Όσο η μουσικολογία συγχέεται στην Ελλάδα με τη μουσειολογία και η λέξη υπογραμμίζεται ως λανθασμένη από τον αυτόματο διορθωτή του ηλεκτρονικού επεξεργαστή μας, θα πρέπει ακόμα να προσπαθούμε για καλύτερες μέρες όσον αφορά το παρόν και το μέλλον της.
Μια ιστορική αναδρομή της γενεαλογίας της μουσειολογίας (σημ. 1), ως επιστημονικού πεδίου στην Ελλάδα (σημ. 2), οφείλει να αναφερθεί τόσο στην εισαγωγή της, ως αντικειμένου διδασκαλίας και έρευνας στις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στη χώρα μας, όσο και στη συστηματική επιστημονική άσκησή της στην αγορά, δηλαδή στην οργάνωση και διοίκηση μουσείων, εκθέσεων, πολιτιστικών οργανισμών, αλλά και στην ερμηνεία και ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και συνόλων. Το πρώτο σκέλος, που αφορά την έρευνα και τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο, είναι μάλλον εύκολο να ανιχνευτεί και να περιγραφεί. Το δεύτερο, που αφορά την εφαρμογή της στην αγορά, είναι δυσκολότερο, επειδή τα κριτήρια της επιστημονικής εφαρμογής είναι ακόμα δυσδιάκριτα, όχι αυστηρά οριοθετημένα και οπωσδήποτε όχι συμπεφωνημένα από την ακαδημαϊκή μουσειολογική κοινότητα και την αγορά.
Η πολιτικοποίηση των μεταπολιτευτικών χρόνων οδήγησε αρκετούς νεαρούς αρχαιολόγους-ιστορικούς της τέχνης σε αναζήτηση ενός πλαισίου, κυρίως κοινωνικοπολιτικού, πίσω από τις μελέτες τους για τις οπτικές τέχνες, τις μορφές τους και τις διαδικασίες παραγωγής τους.
Συγχρόνως, η αδυναμία απορρόφησης των αποφοίτων αρχαιολογίας από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, ώθησε αρκετούς από αυτούς να επεκτείνουν τις σπουδές τους σε ένα νέο αντικείμενο –τη μουσειολογία–, που δεν βρισκόταν μακριά ούτε από την αρχαιολογία, αλλά ούτε και από την αρχαιολογική πραγματικότητα στην Ελλάδα, η οποία συγκροτούνταν και από το μέγα πλήθος των αρχαιολογικών μουσείων.
Παράλληλα, και όσο οδεύαμε προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90, ο θεωρητικός προβληματισμός της ανθρωπολογίας αρχίζει και στην Ελλάδα να μπολιάζει την αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο, κυρίως την προϊστορική, ενώ οι θεωρίες του υλικού πολιτισμού δεν ηχούν πια τόσο ξένες, τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς της αρχαιολογίας, σε κάποιες πανεπιστημιακές σχολές στη χώρα μας.
Ως εκ τούτου, η μουσειολογία, στις ανθρωπολογικές της αναζητήσεις και στις θεωρήσεις της του υλικού πολιτισμού και του συλλέγειν, προκύπτει στην Ελλάδα ως ένα ακαδημαϊκό αντικείμενο, το οποίο έρχεται να συναιρέσει αφενός πολλά από τα διαμορφούμενα νέα επιστημονικά ενδιαφέροντα και αφετέρου ορισμένες από τις αναζητούμενες επαγγελματικές διεξόδους νεαρών αρχαιολόγων στο εκτεταμένο μουσειακό τοπίο των αρχαιολογικών ελληνικών μουσείων. Η εξέλιξη αυτή είναι δηλαδή αποτέλεσμα γενικότερων συνθηκών, οι οποίες διαμορφώνονται μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα, της επιρροής τους στον πανεπιστημιακό χώρο, με τους ερευνητικούς προσανατολισμούς που θέτουν, των προσωπικών επιδιώξεων νεαρών αρχαιολόγων σε μια κορεσμένη αρχαιολογική-ανασκαφική αγορά και, στη συνέχεια, και της αρχαιολογικής μουσειακής πραγματικότητας, η οποία, με τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τις νέες εκθέσεις που, μέσω αυτών, αφειδώς χρηματοδοτεί, οδεύει προς τον εκσυγχρονισμό, όπως και αν αυτός εννοηθεί.
