Οι ομαδικές ταφές στον ελλαδικό χώρο αποτελούν ασύνηθες φαινόμενο κατά την κλασική αρχαιότητα. Ωστόσο μέσω των ιδιοτυπιών που ενίοτε απαντούν στην αρχαιολογική τους συνάφεια καθίσταται εφικτός ο εντοπισμός πληθώρας δεδομένων που αφορούν σε άτομα που έζησαν ή πέθαναν εν μέσω ιδιαζουσών κοινωνικών συνθηκών, ενώ συχνά καταδεικνύεται και η αντιμετώπιση της οποίας έτυχαν οι εν λόγω τεθνεώτες από τα ζώντα μέλη της κοινωνίας που τους περιέβαλλε το μεγαλύτερο ή τουλάχιστον το τελευταίο μέρος της ζωής τους. Όπως θα συζητήσουμε παρακάτω εξετάζοντας επιμέρους παραδείγματα, υπάρχουν διαφορετικοί λόγοι για τη δημιουργία μιας ομαδικής ταφής. Ο βασικότερος διαχωρισμός έγκειται στη συνοδεία της ταφής από την αρμόζουσα και κοινωνικά θεσπισμένη και αποδεκτή ταφική τελετουργία και την απουσία αυτής. Είναι λοιπόν εφικτό σε ένα πρώτο επίπεδο να διαχωρίσουμε τα αποκαλούμενα «πολυάνδρια», δηλαδή τους ομαδικούς τάφους πολεμιστών που έπεσαν μαχόμενοι και στους οποίους η πολιτεία απένειμε ιδιαίτερες ταφικές τιμές, από τις περιπτώσεις ατόμων που ετάφησαν βιαστικά και χωρίς μεγάλη επιμέλεια όντας θύματα επιδημιών, θύματα επιδρομών, αιχμάλωτοι, δούλοι ή κατάδικοι.
Γεγονός παραμένει πάντως ότι οι δημόσιες και οι ομαδικές ταφές, όπως αυτές που διοργανώνονταν από τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα για τους νεκρούς του πολέμου, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τον ιδιωτικό και μάλλον εσωστρεφή χαρακτήρα των αρχαίων τελετουργικών πρακτικών και νεκρικών εθίμων.
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο του Επιταφίου λόγου, ο Θουκυδίδης (ΙΙ.34) περιγράφει τον πάτριο νόμο, δηλαδή την τελετή για την επίσημη ταφή των Αθηναίων στρατιωτών, η οποία λάμβανε χώρα άπαξ ετησίως, την εποχή που συμπίπτει με το δικό μας φθινόπωρο. Κατά τη διάρκεια της τελετουργίας, η τέφρα και τα οστά των νεκρών στρατιωτών μεταφέρονταν μέσα σε δέκα λάρνακες –μία για κάθε φυλή, ακολούθως με το σύστημα που είχε ορίσει ο Κλεισθένης–, ενώ μία ενδέκατη, κενή λάρνακα φερόταν προς τιμήν των νεκρών τα κατάλοιπα των οποίων δεν κατέστη εφικτό να επιστραφούν στα πάτρια εδάφη. Οι λάρνακες μεταφέρονταν στο Δημόσιο Σήμα που βρισκόταν έξω από το Δίπυλο, μπροστά από το οποίο είχε διαμορφωθεί ειδική πλατεία για να φιλοξενεί την ετήσια αυτή τελετή, όπου εκφωνήθηκε και ο περίφημος Επιτάφιος του Περικλή. Ωστόσο, από τις φιλολογικές πηγές δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε πόσο κοντά σε αυτή την πλατεία βρίσκονταν τα πολυάνδρια (σημ. 1). Γνωρίζουμε την ύπαρξη μια ενεπίγραφης μαρμάρινης στήλης που περιέχει 169 ονόματα νεκρών της σικελικής εκστρατείας, ενώ είναι βέβαιο ότι παρόμοια μνημεία συνόδευαν την ετήσια τελετουργία με ονόματα χαραγμένα παρατακτικά και ξεχωριστά για κάθε φυλή (σημ. 2).
