Είναι γνωστό ότι η σχέση του λαϊκού ανθρώπου με τον χρόνο είναι βιωματική, καθορίζεται δηλαδή από τις εργασίες κάθε εποχής του έτους, πάντα στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης της τοπικής κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον, το κλίμα και τον χαρακτήρα της τοπικής οικονομίας. Το καλοκαίρι, εποχή αφθονίας για τη λιτοδίαιτη ελληνική παραδοσιακή αγροτική κοινωνία (χάρη στη συγκομιδή δημητριακών και φρούτων αλλά και την ολοκλήρωση της ετήσιας παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων), συνδέεται κυρίως με πανηγύρια, γιορτές και εμποροπανηγύρεις. Ξεκινώντας από την ημέρα του αϊ-Γιαννιού του Λιοτροπιού, ή Φανιστή, ή Ριζικάρη, ή του Κληδόνου, ακολουθεί μια μακρά σειρά εορτών και πανηγυριών σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Η γιορτή του αϊ-Γιαννιού (Γενέθλιο του Τιμίου Προδρόμου, 24 Ιουνίου) συνδέεται με τις θερινές τροπές του ήλιου, περίοδο ιδιαίτερα σημαντική. Η μέρα φθάνει στη μεγαλύτερή της χρονική διάρκεια και αρχίζει να μικραίνει περνώντας από την ισημερία του Σεπτεμβρίου έως την έναρξη του Δωδεκαημέρου τον Δεκέμβριο, όταν έχουμε τις μεγαλύτερες νύχτες του ετήσιου κύκλου. Ως πέρασμα συνδέεται με μαντικές και λατρευτικές διαδικασίες για την πρόγνωση του μέλλοντος και για την εξασφάλιση της υγείας και της ευετηρίας (καλοχρονιάς). Η πιο διαδεδομένη συνήθεια είναι αυτή του ανάμματος φωτιάς στα σταυροδρόμια, με ξύλα που έχουν συνήθως κλέψει οι συμμετέχοντες και παλιά καλάθια – και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την ανταγωνιστική διάθεση. Στη φωτιά (φανός, αφανός) ρίχνουν τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς και πηδούν όλοι με τη σειρά για την υγεία και την καλή χρονιά. Το έθιμο της φωτιάς, εξαγνιστικής και καθαρτικής, πανάρχαιο, όπως φαίνεται από σχετική απαγόρευσή του από την Πενθέκτη εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδο (691-692), έχει καταγραφεί σε σχετικό άτλαντα (χάρτη) από το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας που κυκλοφορεί πλέον και σε ηλεκτρονική μορφή.
Η τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου είναι η περίοδος νηστείας των Αγίων Αποστόλων (29 και 30 Ιουνίου). Από τότε και μέχρι του αγίου Ιωάννη του Ριγολόγου (Αποτομή κεφαλής Τιμίου Προδρόμου, 29 Αυγούστου) ακολουθεί ένα καλοκαιρινό δίμηνο με υπαίθρια θρησκευτικά πανηγύρια, συνοδευόμενα από ζωοπανηγύρεις και εμποροπανηγύρεις, δημοτελείς θυσίες, συνεστιάσεις και χορούς. Τα καλοκαιρινά πανηγύρια, πέρα από τον αρχικό μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα, η σημασία του οποίου έχει υποχωρήσει, διαθέτουν παράλληλα λειτουργίες οικονομικές (εμποροπανήγυρη) αλλά και κοινωνικές. Eξακολουθούν να γίνονται στον ελληνικό χώρο, αποτελώντας μοναδικές ευκαιρίες για τη συνάντηση των ξενιτεμένων εντός και εκτός της Ελλάδος κατοίκων. Άλλοτε τα πανηγύρια, ευκαιρίες επικοινωνίας των κατοίκων της κοινότητας, αποτελούσαν γεγονότα ιδιαίτερα σημαντικά στον κύκλο του χρόνου, εφ’ όσον κατά τη διάρκειά τους συνέβαιναν συνοικέσια, έκλειναν συμφωνίες, γίνονταν εμπορικές συναλλαγές και κοινωνικές επαφές. Και σήμερα, ωστόσο, παρά τις πολλές ευκαιρίες για διασκέδαση, οι συντοπίτες όπου γης επιστρέφουν στο θρησκευτικό πανηγύρι του χωριού τους για να συναντήσουν τους συγγενείς και φίλους, να επιδείξουν την οικονομική και κοινωνική πρόοδό τους και να γλεντήσουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Xαρακτηριστική εκδήλωση είναι η «τελετουργική σπατάλη» χρημάτων κατά τον χορό στους οργανοπαίχτες. Eπαναπροσδιορίζεται με λίγα λόγια η τοπική ταυτότητα των μικρών κοινωνιών οι οποίες στο σύγχρονο πλαίσιο χαρακτηρίζονται μεν από την πολυτοπικότητα, δηλ. την εγκατάσταση σε πολλούς και μακρινούς τόπους (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) αλλά συγκροτούν σε ένα φαντασιακό επίπεδο μία κοινότητα (τα μέγιστα συμβάλλουν πλέον σε αυτό το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης).
Η λαϊκή πίστη εκδηλώνεται ομαδικά με την τέλεση κατ’ έθιμον θρησκευτικών τελετών και πανηγυριών κατά την ημέρα της εορτής ενός αγίου. Η τελετή μπορεί να περιλαμβάνει λειτουργία στον ναό, περιφορά εικόνων γύρω από τον ναό ή από το χωριό, ύψωμα δένδρων στα όρια του οικισμού (τοποθέτηση άρτου σε κοίλωμα στον κορμό επιλεγμένων δένδρων στα όρια του οικισμού προκειμένου να προστατεύεται από τις ασθένειες και τις επιδράσεις παντός κακού), θυσία ταύρου (Μυτιλήνη) και κοινή εστίαση (κουρμπάνι), εμποροπανήγυρη, δρώμενα (παραστάσεις μεταμφιεσμένων με σκοπό τη γονιμότητα και ευφορία) κ.ά.
Πέρα από τα μικρά και τοπικά προσκυνήματα υπάρχουν και τα πανελλήνιας εμβέλειας, όπως εκείνα της Παναγίας στην Τήνο, της Καταπολιανής στην Πάρο, της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, της Παναγίας Σουμελά, του αγίου Ραφαήλ στη Μυτιλήνη, του αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα, του αγίου Γεράσιμου στην Κεφαλονιά, της Μυρτιδιώτισσας στα Κύθηρα κ.ά. Η ανάδειξή τους σε λατρευτικά κέντρα σχετίζεται με ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες και συγκυρίες. Επιτελούν λειτουργίες θρησκευτικές αλλά και πολιτικές που αναφέρονται στην ευρύτερη κοινωνία και την εθνική ζωή.
Κατά τις εορτές των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (1 Ιουλίου), της αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου), της αγίας Μαρίνας (17 Ιουλίου), του προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου), της αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου), του αγίου Παντελεήμονος (27 Ιουλίου), της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου), της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Παναγίας (15 Αυγούστου), στα Εννιάμερα της Παναγίας (23 Αυγούστου), του αγίου Φανουρίου (27 Αυγούστου), του αγίου Ιωάννη του Ριγολόγου (29 Αυγούστου) και του αγίου Αλεξάνδρου (30 Αυγούστου) έχουμε σημαντικά πανηγύρια σε όλη τη χώρα. Μερικά από αυτά, όπως της αγίας Παρασκευής, της αγίας Μαρίνας, του αγίου Παντελεήμονος, και κυρίως της Παναγίας γίνονται ταυτόχρονα σε πολλά χωριά. Υπάρχουν επίσης πανηγύρια που έχουν μεταφερθεί από τον χειμώνα προκειμένου να επιτρέψει ο καιρός τη διεξαγωγή τους, όπως συμβαίνει με το πανηγύρι του αγίου Χαραλάμπους στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου, κατά το οποίο γίνεται δημοτελής ταυροθυσία και κουρμπάνι (συνεστίαση των εκκλησιαζομένων) με χορούς.
O μήνας Αύγουστος συμβάλλει στην κοινωνική και θρησκευτική προετοιμασία της μεγάλης εορτής της Παναγίας, καθώς ειδικά οι πρώτες ημέρες του συμπίπτουν με ανάπαυλα από τις γεωργικές και ποιμενικές εργασίες, αλλά και τις πολλές εορτές και τα πανηγύρια του Ιουλίου (γνωστού ως Πανηγυρά).
