Η περιοχή της Μάνης αποτελεί τη μεσαία από τις τρεις νότιες χερσονήσους της Πελοποννήσου, όντας ταυτόχρονα η απόληξη του Ταϋγέτου. Η εξεταζόμενη περιοχή (Λακωνική Μάνη) εκτείνεται γεωγραφικά από τις παρυφές του Ταϋγέτου ως το ακρωτήριο Ταίναρο και η συνολική της έκταση ανέρχεται σε 995,1 τ.χλμ. (εικ. 1).
Αποτελεί μια ιδιαίτερη γεωγραφική ενότητα, συνδυάζοντας τόσο το ορεινό όσο και το θαλάσσιο τοπίο με αδιάσπαστη οικιστική συνέχεια από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερα, οριοθετεί έναν ιστορικό τόπο με μοναδική ιστορική σημασία και συνέχεια σε όλες τις περιόδους, από την προϊστορική έως και τη σύγχρονη, με κατάλοιπα μνημείων της βυζαντινής κυρίως περιόδου, ιδιαίτερα σημαντικά για την ιστορική-αρχαιολογική, καλλιτεχνική, αισθητική και περιβαλλοντική τους αξία.
Σήμερα, με τη διαφύλαξη και την προστασία των πολιτιστικών αυτών αγαθών είναι επιφορτισμένο κυρίως το ΥΠΠΟ μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών του (προϊστορικές, κλασικές, βυζαντινές, νεότερες Εφορείες Αρχαιοτήτων).
Η καταγραφή, η διατήρηση και η αποκατάσταση των βυζαντινών μνημείων αλλά και του ευρύτερου οικιστικού και φυσικού περιβάλλοντός τους αποτελεί ιδιαίτερα μέριμνα κυρίως της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. H τόσο μεγάλη συγκέντρωση βυζαντινών ναών στην περιοχή της Μάνης, αλλά και άλλων αρχαιολογικών και ιστορικών καταλοίπων, όλων των χρονικών περιόδων, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λόγους για να κηρυχθεί όλη η χερσόνησος ως ιστορικός διατηρητέος τόπος, να αναδειχθεί ο πλούτος της και να προστατευτεί η ιδιαίτερη οικιστική της περιοχής.
Η κατάσταση ήταν όμως πάντα η ίδια σε όλες τις χρονικές περιόδους, ενδιαφέρθηκαν για τα βυζαντινά μνημεία το ίδιο, τόσο το επίσημο κράτος, όσο και οι ντόπιοι κάτοικοι;
Η προστασία και η ανάδειξη των μνημείων αντιμετωπίζεται σήμερα συνολικά από όλες τις σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες. Το νέο ρεύμα της αρχαιολογίας, η λεγόμενη δημόσια αρχαιολογία, αφορά στη συμμετοχή των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών στο αρχαιολογικό έργο. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός».
Ειδικότερα σήμερα παρατηρείται μια διεύρυνση ως προς το αντικείμενο της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών. Η διεύρυνση αυτή είναι σαφώς επηρεασμένη από τη διεθνή νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία: «Ως αρχαιολογικά αντικείμενα θεωρούνται όλα τα ευρήματα, αντικείμενα ή κάθε άλλο είδος ανθρώπινης ύπαρξης ως μαρτυρίες διαφορετικών εποχών και πολιτισμών, προερχόμενα από ανασκαφές και συμβάλλοντας έτσι στην ιστορική και επιστημονική γνώση» (σημ. 1). Στο παρελθόν όλες οι προσπάθειες των επεμβάσεων σε μνημεία ήταν επικεντρωμένες στο πνεύμα της αποκατάστασης, της διατήρησης, της προβολής και της ανάδειξης των κλασικών μνημείων, αντίθετα η προστασία των βυζαντινών μνημείων ερχόταν πάντα σε δεύτερη μοίρα.
Με τη διευρυμένη λοιπόν έννοια της συνολικής κουλτούρας ενός λαού τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, όλα τα υλικά κατάλοιπα αντιμετωπίζονται συνολικά, ως συνολικά προϊόντα μνήμης και υλικού πολιτισμού, κι όχι μόνο αυτά κάποιου απώτατου παρελθόντος (σημ. 2).
Τα βυζαντινά μνημεία της Μάνης για πολύ καιρό παρέμεναν άγνωστα, χωρίς να έχουν μελετηθεί και προστατευθεί επαρκώς.
Η καταγραφή των μνημείων της Μάνης ξεκίνησε κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1950 κατά τη διάρκεια της επιμελητείας του Ν. Δρανδάκη στον Μυστρά.
Ο Ν. Δρανδάκης υπήρξε και ο πρώτος Επιμελητής Αρχαιοτήτων, που υπηρέτησε στη Λακωνία, περισσότερο από δέκα ολόκληρα χρόνια και η έρευνα συνεχίστηκε στα χρόνια της θητείας του στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Αθηνών.