Οι πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν τέσσερις νέους περιβόλους καθώς και έναν πέμπτο, του οποίου η ανασκαφή δεν είναι εφικτή λόγω της σύγχρονης ανοικοδόμησης στην οδό Σαλαμίνος, έξω από το Δίπυλο (σημ. 3). Η θέση αυτών των πολυανδρίων, το γεγονός ότι ήταν υπόγειες κατασκευές, η μορφολογική τους συνάφεια με ταφικές θήκες καθώς και ο σχεδιασμός και η εν γένει κατασκευή τους, υποδηλώνουν ότι ήταν ταφικά μνημεία και, αν υποθέσουμε ότι όντως πρόκειται για πολυάνδρια του Δημόσιου Σήματος, τότε τα σκελετικά κατάλοιπα που βρέθηκαν εντός των περιβόλων ανήκουν σε Αθηναίους πολεμιστές που έπεσαν υπέρ πατρίδος. Τα κτερίσματα ήταν πολυάριθμα και υψηλής ποιότητας και επιτρέπουν μια χρονολόγηση ανάμεσα στα 430 και 420 π.Χ., στα χρόνια δηλαδή του Αρχιδάμειου Πολέμου. Σύμφωνα με την ανασκαφέα, το γεγονός ότι τα αγγεία δεν έφεραν ίχνη καύσης σε αντίθεση με τα οστά που ήταν καμένα, πιθανόν απηχεί το παλιό έθιμο της αποτέφρωσης των νεκρών στο πεδίο της μάχης και της επακόλουθης μεταφοράς των οστών στην πάτρια γη μέσα σε λάρνακες. Η προκαταρκτική ανάλυση των σκελετικών καταλοίπων έδειξε ότι πρόκειται για άνδρες με αρκετά καλή φυσική διάπλαση, ωστόσο, τα προς εξέτασιν οστά περισυλλέχθηκαν τυχαία από τρία μόνο πολυάνδρια, ενώ το γεγονός ότι είχαν εκτεθεί κατά την καύση σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 800 βαθμών Κελσίου δυσχεραίνει την έρευνα, αφού αν αυτοί οι νεκροί δεν ήταν θύματα του Πελοποννησιακού Πολέμου αλλά θύματα επιδημίας που ενέσκηψε την ίδια περίοδο στην Αθήνα, δεν θα ήταν ορατό στην οστεολογική ανάλυση (σημ. 4).
Σε μία άλλη περίπτωση, εντός απλού ορύγματος πλησίον της οδού Πειραιώς βρέθηκε αδιατάρακτη αλλά ακτέριστη ομαδική ταφή 29 ενήλικων ατόμων, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί εκτάδην και με στοιχειώδη επιμέλεια. Βάσει της ελάχιστης κεραμικής που εντοπίστηκε, η ταφή χρονολογείται στα 430-400 π.Χ., γεγονός που οδήγησε τους ανασκαφείς στο συσχετισμό του ευρήματος με «κάποιο από τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου» (σημ. 5). Χωρίς να είμαστε σε θέση να αποκλείσουμε αυτή την προσέγγιση γενικού χαρακτήρα, εξαιτίας της μεγάλης σχετικά απόστασης από το Δημόσιο Σήμα όπου τελούνταν επισήμως η διαδικασία ταφής των νεκρών πολεμιστών αλλά και της φτωχής σχετικά εικόνας του τάφου, ενδεχομένως θα ήταν πιο λογική μια σύνδεση με την επιδημία λοιμού που ξέσπασε την ίδια περίοδο. Ακόμη και αν δεχτούμε πάντως ότι πρόκειται για νεκρούς κάποιας πολεμικής εκστρατείας, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, οι νεκροί αυτοί φαίνεται ότι δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες.
Ιδιαίτερων τιμών έτυχαν οι πολεμιστές που δεν επέζησαν της Μάχης του Μαραθώνα το 490 π.Χ., αφού προκειμένου να εξυμνηθεί η ανδρεία που επέδειξαν, τα οστά τους δεν μεταφέρθηκαν στο Δημόσιο Σήμα αλλά κάηκαν και ενταφιάστηκαν σε τύμβο που δημιουργήθηκε in situ. Η ανασκαφική έρευνα επιβεβαίωσε τις πληροφορίες του Ηροδότου (6.117) για την ταφή 192 νεκρών, οι οποίοι βρέθηκαν μέσα σε στρώμα στάχτης μαζί με οστά θυσιασμένων ζώων, αλλά και πλήθος αγγείων που είχαν μεταφέρει πιθανότατα οι οικείοι των θυμάτων, αγγεία που χρονολογούνται στις αρχές του 5ου αιώνα. Ο τύμβος, ύψους 12 μ. και διαμέτρου 185 μ., έφερε 10 μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες, μία για κάθε φυλή των Αθηναίων, πάνω στις οποίες αναγράφονταν τα ονόματα των πεσόντων σε πλήρη αναλογία με τη διαδικασία που ακολουθούνταν και στο Δημόσιο Σήμα. Αξίζει να αναφερθεί η πληροφορία του Ηροδότου ότι πλησίον του γνωστού τύμβου υπήρχε και δεύτερος μικρότερος, στον οποίο είχαν ενταφιαστεί οι δούλοι που έπεσαν στη μάχη. Γνωρίζουμε πληθώρα περιπτώσεων όπου οι δούλοι πολέμησαν υπέρ της πόλης που τους φιλοξενούσε, ενδεχομένως σε μία ύστατη προσπάθεια να κερδίσουν την ελευθερία τους, και στις περιπτώσεις που δεν κατάφεραν να επιζήσουν έτυχαν ταφικών τιμών ισάξιων με αυτών των πολιτών.
