Νέα δεδομένα για την αρχαιολογική έρευνα προκύπτουν μετά τα τελευταία ευρήματα στη θέση Κεφάλα Σκιάθου στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που πραγματοποιείται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σε συνεργασία με την ΙΓ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, υπό την επίβλεψη των καθ. Αλέξανδρου Μαζαράκη Αινιάνα, της προϊσταμένης της ΙΓ’ ΕΠΚΑ Δρ. Αργυρούλα Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου και της αρχαιολόγου Ελένης Χρυσοπούλου. Το ανασκαφικό πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (2009-2013), το Institute for Aegean Prehistory – INSTAP (2012) και στηρίζεται από τον Εξωραϊστικό Σύλλογο του «Ξανέμου» και το Δήμο Σκιάθου.
Η οχυρωμένη θέση στην Κεφάλα Σκιάθου είναι γνωστή τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Πιθανώς θα μπορούσε να ταυτιστεί με την παλαιότερη από τις δύο πόλεις της Σκιάθου, την Παλαισκιάθο των πηγών (Σκύλαξ, Περίπλους, 58).
Με βάση τα επιφανειακά ευρήματα, ενδείξεις πρώιμης δραστηριότητας εμφανίζονται ήδη από το 10ο αιώνα, ενώ η θέση φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα, λίγο μετά την ίδρυση της κλασικής πόλης της Σκιάθου, η οποία βρίσκεται στη θέση της σημερινής ομώνυμης πόλης. Εντούτοις, η κορυφή του πλατώματος συνέχισε να βρίσκεται σε χρήση και κατά την Ελληνιστική περίοδο.
Η Κεφάλα, είναι μια στενή χερσόνησος μήκους 140 μέτρων (Β-Ν) και πλ. 37 (στα Β) και 50 μ. (στα Ν) στη βόρεια ακτή του νησιού. Το πλάτωμα είναι εκτεθειμένο στους βόρειους ανέμους και πλαισιώνεται από τον όρμο Ξάνεμο στα δυτικά. Οι πλευρές του υψώματος είναι απόκρημνες και έντονα διαβρωμένες, με εξαίρεση τον ισθμό που συνδέει το πλάτωμα με την ακτή, όπου διακρίνονται κατάλοιπα του οχυρωματικού τείχους σε αρκετά σημεία. Το μέγιστο σωζόμενο ύψος του ξεπερνά τα 3 μέτρα και ενδέχεται να χρονολογείται ακόμη και στη Γεωμετρική περίοδο.
Κατά τη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας των ετών 2009-2011, εκτός από τη συστηματική περισυλλογή επιφανειακών ευρημάτων, έγιναν καθαρισμοί και σχεδιάστηκαν τμήματα της όψης και της κάτοψης του οχυρωματικού τείχους.
Η ανασκαφική έρευνα άρχισε το 2012 και βρίσκεται σε εξέλιξη.
Οι έρευνες επικεντρώθηκαν εξωτερικά του οχυρωματικού τείχους, στο καλύτερα σωζόμενο τμήμα του στα ΝΔ της θέσης. Στο σημείο αυτό σώζεται ικανοποιητικά τμήμα της όψης του τείχους, το «έμπλεκτο» γέμισμα, και ενδεχομένως μια από τις πύλες της οχύρωσης. Στην εσωτερική πλευρά του τείχους πρέπει να υπήρχαν κάποιοι στεγασμένοι, ορθογώνιοι χώροι, ο ρόλος και λειτουργία των οποίων δεν είναι δυνατόν να αποσαφηνιστούν.
Επιφανειακά, στο πλάτωμα της χερσονήσου που είχε αναπτυχθεί ο οικισμός, διακρίνονται ελάχιστα αρχιτεκτονικά λείψανα λόγω της πλούσιας βλάστησης και των επιχώσεων.
Η κορυφή του πλατώματος βρίσκεται στο ΒΑ άκρο, σε υψόμετρο +57,22 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Εδώ αποκαλύφθηκαν μια σειρά διαταραγμένων κατασκευών και τοίχων που ίσως είναι νεότεροι. Ωστόσο αποσπασματικά πήλινα ειδώλια, ψήφοι από υαλόμαζα, οστέινες βελόνες που αποκαλύφθηκαν μεταξύ άλλων ίσως αποτελούν ένδειξη ύπαρξης ιερού στη θέση αυτή το οποίο παρέμεινε σε λειτουργία και μετά την εγκατάλειψη του οικισμού.
