Το 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο κατακτώντας το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκδιώκοντας από τις πατρογονικές τους εστίες 200.000 Κύπριους. Πολιτική της Τουρκίας και των εγκάθετών της στον κατεχόμενο βορρά είναι ο εκτουρκισμός των περιοχών αυτών με τη μαζική εγκατάσταση εποίκων από την Ανατολία και την παράλληλη δημογραφική αλλοίωση της νήσου, την αντικατάσταση των αρχέγονων τοπωνυμίων με τουρκικά και τον αφανισμό γενικότερα κάθε στοιχείου που παραπέμπει στην ελληνική πολιτιστική ταυτότητα του τόπου. Για το λόγο αυτόν από πολύ νωρίς ξεκίνησε μια οργανωμένη προσπάθεια για τη λεηλασία αρχαιολογικών χώρων, μουσείων και βιβλιοθηκών. Πεντακόσιες και πλέον εκκλησίες υπέστησαν λεηλασίες και βανδαλισμούς και έτυχαν κάθε λογής αλλότριας χρήσης. Κλάπηκαν 15.000-20.000 εικόνες, ιερά σκεύη, άμφια, χειρόγραφα, δεκάδες τοιχογραφίες καθώς και ψηφιδωτά που τεμαχίστηκαν και πωλήθηκαν στο εξωτερικό, ενώ άλλα έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, όπως π.χ. η ψηφιδωτή παράσταση στο ναό της Παναγίας Κυράς κοντά στο χωριό Λειβάδια Αμμοχώστου. Η καταστροφή δεν περιορίζεται σε ναούς ορθόδοξους, αλλά και σε ναούς όλων των θρησκευτικών ομάδων του νησιού, όπως π.χ. Μαρωνιτών, Αρμενίων, Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών και Εβραίων. Παλαιοί ναοί ιδιαίτερης αρχαιολογικής αξίας εξαφανίστηκαν είτε λόγω φθοράς, είτε λόγω ανθρώπινης επέμβασης, όπως η Παναγία Αυγασίδα στη Μηλιά με τοιχογραφίες 15ου αιώνα, την οποία το κατοχικό καθεστώς κατεδάφισε δεκαπέντε χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, ή όπως η Αγία Αικατερίνη στο Γεράνι, την οποία γκρέμισαν μόλις πριν από λίγο καιρό. Ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σβήνει και εκπέμπει σήμα κινδύνου διεθνώς.
Η ανεξέλεγκτη κατάσταση μετά το 1974 στο τουρκοκρατούμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου τροφοδότησε την ανάπτυξη δικτύων αρχαιοκαπηλίας που σκοπό είχαν το ξεπούλημα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου. Η αρχαιοκαπηλία με τη βοήθεια και την ενθάρρυνση του τουρκικού στρατού, απέδωσε μεγάλα κέρδη στους εμπλεκομένους, αφού κυπριακοί θησαυροί κοσμούν ήδη ιδιωτικές συλλογές σε πολλές χώρες του κόσμου, από την Τουρκία, τη Ρωσία, την Ελβετία, την Ολλανδία και την Αγγλία μέχρι τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Ο πιο γνωστός αρχαιοκάπηλος με τις μεγαλύτερες διασυνδέσεις παραμένει ο Τούρκος Αϊντίν Ντικμέν. Είχε συνεργάτες τόσο από την Τουρκία και τα κατεχόμενα, όσο και από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και οι ενέργειές του τον εμπλέκουν στα μεγαλύτερα και γνωστά σκάνδαλα αρχαιοκαπηλίας κυπριακών θησαυρών. Έχοντας ως έδρα του το Μόναχο της Γερμανίας διοχέτευε τη λεία του, που αποσπούσε από τα κατεχόμενα μέσω Τουρκίας, σε όλο τον κόσμο. Από τις μεγαλύτερες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, στις οποίες εμπλέκεται ο Αϊντίν Ντικμέν είναι η λεηλασία των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση και των εντοίχιων ψηφιδωτών του 6ου αιώνα από το ναό της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη.
Οι υποθέσεις αυτές οδήγησαν την Ιντερπόλ και τη Γερμανική Αστυνομία στα χνάρια του Αϊντίν Ντικμέν. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1997 διενήργησαν έφοδο σε διαμερίσματα που διατηρούσε ο Τούρκος αρχαιοκάπηλος στο Μόναχο. Ο αριθμός των έργων τέχνης που ανευρέθηκαν συγκλονίζει: Πρόκειται για έργα που προέρχονται από περίπου 50 λεηλατημένους ναούς στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο, οι οποίοι έχουν πλήρως ταυτιστεί, ενώ δυστυχώς μεγάλο μέρος τους δεν έχει πλήρως ταυτολογηθεί, λόγω ελλιπών αρχείων. Από τα γνωστά έργα τέχνης ξεχωρίζουν τα τεμάχια ψηφιδωτών του 6ου αιώνα από την Παναγία Κανακαριά, τα σπαράγματα τοιχογραφιών από την Παναγία Αψινθιώτισσα στο Συγχαρί, όπως το κεφάλι του αγίου Ιγνατίου, τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό της Παναγίας Περγαμηνιώτισσας στην Ακανθού, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό Αγίας Σολομονής του 9ου αιώνα και τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό του Αντιφωνητή (περ. 1200 και τέλη 15ου αι.), καθώς επίσης ένας μεγάλος αριθμός εικόνων και παλαιά χειρόγραφα.
Χωρίς αμφιβολία η έφοδος της Γερμανικής Αστυνομίας στο Μόναχο έγινε πολύ αργά, αφού πιστεύεται ότι τεράστιος αριθμός άλλων θησαυρών είχε ήδη διοχετευτεί στην παράνομη αγορά έργων τέχνης. Στο Δικαστήριο της Βαυαρίας έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια τα αρχεία που διατηρούσε ο Τούρκος αρχαιοκάπηλος. Η λεπτομέρεια με την οποία διατηρούσε τα αρχεία του είναι πρωτοφανής: φωτογραφίες και σκίτσα πριν από την κλοπή των ψηφιδωτών και τοιχογραφιών, κατά τη διάρκεια της αφαίρεσής τους και μετά την αφαίρεσή τους, αλλά και αντίγραφα των ψηφιδωτών με σκοπό την πώλησή τους ως αυθεντικών στο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων. Τα ψεύτικα πιστοποιητικά που διέθετε αποκλειστικά για τα αντίγραφα αποτελούν επαρκείς ενδείξεις για ένα καλά οργανωμένο έγκλημα.
H Γερμανική Δικαιοσύνη, εκδικάζοντας την υπόθεση επτά έτη αργότερα (2004), αποφάνθηκε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας σχετικά με τις κατασχεμένες αρχαιότητες δεν ήταν επαρκή για το σύνολο των αντικειμένων. Δεν ήταν δυνατόν άλλωστε η Εκκλησία της Κύπρου να είχε φωτογραφήσει έως το 1974 όλες, μία προς μία, τις τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά, τα χειρόγραφα, τα παλαίτυπα και τα ιερά σκεύη όλων των εκκλησιών, που λεηλατήθηκαν από τους αρχαιοκάπηλους, ώστε να κατέχει για κάθε ένα αντικείμενο αποδεικτικά στοιχεία. Ενώ όμως το δικαστήριο πείστηκε για την κυπριακή προέλευση μόνο 173 αντικειμένων, η επιστροφή τους δεν στάθηκε δυνατή, λόγω της δυσχέρειας εύρεσης ανάλογων αποδεικτικών στοιχείων και για τα υπόλοιπα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2010, το δικαστήριο του Μονάχου ύστερα από μια 13χρονη νομική διαμάχη απεφάνθη ότι οι κυπριακοί θησαυροί που βρέθηκαν στην κατοχή του Ντικμέν θα πρέπει να επιστραφούν στην Κύπρο. Τον Νοέμβριο του 2010, ο Ντικμέν προχώρησε σε έφεση της δικαστικής απόφασης. Την επιστροφή μέρους των θρησκευτικών θησαυρών αποφάσισε το εφετείο του Μονάχου στις 18 Μαρτίου 2013 δικαιώνοντας την Κύπρο. Στις 12 Νοεμβρίου σύσσωμη η Κυπριακή Πολιτεία και η Εκκλησία της Κύπρου υποδέχθηκαν σε σεμνή τελετή στο Βυζαντινό Μουσείο 173 εκκλησιαστικούς θησαυρούς, τον μεγαλύτερο σε αριθμό επαναπατρισμό εικόνων, τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, που προέρχονται από περίπου 50 ναούς της κατεχόμενης Κύπρου. Αναμένεται να επαναπατρισθούν 80 περίπου αντικείμενα που βρέθηκαν στην κατοχή του Ντικμέν το 1997, πλείστα εκ των οποίων είναι αρχαιολογικοί θησαυροί.
Το Βυζαντινό Μουσείο Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ που εγκαινιάστηκε το 1982, είναι ο καρπός της πολύχρονης προσπάθειας της Εκκλησίας της Κύπρου για διαφύλαξη και προβολή της βυζαντινής και μεταβυζαντινής κληρονομιάς του τόπου μας. Ο ρόλος του Βυζαντινού Μουσείου ως θεματοφύλακα της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας κινείται σε τέσσερις άξονες.
Πρώτον, τη συντήρηση και διατήρηση των υπαρχόντων θησαυρών, αλλά και όσων επαναπατρίζονται σταδιακά από το εξωτερικό, σε συνεργασία με το Εργαστήριο Συντήρησης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, το Τμήμα Αρχαιοτήτων αλλά και με εργαστήρια συντήρησης του εξωτερικού.
Δεύτερον, την προβολή τους και τη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των νεότερων γενεών με εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού καθώς επίσης και με διαλέξεις, ξεναγήσεις, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές για το ευρύτερο κυπριακό κοινό όσο και για τους ξένους επισκέπτες του Μουσείου.
Τρίτον, την προβολή του θέματος των λεηλατημένων θησαυρών στα αντίστοιχα μουσεία του εξωτερικού μέσω Ημερίδων και Εκθέσεων σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων αλλά και με την παροχή πληροφοριών σε ενδιαφερομένους.
Τέταρτον, να διαδραματίζει ρόλο ως άτυπο παρατηρητήριο με σκοπό τον εντοπισμό λεηλατημένων θησαυρών στο εξωτερικό με σκοπό την καταγγελία τους και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης.
Δρ Ιωάννης Α. Ηλιάδης
Διευθυντής Bυζαντινού Μουσείου και Πινακοθήκης Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