Είναι αναμενόμενο για τις ανθρωπιστικές επιστήμες πρώτα να διαμορφώνονται στον ακαδημαϊκό χώρο οι συνθήκες για την ανάπτυξη ενός νέου επιστημονικού αντικειμένου και μετά, εφόσον υπάρχει πεδίο εφαρμογής, η αγορά να προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί, με μεγάλη συνήθως καθυστέρηση. Ωστόσο, η αγορά στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ «ανταγωνιστικά φιλελεύθερη», αλλά συντηρούμενη από το κράτος (σημ. 3). Η μουσειακή αγορά δεν αποτέλεσε εξαίρεση κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της. Η ώσμωση ακαδημαϊκών μουσειολογικών ενδιαφερόντων και αναγκών μουσειακής αγοράς προήλθε τυχαία και σημειακά, λόγω πρωτοβουλιών ατόμων και εξαιτίας των θέσεων που αυτοί κατείχαν −είτε στην ακαδημία είτε σε ιδρύματα είτε στην αρχαιολογική υπηρεσία του ΥΠΠΟ είτε στη μουσειακή «αγορά»−, ελεύθερη ή κρατική, και όχι επειδή η αγορά αποφάσισε να παρακολουθήσει τον προβληματισμό των νέων θεωρητικών εξελίξεων.
Η εκπαίδευση στο μουσείο είναι ο πρώτος και ο μόνος για πολλά χρόνια μουσειακός τομέας που αναπτύσσεται χωρίς να δημιουργεί κραδασμούς και φόβους στους επιμελητές και τους διευθυντές ή τους προϊσταμένους των αρχαιολογικών υπηρεσιών, οι οποίοι προΐστανται των μουσείων στις Εφορείες τους. Πριν το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η εποχή της «μουσειοπαιδαγωγικής ευφορίας», το 1979 ξεκινούν εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά τόσο στο Μουσείο Μπενάκη από τη Νίκη Μπελεσιώτη-Ψαράκη, όσο και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο από τη Δέσποινα Πικοπούλου-Τσολάκη. Ήδη όμως το 1978, ο πρωτοπόρος Στέλιος Παπαδόπουλος, εθνολόγος-μουσειολόγος, είχε εκδώσει έναν τόμο με τίτλο Από τις Τοπικές Συλλογές στα σύγχρονα Μουσεία (σημ. 4), ενώ ο Γιώργος Χουρμουζιάδης, ως έφορος αρχαιοτήτων Θεσσαλίας και ανασκαφέας στο Σέσκλο και στο Διμήνι, θα οργανώσει το εμβληματικό για την ιστορία της εφαρμοσμένης μουσειολογίας στην Ελλάδα Αρχαιολογικό Μουσείου του Βόλου (1977-79). Από την άλλη, ο Παπαδόπουλος, από τη θέση του ως διευθυντής του Πολιτιστικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ, με έρευνες και δράσεις (σημ. 5) και μέσα από την Τεχνολογία, το περιοδικό που εξέδιδε το Ίδρυμα και διηύθυνε ο ίδιος, τις στήλες και τα άρθρα που φιλοξενούσε ή τις επίκαιρες ανταποκρίσεις συνεδρίων που έκανε, πάντα με παρρησία και εύστοχη διορατικότητα, έθιγε τον πυρήνα του μουσειολογικού ελλείμματος στην Ελλάδα.
Στο τεύχος 7 της Τεχνολογίας (1994), με αφορμή το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Μουσείων και Πινακοθηκών στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (29 Οκτ. ως 1η Νοε 1993) και την πρόταση του συνεδρίου για σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Μουσείων και Πινακοθηκών Ελλάδος, ο Στέλιος Παπαδόπουλος θεώρησε κατεπείγουσα την ανάγκη «να στελεχωθεί η διοίκηση με μουσειολόγους». Σήμερα, 20 χρόνια μετά, το Συμβούλιο Μουσείων του ΥΠΠΟ όχι μόνο δεν έχει ακόμη μουσειολόγο στα μόνιμα μέλη του, αλλά αύξησε και τη συμμετοχή των αρχαιολόγων στην αρχική σύνθεσή του.
