Σε όλη τη διάρκεια της προϊστορικής εποχής, το μεγαλύτερο μέρος της εύφορης πεδιάδας των Φιλίππων και της Δράμας καλυπτόταν από έλη μέχρι και τη δεκαετία του 1930, οπότε ξεκίνησε η αποξήρανση ώστε να δημιουργηθούν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Όπως και στους μεταγενέστερους χρόνους, έτσι και στην προϊστορική εποχή, τα καλύτερα σημεία για κατοίκηση ήταν στην περιφέρεια της πεδιάδας, κοντά στους πρόποδες των γύρω βουνών και λοφοσειρών, καθώς εκεί βρίσκονταν εύφορα εδάφη για καλλιέργεια, πηγές πόσιμου νερού (όπως μαρτυρούν μέχρι σήμερα ακόμη πολλά τοπωνύμια της περιοχής – Κρηνίδες, Βρυσούλες, Κεφαλάρι) και ποικιλία βιοτόπων και πρώτων υλών.
Για τους προϊστορικούς ανθρώπους, που ζούσαν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως επίσης από το κυνήγι και το ψάρεμα και χρειάζονταν άφθονα ξύλα ή καλάμια για τα σπίτια τους, πηλό για τους τοίχους των σπιτιών τους και για τα πήλινα σκεύη τους όπως και διαφόρων ειδών πέτρες για τα εργαλεία τους, οι συνθήκες για εγκατάσταση σε αυτές τις περιοχές ήταν ιδανικές.
Ένας από τους γνωστότερους προϊστορικούς οικισμούς της περιοχής των Φιλίππων και της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μακεδονίας, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα και πλειάδα επιστημονικών στοιχείων για τη ζωή των προϊστορικών ανθρώπων, πήρε το όνομά του επί τουρκοκρατίας, εξαιτίας ενός μαρμάρινου επιτύμβιου μνημείου ρωμαϊκής εποχής που δεσπόζει στο τοπίο.
Ο προϊστορικός, λοιπόν, οικισμός Ντικιλί Τας (που σημαίνει «όρθια πέτρα» στα τουρκικά) βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της πεδιάδας των Φιλίππων, στις παρυφές της σημερινής κωμόπολης των Κρηνίδων, του Δήμου Καβάλας. Απέχει λιγότερο από 2 χλμ. από το κέντρο της φημισμένης αρχαίας πόλης των Φιλίππων και τον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο.
Το μαρμάρινο επιτύμβιο μνημείο ρωμαϊκής εποχής που δεσπόζει στο τοπίο στήθηκε πλάι στην αρχαία Εγνατία οδό (τον δρόμο που ως γνωστόν συνέδεε το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη), η οποία διέσχιζε την πόλη των Φιλίππων, ακολουθώντας περίπου την ίδια διαδρομή με τη σημερινή επαρχιακή οδό που οδηγεί στην πόλη της Καβάλας.
Οι πρώτοι αρχαιολόγοι που εντόπισαν τον οικισμό στις αρχές του 20ού αιώνα έκαναν λόγο για την «τούμπα στο Ντικιλί Τας» και με το όνομα αυτό έγινε γνωστός ο προϊστορικός οικισμός στη διεθνή βιβλιογραφία.
Τα τελευταία χρόνια –και ιδιαίτερα μόλις το 2013– η τούμπα του Ντικιλί Τας επεφύλασσε στους αρχαιολόγους πολλές εκπλήξεις που τους επέτρεψαν να έχουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την οργάνωση της ζωής και της κοινωνίας των προϊστορικών ανθρώπων.
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η αρχαιολόγος δρ Δήμητρα Μαλαμίδου: «Το Ντικιλί Τας είναι μία από τις καλύτερα τεκμηριωμένες θέσεις των Βαλκανίων για τις περιόδους από την Αρχαιότερη Νεολιθική (γύρω στο 6400-6200 π.Χ) ως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (12ος αιώνας π.Χ.)».
Η κα Μαλαμίδου, που υπηρετεί σήμερα στην ΙΗ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, ειδικεύεται τα τελευταία χρόνια στη μελέτη της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χαλκού του βορειοελλαδικού χώρου, ενώ από το 2008 είναι συνδιευθύντρια του νέου ερευνητικού προγράμματος στον προϊστορικό οικισμό Φιλίππων-Ντικιλί Τας.
«Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός», συνεχίζει η κα Μαλαμίδου, «ότι στη λεγόμενη “οικία 1”, του προϊστορικού οικισμού που χρονολογείται γύρω στο 4200 π.Χ., βρέθηκε η πιο παλιά μέχρι στιγμής ένδειξη οινοποίησης στην Ευρώπη. Χημικές αναλύσεις οργανικών καταλοίπων σε πήλινα αγγεία έδειξαν την ύπαρξη τρυγικού οξέως που υποδηλώνει διαδικασία ζύμωσης. Φέτος, μάλιστα, βρέθηκε ένα άλλο αγγείο που περιείχε μεγάλες ποσότητες από απανθρακωμένους σπόρους και ρώγες πατημένων σταφυλιών (Vitis vinifera). Επίσης, αρκετοί σπόροι σταφυλιού βρέθηκαν γύρω από ένα άλλο αμφορόσχημο αγγείο με περίτεχνη γραπτή διακόσμηση που βρέθηκε σχεδόν άθικτο».
Στο σύνολο των 1.200 ευρημάτων που είδαν το φως της αρχαιολογικής σκαπάνης το 2012 προστέθηκαν πρόσφατα μέσα στην «οικία 1» 300 ακόμη αντικείμενα κόσμησης. Τα πιο ενδιαφέροντα, σύμφωνα με την κα Μαλαμίδου, είναι μια σειρά από ημίεργους κυνόδοντες χοιροειδών που αποτελούν πρώτη ύλη για την κατασκευή πλακιδίων. «Η μικροσκοπική εξέταση, που ολοκληρώθηκε πριν λίγους μήνες, του περιδέραιου με τις 700 χάντρες, το οποίο βρέθηκε πέρυσι, έδειξε ότι οι χάντρες του είναι λίθινες, ενώ τα τέσσερα φύλλα χρυσού, τυλιγμένα γύρω από μία ή περισσότερες χάνδρες στο ίδιο περιδέραιο, είναι φτιαγμένα από καθαρό χρυσό», σημειώνει η αρχαιολόγος της ΙΗ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας.
Επίσης, ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και πέντε μικρές φιάλες –τέσσερις πήλινες και μία μαρμάρινη– που φαίνεται ότι αποτελούσαν μέρος του εξοπλισμού ενός «αγγειογράφου». Όπως σημειώνει η κα Μαλαμίδου, «πράγματι, δύο από αυτές περιείχαν χρωστικές ύλες, η μία γραφίτη (φυσικό άνθρακα) και η άλλη οξείδιο του σιδήρου (ώχρα)».
Πάντως η κα Μαλαμίδου δεν κρύβει τη χαρά και την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι σταδιακά ολοκληρώνεται η επιστημονική μελέτη της «οικίας 1» και τα όσα συμπεράσματα εξάγονται εμπλουτίζουν σημαντικά τις γνώσεις των αρχαιολόγων για μια άγνωστη περίοδο της αρχαίας ιστορίας της ανατολικής Μακεδονίας.
Η αρχαιολόγος και διευθύντρια της ΙΗ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας Μαρία Νικολαΐδου-Πατέρα, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπογραμμίζει ότι «η “οικία 1”, με τα αρχιτεκτονικά της λείψανα, τον πλούτο των παλαιοβοτανικών και ζωολογικών καταλοίπων της και την καλή διατήρηση της οικοσκευής της (αγγείων, κοσμημάτων, ποικιλίας εργαλείων), αποτελεί ένα εξαιρετικό κλειστό αρχαιολογικό σύνολο, η μελέτη του οποίου ανανεώνει τις γνώσεις μας για την οργάνωση του χώρου, την τεχνολογία και την οικιακή οικονομία της Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ (β΄ μισό 5ης χιλιετίας π.Χ.)».
«Εξαιρετικής σημασίας», συνεχίζει η κα Νικολαΐδου, «είναι όμως και τα στοιχεία (ιδιαιτέρως οι χρονολογήσεις με C14 που βρίσκονται σε εξέλιξη) που αναμένεται να δώσει για την ανάπτυξη του οικισμού από το τέλος της 5ης και κατά τη διάρκεια της 4ης χιλιετίας π.Χ. η μελέτη του στρώματος μετάβασης από τη Νεότερη Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού. Σημειώνουμε ότι ένα τέτοιο στρώμα εντοπίζεται για πρώτη φορά στην ευρύτερη περιοχή σε οικισμό με διάρκεια ζωής από τη Νεολιθική μέχρι και την Εποχή του Χαλκού».
Η τούμπα του Ντικιλί Τας, με ύψος ανθρωπογενών επιχώσεων 16 μέτρων, είναι μία από τις μεγαλύτερες τούμπες των Βαλκανίων. Το χαμηλότερο σημείο, στο οποίο έχουν φτάσει οι ανασκαφές μέσα στον οικισμό, βρίσκεται περίπου 5 μέτρα ψηλότερα από το φυσικό έδαφος, δηλαδή από το αρχικό επίπεδο της πεδιάδας.
«Στο σημείο αυτό», τονίζει η κα Μαλαμίδου, «βρισκόμαστε γύρω στο 5500 π.Χ., στις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, σύμφωνα με την τρέχουσα αρχαιολογική ορολογία, πράγμα που σημαίνει ότι η πρώτη εγκατάσταση θα πρέπει να έγινε αρκετούς αιώνες νωρίτερα. Πράγματι, οι πρόσφατες έρευνες επιβεβαίωσαν ότι στη βάση του λόφου υπάρχουν ανθρωπογενείς αποθέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, που χρονολογούνται με ασφάλεια στο δεύτερο μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ. (6400-6200 π.Χ.)».
Η θέση κατοικείται σχεδόν χωρίς διακοπή μέχρι το 1200 π.Χ. περίπου, στο τέλος της λεγόμενης Εποχής του Χαλκού. Λείψανα αυτής της περιόδου έχουν βρεθεί πολύ κοντά στην κορυφή της τούμπας, κάπου 15-16 μέτρα πάνω από το αρχικό έδαφος. Ο χώρος συνέχισε να κατοικείται, πιο σποραδικά όμως, και στη διάρκεια των ιστορικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Προς το τέλος αυτής της περιόδου, τον 10ο αιώνα, χτίζεται στην κορυφή ένα κτίσμα με γερά θεμέλια και τοίχους, ένας πύργος, που προφανώς συνδέεται με τη γειτονική βυζαντινή ακρόπολη των Φιλίππων. Πριν από τον ερχομό των αρχαιολόγων, η τούμπα είχε πια πάψει να κατοικείται από αιώνες και ο χώρος καλλιεργούνταν τελευταία με καπνά, όπως και τα περισσότερα άλλα χωράφια στη γύρω περιοχή.
Οι πρώτες δοκιμαστικές τομές έγιναν το 1920 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Renaudin. Οι πρώτες, όμως, συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν σαράντα χρόνια αργότερα, το 1961, από τον Γάλλο καθηγητή J. Deshayes και τον Έλληνα Δ. Θεοχάρη, τότε Έφορο Αρχαιοτήτων.
Οι εργασίες τους, που κράτησαν ως το 1975, έφεραν στο φως εκατοντάδες κατάλοιπα σπιτιών από διάφορες περιόδους και αποκάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης «στρωματογραφικής ακολουθίας», δηλαδή της σειράς διαδοχής των στρωμάτων κατοίκησης.
Ένα δεύτερο ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε το 1986 από το Γάλλο καθηγητή της Σορβόννης R. Treuil και την τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Καβάλας Χάιδω Κουκούλη- Χρυσανθάκη. Μετά από δέκα χρόνια ανασκαφών και άλλα τόσα μελέτης, το πρόγραμμα αυτό απέδωσε σημαντικά στοιχεία για την οργάνωση του οικισμού και τον τρόπο ζωής των κατοίκων.
Το 2008 ξεκίνησε ένας τρίτος κύκλος ερευνών, σε μια νέα ελληνογαλλική συνεργασία. Οι έρευνες στο Ντικιλί Τας πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με τη στήριξη και εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού.
Στις μέχρι τώρα εργασίες συνέβαλαν επίσης οικονομικά το γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών, το γαλλικό Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, τα γαλλικά πανεπιστημιακά ιδρύματα της Σορβόννης και της Ναντέρ, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η National Geographic Society και το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας. Επίσης, ο Δήμος Καβάλας αλλά και ο πρώην Δήμος Φιλίππων έχουν σταθεί αρωγοί στις ανασκαφικές εργασίες που εκτελούνται.