Αρκετοί μελετητές, όπως ο Barber (1991), υποστηρίζουν ότι «τα ορυκτά χρησιμοποιούνταν συχνότερα ως χρωστικές ουσίες για ζωγραφική επί τοίχου (…) απ’ ό,τι για τη βαφή ή τη ζωγραφική υφάσματος». Τα πάρα πολύ περιορισμένα έως ανύπαρκτα σχεδόν, βάσει των μέχρι στιγμής ανασκαφικών δεδομένων, βαμμένα με ανόργανες χρωστικές αρχαιολογικά κατάλοιπα (σημ. 1) σε αντίθεση με τα κλωστοϋφαντουργικά υπολείμματα, που φέρουν ίχνη οργανικής βαφής και που παρά την ευαισθησία τους μάς έχουν διασωθεί, θα λέγαμε ότι ενισχύουν την παραπάνω θεωρία.
Η ύπαρξη, ωστόσο, γραπτών μαρτυριών και συγκεκριμένα συνταγών βαφής μαλλιού με «Σινωπική γη» σε παπύρους του 3ου-4ου αι. μ.Χ., που έχουν διασωθεί, όπως και εν γένει η ύπαρξη συνταγών βαφής δέρματος και υφάσματος με ανόργανες χρωστικές σε διάφορα προβιομηχανικής περιόδου βασικά εγχειρίδια βαφικής επιβεβαιώνει τουλάχιστον θεωρητικά τη χρήση της ώχρας και γενικά των ανόργανων χρωστικών στην παρασκευή βαφών δέρματος και υφάσματος κατά την αρχαιότητα και καθ’ όλη τη διάρκεια της προβιομηχανικής εποχής.
Προκειμένου, λοιπόν, να εξετάσουμε εάν και κατά πόσο οι ανόργανες χρωστικές, όπως η ώχρα, χρησιμοποιήθηκαν για τη βαφή δέρματος και υφάσματος κατά την αρχαιότητα και μετέπειτα αποτολμήσαμε τη δημιουργία προσομοιώσεων βαφών σε δέρμα και ύφασμα (μαλλί και μετάξι). Το εγχείρημα αυτό αποσκοπεί στην τεκμηρίωση ή μη της χρήσης της ώχρας και γενικά των ανόργανων χρωστικών για το σκοπό αυτό στην πράξη.
Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου καταγράψαμε και αρχειοθετήσαμε όλες τις παραδοσιακές, τις προβιομηχανικές δηλαδή συνταγές βαφής δέρματος με οργανικές και ανόργανες χρωστικές, που χρονολογούνται από το 330 μ.Χ. ως και το 1880. Αναφορικά με τις υφάνσιμες ζωικές ίνες (μαλλιού και μεταξιού), το αρχείο που δημιουργήσαμε αφορά μόνο σε συνταγές βαφής με ώχρα και γενικότερα με ανόργανες χρωστικές, οι οποίες χρονολογούνται επίσης από το 330 μ.Χ. έως και το 1880, αφού προσομοιώσεις συνταγών βαφής με οργανικές χρωστικές σε ύφασμα έχουν επιχειρηθεί ήδη κατά το παρελθόν (σημ. 2).
Στον πίνακα 1 δίνεται ένα δείγμα του τρόπου αρχειοθέτησης των συνταγών βαφής που καταγράψαμε, και συγκεκριμένα το αρχείο συνταγών βαφής μαλλιού με ώχρα και γενικά με ανόργανες χρωστικές. Σε κάθε περίπτωση αναφέρεται το εγχειρίδιο βαφικής, όπου εντοπίζεται η εκάστοτε συνταγή, καθώς και η χρονολόγησή του. Κατόπιν, αναφέρεται η εκάστοτε χρωστική, το στερεωτικό, τα πρόσθετα αντιδραστήρια και η τελική απόχρωση, που κάθε φορά επιτυγχάνεται. Σε αρκετές περιπτώσεις, επίσης, και όπου οι συνταγές έφεραν αρίθμηση, αυτή διατηρήθηκε.