Χαρακτηριστικό επίσης της έγκαιρης διάγνωσης του Παπαδόπουλου για το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού των μουσείων είναι η παρατήρησή του στην Τεχνολογία (σημ. 6) σε κείμενο ανταπόκρισής του από την 1η Διεθνή Έκθεση Μουσειολογίας στο Παρίσι το 1987. Με τίτλο «Η Μουσειολογία σήμερα», σημείωνε ότι οι νέες τεχνολογίες, η φροντίδα για το κοινό, η εξωστρέφεια και οι νέοι τρόποι επικοινωνίας του μουσείου «…αρχίζουν να εδραιώνουν την επιστήμη της μουσειολογίας που αντιτίθεται κριτικά … στις παλαιές έντονα υποκειμενικές απόψεις των “παραδοσιακών μυσταγωγών” της τέχνης». Δηλαδή έθετε ξεκάθαρα την ανάγκη της επιστημονικής εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης όσων ασχολούνται με τα μουσεία, έναντι της παρωχημένης προβιομηχανικής εμπειρογνωμοσύνης. Θα επανέλθει στο ίδιο ζήτημα κάποια χρόνια αργότερα, το 1999, όταν σε άρθρο του με τίτλο «Ο ρόλος του μουσειολόγου: Μεταξύ “κοινών τόπων” και “ουτοπίας”» στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες σημείωνε ότι, αν στο εξωτερικό το σύγχρονο μουσείο −όπως ο ίδιος το εννοούσε και το βίωνε−, είναι κοινός τόπος, στην Ελλάδα παραμένει ουτοπία. Για να γεφυρωθεί η απόσταση ανάμεσα στον κοινό τόπο και στην ουτοπία θεωρούσε κρίσιμη τη συμβολή των μουσειολόγων (σημ. 7).
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι το αίτημα για τη στελέχωση των αρχαιολογικών μουσείων με μουσειολόγους παραμένει δυστυχώς, 25 χρόνια μετά, δραματικά επίκαιρο, αφού στην πρόταση του νέου οργανισμού του ΥΠΠΟ στις Εφορείες και τα μεγάλα αυτόνομα αρχαιολογικά μουσεία εξαφανίζονται τα Τμήματα Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων. Είναι φανερό ότι συμβαίνει ένα μουσειολογικό πισωγύρισμα: στα μουσεία δίνεται προτεραιότητα στις συλλογές και τα αντικείμενα, δηλαδή σε θέσεις προσωπικού ειδικότητας αρχαιολόγου και όχι και στη μουσειολογική, επιστημονικά ενδεδειγμένη σύγχρονη επικοινωνία τους με νοήματα, ιδέες και ιστορίες, θέση την οποία θα καταλάμβανε και μπορεί να προωθήσει ο αρχαιολόγος-μουσειολόγος.
Τη δεκαετία της μουσειοπαιδαγωγικής ευφορίας και με αφετηρία το 1981, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα (ΠΛΙ) της ενδυματολόγου Ι. Παπαντωνίου, του οποίου προΐσταται, αποσπά το βραβείο του ευρωπαϊκού μουσείου της χρονιάς. Το 1981 συνέρχεται και η Ομάδα Εργασίας της Επιτροπής Ενδυματολόγων του ICOM και ξεκινά το πρόγραμμα «Το Μουσείο και το Σχολείο».
Το 1984 και με πρωτοβουλία του ελληνικού τμήματος του ICOM, που είχε ιδρυθεί το 1983, οργανώνεται η Α΄ Συνάντηση Μουσειολογίας (σημ. 8), στην οποία θίγονται πλήθος μουσειοπαιδαγωγικών ζητημάτων. Τη χρονιά αυτή η μουσειολόγος Ευρυδίκη Αντζουλάτου-Ρετσίλα, που συγκαταλεγόταν στο επιστημονικό προσωπικό του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης από το 1972, κυκλοφορεί την έκδοση Το μουσείο και ο ρόλος του στην κοινωνία. Συμβολή στην ελληνική μουσειολογική βιβλιογραφία (σημ. 9) και το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας τιμάται από το Συμβούλιο της Ευρώπης με το βραβείο της χρονιάς.
Το 1985, με αφορμή την Αθήνα: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, συστήνεται στο ΥΠΠΟ, υπό τον Διευθυντή Προϊστορικών-Κλασικών Αρχαιοτήτων και πρόεδρο του Ελληνικού Τμήματος του ICOM, Δρα Γιάννη Τζεδάκι, Επιτροπή Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων από τις αρχαιολόγους Μ. Αυγούλη-Μπενάκη, Δ. Πικοπούλου-Τσολάκη και Στ. Χρυσουλάκη, οι οποίες οργανώνουν ένα από τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα του ΥΠΠΟ, εμπλουτίζοντας σοβαρά ένα αντίστοιχο, δοκιμασμένο στο Μπομπούρ, με τίτλο «Η γέννηση της γραφής». Στη συνέχεια συστήνεται, χωρίς ποτέ να θεσμοθετηθεί επίσημα, το Κέντρο Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, που το 1997 μετατρέπεται σε Τμήμα της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (σημ. 10). Το 2003 το Τμήμα (σημ. 11) μετονομάζεται σε Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Επικοινωνίας και υπάγεται στη Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων. Το 1985, οργανώνεται από τη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού (Τ. Χατζηνικολάου) του ΥΠΠΟ το εκπαιδευτικό σεμινάριο Λαογραφικά/ Εθνογραφικά Μουσεία και Συλλογές. Οργάνωση και λειτουργία (σημ. 12).
Το 1986 πραγματοποιείται, με πρωτοβουλία του ΥΠΠΟ, το Α΄ Διεθνές Συνέδριο Μουσειολογίας του ICOM. Το 1986 επίσης, την ίδρυση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης ακολουθεί η ίδρυση του Τμήματος Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του με ευθύνη της αρχαιολόγου Μ. Πλατή.
Το 1988 το ενδιαφέρον για τη μουσειοπαιδαγωγική γίνεται φανερό με την πραγματοποίηση στο Ναύπλιο και στην Αθήνα της Διεθνούς Συνάντησης της Επιτροπής για την Εκπαίδευση στα Μουσεία του ICOM (CECA) (σημ. 13). Το 1989 ανοίγει στο Ναύπλιο ο «Σταθμός», το Μουσείο Παιδικής Ηλικίας του ΠΛΙ, και μεταφράζεται από το Ελληνικό Τμήμα ο Κώδικας Δεοντολογίας του ICOM (σημ. 14).
Είναι φανερό ότι η ανάπτυξη της μουσειοπαιδαγωγικής στα μουσεία τη δεκαετία του ’80, πέρα από το ειλικρινές ατομικό ενδιαφέρον ή την αναγκαία, λόγω δεδομένων συνθηκών τότε, μουσειολογική κλίση, στην ιστορική μακροκλίμακά της και στην αναγωγή της σε πολιτικές πολιτισμού και παιδείας, μπορεί μάλλον να ερμηνευτεί ως το αθώο, μη προβληματικό μουσειολογικό εγχείρημα. Ήταν αυτό που δεν δημιουργούσε κραδασμούς σε κατεστημένες δομές και που εκσυγχρόνιζε τα μουσεία και ενίσχυε τον κοινωνικό τους ρόλο. Η εκπαίδευση στα μουσεία παρείχε πάντα την εύκολη «απόδειξη» μουσειολογικού εκσυγχρονισμού και κοινωνικής ευαισθησίας ενός κατά βάση κυριαρχικού και συντηρητικού θεσμού.
Η επόμενη δεκαετία, του ’90, και η πρώτη της νέας χιλιετίας θα δουν την ένταση στη μουσειοπαιδαγωγική δραστηριότητα. Ωστόσο αυτό που θα τις χαρακτηρίσει θα είναι η πληθώρα των νέων εκθέσεων και επανεκθέσεων σε κρατικά αρχαιολογικά μουσεία και η εκπόνηση μελετών νέων μουσείων ή κτιριακών επεκτάσεών τους. Πάρα πολλά κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση διοχετεύονται, μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού, σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, προωθώντας συχνά, λόγω της φύσης ορισμένων προγραμμάτων χρηματοδότησης, εντόπιες και διεθνείς συνεργασίες.
Η δεκαετία του ’90 θα σφραγιστεί τελικά από την ανάπτυξη του χωρικού-εκθεσιακού μουσειολογικού σχεδιασμού (σημ. 15) και από τη θέση που παίρνουν οι αρχιτέκτονες-σχεδιαστές σε μια τέτοια μουσειακή προτεραιότητα εντός της μουσειακής πραγματικότητας (σημ. 16). Από σχεδιαστές αρχαιολογικών ευρημάτων αποκτούν στάτους συνομιλητή των αρχαιολόγων-επιμελητών (σημ. 17). Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η όντως καλλιεπής εκθεσιακή αρχιτεκτονική θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τον αισθητισμό του 19ου αιώνα, αφού δεν ακολουθεί ούτε νοηματοδοτεί μια σοβαρή μουσειολογική νοητική επεξεργασία. Είναι σαφές ότι η άγνοια έλλειψής της είναι δείγμα του ελλείποντος αντίστοιχου σύγχρονου μουσειολογικού θεωρητικού προβληματισμού, ή/και του αρχαιολογικού και οπωσδήποτε και του ανθρωπολογικού προβληματισμού. Η δεκαετία του ’90 θα σφραγιστεί από την ολοκλήρωση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού (σημ. 18) του Κυριάκου Κρόκου στη Θεσσαλονίκη (1994), από την τοποθέτηση του Δημήτρη Κωνστάντιου στη διεύθυνση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (1999), καθώς και από την ίδρυση, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, των δύο κρατικών μουσείων σύγχρονης τέχνης (σημ. 19) σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (1997), αλλά και από τη διοργάνωση της Θεσσαλονίκης: Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (1997) που θα δώσει αρκετές ευκαιρίες μουσειολογικής πράξης.