Στους ηρωικά πεσόντες της περιοχής φαίνεται ότι ανήκαν και οι πάνω από 141 σκελετοί εντός τεφροδόχων αγγείων, οι οποίοι εντοπίστηκαν σε κλειστό αρχαιολογικό σύνολο στον αποκαλούμενο τάφο Α1Κ1 στην Ορθή Πέτρα της Ελεύθερνας. Η εναπόθεση έγινε διαδοχικά, αφού ο τάφος είχε συνεχή χρήση από τον 9ο μέχρι τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Η μελέτη των σκελετικών καταλοίπων έδειξε ότι πρόκειται για νεαρούς, ενήλικους άνδρες με αρκετά καλή κατάσταση υγείας, ψηλούς και ιδιαίτερα εύρωστους, στοιχεία που υποδηλώνουν συστηματική εκγύμναση ή ενδεχόμενη συμμετοχή σε πολεμικές ασκήσεις. Εξαιτίας της διαδοχικής τοποθέτησης, οι νεκροί δεν μπορούν να συνδεθούν με κάποια επιδρομή, επιδημία ή άλλο μεμονωμένο περιστατικό, ενώ σε συνδυασμό με τα πολυάριθμα όπλα που τοποθετήθηκαν ως κτερίσματα, είναι εφικτό να υποθέσουμε ότι πρόκειται για τους πολεμιστές της πόλης, οι οποίοι τιμήθηκαν ενταφιαζόμενοι ξεχωριστά. Έκπληξη αποτελεί η παρουσία τεσσάρων ή πέντε γυναικών, οι οποίες ακολούθως με την άποψη του ανασκαφέα έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του τοκετού και για αυτόν τον λόγο έτυχαν αυτής της ιδιαίτερης ταφικής μεταχείρισης (σημ. 6).
Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι εν σχέσει με τα πολυάνδρια, εξετάστηκαν τέσσερα μόνο παραδείγματα από διαφορετικά είδη (ταφικός περίβολος, απλό όρυγμα, τύμβος, εγχυτρισμοί εντός ταφικού μνημείου), ωστόσο γνωρίζουμε τόσο από ιστορικές πηγές όσο και από σποραδικά πλην όμως πολυάριθμα παραδείγματα, την ύπαρξη ομαδικών ταφών για τα θύματα πολέμων στο σύνολο σχεδόν των πόλεων-κρατών, με την περίπτωση της Πάρου (σημ. 7) να αποτελεί από τα πρωιμότερα (ΥΓ περίοδος) και αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα.
Οι ομαδικοί τάφοι αυτής της κατηγορίας προκλήθηκαν από την επιτακτική ανάγκη εκκαθάρισης των πτωμάτων που κείτονταν σωρηδόν είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς χώρους, προκειμένου να διασφαλιστεί η υγεία των επιζώντων. Ως εκ τούτου, πρόκειται για ταφές που έγιναν κάτω από μεγάλη πίεση και ιδιαίτερα βιαστικά, ενώ οι νεκροί δεν έτυχαν παρά μόνο στοιχειωδών ταφικών τιμών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι συγγενείς των θυμάτων τελώντας υπό καθεστώς πανικού κατέθεσαν ως κτερίσματα ό,τι μπορούσαν να προσφέρουν τη δεδομένη χρονική στιγμή στους εκλιπόντες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ομαδικής ταφής θυμάτων επιδημίας αποτελεί το σχετικά πρόσφατο εύρημα στα νοτιότερα όρια του Κεραμεικού. Πρόκειται για απλό όρυγμα με διάσπαρτα και λίγα κτερίσματα, που διανοίχθηκε για να φιλοξενήσει επάλληλες ταφικές στρώσεις 89-150 νεκρών, θαμμένων ατάκτως και κυρίως εκτάδην. Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών, η μη επιμελημένη διαδικασία ταφής, αλλά κυρίως η χρονολόγηση των κτερισμάτων στα 430-426 π.Χ. ταυτίζουν αυτούς τους νεκρούς με τα θύματα του μεγάλου λοιμού που ξέσπασε στην Αθήνα τα έτη 430/29 και 427/6 π.Χ. Ο Θουκυδίδης (ΙΙ.47.3-54) μας διαφωτίζει για την κατάσταση πανικού που επικράτησε στην Αθήνα, ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι ούτε τα νήπια που έχασαν τη ζωή τους στην εν λόγω επιδημία έτυχαν καλύτερης μεταχείρισης, αφού ανάμεσα στα διάσπαρτα οστά εντοπίστηκαν και μερικοί εγχυτρισμοί βρεφών (σημ. 8).
Θύματα επιδρομών βάσει της ιστορικής συνάφειας εικάζουμε ότι ήταν οι ενταφιασμένοι στον λαξευτό μονοθάλαμο καμαροσκεπή τάφο στο Δερβένι που χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. και όπου βρέθηκαν σκελετικά κατάλοιπα τουλάχιστον 70 ατόμων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι νεκροί μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν μέσα στον τάφο σε ξύλινα φορεία, όπως δηλώνεται σαφώς από την παρουσία σιδηρών ήλων σε καίρια σημεία, περιφερικά των σωμάτων. Οι σκελετοί βρέθηκαν στοιβαγμένοι και τα κτερίσματα ήταν ελάχιστα, υπάρχουν ωστόσο σαφείς ενδείξεις σύλησης του τάφου. Προς την ερμηνεία της ομαδικής αυτής ταφής ως αποτέλεσμα βιαστικού ενταφιασμού θυμάτων κάποιας επιδρομής συνάδει καθοριστικά και το γεγονός ότι πολλά οστά έφεραν έντονα ίχνη κακοποίησης, όπως ευδιάκριτα χτυπήματα από αιχμηρά όργανα, ίσως όπλα ή πελέκεις (σημ. 9).
Η συγκεκριμένη κατηγορία ομαδικών ταφών παρουσιάζει πολύ μεγάλο ιστορικό, αρχαιολογικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, ωστόσο, ενώ η ένταξη των ευρημάτων σε αυτή τη γενική κατηγορία που απηχεί κοινωνική περιθωριοποίηση είναι σχετικά εύκολη, ο ακριβής προσδιορισμός της ταυτότητας νεκρών που ενταφιάζονται από κοινού, χωρίς καμία φροντίδα και ενίοτε φέρουν σιδερένια δεσμά, παραμένει στη σφαίρα της εικασίας. Κατά καιρούς έχουν προταθεί ποικίλες ερμηνείες με διαφορετική δυναμική, όπως η ταύτιση των σιδηροδέσμιων νεκρών με δούλους, με ανθρώπους που έπασχαν από επιληψία ή ψυχικές νόσους, με καταδίκους, αιχμαλώτους πολέμων ή Έλληνες μισθοφόρους που πολέμησαν με τα στρατεύματα του εχθρού και ενταφιάστηκαν αλυσοδεμένοι φέροντας το μίασμα της προδοσίας της πατρίδας τους (σημ. 10).
Γνωστά παραδείγματα ταφών με δεσμά είναι η ακτέριστη, λακκοειδής ταφή με αριθμό 7437 από την ανατολική Χαλκιδική, όπου ο νεκρός έφερε πέδες στα σφυρά των ποδιών οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους με σιδερένιες αλυσίδες(σημ. 11), μία ταφή στο Βρεντήσιο με περιλαίμιο αποτελούμενο από δύο ημικυκλικά τόξα, δύο πέδες με ίχνη οστών ποδιού από το Chieti (σημ. 12), οκτώ μεμονωμένες ταφές Ελληνιστικής περιόδου στο νεκροταφείο της Ακάνθου με πέδες στα πόδια (σημ. 13), η ομαδική ταφή στο Φάληρο (σημ. 14), οι αποσπασμένες κνήμες με πέδες στο νεκροταφείο των Φθιωτίδων Θηβών, ένας σκελετός με πέδες σε στοά μεταλλείων του Λαυρίου (σημ. 15), η ομαδική ταφή της αρχαίας Πύδνας (σημ. 16), ενδεχομένως κάποια σιδερένια δεσμά στον Καιάδα της Πελοποννήσου (σημ. 17), οι πέδες εντός των οποίων είχαν διατηρηθεί τα οστά του ενός αστραγάλου στο Λαύριο, ενώ παραδείγματα διαφόρων μετάλλινων δεσμών από την ίδια περίοδο μας είναι γνωστά και από τη βορειοδυτική Ευρώπη (σημ. 18). Κατά τους πρώτους μήνες του 2013 έγινε γνωστό ότι στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον νεκροταφείο του Φαλήρου εντοπίστηκαν και λοιποί σκελετοί με σιδερένιους δεσμούς, τα αποτελέσματα της έρευνας όμως δεν έχουν δημοσιευτεί επισήμως μέχρι την ώρα της συγγραφής αυτού του άρθρου. Αξίζει τέλος να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι γνωρίζουμε ελάχιστα παραδείγματα ατόμων, τα οποία δεν έφεραν μεν μετάλλινα δεσμά, καθίσταται σαφές όμως από τη στάση της σπονδυλικής τους στήλης ότι ενταφιάστηκαν με τα άκρα τους δεμένα, όπως στην περίπτωση του δειροτομηθέντα από την ταφική πυρά Α της Ελεύθερνας, που έχει εγείρει πλήθος συζητήσεων σχετικά με το αν πρόκειται για ανθρωποθυσία, τελετουργική θανάτωση, νόμιμη καταδίκη ή πράξη αντιποίνων (σημ. 19).