Για τον Ν. Δρανδάκη έχουν αναφερθεί και καταγραφεί πάρα πολλά. Το επιστημονικό του ενδιαφέρον κάλυπτε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των εκφάνσεων της βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, ενώ τα κείμενά του αποτελούν παράδειγμα διδακτικής αρχαιολογικής μεθόδου υψηλού επιπέδου και εμπλουτίζουν τη βιβλιογραφία τόσο της βυζαντινής όσο και της μεταβυζαντινής περιόδου. Ο μεγαλύτερος όγκος των εργασιών του είναι επικεντρωμένος στη μελέτη των μνημείων της Μάνης και της Λακωνίας.
Την εποχή εκείνη, οι επεμβάσεις που έκανε στα μνημεία η Αρχαιολογική Υπηρεσία ήταν περισσότερο σωστικές, επεκτάθηκαν όμως και σε πληρέστερη αποκατάσταση καθώς και σε αναστήλωση, που περιελάμβανε καθαρισμό και στερέωση των τοιχογραφιών (σημ. 3).
Ένα μεγάλο όραμα που ξεκίνησε από την εποχή του Ν. Δρανδάκη ήταν η ίδρυση ενός μουσείου για τη Μάνη, το οποίο και υλοποιήθηκε πρόσφατα, με ένα πρότυπο μουσειακό πρόγραμμα, το Δίκτυο Μουσείων Μάνης (σημ. 4).
Με μαζικές κηρύξεις προστασίας με τις ΥΑ 15904/24-11-1962 ΦΕΚ 473/Β/17-12-1962 χαρακτηρίστηκαν ως χρήζοντα την απαραίτητη προστασία τα περισσότερα από τα βυζαντινά μνημεία της Μάνης (σημ. 5) (εικ. 2, 3), ενώ πολύ αργότερα χαρακτηρίστηκαν οι περισσότεροι παραδοσιακοί οικισμοί ως χρήζοντες προστασίας με το ΠΔ 19-10-1978 – ΦΕΚ 594/Δ/13-11-1978. «Περί χαρακτηρισμού ως Παραδοσιακών Οικισμών τινών του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών», καθώς και με την ΥΑ ΥΠΠΕ/Α/Φ31/2206/201/19-4-1976-ΦΕΚ 612/Β/30-4-1976 «Περί χαρακτηρισμού οικισμών ως τόπων χρηζόντων ειδικής κρατικής προστασίας»: «Χαρακτηρίζομεν ως τόπους χρήζοντας ειδικής κρατικής προστασίας προς τον σκοπόν διατηρήσεως του ιδιαιτέρου αρχιτεκτονικού των χαρακτήρος τους κάτωθι οικισμούς: 1) Βάθεια Μάνης, 2) Αρεόπολιν Μάνης, 3) Κίττα Μάνης, 4) Μίνα Μάνης (…)».
Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί πάνω από 500 οικισμοί στη Λακωνική και Μεσσηνιακή Μάνη και 1.800 ναοί βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Τοπογραφία της Μάνης
Το μήκος της εκτεινόμενης προς ανάδειξη περιοχής είναι 75 χλμ. (από Β προς Ν),το μέσο πλάτος κυμαίνεται από 10 έως 20 χλμ. Η δεσπόζουσα οροσειρά του Ταϋγέτου δίνει ενότητα στη Μάνη, ταυτόχρονα όμως τη διαιρεί και σε «προσηλιακή» (ανατολική) και «αποσκιερή» (δυτική).
Εκτός όμως απ’ αυτήν τη φυσική διαφοροποίηση, η περιοχή διαιρείται παραδοσιακά σε μεγάλα τμήματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Διακρίνονται έτσι τέσσερεις περιοχές: βορειοδυτικά η Έξω Μάνη ή Μεσσηνιακή Μάνη (I) περιλαμβάνει τις δυτικές παρυφές του Άνω Ταϋγέτου (Πενταδάκτυλος) μέχρι τις ακτές του Μεσσηνιακού Κόλπου, νοτιοανατολικά, το τμήμα της νοτιοανατολικής Μάνης που φτάνει μέχρι τις ακτές του Λακωνικού Κόλπου (II), το νότιο τμήμα που σχηματίζεται από τον Κάτω Ταΰγετο (από την οροσειρά Σαγιάς) και διαιρείται σε δύο μέρη: το νοτιοδυτικό που αποτελεί την παραδοσιακή Μέσα Μάνη ή την δυτική Μάνη (IV) και το νοτιοανατολικό τμήμα της Μάνης που ονομάζεται Ανατολική Μάνη (III) (σημ. 6).
Η τοπογραφία της Μάνης και ο χώρος που κατείχε είναι συνδεδεμένος με την ιστορική της πορεία, η οποία και εξηγεί και αποσαφηνίζει το πλήθος των μνημείων (αρχαίων, βυζαντινών, μεσαιωνικών και νεότερων) και οικισμών που βρίσκονται διάσπαρτοι σ’ αυτήν (σημ. 7).
Κάποιες σημαντικές ιστορικές περίοδοι, που μας αφορούν, εξετάζονται στη συνέχεια.
Φραγκοκρατία (1204-1262): Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) και τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Φράγκοι πρίγκιπες κατέλαβαν σταδιακά την Πελοπόννησο και εγκαθίδρυσαν ένα φεουδαλικό καθεστώς.
Με εντελώς ιδιάζοντα τρόπο ιδρύθηκε το «πριγκιπάτο της Αχαΐας» που έμελλε να γίνει το σπουδαιότερο από τις φραγκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.
Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος το 1205 μαζί με τον φίλο του Γουλιέλμο Σαμπλίτη (Guillaume de Champlitte) επιχείρησε την κατάκτηση της Πελοποννήσου και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κυρίευσαν τις κυριότερες πόλεις της δυτικής Πελοποννήσου (σημ. 8). Οι Φράγκοι υιοθέτησαν τα ονόματα «Αχαΐα» (επίσημη ονομασία) και «Μορέας» (στην τρέχουσα λαϊκή γλώσσα) για την περιοχή αυτή (σημ. 9). Το κράτος αυτό ονομάστηκε «principatus Achaie».
Η κατάκτηση της Πελοποννήσου πραγματοποιήθηκε σταδιακά, άρχισε το 1205 και ολοκληρώθηκε 43 χρόνια αργότερα, το 1248, στη διάρκεια της ηγεμονίας του ήρωα του «Χρονικού του Μορέως» Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου (σημ. 10).
Στα τέλη του 1248 ως τις αρχές του 1249 κτίστηκε στους πρόποδες του Ταϋγέτου το Κάστρο του Μυστρά, εν συνεχεία το 1250 ο Βιλλεαρδουίνος κτίζει το Κάστρο του Λεύκτρου, το οποίο οι Φράγκοι ονομάζουν «Beaufort» (δηλαδή το καλύτερο από τα φράγκικα κάστρα) πάνω στην αρχαία λακωνική πόλη Λεύκτρον και στο σημερινό χωριό Λεύκτρον, για να τηρεί σε υποταγή τη σλαβική φυλή των Μελιγγών (σημ. 11).
Η Μάνη υποτάχθηκε κι αυτή στους Φράγκους το 1248 όπως και η υπόλοιπη περιοχή, αλλά δεν έπαψε ποτέ να ενοχλεί τους κατακτητές με επαναστάσεις. Στις αρχές του 13ου αιώνα, ο βαρόνος Jean de Neuilly κτίζει το κάστρο του Πασσαβά (ονομάστηκε έτσι από τη γαλλική πολεμική κραυγή «passe-avant») (σημ. 12) κοντά στο Γύθειο για την επιτήρηση των ατίθασων κατοίκων της Μαίνης (σημ. 13).
Κατά τα μέσα του 13ου αιώνα (1250) ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος κτίζει το κάστρο της Μαίνης (ονομάζεται έτσι γιατί Μάνη λέγεται πια όλη η χερσόνησος του Ταινάρου). Στα χρόνια του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου η Πελοπόννησος γνώρισε και τη μεγαλύτερή της ακμή (σημ. 14).
Η μάχη της Πελαγονίας (1259) είναι σημαντική γιατί ορίζει την αρχή της παρακμής της φραγκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Στη μάχη αυτή ο φραγκικός στρατός, χωρίς συμμάχους, νικήθηκε, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί μαζί με πολλούς άλλους Φράγκους φεουδάρχες και ο Βιλλεαρδουίνος.
Tο 1261 υπογράφτηκε Συνθήκη Ειρήνης ανάμεσα στον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο και τον Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο, ανάμεσα στους όρους ήταν και η παραχώρηση κάποιων κάστρων, Μονεμβασίας, Μυστρά, Μαίνης, Γερακίου, σε αντάλλαγμα της ελευθερίας του (σημ. 15).
Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος – Ίδρυση του Δεσποτάτου του Μορέως – Τουρκοκρατία (1262-1461): Το 1262, ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, μετά την ήττα του στη μάχη της Πελαγονίας και την αιχμαλωσία του, παραχωρεί ως λύτρα για την απελευθέρωσή του τα κάστρα που προαναφέραμε. Και ενώ στα πρώτα βήματά του, το Δεσποτάτο του Μορέως ήταν μόνο μια ελληνική σφήνα στη φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο, καταλήγει στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα να μεταβληθεί σε σημαντικό κράτος, παραμένοντας ως το 1460 το προπύργιο του πολιτικά κατακερματισμένου ελληνισμού (σημ. 16).