Ενδιαφέρον έχει ότι η λέξη μουσειολογία, πρωτοεμφανισθείσα στον Tύπο το 1990 (σημ. 20), χρησιμοποιείται πλέον με μεγάλη ευκολία από τους ανθρώπους των μουσείων, ακόμη και όταν η παρουσία μουσειολόγων στα μουσειολογικά εγχειρήματα είτε απουσιάζει σταθερά είτε παραμένει δυσδιάκριτη και γκρίζα.
Το 2002, σε αφιέρωμα της εφημερίδας Η Καθημερινή (σημ. 21) στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, η λέξη μουσειολογία εμφανίζεται πάρα πολλές φορές και με έμφαση σε όλες τις ενότητες που εξετάζουν το μουσείο και την έκθεσή του, αλλά κανείς μουσειολόγος δεν φαίνεται να έχει συμβάλει επωνύμως σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Είναι δείγμα της έλξης που ασκεί το νέο και «σύγχρονο» για την εικόνα του μουσείου επιστημονικό αντικείμενο, το οποίο όμως δεν θεωρείται ότι χρειάζεται και τους ειδικούς του για την άσκησή του (σημ. 22).
Το 1997 οργανώνεται στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο συμπόσιο με τίτλο «Η μουσειολογία στον 21o αιώνα: Θεωρία και Πράξη». Φορέας οργάνωσης το Τμήμα Αρχιτεκτόνων στο ΑΠΘ και στόχος η διερεύνηση του τοπίου και της κατεύθυνσης που θα μπορούσε να είχε στην Ελλάδα ένα μεταπτυχιακό για το νέο αυτό επιστημονικό αντικείμενο. Οι απόψεις αρχαιολόγων στα μουσεία και ανθρώπων με άποψη για τα μουσεία, που όμως διαμορφώθηκε στην πράξη, «συναντιούνται» με τις απόψεις νέων μουσειολόγων που προσπαθούν να ανοίξουν δρόμο και να βρουν το στίγμα τους, παροντικό και μελλοντικό, στον τομέα που επέλεξαν για να σπουδάσουν και να δουλέψουν. Στο συνέδριο αυτό, όπως και στο οργανωμένο από το ΥΠΠΟ και το ελληνικό τμήμα του ICOM συνέδριο για τα Αρχαιολογικά και Ιστορικά Μουσεία (σημ. 23), το οποίο είχε πραγματοποιηθεί ένα μήνα πριν, πάλι στη Θεσσαλονίκη, οι νέοι αρχαιολόγοι-μουσειολόγοι, που εμφανίζονται δυναμικά, είναι αυτοί που αργότερα θα συμβάλουν στην ανάδυση και ενίσχυση του επιστημονικού αντικειμένου της μουσειολογίας στην Ελλάδα: είτε από τις θέσεις τους στην ακαδημία, στην αρχαιολογική υπηρεσία ή σε άλλα ιδρύματα, όπου απασχολούνται ως μουσειολόγοι, είτε με τις μουσειολογικές νοηματικές μελέτες που επεξεργάζονται και εγκαθιστούν ως προϋπόθεση των εκθεσιακών χωρικών μελετών στα μουσεία (σημ. 24).
Η παρουσία του ελληνικού τμήματος του ICOM το ίδιο διάστημα παραμένει σημαντική, ενημερωτική της μουσειακής κοινότητας (σημ. 25). Ωστόσο η «συνάφεια» των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου με τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟ δεν έδειξε ως τώρα πρόθεση να μεταβάλει δομές που θα ενίσχυαν τον μουσειολογικό εκσυγχρονισμό και θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την απόλυτη πρωτοκαθεδρία του επιμελητή, μέσα από μια ισότιμη συνεργασία επιμελητή και μουσειολόγου, είτε νοηματικού είτε χωρικού, για να μην αναφερθούμε και στην εξαρχής ισότιμη του μουσειοπαιδαγωγού.