Γενικά
Οι προσομοιώσεις παραδοσιακών βαφών ώχρας σε δέρμα και ύφασμα (μαλλί και μετάξι) πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο Οργανικής Χημείας του Τμήματος Χημείας της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Επιλογή δειγμάτων
Για τις ανάγκες του συγκεκριμένου πειράματος χρησιμοποιήθηκαν δείγματα ώχρας από τα αρχαία μεταλλεία της Μακεδονίας και της Θράκης, ποσότητες των οποίων είχαν χρησιμοποιηθεί και για τον προσδιορισμό της ορυκτολογικής και χημικής σύστασής τους (σημ. 3). Ειδικότερα, για το συγκεκριμένο πείραμα χρησιμοποιήθηκαν 5 από τα 6 δείγματα ώχρας – συγκεκριμένα τα EL 5-2, EL 5-3, EL 1, EL 2 και MP 1. Η επιλογή των συγκεκριμένων δειγμάτων για τη δημιουργία προσομοιώσεων δεν ήταν τυχαία, αλλά καθορίστηκε από την ποσότητα εκάστου δείγματος, που είχαμε στη διάθεσή μας.
Επιλογή και προετοιμασία υποστρωμάτων
Αναφορικά με τα υποστρώματα χρησιμοποιήθηκαν τεμάχια δύο διαφορετικών ειδών δέρματος, δέρματος αρνιού καφέ απόχρωσης (εικ. 1) και δέρματος προβάτου μαύρης απόχρωσης (εικ. 2). Και στις δύο περιπτώσεις τα κομμάτια είχαν υποστεί όλες τις απαραίτητες διαδικασίες επεξεργασίας πλην του σταδίου της βαφής. Ωστόσο, στη δεύτερη περίπτωση το δέρμα είχε υποστεί επάλειψη με μία κηροειδή ουσία, το λεγόμενο «αστάρι», προκειμένου η βαφική ουσία, που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για τη βαφή του συγκεκριμένου δέρματος, τμήμα του οποίου μας δόθηκε από βυρσοδεψείο της Θεσσαλονίκης που επισκεφτήκαμε, να συγκρατηθεί ικανοποιητικά επάνω στο συγκεκριμένο υπόστρωμα. Επιπλέον, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πειράματος χρησιμοποιήθηκαν τεμάχια άχρωμου μάλλινου υφάσματος (τσόχα) (εικ. 3), καθώς και μετάξι δύο ειδών (άγριο και οργάντζα) (εικ. 4).
Τα αρχικά κομμάτια δερμάτων και υφασμάτων κόπηκαν σε μικρά τεμάχια (ορθογώνιου σχήματος), ενώ κάποια από αυτά, προκειμένου να αποτελέσουν «μάρτυρες» εκάστου υποστρώματος, δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά τη βαφική διαδικασία.
Πειράματα βαφής
Αναφορικά με τις προσομοιώσεις πραγματοποιήθηκαν πειράματα βαφής σε δέρμα με τα δείγματα της αρχαίας ώχρας, με σύγχρονη όμπρα αγιογραφίας και με οργανικές χρωστικές για τη διερεύνηση της τυχόν διαφοροποίησης της βαφικής τους ικανότητας επάνω στο συγκεκριμένο υπόστρωμα. Όσον αφορά στο μαλλί και το μετάξι επιχειρήθηκε βαφή με ώχρα, αλλά και με σύγχρονο μαλαχίτη για την εξέταση της βαφικής ικανότητας γενικά των ανόργανων χρωστικών στα υποστρώματα αυτά.
Στις περιπτώσεις, που βάσει των πρότυπων συνταγών απαιτούνταν λουτρό βαφής, η πειραματική διαδικασία επαναλήφθηκε για το κάθε προς βαφή τεμάχιο. Αντίθετα, στις περιπτώσεις της επάλειψης η ποσότητα της βαφής, που κάθε φορά παρασκευάζαμε, ήταν αρκετή για περισσότερα από ένα τεμάχιο. Κατά τη διαδικασία της βαφής με επάλειψη τα προς βαφή κομμάτια είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τεμάχια διηθητικού χαρτιού, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να βαφτούν και αυτά. Έτσι, κρίναμε ενδιαφέρον στο πλαίσιο της παρούσης εργασίας και δεδομένου ότι σε κάποιες περιπτώσεις το χρωματικό αποτέλεσμα κυρίως επάνω σε τεμάχια δέρματος δεν ήταν ικανοποιητικό να παραθέσουμε και κάποια δείγματα από την «αθέλητη» βαφή των χάρτινων αυτών τεμαχίων.