Μπορούμε να υποθέσουμε εξαιτίας της σπανιότητας των εν λόγω ευρημάτων ότι τα δεσμά δεν πρέπει να συνδεθούν με κάποια πάγια πρακτική που ακολουθούσε η κοινωνία απέναντι σε μία συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων εν γένει, και κάθε περίπτωση θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής όπου ανάγεται. Η περίπτωση να πρόκειται για δούλους μοιάζει λογικοφανής, αφού γνωρίζουμε από τον Διόδωρο (ΧΧΧΙV/XXXV 2.27) την περιστασιακή χρήση δεσμών για τον σωφρονισμό των ανυπότακτων δούλων αλλά και το σύνηθες της εφαρμογής δεσμών σε δούλους που εργάζονταν σε μεταλλεία (σημ. 20). Η περίπτωση οι νεκροί να ήταν ψυχικά άρρωστοι πρέπει να απορριφθεί ως ατεκμηρίωτη, αφού δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση η ταφή τους με δεσμά, έστω και αν τα έφεραν όσο βρίσκονταν εν ζωή, υπόθεση εξίσου ατεκμηρίωτη. Η εκδοχή να πρόκειται για καταδίκους φαίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα και σε παραδείγματα όπως στην περίπτωση του Φαλήρου που θα συζητηθεί παρακάτω, επιβεβαιώνεται από την ειδική ιστορική και αρχαιολογική συνάφεια. Η ταύτιση των δεσμωτών με αιχμαλώτους πολέμου μοιάζει επίσης πειστική, ιδίως εφόσον γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο (Ι.66 και V.77) και τον Παυσανία (VIII.47.2) ότι η εργασία των αιχμάλωτων εχθρών με δεσμά ως το τέλος της ζωής τους εφαρμόστηκε τόσο από τους Τεγεάτες, όσο και από τους Αθηναίους. Τέλος, αναφορικά με την ταύτισή τους με Έλληνες μισθοφόρους που υπηρέτησαν σε ξένα στρατεύματα, κατατοπιστική είναι η πληροφορία του Αρριανού (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις Ι.16) που παραδίδει ότι ο Αλέξανδρος υποχρέωσε τους Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν με την πλευρά των Περσών να επιστρέψουν στη Μακεδονία, όπου θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους εργαζόμενοι σιδηροδέσμιοι (σημ. 21).
Αν και είναι φανερό ότι δεν είμαστε σε θέση να καθορίσουμε με σαφήνεια την κοινωνική υπόσταση των ανθρώπων αυτών, η επιλογή του ενταφιασμού τους με τα δεσμά που έφεραν εν ζωή είναι ενδεικτική της αντιμετώπισης που έτυχαν από το κοινωνικό σύνολο με το οποίο βρίσκονταν σε άμεση ή έμμεση επαφή (σημ. 22), αφού ως μονάδες όχι μόνο ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται ιδεολογικά και πρακτικά δέσμιοι της κοινωνίας τους, αλλά η απαξίωσή τους διατηρήθηκε ακόμα και κατά την ύστατη στιγμή, όταν τα δεσμά αφέθηκαν μετά το θάνατό τους. Επομένως, ανεξαρτήτως των επιμέρους διαφοροποιήσεων φαίνεται ότι όλοι ανεξαιρέτως ήταν άτομα περιθωριοποιημένα, που έτυχαν της απόρριψης των συνανθρώπων τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η ομαδική ταφή τουλάχιστον 120 ατόμων στο βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας Πύδνας που ανάγεται χρονολογικά στον 4ο αιώνα π.Χ. (σημ. 23). Η εναπόθεση των σκελετών έγινε σε τέσσερις διαδοχικές φάσεις, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ταυτόχρονη τοποθέτηση του συνόλου των λειψάνων της κάθε φάσης, γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα. Αν και στο βορειότερο εξωτερικό τμήμα του ορύγματος (όπου μάλλον βρισκόταν και η είσοδος για την τροφοδότησή του) υπήρχε ένα κατά τα φαινόμενα πρόχειρο ταφικό σήμα, ίσως επιτύμβιος ναΐσκος, η ταφή ήταν φτωχή και βιαστική. Οι σκελετοί είχαν ουσιαστικά ριφθεί μέσα στο χώρο και δεν έτυχαν καμίας φροντίδας ούτε συνοδεύονταν από ιδιαίτερα κτερίσματα, με εξαίρεση μία σιδερένια στλεγγίδα που προκαλεί έκπληξη αφού ως αντικείμενο ήταν στενά συνδεδεμένο με την αθλητική δραστηριότητα, η οποία με τη σειρά της ήταν συνυφασμένη με οικονομική άνεση και ευμάρεια. Και σε αυτή την περίπτωση ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δοθεί στα σιδερένια δεσμά που έφεραν τέσσερις από τους τεθνεώτες, ένα περιλαίμιο, μία χειροπέδα και τρεις συνολικά δεσμοί για τα σφυρά των ποδιών, δεσμά τα οποία έφεραν άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές φάσεις εναπόθεσης. Από την οστεολογική ανάλυση προέκυψε ότι στην ομαδική ταφή αντιπροσωπεύονται άτομα και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών, με έντονες μυοσκελετικές αλλοιώσεις που φανερώνουν επίπονη, επαναλαμβανόμενη και σκληρή χειρωνακτική εργασία, καθώς και έντονες ενδείξεις στρες που δημιουργήθηκαν από κακή σίτιση, γεγονός που καθιστά σαφή την ένδεια που χαρακτήριζε του νεκρούς. Σε καμία των περιπτώσεων δεν υπάρχουν ενδείξεις βίαιου θανάτου ή θανάτου εξαιτίας κάποιας επιδημίας. Επομένως, η ταύτιση των νεκρών που έφεραν τα σιδερένια δεσμά και άρα όλων των υπόλοιπων ατόμων της ταφής με δούλους μοιάζει ιδιαιτέρως αρμόζουσα, αφού δεδομένου ότι η ταφή στο σύνολό της αποδεικνύει την ανέχεια στην οποία βρίσκονταν ή είχαν περιπέσει μετά από μια ενδεχόμενη αιχμαλωσία τους οι νεκροί, είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι που ενταφιάστηκαν εκεί ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.