Η ιστορία του Δεσποτάτου του Μορέως διαιρείται σε δύο περιόδους:
α) 1262-1349, όπου τα πελοποννησιακά εδάφη κάτω από τη δικαιοδοσία των «κεφαλών», διοικητών διορισμένων από την αυτοκρατορική αυλή, αποτέλεσαν επαρχία του βυζαντινού κράτους.
β) από το 1349 έως και την τουρκική Άλωση, η ελληνική Πελοπόννησος παραχωρείται από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, οι οποίοι και κυβερνούν με τον τίτλο του δεσπότη. Έτσι έχουμε πια τη δημιουργία ενός ημιαυτόνομου κράτους.
Το 1460 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το βυζαντινό τμήμα της Πελοποννήσου εκτός από τη Μονεμβασία. Οι βενετικές κτήσεις επέζησαν για ορισμένες δεκαετίες ακόμη αλλά στη συνέχεια περνούν κι αυτές προοδευτικά στην τουρκική κυριαρχία (σημ. 17).
Έχει διαπιστωθεί ότι η χάραξη πολιτιστικών διαδρομών μέσα από συγκεκριμένους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα εργαλεία ανάπτυξης του πολιτιστικού τουρισμού και προσδιορίζει μια προκαθορισμένη πορεία (επίσκεψη) σε μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσα σ’ ένα καθορισμένο θεματικό, ιστορικό ή εννοιολογικό πλαίσιο.
Βασική επιδίωξη για την ανάπτυξη πολιτιστικού τουρισμού είναι η προβολή των χαρακτηριστικών του τοπικού πολιτισμού μιας περιοχής. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης, έτοιμα να συνεργαστούν πιο στενά για την προώθηση τέτοιου είδους «πολιτιστικών διαδρομών» (σημ. 18).
Η προσπάθεια αυτή της ερμηνείας της πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσα από μια οργανωμένη πολιτιστική διαδρομή, θα πρέπει κυρίως να καθοδηγείται από τους εξής παράγοντες: α) τη γνώση της αγοράς του στόχου, β) τον τουριστικό σχεδιασμό, γ) τη συστηματική αξιολόγησή της.
Στο πλαίσιο της οργάνωσης του τουρισμού έχουν προσδιοριστεί τυπολογικά και διαφορετικές ομάδες επισκεπτών – κυρίως με βάση το κίνητρο της μόρφωσης, οι επισκέπτες διακρίνονται: α) στους «συνηθισμένους επισκέπτες πολιτιστικών διαδρομών», β) σε «ειδικούς πολιτιστικούς επισκέπτες» ή σε «πολιτιστικά παρακινημένους επισκέπτες».
Με τον τρόπο αυτό, μέσω της βοήθειας της χάραξης αυτών των διαδρομών, αναπτύσσονται σημαντικές πρωτοβουλίες από τοπικούς παράγοντες για τη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού, την ενίσχυση και την προστασία της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς μιας περιοχής, ενώ, τέλος, με την ένταξή τους αυτή στον τουριστικό σχεδιασμό και τη συνεχή αξιολόγησή τους, εξασφαλίζεται η προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος καθώς και η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς κάθε περιοχής (σημ. 19).
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο αρχών, οι προτεινόμενες πολιτιστικές διαδρομές επιλέχτηκαν με στόχο την ανάδειξη μερικών μόνο από τον τεράστιο αριθμό των βυζαντινών μνημείων, που εκτείνονται σε όλη την έκταση της χερσονήσου της Μάνης. Έτσι επιλέχθηκαν 20 μόνο μνημεία, τα οποία και εξετάστηκαν αναλυτικά, κάποια άλλα, που απλά περιγράφονται, καθώς και μερικοί οικισμοί.
Ο επισκέπτης θα μπορεί έτσι να περιηγηθεί μέσα από τις προτεινόμενες χαρασσόμενες διαδρομές, ανάλογα με την επισκεψιμότητα των μνημείων, συνδυάζοντας ταυτόχρονα τις φυσιολατρικές διαδρομές και την εναλλαγή του γεωγραφικού τοπίου, ανάμεσα από φαράγγια, βράχους και δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα πληροφορίες από το ιστορικό παρελθόν της περιοχής.
Η προσπάθεια χάραξης των διαδρομών αυτών, γίνεται λοιπόν είτε ανάλογα με την επισκεψιμότητα των μνημείων (επισκέψιμα ή μη επισκέψιμα), είτε με συγκεκριμένες διαδρομές επίσκεψης μέσα στον ίδιο τον οικισμό (π.χ. Αρεόπολη) είτε ανάμεσα στα βυζαντινά μνημεία και σε κάποιον σημαίνοντα αρχαιολογικό χώρο άλλης χρονικής περιόδου (π.χ. Σπήλαια Διρού), είτε τέλος ανάλογα με τη χρονική περίοδο κατασκευής τους (παλαιοχριστιανικά – βυζαντινά – πύργοι μεταβυζαντινής εποχής).
