Η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού υποδέχτηκε επισήμως την περασμένη Δευτέρα 10.600 αρχαία αντικείμενα, όστρακα και εργαλεία της Nεολιθικής εποχής, που εξήχθησαν παρανόμως από τη χώρα μας με κατεύθυνση τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη λιτή εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του ΥΠΠΟΑ (Αγίων Ασωμάτων 33), παραβρέθηκαν επίσης ο Γερμανός πρέσβης στην Ελλάδα, ο διευθυντής του γερμανικού μουσείου Pfahbaumuseum, Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι, καθώς και η «πρωταγωνίστρια» της υπόθεσης, Αγγέλικα Ντούζουγλη, επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων, από τη διατριβή της οποίας ξεκίνησε πριν από κάποια χρόνια η όλη περιπέτεια της επιστροφής.
«Μια Ελληνίδα αρχαιολόγος, μεταπτυχιακή στη Γερμανία, με άγρυπνα μάτια και άγρυπνο νου, εντοπίζει κάτι που της τραβάει την προσοχή, βρίσκει συμπαραστάτες συναδέλφους της κι ένα ινστιτούτο που αργότερα χρηματοδοτεί αυτές τις έρευνες, για να έχουμε σήμερα, πολλά χρόνια μετά, το ολοκληρωμένο σύνολο αυτής της επιστημονικής εγρήγορσης εδώ στην έδρα της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών. Θα την έλεγα “επιστροφή των Μυρίων”, άλλων μυρίων, των 10.000 κομματιών, οστράκων και εργαλείων καθόλου ασήμαντων, γιατί σηματοδοτούν την εύφρονα παρουσία του ανθρώπου στη Θεσσαλία τη Νεολιθική περίοδο, μια περίοδο που σημειώνεται πραγματική επανάσταση στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αλλά και τον συνάνθρωπό του», δήλωσε μεταξύ άλλων ο υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Κ. Τασούλας.
«Είναι διπλή χαρά σήμερα να έχουμε τον επαναπατρισμό πλήθους νεολιθικών οστράκων και λίθινων εργαλείων από τη Γερμανία, καθώς σε αυτό συνεργαστήκαμε μαζί Γερμανοί, Έλληνες και Αυστριακοί αρχαιολόγοι. Μετά τα αρχαία αντικείμενα που είχαν επαναπατριστεί στο παρελθόν πριν από κάποια χρόνια, τώρα ξεκινάει μια νέα κίνηση που θεωρούμε ότι η αρμόδια Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών θα την προχωρήσει με γοργούς ρυθμούς. Και καθώς όλοι μαζί πιστεύουμε σε αυτό, Έλληνες και Γερμανοί, θα έχουμε σίγουρα πολύ καλά αποτελέσματα», δήλωσε η διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ, Μαρία Βλαζάκη.
Πρόκειται για 10.600 σπαράγματα αγγείων, λίθινα τέχνεργα, λεπίδες οψιανού και πυριτόλιθου, καθώς και οστεολογικό υλικό που προέρχονται από παράνομες ανασκαφικές δραστηριότητες, οι οποίες έγιναν μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου του 1941 από τα ναζιστικά στρατεύματα Κατοχής. Επίκεντρο της προσπάθειας των Γερμανών αρχαιολόγων ήταν να αποδείξουν μια άκρως αντιεπιστημονική θεωρία, δηλαδή ότι βόρειοι λαοί είχαν εμφανιστεί στην περιοχή ήδη από την προϊστορική εποχή, οι οποίοι ήταν πρόγονοι των Ελλήνων.
Τα αντικείμενα προέρχονται από 38 προϊστορικές θέσεις της Θεσσαλίας, κυρίως από τη Μαγούλα Βισβίκη, και έχουν ηλικία 5.000-8.000 ετών. Περιλαμβάνονταν σε κιβώτια, 28 συνολικά, πέντε από τα οποία επέστρεψαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’50, ενώ τα 23 κατέφτασαν στις 3 Ιουλίου 2014 στον πλέον κατάλληλο χώρο: Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου βρίσκονται και τα άλλα αρχαία κομμάτια, τα οποία, μαζί με τις φωτογραφίες και τις τεκμηριώσεις του αρχαίου υλικού, θα συνθέσουν το προϊστορικό παζλ της περιοχής.