Ο Αύγουστος (γνωστός και ως Κλειδοχρονιάς, ως τελευταίος μήνας του χρόνου κατά το βυζαντινό ημερολόγιο) από τη μια φαίνεται ως ο πιο πλούσιος του έτους, καθώς είναι ο κατεξοχήν μήνας της συγκομιδής των οπωρικών, των σταφυλιών και των σύκων (γι’ αυτό και το προσωνύμιο Συκολόγος) αλλά και του χρηματικού κέρδους που προκύπτει από την πώλησή τους. Οι ποιμένες –τα μεγάλα μετακινούμενα κοπάδια αυτή την περίοδο βρίσκονται στα ορεινά τους βοσκοτόπια– έχουν τελειώσει με την τυροκόμηση, καθώς η γαλακτοπαραγωγή είναι πλέον μειωμένη, και παρασκευάζουν στο σπίτι τυριά για τις ανάγκες της οικογένειας. Από την εμπειρία της κάμψης των απαιτήσεων της σκληρής εργασίας προέρχεται η γνωστή παροιμία: «Αύγουστε καλέ μου μήνα, να ’σουν δυο φορές το χρόνο».
Είναι επίσης ο μήνας με το πιο καθαρό, ολόγιομο φεγγάρι. Γι’ αυτό και η παροιμία: «Καλός ο ήλιος του Μαγιού, τ’ Αυγούστου το φεγγάρι».
Στο δημοτικό μοιρολόι ο νέος παρακαλεί να φτιάσουν το μνήμα του με παραθύρι για να: «Μπαίνει ο ήλιος του Μαγιού, τ’ Αυγούστου το φεγγάρι».
Από την άλλη πλευρά, η ειδυλλιακή αυτή εικόνα του Αυγούστου διαταράσσεται από τους ελώδεις πυρετούς που ενδημούσαν κατά το παρελθόν σε πολλές περιοχές αλλά και από τις γαστρικές ενοχλήσεις που συνόδευαν την κατανάλωση των οπωρικών. Ο Αύγουστος παρουσιάζει κινδύνους, γι’ αυτό και η παροιμιακή φράση «περί της υγείας σου τον Αύγουστον ερώτα», που σημαίνει ότι είναι μια περίοδος δοκιμασίας της υγείας των ανθρώπων.
Ως μεταβατικός μήνας στον κύκλο του έτους –σε ορισμένες περιοχές ο καιρός είναι άστατος και κάνει κρύο– χαρακτηρίζεται ως η αρχή του χειμώνα:
«Ο Αύγουστος επάτησεν, η άκρα του χειμώνα»,
«Από Αύγουστο χειμώνα και από Μάρτη καλοκαίρι»,
«Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου»,
«Τ’ Αυγούστου το νερό αρρώστια στον ελιοκαρπό»,
«Θεός να φυλάει τα λιόδεντρα απ’ το νερό τ’ Αυγούστου».
Ο Αύγουστος είναι γνωστός στη λαϊκή παράδοση και ως Δριμάρης (από τις δρίμες). Οι 6 ή αλλού οι 12 πρώτες ημέρες του ήταν γνωστές ως δρίμες (ας θυμηθούμε και τα κυνικά καύματα των αρχαίων). Κατά τη διάρκειά τους πίστευαν ότι πρέπει να αποφεύγονται το πλύσιμο των ρούχων, το κολύμπι στη θάλασσα (συνδέεται με τα ξαφνικά μπουρίνια, τα μελτέμια – ο ετήσιος καλοκαιρινός τοπικός ημερήσιος άνεμος που εκδηλώνεται στις ελληνικές θάλασσες και κυρίως στο Αιγαίο, οι ετησίαι των αρχαίων Ελλήνων), η κοπή οικοδομικής ξυλείας. Κυρίως όμως έπρεπε να αποφεύγεται η έκθεση των ρούχων έξω, γιατί τα κόβει ο σκώρος. Λένε:
«Του Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά (σκώρος) /
και του Μαρτιού στα ξύλα (σαράκι)».
Στις 6 Αυγούστου (Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού) γινόταν, και σε ορισμένα μέρη εξακολουθεί να γίνεται, προσφορά των πρώτων καρπών (σταφύλια, σύκα). Είναι το γνωστό και από την αρχαιότητα έθιμο των απαρχών, δηλαδή της προσφοράς των καρπών στον Θεό.