Εσωτερικά του τείχους στη ΒΔ πλευρά του οικισμού έχει ερευνηθεί μικρή κιβωτιόσχημη κατασκευή μάλλον λατρευτικού χαρακτήρα, καθώς περιείχε οστά ζώων και μεταλλικά αντικείμενα, ίσως αναθηματικά.
Στη νότια πλευρά του οικισμού ήρθαν στο φως δύο κτήρια (Α & Β). Το κτήριο Α είναι ελλειψοειδές με πλίνθινη ανωδομή που χρονολογείται στη μετάβαση από τον 8ο στον 7ο αιώνα π.Χ., ενώ φαίνεται ότι καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η εύρεση του οικοδομήματος φανερώνει ότι τα καμπυλόγραμμα οικοδομήματα που απαντούν στην Εύβοια και τη Θεσσαλία κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, χαρακτηρίζουν και τα νησιά των Β. Σποράδων. Με αυτόν τον ορίζοντα κατοίκησης σχετίζονται και κατάλοιπα από μεταλλευτικούς κλιβάνους που πιστοποιούν την κατεργασία μετάλλων στην Κεφάλα. Βόρεια του κτηρίου Α αποκαλύφθηκε τμήμα του ορθογώνιου κτηρίου Β που φαίνεται ότι ήταν ημιυπόγειο και κατέστρεψε τμήμα του Α. Η απουσία κεραμικής από το επίπεδο χρήσης του δεν επιτρέπει την ακριβή χρονολόγηση του, αλλά μια υπόθεση είναι ότι ανήκει στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ή λίγο νωρίτερα με βάση κάποια θραύσματα που βρέθηκαν σε άμεση σχέση με αυτό.
Εξωτερικά των κτηρίων αλλά και εσωτερικά του κτηρίου Α σε επίπεδο χαμηλότερο της θεμελίωσης του εντοπίστηκε ένα εκτενές στρώμα καύσης σε επαφή με το φυσικό βράχο που ανήκει στην περίοδο της πρωιμότερης κατοίκησης του οικισμού. Η κεραμική που εντοπίζεται στο στρώμα αυτό εκτείνεται από τα τέλη του 11ου ή τον πρώιμο 10ο αιώνα π.Χ. Πέραν της κεραμικής, το στρώμα αυτό περιείχε έναν εντυπωσιακό αριθμό θαλάσσιων οστρέων που φαίνεται να αντιπροσωπεύουν απορρίψεις τροφής από τον οικισμό, εν είδει κάποιας απόθεσης, αλλά μέχρι σήμερα κανένα αρχιτεκτονικό κατάλοιπο δεν μπορεί να συσχετιστεί με την πρώιμη αυτή φάση.
Εξωτερικά του πλατώματος, ο εντοπισμός ενός τάφου του τέλους του 5ου – αρχών 4ου αι. π.Χ. που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει στη θάλασσα, αλλά και η παρουσία διάσπαρτων λίθινων πλακών υποδεικνύουν τη θέση της νεκρόπολης ΝΑ του οικισμού.
Σε μικρή απόσταση και στο νότιο άκρο του όρμου του Ξάνεμου, ΝΔ του οικισμού, εντοπίστηκαν δύο παιδικού εγχυτρισμοί που φαίνεται να αποτελούν τμήμα παιδικής νεκρόπολης των αρχαϊκών χρόνων.
Ως η μοναδική έως τώρα γνωστή θέση των πρώιμων ιστορικών χρόνων στις Σποράδες, η Κεφάλα της Σκιάθου είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας. Τα έως τώρα ευρήματα υποδεικνύουν έναν κομβικό πρώιμο οικισμό του κεντρικού Αιγαίου, σε άμεση γειτνίαση και επαφή κυρίως με τη Θεσσαλία και την Εύβοια. Η Σκιάθος, όπως και τα παρακείμενα νησιά των Σποράδων, θα πρέπει να αποτέλεσαν για τους κινητικότατους Ευβοείς τους ενδιάμεσους σταθμούς στην πορεία τους προς το Θερμαϊκό κόλπο και τη Χαλκιδική. Η γεωγραφική θέση της Κεφάλας διευκόλυνε τις επαφές μεταξύ του κεντρικού και βόρειου ελλαδικού χώρου όχι μόνο κατά την πρωιμότερη και κύρια φάση ακμής του, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της.
Τα αποτελέσματα των ερευνών τα τελευταία χρόνια παρέχουν τις πρώτες θετικές ενδείξεις για την αποκάλυψη μιας πολύ ενδιαφέρουσας θέσης άγνωστης έως σήμερα.