Η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νότιας Ελλάδας (ΕΠΣΝΕ) του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού είναι υπεύθυνη για την έρευνα, την προστασία και την ανάδειξη των σπηλαίων και παλαιοντολογικών καταλοίπων της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, του νότιου και νοτιοανατολικού Αιγαίου, της Κρήτης και του Ιονίου. Στο πλαίσιο αυτό διεξάγει έρευνες πεδίου και ανασκαφές σε σπήλαια που διασώζουν αρχαιολογικά κατάλοιπα από την απώτατη προϊστορία (Παλαιολιθική, Μεσολιθική) έως και τους βυζαντινούς χρόνους. Στελεχώνεται με εξειδικευμένους επιστήμονες στην αρχαιολογία, τη γεωλογία, τη βιολογία και την παλαιοντολογία, οι οποίοι διενεργούν λεπτομερείς εργασίες ανασκαφής, τεκμηρίωσης και ανάλυσης των αρχαιολογικών ευρημάτων, των διαδικασιών απόθεσης και διατήρησής τους και των γεωλογικών σχηματισμών που τα διασώζουν. Για το σκοπό αυτό συνεργάζεται με ελληνικά και διεθνή ερευνητικά ιδρύματα.
Παράλληλα με το επιστημονικό της έργο, η ΕΠΣΝΕ ασκεί εντατικές διοικητικές αρμοδιότητες επί των σπηλαίων, οι οποίες συνεπάγονται στοχευμένες δράσεις για τη διαχείριση και την προστασία τους σε συνεργασία και με τις τοπικές κοινωνίες. Τα τελευταία πέντε χρόνια η ΕΠΣΝΕ έχει υλοποιήσει, μέσω συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων του Γ΄ ΚΠΣ και ΕΣΠΑ 2007-2013, έργα υποδομών με στόχο την ανάδειξη σπηλαίων και βραχοσκεπών με ιδιαίτερο αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, σε χώρους επισκέψιμους για το κοινό. Τα έργα εντάσσονται στη λογική της ήπιας ανάδειξης των μνημείων πολιτισμικής κληρονομιάς με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον και με προσήλωση στην επιστημονική πληροφορία που έχει τεκμηριωθεί για κάθε χώρο.
Στο πλαίσιο του Γ΄ ΚΠΣ και του INTERREG III έχει ήδη ολοκληρωθεί η ανάδειξη του Σπηλαίου Θεόπετρας Τρικάλων και της Ελληνοκαμάρας Κάσου. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται πληροφορίες για τα έργα ανάδειξης και τεκμηρίωσης σπηλαίων στο ΕΣΠΑ 2007-13.
To σπήλαιο Φράγχθι (εικ. 1) βρίσκεται στη νοτιοδυτική Αργολίδα, επί της βόρειας ακτής του κόλπου της Κοιλάδας. Κατοικήθηκε κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική (40000-10000 π.Σ.), τη Μεσολιθική (9000-7000 π.Χ.) και τη Νεολιθική περίοδο (7000-3000 π.Χ.). Η ένταξη του σπηλαίου Φράγχθι στον διεθνή χάρτη της Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής και η επιστημονική ανάδειξή του σε θέση αναφοράς οφείλεται στις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1969-1979 από το Πανεπιστήμιο Ιντιάνα των ΗΠΑ υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και στην έκδοση σειράς εξειδικευμένων τόμων (βλ. ενδεικτικά Perlès 1987, Vitelli 1993, Farrand 2000).
Το Φράγχθι έχει μήκος περίπου 150 μ. και ευρεία είσοδο πλάτους περίπου 30 μ. και ύψους 5 μ., που βλέπει προς τα ΝΔ. Η οροφή του φέρει δύο ανοίγματα, ένα στο κέντρο του σπηλαίου και ένα στο βάθος του λόγω της κατάπτωσης μεγάλων βράχων οι οποίοι έχουν κυλήσει στο εσωτερικό του.