Στο κλείσιμο της δεκαετίας, το 1999, θα πρέπει να μνημονευτεί η έκδοση ειδικού αφιερώματος για τη Μουσειολογία στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες (σημ. 26) από τις μουσειολόγους Μ. Μούλιου και Α. Μπούνια, κάτι που προοιωνίζεται την έκδοση που θα διευθύνουν από το 2004 οι ίδιες, μαζί με τις Α. Γκαζή και Α. Νικηφορίδου: το μουσειολογικό περιοδικό Τετράδια Μουσειολογίας − το πρώτο στην Ελλάδα που πραγματεύεται αποκλειστικά θέματα μουσείων, από συναδέλφους που έχουν γνώση του επιστημονικού αντικειμένου στη θεωρητική του βάση και παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις του, ενώ και η ενασχόλησή τους με την πράξη τις κάνει ικανές να κρίνουν την εφαρμοσμένη του διάσταση.
Η είσοδος του νέου αιώνα και η δεκαετία που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε και στην Ελλάδα από μια έντονη αλλαγή στις προτεραιότητες του κοινού αλλά και των μουσειακών θεσμών απέναντι στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός ως μέρος της ψυχαγωγίας του ελεύθερου χρόνου, σε μια εποχή αφθονίας και καταναλωτικής ευφορίας, με τα ευρωπαϊκά κονδύλια να συνεχίζουν να εισρέουν στην Ελλάδα, επεκτείνοντας ή συνεχίζοντας αρχαιολογικές αναπλάσεις και μουσειακές επεμβάσεις, παρέχει πεδίο εφαρμογής στο νέο ακόμα επιστημονικό πεδίο της μουσειολογίας.
Δίπλα σε αυτά, μεγάλα ιδρύματα χορηγούν μεγάλες εκθέσεις, μόνιμες ή περιοδικές, σε μεγάλα μουσεία. Η επανέκθεση της μόνιμης συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης και η Εθνική Γλυπτοθήκη (σημ. 27) με χορηγία μεγάλων ιδρυμάτων (σημ. 28), τα μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς με ευρωπαϊκά κονδύλια, οι εκθέσεις και το «άνοιγμα», κυριολεκτικό και μεταφορικό, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου στον κόσμο εκτός και σε νεαρούς συνεργάτες του Κωνστάντιου εντός του μουσείου είναι μερικά μόνο από όσα θα δώσουν βήμα μουσειολογικής συζήτησης. Το Ilissia μάλιστα, το περιοδικό που εκδίδει από το 2007 ο Κωνστάντιος, είναι αυτό που μεταξύ άλλων εκσυγχρονίζει τον συντηρητικό μουσειακό θεσμό, δίνοντας βήμα σε συζητήσεις περί μουσειολογίας και άσκησής της στην Ελλάδα (σημ. 29), χωρίς αποκλεισμούς και επιλεγμένες προτιμήσεις. Είναι ο Κωνστάντιος που τόλμησε να δώσει «χώρο» για νέες μουσειολογικές αναγνώσεις εντός των μονίμων συλλογών του μουσείου του (σημ. 30), όπως και η Δέσποινα Ευγενίδου στο Νομισματικό Μουσείο. Είναι ο διορατικός Κωνστάντιος που σε συνέντευξή του το 2009 σημείωνε ότι «το μεγάλο στοίχημα των μουσείων στις ημέρες μας είναι να συμμετάσχουν στη ζωή της πόλης, να μην είναι μόνο τόποι εκπαίδευσης … είναι ένας από τους στόχους που έθεσα από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα την ευθύνη του μουσείου, το 1999» (σημ. 31).
Παράλληλα, μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών χρημάτων έχουν και προτεραιότητες, και αυτές είναι προτεραιότητες τεχνολογίας. Έτσι, ένα νέο πεδίο έρχεται να σταθεί δίπλα στον μουσειακό χώρο, χωρίς αυτός ακόμη να έχει αποκτήσει τις επιστημονικές σταθερές του και την ορολογία του (σημ. 32). Κονδύλια τέτοια από την Eυρωπαϊκή Ένωση ευνόησαν και τη δημιουργία νέων μεταπτυχιακών τμημάτων και επέτρεψαν την ανάδυση ερευνητικών πρωτοβουλιών στα πανεπιστήμια, που διαφορετικά είτε θα αργούσαν είτε δεν θα εμφανίζονταν στην ανώτατη εκπαίδευση.