Μικρό Πάσχα ή Πάσχα του καλοκαιριού αποκαλεί ο λαός την Κοίμηση της Θεοτόκου τον Δεκαπενταύγουστο. Προηγείται δεκαπενθήμερη νηστεία, η Μικρή Σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου. Τα «Δεκαπενταρίσματα» (παραμονή στον χώρο των μεγάλων προσκυνημάτων της Παναγίας για δεκαπέντε ημέρες) μαζί με τις Παρακλήσεις προετοιμάζουν τους χριστιανούς για την κορύφωση της εορτής με τα προσκυνήματα και τις ολονυκτίες. Ο κύκλος του Δεκαπενταύγουστου προεκτείνεται ως την Απόδοση ή τα «Εννιάμερα» της Παναγίας στις 23 Αυγούστου.
Η Παναγία κατέχει ξεχωριστή θέση μεταξύ των μορφών της χριστιανικής παραδοσιακής λατρείας. «Ας μ’ αγαπάει η Παναγιά και ας με μισούν οι άγιοι» λέει ο λαός, δείχνοντας την εμπιστοσύνη του στη Μητέρα του κόσμου, πηγή ζωής, παρηγορήτρια και βοηθό στον ανθρώπινο πόνο, κλίμακα «μετάγουσα εκ γης προς ουρανόν». Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι χωρίς αμφιβολία η μεγαλύτερη από τις θεομητορικές εορτές και οι εκδηλώσεις που τη συνοδεύουν είναι πανελλήνιας εμβέλειας. Κατ’ αυτήν τιμάται όχι μονάχα η Κοίμηση και ταφή της, αλλά και η Μετάστασή της στους ουρανούς και η εκ δεξιών του Υιού της τοποθέτησή της. Η Θεοτόκος γνώρισε, σύμφωνα με την ιερά παράδοση, τον χρόνο της Κοιμήσεώς της από άγγελο Κυρίου τρεις ημέρες πριν. Πήγε και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών. Έπειτα επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα και κατέστησε γνωστή την επικείμενη Κοίμησή της. Κατά την τρίτη ημέρα από την εμφάνισή του αγγέλου, οι Απόστολοι, που δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, συγκεντρώθηκαν «διά νεφέλης» μπροστά στην κλίνη όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος. Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους μετέφεραν το σκήνωμά της στο μνήμα της Γεσθημανής. Μετά τρεις ημέρες, άνοιξαν τον τάφο από τον οποίο έλειπε το σκήνωμα της Θεοτόκου και κατάλαβαν ότι είχε μεταστεί και σωματικά στους ουρανούς. Για τους πιστούς ο εορτασμός της μνήμης της Κοιμήσεως και Μεταστάσεως της Θεοτόκου στους ουρανούς είναι το Πάσχα του καλοκαιριού, γιατί ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, στο πρόσωπό της έχουν νικηθεί οι φυσικοί νόμοι και ο θάνατος συναντά την αληθινή ζωή.
Οι αφιερωμένες στην Παναγία εκκλησίες είναι πολλές σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας όπως και τα βαφτιστικά ονόματα: Μαρία, Δέσποινα, Παναγιώτα, Παναγιώτης κ.λπ. Οι πολλές προσωνυμίες της Θεοτόκου αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή δοξασιολογία για το πρόσωπό της και έχουν μεγάλη σημασία για τη γνώση της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας αλλά και της θρησκευτικής ζωής. Όσον αφορά στην προστασία που παρέχει στους ανθρώπους, χαρακτηριστικά είναι τα επίθετα Γιάτρισσα (Μάνη), Γαιματούσα (Κύπρος, σταματά την αιμορραγία) κ.ά. Από τον τόπο όπου βρέθηκε η εικόνα ή βρίσκεται ο ναός της σημειώνουμε τα προσωνύμια, Παναγία η Θαλασσινή (Άνδρος, βράχος μέσα στη θάλασσα), Αμπελιώτισσα (Κρήτη), Κρημνιώτισσα (Σαμοθράκη), Μυρτιδιώτισσα (Κύθηρα κ.α.). Μία ξεχωριστή ομάδα επιθέτων σχετίζεται με τον εικονογραφικό τύπο, όπως Δεομένη, Γλυκοφιλούσα, Βρεφοκρατούσα, Γαλακτοτραφούσα κ.ά. Πολλά επίθετα έχουν ως προθετικό τη λέξη χρυσός (Χρυσοπηγή, Χρυσοσπηλαιώτισσα, Χρυσοδαφνιώτισσα, Χρυσογαλούσα κ.ά.) που αναφέρεται στο εξαιρετικό κάλλος της Παναγίας ή και την ιερότητα μιας εκκλησίας: Στην Παναγία τη Χρυσοσκαλίτισσα στη νοτιοδυτική άκρη της Κρήτης, στα σύνορα των επαρχιών Κισάμου και Σελίνου, στην κορυφή ενός απότομου βράχου, η πρόσβαση γίνεται με 99 σκαλιά, από τα οποία το ένα είναι χρυσό, όμως το βλέπουν μόνο οι ευσεβείς. Πολλά επίθετά της σχετίζονται με τον χρόνο που εορτάζει η εκκλησία, όπως Παναγιά η Δεκαπεντούσα (Σίφνος), Πολυσπορίτισσα (21 Νοεμβρίου, οι γεωργοί προσφέρουν πολυσπόρια για την ευόδωση της σποράς) κ.ά.
Στο πλαίσιο των θρησκευτικών εκδηλώσεων για εννιά ή δεκαπέντε συνεχείς ημέρες πριν από την εορτή γίνονται οι εγκοιμήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το «δεκαπεντάρισμα» στην Κρήτη όπου οι πιστοί συγκεντρώνονται σε μοναστικά κέντρα με σκοπό να περάσουν εκεί την περίοδο της νηστείας: στη Μονή Γωνιάς στο Κολυμπάρι Χανίων, στη Μονή Κουδουμά στα Αστερούσια στα νότια του Νομού Ηρακλείου, στη Μονή Καλυβιανής στη Μεσαρά Ηρακλείου, στη Μονή Παληανής στην επαρχία Μαλεβιζίου, στο σιναΐτικο μοναστήρι της Παναγίας της Γκουβερνιώτισσας στις Ποταμιές Πεδιάδος, στη Μονή Φανερωμένης στη Σητεία κ.α. Οι προσκυνητές φιλοξενούνται στους ξενώνες της μονής ή κατασκηνώνουν πρόχειρα στον περίβολό της. Παρακολουθούν τις λειτουργίες του μοναστηριού και συνολικά τη μοναστική ζωή. Χαρακτηριστική είναι η μαντινάδα:
«Στην Παναγιά τση Παληανής κάνω δεκαπεντάρη, /
κι αν θένε με κρατήσουμε μόνιμο περβολάρη».
Η λιτή διατροφή –κηπευτικά, φρούτα, λαδερά, που εναλλάσσονται με θαλασσινά, καβούρια, σαλιγκάρια– βοηθά τη νηστεία που διακόπτεται μόνο στις 6 Αυγούστου, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, οπότε επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριών.
Στις δεκαπέντε Αυγούστου κορυφώνεται η πορεία της συμμετοχής των πιστών με τη Θεία Λειτουργία και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν πολυάριθμους άρτους με σταρένιο αλεύρι από την παραμονή και τους προσφέρουν με τα ονόματα της οικογένειας στον ιερέα κατά την αρτοκλασία «υπέρ υγείας και μακροημερεύσεως». Μετά τη θεία Λειτουργία παρατίθεται γεύμα στην τράπεζα ή στον περίβολο της μονής σε χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Είναι μια ευκαιρία πνευματικής αναψυχής και ανάπαυσης από τον κάματο του θερισμού του Ιουλίου πριν καταπιαστούν με τον τρύγο ο οποίος –ειδικά στην Κρήτη– αρχίζει κατά κανόνα πριν από τον Σεπτέμβρη. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη μαντινάδα:
«Από μικρός συνήθισα τα στάχυα να θερίζω, /
και στη μονή του Κουδουμά να δεκαπενταρίζω».
Στη Νίσυρο οι Εννιαμερίτισες εγκαθίστανται για το Νιάμερο της Παναγίας (από τις 6 Αυγούστου, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ως το Δεκαπενταύγουστο) στο μοναστήρι της Παναγίας της Σπηλιανής. Οι γυναίκες έρχονται μετά από τάμα, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, για να προσκυνήσουν, να ευχαριστήσουν, να παρακαλέσουν, αλλά και να υπηρετήσουν την Παναγία.