Από τα ανασκαφικά ευρήματα προκύπτει ότι κατά την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική περίοδο το Φράγχθι υπήρξε καταφύγιο μετακινούμενων κυνηγών, τροφοσυλλεκτών και ψαράδων οι οποίοι χρησιμοποιούσαν για τις καθημερινές ανάγκες επεξεργασίας της τροφής και των κατασκευών τους εργαλεία από εγχώριο αποκρουσμένο πυριτόλιθο και οψιανό Μήλου. Η παρουσία του τελευταίου ήδη σε στρώματα της Παγετώδους περιόδου αποτελεί την πρωιμότερη ένδειξη εξαγωγής και χρήσης του μηλιακού οψιανού. Πέραν αυτού υποδηλώνει τη στενή σχέση του Αργολικού κόλπου με την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο και τη λειτουργία δικτύων διακίνησης πρώτων υλών μεταξύ των δύο γεωγραφικών περιοχών.
Η Μεσολιθική, που μεσολαβεί ανάμεσα στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία του σπηλαίου γιατί συνδέεται με μεταβολές στις στρατηγικές διαβίωσης των πληθυσμών προς την κατεύθυνση της συστηματικής αλιείας και της τροφοπαραγωγής, παράλληλα ωστόσο προς την εντατική άσκηση και της τροφοσυλλογής. Την ίδια περίοδο πραγματοποιούνται και οι πρώτοι ενταφιασμοί.
Στη Νεολιθική περίοδο η χρήση του σπηλαίου γίνεται μόνιμη από πληθυσμούς οι οποίοι επεκτείνονται και στον παρακείμενο υπαίθριο χώρο εκτός του σπηλαίου, γνωστό ως οικισμό «Παραλία», που σήμερα είναι μερικώς καταβυθισμένος λόγω της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης. Σπήλαιο και υπαίθριος οικισμός αποτέλεσαν ευρύ ζωτικό χώρο μιας δραστήριας κοινότητας γεωργών και κτηνοτρόφων οι οποίοι ασκούσαν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στην πεδιάδα της Κοιλάδας που τότε, λόγω της χαμηλότερης θαλάσσιας στάθμης, εκτεινόταν μπροστά στον οικισμό και το σπήλαιο. Η εργαλειοθήκη τους περιλαμβάνει πλήθος λίθινων εργαλείων, όπως λεπίδες για δρεπάνια, μαχαιράκια, αιχμές βελών, μυλόπετρες, τσεκουράκια και αξίνες, αλλά και πολλά οστέινα αγκίστρια, σπάτουλες και σουβλιά (εικ. 2). Για την εξυπηρέτηση των καθημερινών τους αναγκών είχαν διαμορφώσει το εσωτερικό του σπηλαίου σε επιμέρους χώρους χρήσης, κάποιοι από τους οποίους περιείχαν λιθόστρωτα δάπεδα ή εστίες φωτιάς. Στον υπαίθριο χώρο, τα σπίτια τους ήταν απλές κατασκευές με λίθινη θεμελίωση, δάπεδα από πατημένο πηλό και τοίχους σοβατισμένους για μόνωση και καθαριότητα. Τόσο το σπήλαιο όσο και ο υπαίθριος χώρος χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς και ως τόποι ενταφιασμού.
Μία από τις πλέον εντυπωσιακές πρακτικές δεξιότητας των Νεολιθικών κατοίκων του σπηλαίου είναι η κατασκευή αγγείων και ειδωλίων από ψημένο πηλό (εικ. 3). Τα αγγεία ήταν κυρίως μονόχρωμα οικιακής χρήσης, αλλά υπήρχαν και σκεύη κατασκευασμένα από εξειδικευμένους αγγειοπλάστες, τα οποία έφεραν περίτεχνη πολύχρωμη διακόσμηση διαμορφωμένη με ποικίλους συνδυασμούς επιχρισμάτων και τεχνικές όπτησης. Όπως οι προκάτοχοί τους, έτσι και οι Νεολιθικοί κάτοικοι του σπηλαίου φρόντιζαν για τον καλλωπισμό τους φτιάχνοντας κοσμήματα από απλά φυσικά υλικά, κυρίως θαλάσσια κοχύλια (Εικ. 4).
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως εποχικό ποιμνιοστάσιο.
Μετά το πέρας των ανασκαφών, στα τέλη της δεκαετίας 1970, και για περισσότερα από τριάντα χρόνια, δεν πραγματοποιήθηκαν έργα συντήρησης μέσα στο σπήλαιο ή στο χώρο του υπαίθριου οικισμού, με αποτέλεσμα την προοδευτική διάβρωση των ανασκαφικών τομών. Το φαινόμενο αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το σπήλαιο παρέμενε συνεχώς ανοικτό στους πολυάριθμους επισκέπτες του, αύξανε διαρκώς τον κίνδυνο ατυχημάτων, ενώ παράλληλα υπήρχε ανάγκη πληροφόρησης του κοινού για τα πορίσματα των ανασκαφών και γενικότερα της αρχαιολογικής έρευνας στο χώρο. Στο πλαίσιο του προγράμματος «Σπήλαιο Φράγχθι, Δήμου Ερμιονίδας, Περιφέρειας Πελοποννήσου: Ανάδειξη και αξιοποίηση του σπηλαίου και του περιβάλλοντος αυτού χώρου» (ΕΣΠΑ 2007-2013) (εικ. 5), η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νότιας Ελλάδος άρχισε τον Νοέμβριο του 2011 εργασίες στη θέση, με σκοπό ακριβώς την ομαλή και ασφαλή πρόσβαση του κοινού στο χώρο, καθώς και την ενημέρωσή του, τις οποίες και ολοκλήρωσε τον Ιούνιο του 2013. Βασικές αρχές του έργου υπήρξαν η ελάχιστη δυνατή επέμβαση στο χώρο, χωρίς αισθητή αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, και η δημιουργία διακριτικών και αναστρέψιμων κατασκευών με υλικά αισθητικά συμβατά με το εσωτερικό του σπηλαίου.
Στις σημαντικότερες εργασίες που πραγματοποιήθηκαν συγκαταλέγονται η διαμόρφωση μονοπατιού πρόσβασης από την παράλια ζώνη έως την είσοδο του σπηλαίου (εικ. 6), το οποίο συνεχίζεται στο εσωτερικό του ως διάδρομος περιήγησης κατασκευασμένος από μεταλλική βάση και ξύλινο δάπεδο (εικ. 7), εργασίες σταθεροποίησης των πρανών της εισόδου, πλήρωση των διαβρωμένων ανασκαφικών τομών, στερέωση και ανάδειξη μίας αντιπροσωπευτικής τομής που διασώζει τη στρωματογραφία του σπηλαίου (εικ. 8, 9), τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων σε επιλεγμένα σημεία εσωτερικά και εξωτερικά αυτού. Τέλος, καθαρίστηκε από τη βλάστηση και οριοθετήθηκε το ανασκαμμένο τμήμα του υπαίθριου νεολιθικού οικισμού. Εκτός του σπηλαίου εγκαταστάθηκε οικίσκος για τη φύλαξη του σπηλαιολογικού υλικού, ο οποίος επενδύθηκε με ενημερωτικό υλικό (εικ. 10), ενώ παράλληλα εκτυπώθηκε τρίπτυχο δίγλωσσο ενημερωτικό φυλλάδιο και φυλλάδιο στο σύστημα Braille με τις συνοπτικές πληροφορίες για τη θέση.
Το Ιδαίον Άντρον βρίσκεται στο οροπέδιο της Νίδας, στο νομό Ρεθύμνου σε υψόμετρο 1.400 μ., και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά σπήλαια της μινωικής Κρήτης καθώς συνδέεται με τη μυθολογία της γέννησης και της ανατροφής του Δία (εικ. 11). Η ταύτισή του με τον τόπο προσκυνήματος και μύησης προς τιμήν του Δία που αναφέρουν ο ποιητής Πίνδαρος και άλλες αρχαίες φιλολογικές πηγές, έγινε ήδη από τις πρώτες αρχαιογνωστικές έρευνες του 19ου αιώνα. Οι συστηματικές ανασκαφές από την Αρχαιολογική Εταιρεία στη δεκαετία του ’80 (βλ. Σακελλαράκης και Σαπουνά-Σακελλαράκη 2011) τεκμηρίωσαν την εντατική ανθρώπινη παρουσία στο Ιδαίον Άντρον από την Τελική Νεολιθική (4η χιλιετία π.Χ.) έως τα χρόνια του Αυτοκράτορα Ιουλιανού στους ρωμαϊκούς χρόνους (4ος αι. µ.Χ.).
Η λατρευτική χρήση του σπηλαίου ξεκινά στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. και κορυφώνεται στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, εποχές κατά τις οποίες αποκρυσταλλώνεται και το ελληνικό δωδεκάθεο. Στην προϊστορική λατρεία παραπέμπουν συγκεντρώσεις οστών ζώων σε στάχτες από τελετουργικές θυσίες, σφραγίδες, χάλκινοι διπλοί πελέκεις και ζεύγη κεράτων καθοσίωσης. Τα πολυάριθμα και βαρύτιμα αφιερώματα των ιστορικών περιόδων περιλαμβάνουν περίτεχνα κεραμικά σκεύη, ειδώλια, ασπίδες, πώματα, χάλκινα μουσικά όργανα, σφραγίδες από ελεφαντόδοντο, χρυσά κοσμήματα (εικ. 12, 13) και μικρογραφικά αγγεία, κάποια από τα οποία είχαν εισαχθεί από την ανατολική Μεσόγειο. Ο πλούτος τους υποδηλώνει το επίπεδο αναγνώρισης και σεβασμού που απολάμβανε το σπήλαιο ως ιερός τόπος πανελλήνιας εμβέλειας. Πέραν της καλλιτεχνικής τους αξίας οι προσφορές και οι επιγραφές δίνουν πλήθος πληροφοριών για την άσκηση της λατρείας, το εμπόριο, την τέχνη και την καθημερινή ζωή στην αρχαιότητα.
Σήμερα το σπήλαιο προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο.
Το έργο «Αξιοποίηση και Ανάδειξη του Σπηλαίου ‘’Ιδαίον Άντρον’’ και του Περιβάλλοντος Χώρου» υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του «Επιχειρησιακού Προγράμματος Κρήτης και Νήσων Αιγαίου 2007-2013» (εικ. 14). Σκοπός του ήταν η προστασία, η ανάδειξη και η αξιοποίηση του σπηλαίου ως φυσικού και πολιτιστικού μνημείου. Υλοποιήθηκαν νέα έργα υποδομής και αντικατάσταση παλαιότερων με στόχο τη διαμόρφωση τουριστικής διαδρομής στο εσωτερικό του σπηλαίου (εικ. 15), την ανάπλαση των ανασκαμμένων χώρων, τη συντήρηση των σιδηροτροχιών που είχαν εγκατασταθεί κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας, καθώς και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου με τις ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον (εικ. 16, 17) και την ενημέρωση του κοινού με το κατάλληλο εποπτικό υλικό (εικ. 18, 19).
Τα Σπήλαια Διρού στη Μάνη βρίσκονται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου του Ταινάρου, στον Λακωνικό κόλπο, σε απόσταση 5 χλμ. από τον Πύργο Διρού και 83 χλμ. νοτιοανατολικά της Σπάρτης. Πρόκειται για ένα δαιδαλώδες δίκτυο υπόγειων κοιτών και καρστικών διαδρόμων εντός του ασβεστολιθικού πετρώματος με φυσικές εξόδους στην ακτή.
Από αυτά το σπήλαιο της Βλυχάδας αποτελεί υπόγεια κοίτη με εξερευνημένο έως τώρα μήκος πάνω από 10 χλμ. Περιλαμβάνει χερσαίο και λιμναίο τμήμα (εικ. 20) καθώς και υποβρύχιες διόδους. Αποτελεί σημαντική παλαιοντολογική θέση της νότιας Πελοποννήσου καθώς έχει δώσει πολυάριθμα απολιθώματα μεγάλων θηλαστικών του Ανώτερου Πλειστόκαινου (35000 π.Σ.) τα οποία ανήκουν κυρίως σε αμφίβιους ιπποπόταμους, ελάφια, λέοντες, ύαινες, φώκιες και πάνθηρες, εκ των οποίων βρέθηκε ένας πλήρης σκελετός (Εικ. 21). Με τη διάνοιξη τεχνητής εισόδου το σπήλαιο κατέστη επισκέψιμο για το κοινό με συνδυασμένη λιμναία και χερσαία περιήγηση συνολικού μήκους 1.500 μ.
Το σπήλαιο Αλεπότρυπα που διανοίγεται παραπλεύρως προς τα βόρεια έχει μήκος περίπου 300 μ. κατά τον άξονα Α-Δ και καταλήγει σε λίμνη (εικ. 22). Ανακαλύφθηκε το 1958 ενώ είχε παραμείνει σφραγισμένο λόγω κατολίσθησης της εισόδου του από την τελευταία χρήση του στην Τελική Νεολιθική εποχή. Διανοίχτηκε τεχνητή είσοδος για την πρόσβαση στο εσωτερικό του και κατά τη δεκαετία του ’60 αξιοποιήθηκε τουριστικά.
Η ανασκαφική έρευνα από το 1970 έως και σήμερα έχει αποκαλύψει εντατική χρήση του κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής (6200-3200 π.Χ.) σε όλη την έκταση και το μήκος του και σε όλο το γνωστό βάθος των επιχώσεών του (βλ. Παπαθανασόπουλος 2011). Το κυριότερο χαρακτηριστικό της χρήσης αυτής αποτελούν οι διάσπαρτες ατομικές ή πολλαπλές ταφές που έγιναν στις κόγχες και τα επιμέρους τμήματα του εσωτερικού του έως και τη λίμνη, καθώς και η μετατροπή πολλών χώρων του σε οστεοφυλάκια για δευτερογενή απόθεση των ανθρώπινων οστών (εικ. 23). Από την άποψη αυτή η Αλεπότρυπα έχει αποκαλύψει το μεγαλύτερο προϊστορικό ανθρωπολογικό σύνολο στον ελλαδικό χώρο. Τα οστά συνοδεύονταν από πολύχρωμα κεραμικά σκεύη (εικ. 24), και μικροαντικείμενα (εικ. 25) και σε κάποιες περιπτώσεις σχετίζονταν με στρώματα καύσης. Είναι πιθανή η σχέση των αποθέσεων και με τελετουργικές πρακτικές.
Στην ύστερη φάση της Νεολιθικής ευρύς χώρος κοντά στην είσοδο χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για καθημερινές οικιακές εργασίες και αποθήκευση τροφίμων, όπως τεκμαίρεται από τη συγκέντρωση πίθων και την κατασκευή αποθηκευτικών λάκκων (εικ. 26), δαπέδων χρήσης και εστιών στο χώρο αυτό. Εκτός της κεραμικής στο σπήλαιο βρέθηκαν λίθινα και οστέινα εργαλεία, όπλα, κοσμήματα, οργανικά κατάλοιπα, οστά εξημερωμένων και άγριων ζώων καθώς και ποικιλία οστρέων και ψαριών.
Στην είσοδο του σπηλαίου λειτουργεί από το 1991 το Νεολιθικό Μουσείο Διρού (εικ. 27, 28), ενώ κατασκευάστηκαν αποθήκες και εργαστήρια για την υποστήριξη των ανασκαφών. Οι εγκαταστάσεις εντός και εκτός του σπηλαίου έχουν υποστεί μεγάλες φθορές και ο εκθεσιακός χώρος είναι πεπαλαιωμένος και ελλιπής από κτηριακής, μουσειολογικής και μουσειογραφικής απόψεως. Για την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων του συνολικού χώρου των σπηλαίων Διρού, ο οποίος υποδέχεται χιλιάδες επισκέπτες ετησίως, εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ 2007-13 το έργο «Αποκατάσταση και ανάδειξη των σπηλαίων και των κτηριακών εγκαταστάσεων Διρού Ν. Λακωνίας», το οποίο υλοποιείται από την Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης ΑΕ και την ΕΠΣΝΕ. Πρόκειται για πολυεπίπεδο, πολυεπιστημονικό και υψηλού προϋπολογισμού έργο, το οποίο περιλαμβάνει αναβάθμιση των υποδομών εντός των σπηλαίων σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές προδιαγραφές, τον βιολογικό καθαρισμό του λιθωματικού διακόσμου στο σπήλαιο της Βλυχάδας και την εγκατάσταση μηχανημάτων για την καταγραφή περιβαλλοντικών παραμέτρων στα δύο σπήλαια. Περιλαμβάνει επίσης και τη δημιουργία νέου Μουσείου «Προϊστορίας των σπηλαίων Μάνης», το οποίο θα στεγάσει τα ευρήματα των παλαιολιθικών και νεολιθικών ανασκαφών της ΕΠΣΝΕ στην περιοχή. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί οι καθαιρέσεις των παλαιών εγκαταστάσεων στο σπήλαιο Αλεπότρυπα και έχουν εκπονηθεί τοπογραφικές αποτυπώσεις, γεωλογικές και βιολογικές μελέτες καθώς και οι οριστικές μελέτες για την ανέγερση του νέου Μουσείου και την αναβάθμιση των κτηριακών εγκαταστάσεων του περιβάλλοντος χώρου (εικ. 29).
Τα έργα ανάπλασης και ανάδειξης που υλοποιήθηκαν στο σπήλαιο της Θεόπετρας στο πλαίσιο του Γ΄ΚΠΣ δίνουν τη δυνατότητα στους επισκέπτες να γνωρίσουν επί τόπου το φυσικό περιβάλλον, τις δομές και τη μεθοδολογία ανασκαφής μιας από τις σημαντικότερες εγκαταστάσεις της Εποχής του Λίθου στον ελλαδικό χώρο (βλ. Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000).
Το Κέντρο Εκπαίδευσης και Τεκμηρίωσης Σπηλαίου Θεόπετρας (εικ. 30) που υλοποιείται στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ από την ΕΠΣΝΕ (εικ. 31) στο ομώνυμο χωριό και σε μικρή απόσταση από το σπήλαιο, μεταφέρει τη φυσική εμπειρία του επισκέπτη από το χώρο της προϊστορικής εγκατάστασης στον μουσειακό χώρο μέσα από την έκθεση κινητών ευρημάτων και την επεξεργασία της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης με τη βοήθεια εποπτικού και ψηφιακού υλικού και ενημερωτικών κειμένων. Στο Κέντρο οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να περιηγηθούν εικονικά στους χώρους του σπηλαίου και να γνωρίσουν από κοντά με διαδραστικό τρόπο το χαρακτήρα και τη φύση των προϊστορικών κοινωνιών (εικ. 32).
Η έκθεση θα περιλάβει αντικείμενα που προέρχονται από τις διάφορες προϊστορικές περιόδους που ανασκάφηκαν στο σπήλαιο της Θεόπετρας (Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική), αλλά και τμήμα της στρωματογραφίας των επιχώσεων (εικ. 33), δύο ταφές της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής περιόδου (εικ. 34), αποτυπώματα των ανθρώπινων πελμάτων που χρονολογούνται στα 130000 χρόνια πριν από σήμερα, σχέδια αναπαραστάσεων οικόσιτων ζώων και θηραμάτων, ευρήματα προϊστορικών καρπών που διασώθηκαν στα προϊστορικά στρώματα, κεραμικά σκεύη (εικ. 35), εργαλεία και κοσμήματα (εικ. 36), καθώς και φωτογραφίες από την ίδια την ανασκαφή.
Η έκθεση θα πλαισιώνεται από πλούσιο εκπαιδευτικό και ενημερωτικό υλικό που θα στοχεύει στη διαμόρφωση της πληρέστερης δυνατής εικόνας για τους τρόπους διαβίωσης των ανθρώπων και των κοινωνιών τους στις εκάστοτε προϊστορικές περιόδους. Στο κτήριο προβλέπεται μικρή αίθουσα προβολών εκπαιδευτικών ταινιών καθώς και χώρος γνωριμίας με τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν οι προϊστορικοί κάτοικοι του σπηλαίου, όπως πηλός, πυριτόλιθος, κέρατα, όστρεα, δέρμα κ.λπ.
Το σπήλαιο Κουτούκι βρίσκεται 4 χλμ. δυτικά της Παιανίας και αποτελεί ένα από τα ωραιότερα σπήλαια της Αττικής, λόγω του πλούσιου λιθωματικού διακόσμου του. Βρίσκεται σε υψόμετρο 520 μ., στις ανατολικές παρυφές του ορεινού όγκου του Υμηττού, ο οποίος λόγω της ασβεστολιθικής του σύστασης παρουσιάζει μεγάλο δίκτυο σπηλαίων, βαράθρων και σπηλαιωδών σχηματισμών. Η πρώτη επίσημη επίσκεψή του έγινε το 1928 από κατοίκους της περιοχής, ενώ το 1954 εξερευνήθηκε και χαρτογραφήθηκε από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία.
Αποτελείται από ενιαίο θάλαμο ο οποίος διαιρείται σε μικρότερα τμήματα από σταλαγμιτικά πετάσματα. Όλος ο χώρος κοσμείται από σταλακτίτες, σταλαγμίτες και κολόνες με ποικίλες αποχρώσεις. Το σπήλαιο δεν διασώζει λείψανα ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την αρχαιότητα. Αποτέλεσε χώρο τουριστικού ενδιαφέροντος από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οπότε κατασκευάστηκε διαδρομή περιήγησης 300 μ., και ήταν στην αρμοδιότητα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού έως το 2000 οπότε και μεταβιβάστηκε στην ΕΠΣΝΕ.
Η μακρόχρονη έκθεση του σπηλαίου στον τεχνητό φωτισμό είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη επιλιθικής χλωρίδας από βρυόφυτα και κυανοφύκη στον λιθωματικό διάκοσμο, ζήτημα που απαιτούσε άμεση σωστική παρέμβαση. Η ΕΠΣΝΕ εκπόνησε τη σχετική μελέτη καθαρισμού και βάσει αυτής υλοποιεί το πρόγραμμα «Αποκατάσταση φθορών, Καθαρισμός, Ηλεκτροφωτισμός και Ανάδειξη του Σπηλαίου Κουτούκι Παιανίας, Νομού Αττικής και του Περιβάλλοντος Χώρου» (εικ. 37), με κύριο στόχο τον καθαρισμό του λιθωματικού διακόσμου και των τοιχωμάτων (εικ. 38-40). Παράλληλα εκπονούνται εργασίες στερεώσεων για την ενίσχυση της ευστάθειας του σπηλαίου, την αντικατάσταση των υποδομών ηλεκτροφωτισμού (εικ. 41, 42), την ανακατασκευή του διαδρόμου και των κλιμάκων της υπάρχουσας τουριστικής διαδρομής, την εγκατάσταση υποδομών ασφάλειας, τον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος χώρου του σπηλαίου, καθώς και για την έκδοση επικαιροποιημένου έντυπου υλικού.
Δρ Ελένη Παναγοπούλου-Καράμπελα
Αναπληρώτρια Προϊσταμένη Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Ν. Ελλάδας
* Oι επιβλέπουσες των έργων ΕΣΠΑ της ΕΣΠΝΕ είναι οι: Δρ Ελένη Παναγοπούλου-Καράμπελα (Σπήλαιο Φράγχθι), Χρυσάνθη Κονταξή (Ιδαίον Άντρον), Δρ Αναστασία Παπαθανασίου (Σπήλαια Διρού), Αγγελική Καζνέση (Κέντρο Τεκμηρίωσης Σπηλαίου Θεόπετρας) και Δρ Αλεξάνδρα Οικονόμου (Σπήλαιο Κουτούκι Παιανίας).
Οι φωτογραφίες ανήκουν στο αρχείο της ΕΠΣΝΕ, πλην των αρ. 12 και 13 που αναδημοσιεύονται από τον τόμο Σακελλαράκης & Σαπουνά-Σακελλαράκη, 2011.
Ευχαριστώ θερμά τη Δρα Στέλλα Κατσαρού, για τη βοήθειά της στη συγγραφή και επιμέλεια του κειμένου, και την Αναστασία Τζάλλα για την επιμέλεια των φωτογραφιών.