Έτσι η μουσειολογία, μετά την παρουσία της στα προπτυχιακά του Τμήματος Αρχιτεκτόνων από το 1992 και στο Τμήμα Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου από την Ε. Αντζουλάτου-Ρετσίλα το 1994, αποκτά τα μεταπτυχιακά της: Πρώτα στη Θεσσαλονίκη στο ΑΠΘ, που σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας ξεκινούν τη διδασκαλία της μουσειολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων ως ΔΔΠΜΣ Μουσειολογίας το 2001, και αμέσως μετά στην Αθήνα, στο Eθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), ως Μουσειακές Σπουδές, σε συνεργασία με το ΤΕΙ Αθήνας. Στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στο νεοσύστατο Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, η μουσειολογία εισάγεται ως κατεύθυνση «Σύγχρονης Μουσειολογίας» στο προπτυχιακό πρόγραμμα το 2000 και στη συνέχεια και ως μεταπτυχιακό από το 2008 ως «Διαχείριση μνημείων, πόλη και αρχιτεκτονική» σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών και το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.
Στο μεταξύ η μουσειολογία έχει εισαχθεί από τη δεκαετία του 2000 στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (σημ. 33) στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο Τμήμα Πλαστικών Τεχνών και στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτιστικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, στο Τμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδος και στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Φλώρινας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Η μουσειοπαιδαγωγική εντάσσεται στα περισσότερα προγράμματα των Παιδαγωγικών Τμημάτων στα πανεπιστήμια στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξανδρούπολη, στη Ρόδο, στην Αθήνα, στην Πάτρα και στο Βόλο, όπου λειτούργησε και ένα Πρόγραμμα Σπουδών Επιλογής (1998-2004).
Από το 2002, επίσης, θα λειτουργήσει στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο το μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων (σημ. 34), όπου μαθήματα ιστορίας, διαχείρισης μουσείων και ζητημάτων μουσειολογίας κάνουν γνωστό ένα νέο αντικείμενο, το οποίο έχουν πραγματευτεί, συγγράψει και διδάσκουν έλληνες μουσειολόγοι με προηγούμενες ειδικές σπουδές.
Το 2004 θα προκηρυχθεί και ο πρώτος διαγωνισμός από το ΥΠΠΟ για την πρόσληψη αρχαιολόγων-μουσειολόγων. Ανεξαρτήτως του τι περίμενε τελικά η υπηρεσία από αυτούς ή πώς τελικά αξιοποιήθηκαν ως μουσειολόγοι, το γεγονός, σε συνδυασμό με τα ευρωπαϊκά κονδύλια που είχε να διαχειριστεί το ΥΠΠΟ για νέες εκθέσεις και επανεκθέσεις, όπου συνέβαλαν και οι μουσειολόγοι, λειτούργησε θετικά για το πεδίο της μουσειολογίας. Τουλάχιστον αναγνωρίστηκε ως ένα ιδιαίτερο πεδίο που έχει τις δικές του ανάγκες και απαιτεί διαφορετικές δεξιότητες, ανεξαρτήτως ακόμα του ποιος τελικά τις καλύπτει (σημ. 35).
Το 2005 ιδρύεται και η Εταιρεία Ελλήνων Μουσειολόγων από πτυχιούχους μουσειολόγους, με μεταπτυχιακό τίτλο τουλάχιστον, η οποία, σε συνεργασία με το μεταπτυχιακό της Μουσειολογίας στη Θεσσαλονίκη, από το 2004 μετέχει στη διοργάνωση συμποσίων (σημ. 36) για μεγάλο εύρος μουσειολογικών θεμάτων. Το 2011 η Εταιρεία θα αναγνωριστεί ως εταίρος του ΝΕΜΟ, δηλαδή του Δικτύου των Ευρωπαϊκών Μουσειακών Οργανισμών.
Από το 2004 επίσης το Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου διοργανώνει συμπόσια προσανατολισμένα κυρίως στην τεχνολογία και τα νέα μέσα (σημ. 37), ενώ, υπό τη διεύθυνση της συναδέλφου Σοφίας Δασκαλοπούλου και τη φροντίδα της Μ. Οικονόμου, κυκλοφορεί και το διεθνές ηλεκτρονικό περιοδικό Μουσειολογία που καλύπτει όλο το εύρος των θεματικών πεδίων της μουσειολογίας.