Οι δούλοι που εργάζονταν στα μεταλλεία και οι οποίοι κατ’ εξοχήν έφεραν δεσμά, ήταν αναγκασμένοι να υπομείνουν αβάστακτες συνθήκες διαβίωσης, όπως μας παραδίδει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (5.38.1), φαίνεται όμως ότι ανάμεσα στους δούλους υπήρχαν και προνομιούχες ομάδες «αστικών» δούλων οι οποίοι απολάμβαναν πολύ καλύτερη μεταχείριση. Από τους τελευταίους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας δε, όταν άρχισε να διαδίδεται η συνήθεια ο κύριος του οίκου να παραχωρεί στη διαθήκη του την ελευθερία στους δούλους του, τα φαινόμενα ανυποταξίας και μικρών επαναστάσεων σχεδόν εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαίνεται η συγκεκριμένη συνθήκη αφορούσε κυρίως στους οικιακούς δούλους και όχι σε εκείνους που εργάζονταν στα μεταλλεία ή ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, παρ’ όλα τα μέτρα περιορισμού και ασφαλείας (που περιλάμβαναν και τα σιδερένια δεσμά) και παρά τα κίνητρα που παρέχονταν, οι δούλοι ενίοτε εξεγείρονταν (σημ. 24). Αναπαράσταση της συνήθειας οι δούλοι να μεταφέρονται αλυσοδέσμιοι εντοπίζεται στην κατώτερη ζωφόρο της επιτύμβιας στήλης της Αμφίπολης, στην οποία μνημονεύεται κάποιος Aulus Capreilius Timotheus, το όνομα του οποίου συνοδεύεται με τον χαρακτηρισμό σωματέμπορος (σημ. 25).
Πιο σαφής φαίνεται ο προσδιορισμός των ταφών των καταδίκων. Από τα όσα γνωρίζουμε από τις φιλολογικές πηγές, τρεις ήταν οι νόμιμοι τρόποι θανάτωσης των καταδίκων στην Αθήνα: η πόση κώνειου, η ρίψη στο βάραθρον και ο αποτυμπανισμός (σημ. 26), ενώ ισάριθμοι ήταν και οι τρόποι μεταχείρισης των σορών τους μετά θάνατον: είτε οι νεκροί επιστρέφονταν στους συγγενείς ώστε οι καταδικασμένοι να τύχουν της πρέπουσας ταφής, είτε ρίχνονταν στο βάραθρο όταν στην καταδίκη τους περιλαμβανόταν η στέρηση ταφικών τιμών, είτε τέλος τους επιτρεπόταν κανονική ταφή αλλά όχι στην Αττική (σημ. 27), πρακτική που εφαρμόστηκε σε περιπτώσεις ιερόσυλων ή προδοτών της πατρίδας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σωκράτη, που ενώ καταδικάστηκε σε θάνατο με πόση κώνειου, το σώμα του επιστράφηκε στους οικείους του ώστε η ταφή του να συνοδευθεί από τη σχετική τελετουργία (σημ. 28).
Φαίνεται ότι στους πρώιμους χρόνους οι καταδικασμένοι ρίπτονταν στο βάραθρο ζωντανοί, αλλά αργότερα οι καταδίκες σε θάνατο εκτελούνταν εντός των φυλακών και μετά τα πτώματα μεταφέρονταν στο βάραθρο, μέχρι που τελικά επιτράπηκε η ταφή τους εκτός των ορίων της επικράτειας της Αττικής με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες που οι σοροί επιστρέφονταν στους συγγενείς. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, η χρήση του βαράθρου ανεστάλη για λόγους υγιεινής. Από τα όσα μας είναι γνωστά, το αθηναϊκό βάραθρον βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Λόφου των Νυμφών. Μας παραδίδεται επίσης ως γεγονός ότι το βάραθρον γέμισε μετά τη ρίψη σε αυτό ενός καταδικασμένου από τη Φρυγία (σημ. 29).