Στο μοναστήρι της Παναγίας της Λιγοβιτσάνας κοντά στο χωριό Φυτείες Ξηρομέρου στην Αιτωλοακαρνανία στολίζουν τον επιτάφιο της Παναγίας από την 1η Αυγούστου με τάματα των πιστών. Πάνω σε βάση στρώνεται λευκό κεντημένο κάλυμμα, όπου στερεώνεται η εικόνα της Παναγίας, που ακουμπά σε προσκέφαλο (μαξιλάρι). Πάνω στον επιτάφιο τοποθετείται λευκό κρίνο. Το βράδυ της παραμονής μετά τον απόδειπνο οι μοναχές με τη συνοδεία του κόσμου ψάλλουν τα εγκώμια μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που είναι τοποθετημένη στο κέντρο του ναού. Μετά το πέρας των εγκωμίων γίνεται περιφορά του επιταφίου, με τη συνοδεία εξαπτέρυγων, στον προαύλιο χώρο της μονής.
Όπως αναφέραμε ήδη, η εορτή του Δεκαπενταύγουστου προεκτείνεται ως την Απόδοση ή τα «Εννιάμερα» της Παναγίας στις 23 Αυγούστου. Ο αείμνηστος καθηγητής Δημ. Λουκάτος επισημαίνει ότι ο λαός θυμήθηκε το εννιάμερο μνημόσυνο που κάνει στους δικούς του ανθρώπους και θεώρησε την Απόδοση ένα ανθρώπινο μνημόσυνο, «της Παναγίας τα Νιάμερα».
Του αγίου Φανουρίου, στις 27 Αυγούστου, φτιάχνουν φανουρόπιτα για να συγχωρηθεί η ψυχή της μητέρας του, η οποία κατά την παράδοση ήταν αμαρτωλή. Με την πίτα αυτή ο άγιος φανερώνει τα χαμένα αντικείμενα. Στις 29 Αυγούστου, τιμάται η μνήμη της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, εορτή γνωστή στον ελληνικό λαό ως του αγίου Ιωάννη του Ριγολόγου ή Νηστευτή, Νηστικάρη, Αποκεφαλιστή, Θερμολόγου. Την ημέρα αυτή οι πιστοί νηστεύουν αυστηρά, γιατί αλλιώς τους πιάνει ελονοσία και ρίγος (θέρμη). Δεν τρώνε τίποτε που να θυμίζει αίμα (καρπούζι, μαύρο σταφύλι) και δεν πιάνουν μαχαίρι. Η 31η Αυγούστου σε ορισμένα μέρη θεωρείται κλειδοχρονιά, τέλος του χρόνου, και συνοδεύεται από διαβατήρια έθιμα ανάλογα με εκείνα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Την ώρα που αλλάζει ο χρόνος, πιστεύεται ότι ανοίγουν τα ουράνια και ο Χάρος γράφει όσους θα πάρει κατά την επόμενη χρονιά.
Σημαντικά πανηγύρια και εορτές με πλούσια εθιμολογία έχουμε και κατά τους επόμενους μήνες, ιδιαίτερα στη νότιο Ελλάδα και τα νησιά όπου το κλίμα ευνοεί τους εορτασμούς στην ύπαιθρο, και το φθινόπωρο. Αγροτοποιμενικές εορτές, όπως του αγίου Μάμαντος (2 Σεπτεμβρίου), προστάτη των ποιμένων, το Γενέσιο της Παναγίας (8 Σεπτεμβρίου), γνωστή ως της Παναγίας της Μικρής, ή της Αποσοδειάς, της Καρυδούς (Καστοριά), της Σταφυλόψης (Πόντος), καθώς συνδέεται με τη συλλογή των καρπών, η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), με τη συμβολική μεταφορά του σπόρου στην εκκλησία για να ευλογηθεί και συμβολική αναπαράσταση μοιρολογήματος πεθαμένου, ενδεχομένως του καλοκαιριού που φεύγει (έθιμο του Λειδινού στην Αίγινα) κι άλλες γιορτές, όπως της αγίας Ευφημίας (16 Σεπτεμβρίου), προστάτριας των ραπτριών (στην Κωνσταντινούπολη), του αγίου Ευσταθίου, ποιμενικού αγίου (στο Πήλιο πήγαιναν τα οικόσιτα θηλυκά ζώα στο αρσενικό για να είναι σταθερή η σύλληψη), της Μυρτιδιώτισσας (24 Σεπτεμβρίου), του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (26 Σεπτεμβρίου) κ.ά., σχετίζονται με τον σταδιακό μαρασμό της φύσης και το πέρασμα στον χειμώνα. Δεν έχουμε όμως εδώ τον χώρο να επεκταθούμε στην παρουσίασή τους.