Και όχι μόνον αυτόν. Φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’40 αποτελούν μοναδικούς μάρτυρες των γεωργικών και κτηνοτροφικών κοινωνιών της περιοχής, δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες για την Ελλάδα του χτες, ακόμα και για τη Γερμανία. «Ειδικά οι εικόνες, που ‘αιχμαλώτισαν’ οικισμούς κοντά στη λίμνη Κάρλα, η οποία μοιάζει με τη Λίμνη Κωνσταντία στη Γερμανία (σ.σ. όπου βρίσκεται το μουσείο Pfahbaumuseum), και τα οικονομικά τους συστήματα έχουν συμβάλει στην κατανόηση και των γερμανικών αγροτικών διεργασιών. Δυστυχώς, τα πιο σημαντικά ευρήματα –8 κιβώτια–, που παρέμειναν στον Βόλο το 1941, σήμερα αγνοούνται», δήλωσε ο διευθυντής του γερμανικού μουσείου, Günther Schöbel, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην επιστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων.
Στις συστηματικές έρευνες της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Πολιτιστικής Κληρονομιάς σχετικά με τις αρχαιότητες που εκλάπησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και οι οποίες είτε είχαν ευτυχή κατάληξη (όπως αυτές των προϊστορικών οικισμών της Θεσσαλίας) είτε βρίσκονται σε εξέλιξη, αναφέρθηκε η Σουζάνα Χούλια-Καπελώνη, προϊσταμένη της διεύθυνσης. Όπως είπε, μέχρι σήμερα έχουν ολοκληρωθεί 26 υποθέσεις επαναπατρισμού της περιόδου που περιελάμβαναν 1.158 αντικείμενα, 41 κιβώτια με εβραϊκά χειρόγραφα, 28 κιβώτια με τα ευρήματα της ανασκαφής στη Μαγούλα Βισβίκη και άλλες νεολιθικές θέσεις της Θεσσαλίας, καθώς και ευρήματα παλαιολιθικής περιόδου από το σπήλαιο Σεϊντί κοντά στην Κωπαΐδα.
Σε 12 περιπτώσεις τα αρχαία επέστρεψαν από τη Γερμανία, σε 3 από την Αυστρία, 3 από την Ελβετία, δύο από την Ιταλία, δύο από τις ΗΠΑ, δύο από τη Βρετανία, μία περίπτωση από την Αυστραλία κι άλλη μία από τη Βουλγαρία. Μεταξύ αυτών που δεν έχουν ακόμα επιστρέψει, αλλά η ελληνική πλευρά προτίθεται να εντοπίσει και να ανακτήσει, είναι δύο πήλινα ειδώλια από ανασκαφές στη Σίφνο, δύο μικρές κεφαλές Αθηνάς και Νίκης που αφαιρέθηκαν από τον θώρακα του ανδριάντα του Αδριανού στην Αθήνα και επιτύμβιες στήλες από τα Χανιά.
Στην εκδήλωση μίλησε επίσης η κ. Ντούζουγλη, που αναφέρθηκε στην περιπετειώδη ιστορία των επαναπατρισθέντων αρχαιοτήτων, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 από ένα σεμινάριο προϊστορικής αρχαιολογίας που παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης όπου σπούδαζε για να καταλήξει στις έρευνες και ερμηνείες από τη σύνθεση του αρχαιολογικού υλικού από τις γεωργικές και κτηνοτροφικές περιοχές της Θεσσαλίας, που σύντομα θα δημοσιευτούν. Τέλος, η συνεργάτιδά της Εύα Άλραμ-Στερν έκανε λόγο για τα ευρήματα της νεολιθικής κοινότητας, αγροτικού χαρακτήρα, στη Μαγούλα Βισβίκη, στο νοτιοανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, που πιστοποιούν ότι η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από το 6000 π.Χ., με αδιάλειπτη κατοίκηση ως το 3000 π.Χ. Όπως ανέφερε η ίδια, «η εξειδίκευση της κεραμικής παραγωγής και χρήσης υποδηλώνει την ανάδυση, κατά το πρώτο μισό της 6ης χιλιετίας π.Χ., μιας κοινωνίας ταξικώς διαστρωματωμένης. Επιπλέον η κεραμική δείχνει μια ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στη Μαγούλα Βισβίκη με άλλες κοινότητες στον Παγασητικό Κόλπο, καθώς και την αλληλεπίδραση με βόρειες θέσεις της Θεσσαλίας».