Ακολούθως με τις ιστορικές πηγές και σε πλήρη αντιστοιχία με τα τεκταινόμενα στην Αθήνα, και στον Καιάδα της Σπάρτης έβρισκαν τραγικό θάνατο τόσο κατάδικοι, όσο και αιχμάλωτοι πολέμου και άτομα θεωρούμενα ως προδότες της πατρίδας. Από τη μελέτη των σκελετικών καταλοίπων προέκυψε ότι η πάχους τριών μέτρων επίχωση στο βάραθρο του Καιάδα αποτελείται κυρίως από ανθρώπινα οστά, η κατάσταση των οποίων υποδηλώνει πως τα σώματα τοποθετήθηκαν ή απερρίφθησαν στο βάραθρο ολόκληρα και δεν πρόκειται για δευτερεύουσα ανακομιδή, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον έχει η παρουσία ολόκληρων σκελετών ή τμημάτων αυτών σε εσοχές των τοιχωμάτων και σε μεγάλη απόσταση από το σημερινό δάπεδο, γεγονός που ενδεχομένως μαρτυρεί την προσπάθεια καταδικασμένων που επέζησαν της πτώσης να κινηθούν προς την είσοδο στην οροφή ή την ακινητοποίηση ή συγκράτηση των ατόμων κατά τη ρίψη τους. Η πλειονότητα των οστών ανήκουν σε άνδρες ηλικίας 20-30 ετών. Η παρουσία γυναικών και ατόμων από τις λοιπές ηλικιακές ομάδες είναι ισχνή. Ενδεχομένως τα ελάχιστα λείψανα που ανήκουν σε γυναίκες σχετίζονται με την τελευταία μεσσηνιακή επανάσταση (464-459 π.Χ.) όπου τεκμαίρεται η συμμετοχή γυναικών βάσει ιστορικών μαρτυριών. Ανάμεσα στα πολυάριθμα σκελετικά κατάλοιπα εντοπίστηκε θραύσμα κρανίου με καρφωμένη χάλκινη βλητική αιχμή, ενώ ακολούθως με πληροφορίες ντόπιων, μέσα στο βάραθρο υπήρχαν μετάλλινοι «χαλκάδες», πληροφορία όμως που ουδέποτε επιβεβαιώθηκε αρχαιολογικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκάλυψη ταφής 17 ή 18 ατόμων στο Φάληρο Αττικής που εκτελέστηκαν «δι’ αποτυμπανισμού» τον 5ο αι. π.Χ., ενώ ετάφησαν σε νεκροταφείο του 7ου αι. π.Χ. που είχε πάψει να χρησιμοποιείται. Η διαδικασία σε γενικές γραμμές φαίνεται να ήταν η ακόλουθη: ο καταδικασμένος προσηλωνόταν σε πλατιές ξύλινες σανίδες που αποκαλούνταν «τύμπανα» και οι σανίδες στερεώνονταν κάθετα στο έδαφος. Εν συνεχεία, ο εκάστοτε τιμωρούμενος προσδενόταν με πέντε συνολικά σιδερένιους, ανοιχτούς στο κατώτερο τμήμα κλοιούς (σε σχήμα Ω, σε σχήμα διπλού άγκιστρου ή σε σχήμα κρίκου αλυσίδας), έναν στο λαιμό και από έναν στους καρπούς και στα σφυρά των ποδιών και παρέμενε κρεμασμένος κατ’ αυτό τον τρόπο ώσπου να ξεψυχήσει, χωρίς φυσικά να του παρέχεται νερό ή φαγητό. Το συγκεκριμένο βασανιστήριο πιθανόν κρατούσε πάνω από δέκα μέρες, κατά τις οποίες οι καταδικασμένοι ουσιαστικά υπέφεραν από την πίεση του ίδιου τους του σώματος ενάντια στα σιδερένια δεσμά. Αυτή η πρακτική περιγράφεται στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, όταν αναφέρεται η τιμωρία του Μνησιλόχου.
Φαίνεται ότι οι αποκαλούμενοι «σιδηρόδετοι» του Φαλήρου είχαν θανατωθεί σε εμφανές μέρος για παραδειγματισμό, στην αρχή του δρόμου που οδηγούσε στην Αθήνα από το Φάληρο, το τότε επίνειο της Αθήνας, ενώ η άποψη ότι ο ενταφιασμός των «αποτυμπανισμένων» νεκρών αντί της ρίψης των σορών τους στο βάραθρο αποτελεί ένδειξη επιείκειας (σημ. 30) είναι μάλλον ατεκμηρίωτη. Βρέθηκαν εντός περιβόλου πλάτους 4,80 μ. και μήκους 2,50 μ., ο ένας δίπλα στον άλλο. Σε μία περίπτωση λείπει το μεγαλύτερο τμήμα των ποδιών, η κεφαλή είναι ακρωτηριασμένη και το δεξί χέρι ιδιαίτερα τραυματισμένο, σαν να προσπαθούσε ο νεκρός να απαλλαγεί από τα δεσμά του, ενώ είναι έκδηλο από τη θέση των σκελετών ότι ήταν όλοι τους προσδεδεμένοι στο ίδιο τύμπανον.
Οι παλαιότεροι ερευνητές δίστασαν να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο απαξιωτικός θάνατος των καταδίκων του Φαλήρου αποτέλεσε δημόσιο θέαμα, γιατί αυτό αντιτίθετο με την αισθητική αλλά και την ηθική της δημοκρατικής Αθήνας, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η σύγχρονη έρευνα, και απέρριψαν ομόφωνα ως έθιμα απόλυτα βαρβαρικά τα ενδεχόμενα κάποιοι από τους αποκαλούμενους «σιδηρόδετους» να ενταφιάστηκαν ζωντανοί ή να αφέθηκαν προς βορά των αρπακτικών πουλιών (αν και έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί ο ακρωτηριασμός κάποιων σκελετών), ενώ θεώρησαν ότι όσοι δεν είχαν ήδη καταλήξει από τα βασανιστήρια φονεύθηκαν με βέλη, όπως υποδηλώνει μία αιχμή στο θώρακα ενός από τους σκελετούς.
