικές, για την επίτευξη του στόχου. Στο γράφημα 4 η ταξινόμηση των παραμέτρων προκύπτει από τον μέσο όρο της αξιολόγησης κάθε παραμέτρου, ενώ στο γράφημα 5 από το άθροισμα των τριών πρώτων επιλογών των πληροφορητών/τριών στο συγκεκριμένο ερώτημα. Παρατηρούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις ως πιο σημαντική παράμετρος προκρίνεται το πνεύμα συνεργατικότητας και ομαδικότητας που θα πρέπει να διέπει τα μέλη της ομάδας, και φυσικά όλοι όσοι έχουμε συμμετάσχει σε σχετικές εργασίες γνωρίζουμε την καταλυτική επίδραση της παρουσίας ή απουσίας αυτής της παραμέτρου στη δουλειά μας. Άλλοι παράγοντες κρίνονται επίσης ως ιδιαιτέρως διαμορφωτικοί, όπως η ικανότητα του επικεφαλής της ομάδας να συντονίζει τα μέλη της και να διαχειρίζεται κρίσεις, η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία των επαγγελματιών που συμπράττουν σε ένα μουσειακό έργο, η δημιουργικότητά τους, η ίδια η σύνθεση διεπιστημονικών ομάδων, ο εποικοδομητικός διάλογος και η πολυφωνία που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της δουλειάς τους. Παρατηρούμε, επίσης, ότι η ύπαρξη επιστημονικών γνώσεων, ως πιο αντικειμενική και απαραίτητη συνθήκη για την επιτυχή υλοποίηση κάθε έργου, στο Γράφημα 4 βρίσκεται στην 13η θέση της κατάταξης και στο Γράφημα 5 στην 6η. Χωρίς βεβαίως να αμφισβητεί κανείς την αξία της, διαφαίνεται ωστόσο ότι δεν αποτελεί πάντα την αναγκαία πρωταρχική συνθήκη για την επιτυχή ολοκλήρωση μιας ομαδικής δουλειάς.
Στο βιβλίο The Careers Directory – the one-stop guide to professional careers (Reynolds & Mainstone 2009), το οποίο περιλαμβάνει συνοπτικές περιγραφές των περισσότερων επαγγελμάτων, το γενικό προφίλ του/της επιμελητή/τριας μουσείου περιγράφεται ως εξής: «Πρόκειται για άτομο που διαθέτει πραγματικό ενδιαφέρον για την τέχνη και τα ιστορικά αντικείμενα, καλές οργανωτικές δεξιότητες, ικανότητα να ερμηνεύει και να τακτοποιεί εκθέματα με ευφάνταστους τρόπους, που θα ευχαριστούν τους επισκέπτες των μουσείων. Χρειάζεται ακόμη καλές επικοινωνιακές δεξιότητες, για την καλύτερη παρουσίαση ενός ειδικού θέματος είτε σε προφορικές διαλέξεις είτε σε γραπτά κείμενα, άρθρα, καταλόγους κτλ.». Ωστόσο, ο Robert Harbison στο βιβλίο του Eccentric Spaces μας υπενθυμίζει ότι «είναι μάλλον άσκοπο ή μάταιο να γραφούν οδηγίες για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα λεξικό ή ένα μουσείο γιατί είναι σαν να προσπαθούμε να γράψουμε οδηγίες για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ανθρώπινος νους» (Harbison 2000, σ. 31). Είναι μια ενδιαφέρουσα επισήμανση, αν και όχι απόλυτα ακριβής εφόσον η μουσειολογία αυτόν ακριβώς το σκοπό προσπαθεί να υπηρετήσει, να συγκροτήσει θεωρία και κανόνες πρακτικής με στόχο την καλύτερη προστασία και κατανόηση του υλικού ή άυλου κόσμου που μας περιβάλλει, ενώ η εξειδίκευση στη μουσειολογία την όσο το δυνατό αρτιότερη προετοιμασία των μελλοντικών επαγγελματιών μουσείων.
Η εργασία στο μουσείο είναι πολυσύνθετη και η οριοθέτησή της απασχολεί όλους όσοι την επέλεξαν ως πεδίο έρευνας και εφαρμοσμένης πράξης. Επιπλέον, ο καλός επαγγελματίας ως γνωστόν δεν διακρίνεται και δεν μπορεί μόνο να κρίνεται από τις γνώσεις του στο γνωστικό αντικείμενο που υπηρετεί αλλά και από σημαντικές δεξιότητες (κάποιοι τις χαρακτηρίζουν «μαλακές/soft»), που σχετίζονται άμεσα με την προσωπικότητα του, το πάθος και την ενεργητικότητά του στη ζωή και στην εργασία, και γενικά τη συναισθηματική του νοημοσύνη, η οποία αναλύεται σε πολλές επιμέρους δεξιότητες, όπως αυτές της ανάπτυξης εμπιστοσύνης προς τους άλλους, της διαισθητικότητας, της δυνατότητας του να ασκεί εποικοδομητική κριτική, της καλλιέργειας διαπροσωπικών σχέσεων, της δημιουργικότητας, της προσαρμοστικότητας, της ενσυναίσθησης, της αυτογνωσίας κ.ά.
Τα δεδομένα της έρευνας, που εν συντομία παρουσιάσθηκαν στο παρόν άρθρο, επιβεβαιώνουν αυτές τις απόψεις.
Δρ Μάρλεν Μούλιου
Λέκτορας Μουσειολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών