Οι διπλωματικές προσπάθειες του Βατικανού να προσεταιριστεί την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η σημασία που απέδιδε στον συμβολισμό του ναού, η ελληνοτουρκική φιλία που είχε φτάσει στο ζενίθ των σχέσεων των δύο χωρών το διάστημα 1930-38 και κορυφώθηκε με μία σχετικά άγνωστη συμπληρωματική συνθήκη φιλίας (1938), επηρεάζοντας την πολιτική στα Βαλκάνια, αλλά και ένας άγνωστος ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα, από τους πιο αξιόλογους και πολυτραγουδισμένους (μετά τον Παύλο Μελά), ο θάνατος του οποίου ενέπνευσε τους αγωνιστές και τους απλούς πολίτες, ήταν μερικά από τα θέματα που παρουσίασαν ιστορικοί ερευνητές ελληνικών πανεπιστημίων, στο ΛΕ’ (35ο) Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαΐου-1 Ιουνίου, στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Το Συνέδριο διοργανώθηκε από την Ελληνική Ιστορική Εταιρεία και τον Τομέα Αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η τύχη της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε στο επίκεντρο των διπλωματικών ενεργειών του Βατικανού, το οποίο επεδίωξε να του παραχωρηθεί σε βάρος των Ορθοδόξων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο θεολόγος και ιστορικός Θεοδόσης Κυριακίδης παρουσίασε στην εισήγησή του τις λεπτομέρειες της επίσημης αλληλογραφίας του Βατικανού, μέσα από την οποία διαφαίνεται η στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στις συνδιασκέψεις που επακολούθησαν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για την ειρήνη, σχετικά με την παραχώρηση του ναού.
Μέσα από τα έγγραφα διαφαίνεται η προσπάθεια που κατέβαλε το Βατικανό, διά της διπλωματικής οδού, ώστε σε περίπτωση που ο ναός αποδιδόταν στους χριστιανούς, να μην παραχωρηθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά στην Καθολική Εκκλησία. Το Βατικανό πίστευε, λόγω του ισχυρότατου συμβολισμού του ναού, ότι σε περίπτωση που αποδιδόταν στους ορθοδόξους, θα μείωνε σε σημαντικό βαθμό το γόητρο της Καθολικής Εκκλησίας και ειδικότερα το γόητρο των καθολικών ιεραποστόλων που εργάζονταν στην Ανατολή.
Ανέπτυξε λοιπόν έντονη διπλωματική δραστηριότητα, συνέπεια της οποίας ήταν να δημιουργηθούν δυο συνασπισμοί: ο πρώτος συσπείρωσε τις καθολικές δυνάμεις, με κύριο όργανο την Ιταλία, που συντάχθηκαν με το Βατικανό και ο δεύτερος την Αγγλία και την Αμερική, που υποστήριζαν δημόσια τις ορθόδοξες και ελληνικές θέσεις. Ωστόσο, τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων χωρών, η πολιτική ατμόσφαιρα που είχε διαμορφωθεί και οι απειλές των Τούρκων δεν επέτρεψαν άλλες εξελίξεις και ο ναός παρέμεινε οριστικά στα χέρια των Τούρκων.
Ο διδάκτορας Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Αντώνης Κλάψης, με βάση αρχεία της κεντρικής υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών (τηλεγραφήματα πρεσβειών, πρακτικά συναντήσεων, προετοιμασία συνθηκών κ.ά.) μελέτησε τις συνθήκες που οδήγησαν στη Συμπληρωματική Συνθήκη του Απριλίου του 1938, η οποία αποτελεί το αποκορύφωμα της διμερούς συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας και των σχέσεων φιλίας των δύο χωρών.
Η αρχή έγινε με το Σύμφωνο Φιλίας, που υπογράφηκε στην Άγκυρα τον Οκτώβριο του 1930 και αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια για μία ολόκληρη δεκαετία. Η τακτική αυτή συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Ιωάννη Μεταξά (αρχικά ως κοινοβουλευτικό πρωθυπουργό και λίγο αργότερα ως δικτάτορα).