Στη συνέχεια δίνονται τα αποτελέσματα βαφής δέρματος με κίτρινη ώχρα (EL 5-3) (εικ. 5), με κόκκινη ώχρα (MP1) (εικ. 6), το βαμμένο με κόκκινη ώχρα (MP1) τμήμα διηθητικού χαρτιού (εικ. 7). Έπειτα, παραθέτονται οι προσομοιώσεις βαφών τεμαχίων μάλλινου υφάσματος με κίτρινη (EL 5-2) (εικ. 8) και κόκκινη ώχρα (MP1) (εικ. 9), καθώς και τα βαμμένα τεμάχια άγριας μετάξας και οργάντζας με κόκκινη ώχρα (EL1) (εικ. 10).
Σχολιασμός αποτελεσμάτων – Συμπεράσματα
Από τις πειραματικές απομιμήσεις βαφών διαπιστώσαμε ότι η φυσική ώχρα σε γενικές γραμμές δεν παρουσιάζει καλή επίστρωση σε δέρμα.
Ειδικότερα, η κίτρινη ώχρα –πιθανότατα λόγω της μεγάλης της περιεκτικότητας σε προσμείξεις– παρουσιάζει χαμηλότερη βαφική ικανότητα από την ερυθρά, στην οποία, όπως ήδη επισημάνθηκε (σημ. 4), η περιεκτικότητα σε σίδηρο είναι μεγαλύτερη. Μάλιστα το EL 1 και το MP 1, το ποσοστό σιδήρου των οποίων είναι 40,50% παρουσιάζουν πολύ καλύτερη βαφική ικανότητα συγκριτικά με το EL 2. Μόνο στην περίπτωση της βαφής δέρματος μαύρης απόχρωσης η κίτρινη ώχρα παρουσίασε αρκετά καλή βαφική ικανότητα, γεγονός που οφείλεται στο ότι, όπως έχει ήδη επισημανθεί, το κομμάτι μαύρου δέρματος που προμηθευτήκαμε είχε υποστεί επάλειψη με μία κηροειδή ουσία, το «αστάρι», προκειμένου η βαφική ουσία, που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για τη βαφή του συγκεκριμένου δέρματος, να συγκρατηθεί ικανοποιητικά επάνω σε αυτό το υπόστρωμα.
Επιπλέον, τα πειράματα βαφής δέρματος, που πραγματοποιήθηκαν σε λουτρό βαφής, δεν είχαν καλό χρωματικό αποτέλεσμα συγκριτικά με εκείνα που έγιναν με τη χρήση πινέλου. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε ότι στις προσομοιώσεις βαφής δέρματος με τα EL 5-2, EL 5-3 και MP 1, που έγιναν σε λουτρό βαφής, οι κόκκοι της χρωστικής με ελάχιστη τριβή απομακρύνονταν από τα «βαμμένα» τεμάχια.
Αντίθετα, οι πειραματικές απομιμήσεις με πινέλο είχαν σχετικά καλύτερα αποτελέσματα και παρατηρήθηκε καλύτερη επίστρωση της χρωστικής.
Επίσης, από τη δημιουργία προσομοιώσεων με πινέλο διαπιστώθηκε ότι η επάλειψη της εσωτερικής πλευράς δέρματος καφέ και μαύρης απόχρωσης με κόκκινη ώχρα (EL 1 και MP 1) και με σύγχρονη καφέ ψημένη όμπρα είχε καλύτερο χρωματικό αποτέλεσμα από τη βαφή στις αντίστοιχες εξωτερικές επιφάνειες των τεμαχίων, αφού οι χρωστικές εμφάνισαν καλύτερη ικανότητα επίστρωσης πάνω στο συγκεκριμένο υπόστρωμα.
Η μη ικανοποιητική ικανότητα βαφής της ώχρας σε δέρμα ίσως οφείλεται από χημικής άποψης στην απουσία αλληλεπίδρασης χρωστικής-υποστρώματος λόγω της ανόργανης σύστασής της και στο μη σχηματισμό των απαραίτητων χημικών δεσμών και δυνάμεων για την προσρόφηση και τη συγκράτηση της χρωστικής από το συγκεκριμένο οργανικό υπόστρωμα.
Θεωρώντας, λοιπόν, ως δεδομένη την προσρόφηση και τη συγκράτηση μιας οργανικής χρωστικής από ένα οργανικό υπόστρωμα πραγματοποιήσαμε στη συνέχεια πειράματα απομίμησης βαφής δέρματος και με οργανικές χρωστικές – συγκεκριμένα με μία κίτρινη (κουρκουμάς) και με μία ερυθρά (ριζάρι). Ούτε το συγκεκριμένο εγχείρημα είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, αφού και στην περίπτωση αυτή η επίστρωση δεν ήταν τόσο καλή. Ωστόσο, η χρωστική συγκρατήθηκε καλύτερα πάνω στο υπόστρωμα χωρίς να αφαιρείται με την τριβή.
Η μόνη πιθανή ερμηνεία που μπορούμε να δώσουμε αφορά στο συγκεκριμένο υπόστρωμα και στη σύγχρονη επεξεργασία, που αυτό υφίσταται. Συγκεκριμένα, όπως κατέστη ήδη σαφές, τα τεμάχια δέρματος τα προμηθευτήκαμε από σύγχρονο βυρσοδεψείο και είχαν υποστεί όλα τα απαιτούμενα στάδια επεξεργασίας εκτός από αυτό της βαφής. Πιθανότατα η σύγχρονη κατεργασία με συνθετικά υλικά να λειτούργησε αποτρεπτικά στην καλή συγκράτηση των οργανικών χρωστικών σε ένα δίκτυο πρωτεϊνικών ινών, όπως είναι το δέρμα. Στην περίπτωση της φυσικής ώχρας η δέψη του βαμμένου υλικού με συνθετικές ύλες σε συνδυασμό με τη σύσταση της χρωστικής, που ούτως ή άλλως δεν αλληλεπιδρά ικανοποιητικά με ένα οργανικό υπόστρωμα, είχε ως απόρροια τα συγκεκριμένα χρωματικά αποτελέσματα και την κακή ικανότητα επίστρωσης σε δέρμα. Αντίθετα, η προσομοίωση βαφής δέρματος με σύγχρονη όμπρα (σημ. 5) αγιογραφίας απεδείχθη ότι είχε πολύ καλύτερη ικανότητα επίστρωσης σε ένα οργανικό υπόστρωμα, όπως το δέρμα.
Πολύ καλύτερη ήταν η επίστρωση της ώχρας, αλλά και το τελικό χρωματικό αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια βαφής των τεμαχίων δερμάτων επάνω σε χαρτί, επιβεβαιώνοντας ότι η συγκεκριμένη χρωστική και γενικά οι ανόργανες χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο κατά την αρχαιότητα και μετέπειτα στη ζωγραφική, παρά στη βαφή ενδυμάτων.
Αναφορικά με τη βαφή μαλλιού με ώχρα διαπιστώσαμε ότι η βαφική ικανότητα της χρωστικής ήταν πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη σε δέρμα. Ωστόσο, η συγκράτηση της χρωστικής από τις ίνες δεν ήταν πάρα πολύ καλή και η τελική απόχρωση δεν ήταν ζωντανή, όπως αυτή που δίνει μια οργανική χρωστική (σημ. 6) σε παρόμοιο υπόστρωμα, γεγονός που οφείλεται, όπως προείπαμε, στην απουσία καλής αλληλεπίδρασης μεταξύ μιας ανόργανης χρωστικής και ενός οργανικού υποστρώματος.
Ανάλογα είναι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε όσον αφορά στη βαφή μεταξιού με ώχρα. Η τελική απόχρωση των τεμαχίων της άγριας μετάξας ήταν πιο ζωηρή από εκείνη της οργάντζας. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή η κίτρινη χρωστική σε αντίθεση με την ερυθρά δεν προσροφήθηκε ικανοποιητικά από τις ίνες της μετάξας πιθανώς εξαιτίας των προσμείξεων που η κίτρινη περιέχει, όπως ήδη είπαμε (σημ. 7).
Θέλοντας, ακόμη, να διερευνήσουμε το αποτέλεσμα βαφής μεταξιού με οποιαδήποτε άλλη ανόργανη χρωστική προχωρήσαμε στη δημιουργία προσομοιώσεων με μαλαχίτη (διβασικό οξικό χαλκό – verdigris). Πράγματι, και από τη συγκεκριμένη προσπάθεια πειραματικής απομίμησης διαπιστώθηκε ότι η βαφική ικανότητα του οξικού χαλκού δεν ήταν πολύ καλή, αφού η χρωστική δεν συγκρατήθηκε ικανοποιητικά στην ίνα και η τελική απόχρωση κάθε άλλο παρά ζωηρή ήταν.
Από τα παραπάνω, λοιπόν, επιβεβαιώνεται ότι η βαφή υφασμάτων κατά την αρχαιότητα και καθ’ όλη τη διάρκεια της προβιομηχανικής εποχής μέχρι την ανακάλυψη των συνθετικών χρωστικών γινόταν σχεδόν αποκλειστικά με οργανικές χρωστικές, αφού, όπως απεδείχθη, αυτές προσροφώνται και συγκρατούνται ικανοποιητικά από τα εξεταζόμενα υποστρώματα σε αντίθεση με τις ανόργανες. Αναφορικά με το δέρμα η μη ικανοποιητική βαφική ικανότητα της ώχρας και γενικά των ανόργανων χρωστικών σε τέτοιο υπόστρωμα, καθώς και η έλλειψη ανθεκτικότητας ενός βαμμένου με τέτοιο υλικό υποστρώματος στην τριβή, την υγρασία, το φως κ.λπ. θα οδήγησε ύστερα από πολλούς πειραματισμούς τις πρώιμες κοινωνικές ομάδες του παρελθόντος να απορρίψουν τις ανόργανες χρωστικές για τη βαφή τέτοιων υποστρωμάτων. Όσον αφορά στη βαφή δέρματος με οργανικές χρωστικές, μολονότι και στην περίπτωση αυτή τα χρωματικά αποτελέσματα δεν είναι τόσο ικανοποιητικά, λόγω της καλύτερης στερέωσης των οργανικών χρωστικών στο συγκεκριμένο υπόστρωμα σε αντίθεση με τις ανόργανες, πολύ πιθανόν αυτές να εφαρμόστηκαν από τους αρχαίους και μεταγενέστερους βαφείς, σε πολύ περιορισμένη όμως κλίμακα.
Ακόμη, επιβεβαιώθηκε ότι αρκετές από τις συνταγές βαφής, που αναφέρονται στους «χημικούς» παπύρους, παραλλαγές των οποίων διαπιστώνουμε και σε μεταγενέστερα εγχειρίδια βαφικής, είναι τελείως θεωρητικές και «στην πραγματικότητα μπορούν να εφαρμοστούν μόνο μερικές συνταγές βαφής με οργανικές χρωστικές και δη ινδικό, ριζάρι, κέρμη και πορφύρα» (σημ. 8).
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι αναφορικά με τη βαφή δέρματος και υφάσματος κατά την προβιομηχανική εποχή πολλές υποθέσεις διατυπώθηκαν, πολλές εικασίες έγιναν, τις οποίες μελλοντικές έρευνες καλούνται να επιβεβαιώσουν ή και να διαψεύσουν. Για το λόγο αυτό κρίνεται επιβεβλημένη περαιτέρω έρευνα αναφορικά με τη διερεύνηση της βαφής ή μη δερμάτων και υφασμάτων γενικά με ανόργανες χρωστικές στην αρχαιότητα και στις μετέπειτα προβιομηχανικές κοινωνίες. Η δημιουργία για παράδειγμα προσομοιώσεων βαφών και σε άλλα είδη δέρματος, ίσως πιο ανοιχτής φυσικής απόχρωσης από αυτές που εμείς χρησιμοποιήσαμε, καθώς και σε άλλα είδη υφάνσιμων ινών με άλλες ανόργανες χρωστικές θα μας έδινε αφενός μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη χρήση των ουσιών αυτών στο σύνολό τους σε σχέση με τη βαφή των συγκεκριμένων υποστρωμάτων. Αφετέρου πειράματα απομίμησης βαφών δέρματος με άλλες οργανικές χρωστικές, όπως το ινδικό, για παράδειγμα ίσως επιβεβαιώσουν την υπόθεσή μας ότι το συγκεκριμένο υπόστρωμα χρησιμοποιούνταν συνήθως από τις πρώιμες κοινωνικές ομάδες του παρελθόντος μάλλον άβαφο εξαιτίας του μη ζωηρού τελικού χρωματικού αποτελέσματος, ενώ ενδιαφέρον θα είχε στην περίπτωση που μελλοντικές προσπάθειες προσομοιώσεων δέρματος με άλλες οργανικές χρωστικές δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα ικανοποιητικό χρωματικό αποτέλεσμα σε σχέση με τις υφάνσιμες ίνες, η προσπάθεια ερμηνείας αυτού του αποτελέσματος. Εξίσου ενδιαφέρον θα είχε, τέλος, και η δημιουργία προσομοιώσεων βαφών δέρματος με μικτές συνταγές. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι οι ανόργανες χρωστικές στο σύνολό τους χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα από τις προβιομηχανικές κοινωνίες για τη βαφή δερμάτων και υφασμάτων και ότι η χρήση των οργανικών περιορίστηκε μόνο στη βαφή υφασμάτων παρά δερμάτων.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης και δεδομένης της χρήσης της ώχρας μεταξύ άλλων ως υλικό βαφής της ανθρώπινης επιδερμίδας από τις προϊστορικές και αρχαίες κοινωνίες (σημ. 9), ως υλικό ζωγραφικής για την αποτύπωση παραστάσεων και συμβόλων από τις πρώιμες κοινωνικές ομάδες και τους πρώτους ανθρωπίδες της Ευρώπης σε σπήλαια και βραχοσκεπές (σημ. 10), αλλά και ως υλικό διακόσμησης αρχαίων μαρμάρινων μνημείων, όπως πιστοποίησαν σχετικές αναλύσεις (σημ. 11), επιχειρήθηκε μια πρώτη πειραματική απομίμηση σε τέτοια υποστρώματα και δημιουργία σχετικών προσομοιώσεων.
Οι προσομοιώσεις βαφών με ώχρα πραγματοποιήθηκαν στο παρασκευαστήριο του Τομέα Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Και στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιήθηκαν δείγματα από τα αρχαία μεταλλεία ώχρας. Ειδικότερα για το συγκεκριμένο πείραμα χρησιμοποιήθηκαν 2 από τα 6 δείγματα ώχρας και συγκεκριμένα τα EL 5-3 και MP 1. Η επιλογή των δειγμάτων αυτών για τη δημιουργία προσομοιώσεων ήταν αντιπροσωπευτική των δύο ειδών ώχρας (κίτρινη και κόκκινη) που μελετήσαμε, και καθορίστηκε από την ποσότητα εκάστου δείγματος που είχαμε στη διάθεσή μας.
Για το πείραμα της απομίμησης της ζωγραφικής σπηλαίων χρησιμοποιήθηκε κομμάτι πυριτόλιθου από προϊστορικό λατομείο στα Πετρωτά Κομοτηνής και λευκό μάρμαρο Ρωμαϊκής εποχής, που εντοπίστηκε μεταξύ άλλων σε αρχαιολογική θέση στο Καλαμωτό Θεσσαλονίκης, πιθανότατα θασιώτικης προέλευσης.
Για το πείραμα της προσομοίωσης βαφών ώχρας σε αρχαία μαρμάρινα μνημεία χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονα κομμάτια μαρμάρου από τα λατομεία: Αριάδνη στα Δαμάστα του Ηρακλείου Κρήτης, Sivac Σκοπίων, Άγιαξ Παγγαίου, Λευκό Πύργων Δράμας.
Για τη δημιουργία προσομοιώσεων βαφών σε ανθρώπινη επιδερμίδα και πετρώματα δεν μελετήθηκαν συγκεκριμένες συνταγές βαφής (που αναφορικά με τα μάρμαρα πολύ πιθανόν να υπάρχουν), όπως στην περίπτωση της βαφής δέρματος και υφάσματος. Και αυτό ισχύει, αφού το εγχείρημα αυτό δεν αποτέλεσε βασικό αντικείμενο της μελέτης μας και ως εκ τούτου δεν επιχειρήθηκε διεξοδική και εξαντλητική διερεύνηση του τρόπου βαφής των συγκεκριμένων υποστρωμάτων.
Η διαδικασία που εμείς ακολουθήσαμε ήταν η δημιουργίας μιας πάστας χρωστικής με σκέτο νερό, «συνταγή» που έχει τεκμηριωθεί ότι χρησιμοποιήθηκε από τις παλαιολιθικές κοινωνίες της Ευρώπης για τη ζωγραφική αποτύπωση παραστάσεων και συμβόλων σε σπήλαια και βραχοσκεπές (σημ. 12) και επάλειψη με το χέρι. Όσον αναφορά τα μάρμαρα η απόπειρα βαφών πραγματοποιήθηκε, όπως είναι εύλογο, από την εσωτερική πλευρά εκάστου και όχι από τη λεία.