Σχετικά με την ταυτότητά τους προτάθηκαν πολλές ερμηνείες, με πιο ενδιαφέρουσες τις ταυτίσεις του πολυανδρίου του Φαλήρου με πειρατές, εξεγερμένους δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου, Αργείους, θύματα των τριάκοντα τυράννων, αιχμάλωτους κάποιου πολέμου, οπαδούς του Κύλωνα, θύματα του Ιππία, Πέρσες ναυαγούς, Αιγηνήτες, Μυτιληναίους, ή ανθρώπους που επιτέλεσαν ύβρη προς τους θεούς ή τις ιερές τελετουργίες. Ο Πελεκίδης μάλιστα, εξετάζοντας το αποτρόπαιο του θανάτου και τις σύγχρονές του ιστορικές μαρτυρίες, τους ταυτίζει με τους Ερμοκοπίδες, ερμηνεία που φαίνεται πολύ ελκυστική και εν πολλοίς τεκμηριωμένη (σημ. 31). Όποια και να είναι η αφορμή, το εξαιρετικού ενδιαφέροντος εύρημα, μέσα από το οποίο αποτυπώνεται μία μάλλον σκοτεινή στιγμή στην ιστορία της δημοκρατικής Αθήνας, αποτελεί unicum και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται σχετικά με τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που διατυπώνονται.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι βασικοί λόγοι για τη δημιουργία μιας ομαδικής ταφής κατά την κλασική αρχαιότητα ήταν τρεις:
-Προσπάθεια απόδοσης ιδιαίτερων τιμών στα θύματα του πολέμου, εξύμνηση της ανδρείας που επέδειξαν στη μάχη, προβολή τους ως ακολούθων του προτύπου και της περιρρέουσας φιλοσοφίας του καλού καγαθού, αλλά και προβολή της ευμάρειας και της ομόνοιας της πόλης-κράτους μέσα από τις τελετουργίες που συνόδευαν την ταφή. Είναι θεμιτό ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας ότι οι οικονομικά ευκατάστατοι στρατηγοί ή πολιτικοί που σκοτώνονταν στο πεδίο της μάχης τιμούνταν και ενταφιάζονταν σε ιδιωτικά μνημεία, τα οποία ανάλογα με την εποχή μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα πολυτελή.
-Προσπάθεια των αρχών για εκκαθάριση των δρόμων αλλά και των οικιών της εκάστοτε πόλεως μετά από αιφνιδιαστικά, τραγικά γεγονότα, όπως επιδημίες και επιδρομές, γεγονότα που άφηναν πίσω τους πολλούς νεκρούς, την ευθύνη των οποίων ενίοτε δεν μπορούσε να αναλάβει κανείς και οι οποίοι με τη σταδιακή αποσύνθεση αποτελούσαν μείζονα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
-Προσπάθεια της κοινωνίας να περιθωριοποιήσει ή να αποποιηθεί άτομα που ανήκαν σε ομάδες με ιδιαίτερα μειονεκτική θέση σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο. Η απόρριψη που βίωσαν αυτά τα άτομα κατά τη διάρκεια του βίου τους, είτε δικαιολογημένα είτε αδικαιολόγητα, τους ακολούθησε και στο θάνατο, ενώ δεν έτυχαν ούτε των στοιχειωδών τιμών, γεγονός που αποτελούσε τη μεγαλύτερη δυστυχία σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές αλλά και την ιδεολογία της εποχής.
Οφείλουμε εδώ να επισημάνουμε ότι παρόλο που οι ομαδικές ταφές που ανάγονται χρονολογικά στους ιστορικούς χρόνους παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας της πολύπλευρης προβληματικής η οποία προκύπτει μέσα από τη συνάφειά τους, ιστορική και αρχαιολογική, δεν έχουν τύχει της πρέπουσας προσοχής, αφού δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ ως μεμονωμένο σύνολο, εξεταζόμενες συγκριτικά. Επίσης, οι οστεολογικές μελέτες που βοηθούν καθοριστικά στην ανάδειξη της ταυτότητας των ανθρώπων που ενταφιάστηκαν με αυτόν τον τρόπο, όπως φαίνεται στις περιπτώσεις της Αθήνας, της Πύδνας και της Ελεύθερνας, στον τομέα της κλασικής αρχαιολογίας θεωρούνται ακόμη επιπρόσθετο και όχι απαραίτητο πόνημα, ίσως εξαιτίας του πλήθους των υπόλοιπων τεκμηρίων, ενώ συχνά τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα που προκύπτουν όσον αφορά στην παλαιοδημογραφία και την παλαιοπαθολογία δεν αξιοποιούνται. Παραμένει λοιπόν καθήκον της μελλοντικής έρευνας να προχωρήσει σε μία πιο ενδελεχή μελέτη που θα επιτρέψει τον απόλυτο καθορισμό των ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων που αντιπροσωπεύονται στους ιδιότυπους αυτούς τάφους.
Κατερίνα Λογοθέτη
Αρχαιολόγος