Πρώτη πολιτιστική διαδρομή: Ως πρώτη προτεινόμενη πολιτιστική διαδρομή του προορισμού μας και ως αφετηρία και για τις υπόλοιπες διαδρομές μπορεί να θεωρηθεί η περιοχή του παραδοσιακού οικισμού της Αρεόπολης. Αρχικά λοιπόν προτείνεται ο γύρος της Αρεόπολης. O επισκέπτης μέσα στον παραδοσιακό οικισμό (απέχει 72 χλμ. από τη Σπάρτη, 83 χλμ. από την Καλαμάτα, 16 χλμ. από τον Κότρωνα και 36 χλμ. από το Ταίναρο), έχει τη δυνατότητα, μέσα από διαδρομές επίσκεψης ανάμεσα στα εκκλησιαστικά μνημεία και τους πύργους, στην κεντρική πλατεία της Αρεόπολης (την πλατεία Αθανάτων), στην ιστορική πλατεία της 17ης Μαρτίου 1821 και τον Ι.Ν. Ταξιαρχών, στον Πύργο Πικουλάκη (Δίκτυο Μουσείων Μάνης) να γνωρίσει καλύτερα την ιστορική αυτή περιοχή (εικ. 4).
Διάρκεια διαδρομής – τρόπος διάνυσης: Η διάρκεια της πρώτης αυτής διαδρομής είναι περίπου μία με μιάμιση ώρα και γίνεται μέσα στον οικισμό, με απλό περπάτημα.
Δεύτερη πολιτιστική διαδρομή: Μια δεύτερη προτεινόμενη διαδρομή μπορεί να ξεκινήσει με κατεύθυνση νοτιότερα της Αρεόπολης προς την περιοχή της Επισκοπής κοντά στο χωριό Σταυρί, όπου βρίσκονται και τα λείψανα βασιλικών στο Τηγάνι και στη συνέχεια να κατευθυνθεί προς Κάτω Γαρδενίτσα όπου βρίσκεται ο ιερός ναός του Σωτήρα· στη συνέχεια, στα αριστερά του κεντρικού αμαξιτού δρόμου που οδηγεί προς Κοίτα από τον Πύργο Διρού, συναντάει τον Άγιο Σέργιο και Βάκχο (Τουρλωτή), τον Άη Στράτηγο στη συνοικία Δίπορο των Άνω Μπουλαριών και τον Άγιο Παντελεήμονα στους Άνω Μπουλαριούς και τέλος, ολοκληρώνοντας τη διαδρομή, το ναό του Αγίου Νικολάου στην Οχιά (εικ. 5).
Διάρκεια διαδρομής – τρόπος διάνυσης: Χρόνος χωρίς στάσεις πάνω από 4 ώρες. Μια από τις πιο εντυπωσιακές διαδρομές της Μέσα Μάνης, γίνεται ως επί το πλείστον με το αυτοκίνητο. Η πρόσβαση στην εκκλησία της Επισκοπής γίνεται με τα πόδια, αφήνοντας το αυτοκίνητο λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά και περπατώντας μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι γεμάτο αγκάθια και αγριόχορτα, ενώ η πρόσβαση στις άλλες εκκλησίες είναι πιο εύκολη γιατί βρίσκονται πολύ κοντά στον κεντρικό αμαξιτό δρόμο. Στο Τηγάνι φτάνει κανείς μέσω μονοπατιού, όπου εικάζεται ότι κτίστηκε και το κάστρο της Μαίνης.
Τρίτη πολιτιστική διαδρομή: Τέλος, μια προτεινόμενη διαδρομή με αφετηρία τον παραδοσιακό οικισμό της Αρεόπολης είναι αυτή που αφορά κυρίως στους παραδοσιακούς οικισμούς της περιοχής, όπου ο επισκέπτης μπορεί να κατευθυνθεί νοτιότερα, στη Μέσα Μάνη και να επισκεφθεί τους παραδοσιακούς οικισμούς με τη σειρά: Μίνα (20 χλμ. από την Αρεόπολη), Βάθεια (35 χλμ. από την Αρεόπολη), Κοίτα (45 χλμ. ΝΔ του Γυθείου, 4 χλμ. από τον Γερολιμένα), το γραφικό χωριό Νόμια και, τέλος, τον γραφικό Γερολιμένα και να καταλήξει στο ακρωτήριο Ταίναρο (εικ. 6).