Στο μεταξύ, μέσα από έρευνες, φοιτητικές εργασίες και ανάπτυξη της διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο, με υλικό που αφορά τη μουσειακή πραγματικότητα στην Ελλάδα, ερευνάται το ιστορικό μουσειακό παρελθόν και προσεγγίζονται παθογένειες του παρόντος. Όλα αυτά συνθέτουν έναν έγκυρο μουσειολογικό λόγο πάνω στον οποίο χτίζεται το μέλλον της μουσειολογίας στην Ελλάδα. Το αφιέρωμα για τα Μουσεία Πόλεων στον 22ο τόμο του περιοδικού Εν Βόλω (2006) που επιμελήθηκε η συνάδελφος Μ. Μούλιου, έχοντας οργανώσει και το σχετικό διεθνές συνέδριο (σημ. 38) και όσα ακολούθησαν το 2011, 2012, 2013 της Διεθνούς Επιτροπής για τις Συλλογές και Δραστηριότητες Μουσείων Πόλεων (CAMOC) του ICOM, όπως και η έκθεση-αναφορά Ομάδας Ευρωπαίων Εμπειρογνωμόνων για την Κινητικότητα των Συλλογών, αλλά και η έκδοση των Πρακτικών του Συνεδρίου του ΥΠΠΟ «Η προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την παράνομη διακίνηση και η διεκδίκησή τους» (σημ. 39) δείχνουν τη συμμετοχή της ελληνικής μουσειολογίας στον διεθνή προβληματισμό. Το ίδιο πρέπει να επισημανθεί και για την έκδοση Εθνικά μουσεία στη νότια Ευρώπη: Ιστορία και προοπτικές (σημ. 40) με επιμελήτριες τις συναδέλφους Α. Γκαζή και Α. Μπούνια.
Το επιστημονικό τοπίο της μουσειολογίας στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί αργά αλλά σταθερά (σημ. 41). Μένει να το προφυλάξουμε από την ευκολία με την οποία κάθε τι το νέο και ελκυστικό μπορεί να διαγουμιστεί. Και ο κίνδυνος είναι ορατός στην Ελλάδα, όπου την αξιοκρατία στους κρατικούς θεσμούς δεν είναι εύκολο να την προασπίσει κανείς και όπου η αγορά στον πολιτισμό δεν μπορεί πάντα να αυτορυθμίζεται, αφού συνήθως δεν μπορεί ή και δεν θέλει να παραμείνει σε απόσταση ασφαλείας (σημ. 42) από τους κρατικούς θεσμούς.
Σε αυτήν τη συνθήκη θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τη διαρκή αντίσταση του συστήματος για την ανανέωση ατόμων σε ηγετικές θέσεις στη διαχείριση του πολιτισμού, τις πελατειακές σχέσεις που εξακολουθούν να ισχύουν, παρά τη συνεχώς συζητούμενη ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών, και την απαξίωση νέων επιστημόνων μουσειολόγων στο όνομα του κύρους της εμπειρογνωμοσύνης. Μοιάζει ότι η έλλειψη αξιοκρατίας, η έλλειψη εμπιστοσύνης σε νέους επιστήμονες, η παρωχημένη αισθησιοκρατία και μια ούτως ή άλλως ισχνή πολιτιστική αγορά θα ταλανίσουν ακόμα την ενηλικίωση της μουσειολογίας στην Ελλάδα. Διότι στο εξωτερικό πάμε καλά. Όχι μόνο οι νεαροί μουσειολόγοι ξένων πανεπιστημίων βρίσκουν δουλειά στο αντικείμενό τους, αλλά και οι δικοί μας απόφοιτοι βρίσκουν δουλειά σε μουσεία ή συναφή πολιτιστικά πεδία.
Στην Ελλάδα ωστόσο δεν μας μένει τίποτε άλλο για το κύρος της επιστήμης που υπηρετούμε εμείς οι μουσειολόγοι, παλιοί και νέοι, από το να είμαστε οι καλύτεροι. Όπως λέει και το μότο μας στο μεταπτυχιακό “It’s no fun until you are the best at it”.
Ματούλα Σκαλτσά
Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Διευθύντρια του Διαπανεπιστημιακού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσειολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας