Σε ένα ταξίδι στον χρόνο, μέσα από την περιγραφή δύο σημαντικών κάστρων, του Βυζαντινού Κάστρου Τρικάλων και του Κάστρου Φαναρίου, μας «προσκαλεί» η προϊσταμένη της 19ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρυσταλλία Μαντζανά.
Η πόλη των Τρικάλων έχει ταυτιστεί με το φρούριο, περισσότερο γνωστό ως Κάστρο των Τρικάλων, που δεσπόζει με τον επιβλητικό του όγκο, κτισμένο σε θέση στρατηγικής σημασίας, στα βορειοδυτικά της πόλης, αφού έλεγχε οδικά περάσματα προς και από τη Μακεδονία, την Ήπειρο αλλά και τη Θεσσαλία. Όπως αναφέρει η κα Μαντζανά, σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου (α’ μισό 14ου αι.) αναφέρεται ότι, λόγω της σπουδαιότητας της θέσης του, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός προέβη στη ριζική ανακαίνισή του, καθιστώντας το ισχυρότερο, παράλληλα με την ανακαίνιση άλλων οχυρών στην περιοχή της Θεσσαλίας. Ο Προκόπιος, στο έργο του Περί Κτισμάτων, αναφέρει: «Επί μέντοι Εχιναίου τε και Θηβών και Φαρσάλων και άλλων των επί Θεσσαλίας πόλεων απασών, εν αις Δημητριάς τε εστί και Μητρόπολις όνομα και Γόμφοι και Τρίκκα, τους περιβόλους ανανεωσαμένους, εν των ασφαλεί εκρατύνατο… αλλά και Λάρισαν και Καισάρειαν… Βασιλεύς δε Ιουστινιανός άμφω τείχη ισχυρότατα ποιησάμενος γνησία την χώραν ευδαιμονία ξυνώκισεν».
Η χρήση ογκολίθων κατά την κατασκευή του επιβεβαιώνει τις πληροφορίες ότι κτίστηκε στη θέση της αρχαίας ακρόπολης, που περιβαλλόταν από τείχος της κλασικής εποχής, επισημαίνει η αρχαιολόγος και προσθέτει πως στα χρόνια της τουρκοκρατίας το κάστρο δεν γκρεμίστηκε, αντίθετα επισκευάστηκε πολλές φορές για αμυντικούς λόγους, καθώς τα Τρίκαλα, για αρκετό καιρό και στην περίοδο αυτή, ήταν η διοικητική πρωτεύουσα της Θεσσαλίας.
Το σχήμα του τείχους στην κάτοψη είναι πολυγωνικό, με ενσωματωμένους πέντε πύργους, που προεξέχουν προς τα έξω ενώ κατά μήκος της τοιχοποιίας ανοίγονται στενόμακρες σχισμές, οι γνωστές πολεμίστρες, οι οποίες για λόγους ασφαλείας δεν διακρίνονται εξωτερικά. Επίσης εξωτερικά και για λόγους ασφαλείας, πιθανότατα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κατασκευάστηκαν λίθινες αντηρίδες.
Όσον αφορά τη δομή του, διαιρείται σε τρία επάλληλα, σχεδόν ισόπεδα διαζώματα με αναλήμματα:
Στο πρώτο διάζωμα και στη δυτική πλευρά ανοίγεται η κύρια είσοδος, με ημικυκλικό λίθινο περιθύρωμα, άνετη και προσπελάσιμη, ενώ, για να διευκολύνεται η πρόσβαση από την πόλη, στη δεκαετία του 1960 κατασκευάστηκε λίθινη κλίμακα στην ανατολική πλευρά. Στο εσωτερικό του κυριαρχεί οίκημα της δεκαετίας του 1970, που σήμερα λειτουργεί ως τουριστικό περίπτερο, απ’ όπου μπορεί κανείς να δει την πόλη, τη γύρω πεδιάδα και την Πίνδο.
Στην ανατολική πλευρά του δεύτερου διαζώματος του κτιρίου, στα μέσα του 17ου αι., κατασκευάστηκε ρολόι μεγάλων διαστάσεων, η καμπάνα του οποίου ζύγιζε περίπου 650 κιλά, και έφερε την παρακάτω επιγραφή στα τουρκικά: «έργο του Γιουσούφ Σενάι, κατοίκου φρουρίου, Τιρχάλα» και τη χρονολογία 1648. Το ρολόι αυτό γκρεμίστηκε και στην ίδια θέση, το 1936, κατασκευάστηκε νέο, ύψους 33 μ., που βομβαρδίστηκε το 1941. Πληροφορίες αναφέρουν ότι δεξιά της πύλης του δεύτερου διαζώματος και μέσα στον περίβολο του κάστρου στα βυζαντινά χρόνια κτίστηκαν δύο ναοί, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Μεταμορφώσεως Σωτήρος, που μέχρι σήμερα δεν έχουν αποκαλυφθεί.
Στο τρίτο διάζωμα σώζεται η πυριτιδαποθήκη, καμαροσκέπαστος μονόχωρος χώρος, η κλίμακα ανόδου για τις επάλξεις και τμήματα του περιδρόμου, όπου περιδιάβαιναν οι φρουροί για τον έλεγχο των περασμάτων. Στο ίδιο διάζωμα, η τοπική παράδοση θέλει να υπάρχει οπή-είσοδος σε λαγούμι (τούνελ), που περνούσε κάτω από το τείχος και ακολουθώντας βορειοανατολική κατεύθυνση, διέσχιζε τη νότια πλαγιά του λόφου του προφήτη Ηλία και κατέληγε στην Καλαμπάκα, στο ύψος του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Λειτουργούσε δηλαδή ως έξοδος από το κάστρο σε εποχές εχθροπραξιών.
Το χωριό Φανάρι, σύμφωνα με την κα Μαντζανά, βρίσκεται ΒΔ της Καρδίτσας κτισμένο σε μια περίοπτη θέση της οροσειράς των Αγράφων. Την ονομασία Φανάρι, τη συναντάμε για πρώτη φορά σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1289, που αναφέρεται στη μονή Λυκουσάδας «πλησίον που διακειμένη του άστεος φανάριον ονομάζεται», ενώ στην ίδια θέση τοποθετείται η αρχαία πόλη Ιθώμη, η οποία αναφέρεται στις πηγές μέχρι και την παλαιοχριστιανική εποχή.
Το κάστρο του Φαναρίου επιβάλλει και επιβάλλεται, κτισμένο στο δυτικότερο άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Χρονολογείται στα ταραγμένα χρόνια του 13ου αι., όταν η δυτική Θεσσαλία ήταν πεδίο ανταγωνισμού, ανάμεσα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και του βυζαντινού αυτοκράτορα αλλά και των τοπικών γαιοκτημόνων. Κτισμένο στην κορυφή του λόφου έπαιξε σημαντικό αμυντικό ρόλο, καθώς από εκεί μπορούσαν να ελέγχουν τον κάμπο και τα ορεινά, όπως και την επικοινωνία Ηπείρου-Θεσσαλίας, ενώ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατρέπεται σε στρατώνα.
Πρόκειται για ένα μικρό οχυρό, εκτάσεως 2,6 στρεμμάτων, με ακανόνιστο πολυγωνικό τείχος πλάτους 2 μ. το οποίο ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και σώζεται στο ακέραιο. Στα νότια ανοίγεται τοξωτή πύλη και μια μικρότερη στα βόρεια. Κατά διαστήματα ενισχύεται από έξι πύργους που είναι ενσωματωμένοι σ’ αυτό και προεξέχουν προς τα έξω.
Στο εσωτερικό του κάστρου συναντάμε την Πυριτιδαποθήκη, καμαροσκέπαστο λιθόκτιστο κτίριο με μικρό προστώο, μια μεγάλη υπέργεια δεξαμενή συλλογής βρόχινου νερού με ορθογωνικό περίγραμμα και ερείπια τζαμιού. Το τζαμί κτίστηκε πάνω σε παλαιότερο κτίριο με μικρό λουτρό, ενώ εντοπίστηκε και υπόγεια θολοσκέπαστη δεξαμενή νερού.
Από τα βορειοδυτικά, τον εύφορο θεσσαλικό κάμπο προστάτευαν τα κάστρα των Σταγών και των Τρικάλων, από τα δυτικά το μόνο οχυρό ήταν του Φαναρίου ενώ στα κλασικά χρόνια τον ρόλο αυτό έπαιξε το οχυρό των Γόμφων.