Στη συνέχεια δίνονται τα αποτελέσματα βαφής ανθρώπινης επιδερμίδας με κίτρινη (EL 5-3) (εικ. 11) και κόκκινη ώχρα (MP1) (εικ. 12), καθώς και της βαφής λευκού μαρμάρου από το Καλαμωτό (εικ. 13) και από τους Πύργους (εικ. 14) με κίτρινη (EL 5-3) και κόκκινη ώχρα (MP1) αντίστοιχα.
Από τα πειράματα απομίμησης βαφών σε ανθρώπινη επιδερμίδα διαπιστώθηκε ότι η ώχρα και κυρίως η ερυθρά, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς της σε σίδηρο, παρουσιάζει μια μοναδική βαφική ικανότητα ακόμη και με απλή αφή ενός μικρού σβόλου. Επίσης, εμφανίζει αρκετά καλή καλυπτικότητα της επιδερμίδας χρησιμοποιώντας σχετικά πολύ μικρή ποσότητα σε συνδυασμό με νερό, ενώ έχει αρκετά καλή αντοχή στην τριβή (ξερή).
Από τις προσομοιώσεις βαφής σε πετρώματα καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η ώχρα αποτελεί άριστο υλικό βαφής και χρωματισμού πετρωμάτων δημιουργώντας μια πάστα με σκέτο νερό. Και αυτό ισχύει, αφού όντας πλούσια σε αργιλοπυριτικά υλικά έχει μεγάλη συγγένεια με τη σύσταση των βράχων και των πετρωμάτων, και ως εκ τούτου εισχωρεί βαθιά στους πόρους του υποστρώματος, δένει ισχυρά πάνω του και στεγνώνει σε βάθος με το πέρασμα του χρόνου. Στα χαρακτηριστικά αυτά, όπως και στην προφύλαξη από τις καιρικές συνθήκες (βροχή) οφείλεται η διατήρηση των βραχογραφιών σε σπήλαια και βραχοσκεπές της Ευρώπης. Στον αντίποδα της παραπάνω άποψης βρίσκονται τα μαρμάρινα μνημεία της αρχαιότητας, η έκθεση των οποίων στις καιρικές συνθήκες απέτρεψε τη διατήρηση των χρωμάτων τους (σημ. 13).
Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η ερυθρά ώχρα δίνει ένα έντονο χρωματικό αποτέλεσμα συγκριτικά με την κίτρινη, που διαφοροποιείται ελαφρώς ανάλογα με την απόχρωση του μαρμάρου. Έτσι, βλέπουμε ότι σε επιφάνεια λευκού μαρμάρου η κόκκινη απόχρωση είναι πιο ζωηρή, ενώ σε διαφορετική περίπτωση η απόχρωση δεν είναι τόσο φωτεινή.
Μ. Βαβελίδης, Τομέας Ορυκτολογίας – Πετρολογίας – Κοιτασματολογίας, Τμήμα Γεωλογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ε. Βαρέλλα Τομέας Οργανικής Χημείας, Τμήμα Χημείας, Σχολή Θετικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Χ.Γ. Παπακώστα, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Επιστήμη Συντήρησης Έργων Τέχνης – Παθολογία Υλικών, Διάγνωση και Προστασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
*Το παρόν άρθρο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση τμήματος του πειραματικού μέρους της διπλωματικής εργασίας της Χ.Γ. Παπακώστα, πτυχιούχου Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο «Προσδιορισμός ορυκτολογικής και χημικής σύστασης δειγμάτων ώχρας με φυσικοχημικές μεθόδους και δημιουργία προσομοιώσεων βαφών ώχρας σε δέρμα και σε ύφασμα με παραδοσιακές συνταγές βαφής», που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της φοίτησής της στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ στην Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού, και συγκεκριμένα στην Επιστήμη της Συντήρησης Έργων Τέχνης (Παθολογία Υλικών, Διάγνωση και Προστασία). Αρωγοί σε αυτό το εγχείρημα ήταν ο Καθηγητής του Τομέα Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Μιχάλης Βαβελίδης και η Επίκουρη Καθηγήτρια Οργανικής Χημείας του Τμήματος Χημείας του ΑΠΘ, Ευαγγελία Βαρέλλα, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια των οποίων η παρούσα έρευνα δεν θα είχε έλθει εις πέρας.