Τον Οκτώβριο του 1937, ο Μεταξάς πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα, όπου είχε την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή και να έχει μακρές συνομιλίες με την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας (Ατατούρκ). Αποκορύφωμα αυτών των διεργασιών αποτέλεσε η υπογραφή στις 27 Απριλίου 1938 της Συμπληρωματικής Ελληνοτουρκικής Συνθήκης, η οποία επιχειρούσε να διευρύνει τα όρια της διμερούς συνεργασίας, τείνοντας να μετατρέψει τον ήδη από καιρό υφιστάμενο διπλωματικό σύνδεσμο σε στρατιωτική συμμαχία. Όπως φαίνεται από τα όσα διαμείφθηκαν στη συνάντηση, οι δύο άνδρες έβλεπαν τη διμερή συνεργασία ως ένα ανάχωμα για τους κινδύνους από τα Βαλκάνια. Αν η πρώτη συμφωνία εγγυείτο αμοιβαία το κοινό σύνορο των δύο χωρών (τη Θράκη) σε περίπτωση επίθεσης από τη Βουλγαρία, η συμπληρωματική συνθήκη του 1938 επέκτεινε τη συνεργασία αυτή στα ναυτικά σύνορα (θέλοντας να αναχαιτίσει την Ιταλία).
Ένας από τους πιο αξιόλογους και πολυτραγουδισμένους Μακεδονομάχους (μετά τον Παύλο Μελά) για τη γενναιότητα, τα ιδανικά και τις αξίες, τη φυσική του παρουσία και τη μόρφωσή του, ήταν ο άγνωστος Ζαχαρίας Παπαδάς ή καπετάν Φούφας, ο οποίος γεννήθηκε στο Πλατανάκι Αρκαδίας το 1876 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Γόνος πλούσιας οικογένειας, σπούδασε νομική και αποφοίτησε από την Σχολή υπαξιωματικών, αλλά αρνήθηκε την άνετη ζωή στην πρωτεύουσα για να υπηρετήσει τον Αγώνα στη Μακεδονία. Έδρασε στη δυτική Μακεδονία, στην ευρύτερη περιοχή Βιτσίου-Φλώρινας-Περιστερίου. Στις 31 Ιουλίου 1906 επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά στις 10 Απριλίου του 1907 ξαναμπήκε στη Μακεδονία, επικεφαλής 35 ανδρών με προορισμό το Βίτσι. Τη νύχτα της 8ης Μαΐου του 1907, ο Φούφας επιτέθηκε με τους άνδρες του στο χωριό Παλαιοχώρι εναντίον Βούλγαρων κομιτατζήδων, σε συνεργασία με το σώμα του Γρηγορίου Φαληρέα (Ζάκα). Στη μάχη που ακολούθησε, βρήκε τον θάνατο μαζί με τέσσερις άνδρες του. Σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης, η κοινότητα το 1932 μετονόμασε το χωριό από Παλαιοχώρι σε Φούφας (σήμερα δήμος Εορδαίας).
Σύμφωνα με τον υποψήφιο διδάκτορα του ΑΠΘ, Χαρίλαο Ραϊτσίνη, ο θάνατος του καπετάν Φούφα είχε απήχηση τόσο στον Μακεδονικό Αγώνα όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Για το μνημόσυνό του στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο, έκλεισαν συμβολικά τα καταστήματα και συνέρρευσε πλήθος κόσμου και πολιτικών προσώπων. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές για τον θάνατό του, μία από τις οποίες υποστηρίζει ότι τον κατέδωσαν, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί βίαια στη μάχη από βουλγαρικά πυρά και έτσι να είναι ο δεύτερος Μακεδονομάχος που έχασε την ζωή του με αυτόν τον τρόπο. Η ζωή και η δράση του καταγράφηκαν σε 10 δημοτικά τραγούδια που παίζονται μέχρι σήμερα.