Διάρκεια διαδρομής – τρόπος διάνυσης: Η διάρκεια της διαδρομής αυτής είναι μια ολόκληρη μέρα και προσφέρει τη δυνατότητα συνεχούς θέασης και στάσεων στον επισκέπτη· να περιηγηθεί στους παραδοσιακούς οικισμούς και τους παραδοσιακούς πύργους της περιοχής, στα γραφικά πέτρινα καλντερίμια των οικισμών αυτών και να γνωρίσει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μάνης.
Η Μάνη αποτελείται συνολικά από πέντε Δήμους και περίπου 250 χωριά και οικισμούς. Θεωρείται από τις πλέον παραδοσιακές περιοχές της Ελλάδας, ενώ από τους 118 παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας, οι 98 βρίσκονται σε αυτήν. Υπάρχουν 800 πύργοι, 7 κάστρα, ενώ οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες φτάνουν τις 1.800.
Σε κοντινή απόσταση από την περιοχή της Μάνης εντοπίζονται αξιόλογα βυζαντινά κέντρα του Δεσποτάτου του Μoρέα, όπως είναι το βυζαντινό Γεράκι και ο Μυστράς.
Η περιοχή αποτελεί επομένως ένα εκτεταμένο κέντρο έντονης βυζαντινής παρουσίας και μια περιοχή με έντονη τουριστική κίνηση. Γενικότερα ο νομός Λακωνίας διαθέτει αρκετά τουριστικά αξιοθέατα [Σπήλαια Διρού (σπήλαια Αλεπότρυπα και Βλυχάδα),το Νεολιθικό Μουσείο Διρού (Αλεπότρυπα), Κέντρο Νεολιθικών Μελετών Διρού, το Μουσείο του Πύργου Τζαννετάκη στη νησίδα Κρανάη στο Γύθειο], πληθώρα αρχαιολογικών χώρων, μνημείων, ιστορικών τοποθεσιών καθώς και πολλά τουριστικά καταλύματα, διαμορφωμένα κατάλληλα και ακολουθώντας τα πρότυπα της ντόπιας αρχιτεκτονικής.
Πολλές είναι και οι ευκαιρίες που προσφέρονται για περπάτημα στα βυζαντινά και φράγκικα κάστρα, στους παραδοσιακούς οικισμούς (Αρεοπόλεως, Βάθειας, Μίνας, Κοίτας) με τους Πύργους και τα καλντερίμια, παράλληλα με την ανάπτυξη της λεγόμενης περιπατητικής αρχαιολογίας στα φαράγγια του Ταϋγέτου (έχει χαρακτηρισθεί ως «Βοτανικός Παράδεισος» λόγω των πολλών ενδημικών φυτών).
Η ανάδειξη και η διαχείριση των βυζαντινών μνημείων της περιοχής θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα συνολικότερο σχέδιο διαχείρισης και ανάδειξης των μνημείων όλων των χρονικών περιόδων της ευρύτερης περιοχής και να αποτελέσει έναν σημαντικό πόλο έλξης για τον επισκέπτη της περιοχής, συνδυάζοντας ταυτόχρονα και την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, καθώς και το άγριο φυσικό τοπίο, τη φυσική ομορφιά και τις ειδυλλιακές παραλιακές τοποθεσίες.
Η Μάνη έχει προταθεί να κηρυχθεί ολόκληρη ως ιστορικός διατηρητέος τόπος (δεν έχει περάσει ακόμη η πρόταση κήρυξης από το ΚΑΣ και το θέμα εκκρεμεί), ενώ πρόσφατα εντάχθηκε και στις ζώνες NATURA 2000, ως προστατευόμενη περιοχή για την βιοποικιλότητά της και τους όρους δόμησης από το Υπουργείο Περιβάλλοντος.
Θα μπορούσε να υπάρξει συσχέτιση της περιοχής με άλλους νομούς, όπως η γειτονική Μεσσηνία ή η Αργολίδα με πληθώρα αρχαιολογικών χώρων, μνημείων καθώς και η ένταξή της σε ένα συνολικότερο σχέδιο διαχείρισης, σε τοπικό επίπεδο, από τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο λογοτέχνης Γ. Φέρης «τη θύμηση της Μάνης, της πέτρας και του αέρα, την έπαιρνα πάντα μαζί μου όπου πήγαινα σαν φυλαχτό…». Συνδυασμός παραδοσιακής μανιάτικης φιλοξενίας και παραδοσιακών εθίμων όπως και εξαιρετικών τοπικών προϊόντων όπως λάδι, σύγκλινο (παστό χοιρινό), μέλι, βότανα Ταϋγέτου, παραδοσιακά γλυκά (δίπλες) και φρέσκο ψάρι αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά προϊόντα της ντόπιας οικονομίας, ενώ οι ειδυλλιακές παραλίες αποτελούν πόλο έλξης για την πληθώρα των τουριστών της περιοχής.
Για σπάνιο, μεγάλης έκτασης ιστορικό και αισθητικό σύνολο και ανθρωπογενές περιβάλλον συνυφασμένο με τον επιβλητικό φυσικό, γεωγραφικό χώρο μιλάει ο αρχιτέκτονας Γ. Σαΐτας.
Ο συνδυασμός της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής των οικισμών και των κτισμάτων και της μεγάλης πληθώρας των μνημείων προβάλλει την περιοχή σαν μια ιδιαίτερη σημαντική ενότητα στον εθνικό χώρο. Επίσης, με κριτήριο τους πολιτιστικούς και τουριστικούς πόρους αξιολογείται ως τόπος διεθνούς προβολής και συγκαταλέγεται σε αυτούς, μαζί με άλλους αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους όπως η Επίδαυρος, το Ναύπλιο και οι Μυκήνες, η Ολυμπία, η Σπάρτη και ο Μυστράς. Το πλούσιο πολιτιστικό απόθεμα της περιοχής περιλαμβάνει μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους όλων των εποχών από την Παλαιολιθική, Νεολιθική μέχρι και τη Νεότερη περίοδο.
Ωστόσο ο εντοπισμός, η χαρτογράφηση, η τεκμηρίωση, η ερμηνεία και η δημοσιοποίηση των πορισμάτων για τον μνημειακό πλούτο έχουν χαρακτηριστεί ως μη επαρκή.
Η περιορισμένη αυτή γνώση και ενημέρωση τόσο του τοπικού πληθυσμού όσο και των τοπικών αρχών, αλλά και της κεντρικής διοίκησης και των αρμόδιων φορέων όπως το Υπουργείο Πολιτισμού και το Υπουργείο Περιβάλλοντος, όσο και της Ελληνικής και Διεθνούς Κοινότητας έχει ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνονται οι προσπάθειες για την αποτελεσματική διαχείριση και προστασία των πολιτιστικών αγαθών καθώς και τον περιορισμό της συμμετοχής στον αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Παράλληλα, πολλά μνημεία καταστρέφονται είτε από τη φθορά του χρόνου, είτε από άγνοια και αδυναμία για τη διάσωσή τους, είτε από άστοχες ανθρώπινες επεμβάσεις. Γι’ αυτό και η καταγραφή, τεκμηρίωση και ερμηνεία αυτού του μνημειακού πλούτου θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συστηματικών προγραμμάτων και διεπιστημονικής έρευνας, έτσι ώστε με τη δημοσιοποίησή τους θα δώσουν στην περιοχή μια άλλη εικόνα και θα επιτρέψουν να συνειδητοποιηθεί καλύτερα ο τίτλος που φέρει η περιοχή, του «Ανοικτού Μουσείου» (σημ. 20).
Στο πλαίσιο της διατύπωσης ενός στρατηγικού σχεδίου για την ευρύτερη διαχείριση και ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων της Μάνης εξετάζεται η προσπάθεια δημιουργίας ενός ευρύτερου πόλου έλξης επισκεπτών με αρχαιολογικά και γενικότερα πολιτιστικά ενδιαφέροντα.
Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ανάδειξη των μεμονωμένων βυζαντινών καταλοίπων μέσα στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον της περιοχής –για όσα από αυτά βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στο άγριο φυσικό περιβάλλον–, καθώς και μέσα από έναν ευρύτερο «καλλωπισμό» της περιοχής.
Η πρόσβαση στα περισσότερα από αυτά τα μνημεία είναι πάρα πολύ δύσκολη, αφενός μεν γιατί είναι διάσπαρτα, αφετέρου δε γιατί τα περισσότερα απ’ αυτά βρίσκονται έξω από τους κατοικημένους οικισμούς, με αποτέλεσμα λόγω του χωματόδρομου, να μην καθίσταται εφικτή η πρόσβαση σε αυτά.
Έτσι παρόλο που τα περισσότερα βυζαντινά μνημεία της περιοχής έχουν κηρυχθεί διατηρητέα και προστατεύονται από το ΥΠΠΟ με κηρύξεις προστασίας, έχουν την ανάγκη συντήρησης, προστασίας και αποκατάστασης.
Τα βυζαντινά μνημεία της Μάνης διακρίνονται για τις μικρές και χαμηλές τους διαστάσεις, την αρχιτεκτονική τους απλότητα, την αμελή τους τοιχοδομία· μπορεί να χαρακτηριστούν σαν δείγματα επαρχιακής αρχιτεκτονικής, η οποία απέχει αρκετά από τα περίκομψα μνημεία των μεγάλων κέντρων. Εσωτερικά είναι διακοσμημένα λιτά, με τοιχογραφίες που δεν μπορούν να συγκριθούν με την τέχνη του μεγάλου αστικού κέντρου του Μυστρά (εικ. 7-12).
Τα μνημεία εξετάστηκαν και περιγράφηκαν κυρίως από την αρχιτεκτονική τους άποψη (αρχιτεκτονικοί τύποι ναών) και από την άποψη της ζωγραφικής και της τεχνοτροπικής τους διάστασης, καταγράφηκαν κάποια προβλήματα συντήρησης και προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξής τους, σύμφωνα με τις σύγχρονες αρχές αποκατάστασης των μνημείων και των διεθνών χαρτών προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και οι δυνατότητες ένταξής τους στη σύγχρονη ζωή και η συμβολή τους στην ανάπτυξη της πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της περιοχής.
Η πρόταση ανάδειξης και διαχείρισης των βυζαντινών μνημείων περιλαμβάνει την πρόταση ένταξης των βυζαντινών μνημείων-οικισμών μέσα στο ευρύτερο γεωγραφικό περιβάλλον όλου του Νομού, τις δυνατότητες πρόσβασης σε αυτά, τις πολιτιστικές διαδρομές που ήδη προτάθηκαν, τη δυνατότητα ανάπτυξης δικτύων διαδρομών καθώς και τις δυνατότητες διαδρομών επίσκεψης από μνημείο σε μνημείο αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους οικισμούς, μέσω της δημιουργίας δικτύων Πύργων Μουσείων.
Η καθιέρωση επίσης ενός ενιαίου εισιτηρίου για τα μουσεία και τα μνημεία, που βρίσκονται στο άμεσο τοπικό δίκτυο της περιοχής, κρίνεται απαραίτητη. H θέσπιση του ενιαίoυ εισιτηρίου για τα μνημεία, που μπορεί να συμπεριλάβει ακόμη και μεγάλες πολυήμερες πολιτιστικές διαδρομές, έχει πάντα ως στόχο της την ενίσχυση του τουριστικού ενδιαφέροντος καθώς και την επισκεψιμότητα με εισιτήρια προσιτά, μεγαλύτερα της μίας ημέρας, στους χώρους αυτούς, και είναι μια πολιτική, που υιοθετείται ολοένα και περισσότερο σήμερα από το Υπουργείο Πολιτισμού .
Προτείνεται επίσης η δημιουργία ενός Πληροφοριακού Κέντρου στον οικισμό της Αρεόπολης. Το κέντρο αυτό μπορεί να τοποθετηθεί μέσα στον πύργο Πικουλάκη ή σε κάποιο άλλο κτίριο, όπως αυτό όπου στεγάζεται ο Πολιτιστικός Ιππικός Όμιλος Μάνης, έναντι της κεντρικής πλατείας των Αθανάτων (εικ. 13). Προτείνεται επίσης η εγκατάσταση και δύο info kiosks (στις δύο πλατείες της Αρεόπολης, πλατεία Αθανάτων και πλατεία Ταξιαρχών), όπου ο επισκέπτης θα ενημερώνεται μέσω ενός σύγχρονου ψηφιακού προγράμματος για τις θέσεις των μνημείων αλλά και για κάποια ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τους, για τις πορείες σήμανσης και για τις προτεινόμενες διαδρομές.
Στο πλαίσιο του βαθμού ανάδειξης των μνημείων αυτών, χρήσιμο είναι να υπάρξει και πρόταση για επιστημονικά προγράμματα έρευνας και τεκμηρίωσης, εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις και εκθέσεις.
Τέλος, θα πρέπει να εξεταστεί και η οικονομική παράμετρος διαχείρισης των μνημείων, η εκτίμηση της βιωσιμότητας, της διαρκούς συντήρησης, παρακολούθησης, ανάδειξης και προβολής τους.
Μέσα από μια συνολική ανάδειξη και διαχείριση των μνημείων αυτών θα δοθεί στον επισκέπτη η δυνατότητα γνωριμίας του με τον πολιτισμό μιας εποχής και μιας περιοχής, που όπως και στο παρελθόν αποτελούσε έναν απομακρυσμένο αλλά κρίσιμο στρατηγικά τόπο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έτσι και σήμερα αποτελεί έναν τόπο αρκετά απομακρυσμένο, που ταυτόχρονα όμως μπορεί να παίξει έναν ιδιαίτερο πολιτιστικό ρόλο, ενώ παράλληλα μπορεί να συμβάλει στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και ενδεχομένως και στην αποκέντρωση και την ενδυνάμωση της περιφέρειας. Έτσι τα βυζαντινά μνημεία θα πάρουν τη θέση που τους αξίζει στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, όχι μόνο ως χαλάσματα-ερείπια του παρελθόντος, αλλά και με τη λειτουργική τους χρήση και την ένταξή τους στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αρχοντούλα Παπουλάκου,
Αρχαιολόγος ΥΠΠΟ – Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στη Διαχείριση Μνημείων