Χαρακτηριστική γιορτή αυτής της περιόδου όσον αφορά την αγροτική και ιδιαιτέρως την ποιμενική ζωή μπορούμε, από μια άποψη, να θεωρήσουμε εκείνη του αγίου Μάμαντος στις 2 Σεπτεμβρίου. Ο άγιος Μάμας έζησε στην Καππαδοκία τον 3ο αιώνα. Στα δώδεκα έτη του, καταδιωγμένος για τη χριστιανική του πίστη, κατέφυγε στα βουνά όπου έζησε σε σπηλιά με συντροφιά τα άγρια ζώα τα οποία εξημέρωσε. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η λατρεία του εξαπλώθηκε από την Καππαδοκία σε όλο τον ελληνικό χώρο, όπου φαίνεται πως αντικατέστησε παλαιότερες λατρείες, αλλά και στη Δύση. Ιδιαίτερα τον ευλαβούνται οι ποιμένες και συναντούμε πανηγύρια του Αγίου και στα ορεινά χωριά με σημαντική ημινομαδική κτηνοτροφία, όπως το Χαλίκι Ασπροποτάμου. Είναι μια ευκαιρία για τους κατοίκους, τους κτηνοτρόφους αλλά και τους παραθεριστές και τους συνταξιούχους, να βρεθούν μια τελευταία φορά, πριν ο καιρός αρχίσει να χαλάει, για να συνεορτάσουν και να γλεντήσουν.
Τις τελευταίες δεκαετίες –χρόνια ευημερίας σε σύγκριση με παλαιότερες εποχές– συνέβησαν, όπως αναφέραμε ήδη, αρκετές εξελίξεις που μετέβαλαν και τη φυσιογνωμία των πανηγυριών. Η μουσική και οι χοροί μεταβλήθηκαν και όσον αφορά τη θεματολογία τους και την τάξη που τηρούνταν με πολλή αυστηρότητα παλαιότερα. Πιο συγκεκριμένα: η εισαγωγή του ραδιοφώνου και της δισκογραφίας, μαζί με τη μετανάστευση, εξοικείωσε τους ανθρώπους με ευρύτερα μουσικά ακούσματα και μάλιστα σε μια κλίμακα πρωτόγνωρη σε σχέση με το παραδοσιακό πλαίσιο. Η κινητικότητα στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής επικράτειας, η παρουσία ανθρώπων που κατάγονται από διαφορετικές περιοχές στα τοπικά πανηγύρια διεύρυνε το μουσικοχορευτικό περιεχόμενό τους. Δίνεται έτσι πάντα έμφαση στην τοπική παράδοση αλλά παίζονται και τραγούδια από άλλες περιοχές ώστε να χορέψουν και οι καταγόμενοι από αυτές.
Η χρήση μικροφωνικών εγκαταστάσεων και αταίριαστων ηλεκτρικών μουσικών οργάνων που παράγουν εκκωφαντικούς ήχους κακοποιεί το παραδοσιακό ελληνικό μουσικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από το μέτρο, τη σύνεση και, κατά κανόνα, την υψηλή ποιότητα των μουσικών εκτελέσεων. Η κατάσταση αυτή, που διήρκεσε αρκετές δεκαετίες, άρχισε τα τελευταία χρόνια να μεταβάλλεται προς το καλύτερο. Η χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων για τη μετακίνηση των πολυάριθμων πανηγυριστών στους μικρούς συνήθως τόπους όπου γίνονται οι εορτασμοί προκαλεί πολλά προβλήματα και συχνά ματαιώνει τον χαρακτήρα της γιορτής. Τα σύγχρονα πανηγύρια απαιτούν, από την πλευρά των δημοτικών και κρατικών αρχών, οργάνωση που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Και στον τομέα αυτόν υπάρχει σημαντική πρόοδος εσχάτως καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις οι διοργανωτές (σύλλογοι, δήμοι κ.λπ.) μεριμνούν για τα θέματα στάθμευσης των αυτοκινήτων και γενικότερης πρόσβασης των επισκεπτών.
Μια ιδιαίτερη καινοφανής κατηγορία πανηγυριών του καλοκαιριού είναι εκείνα που γίνονται εκτός του παραδοσιακού χρονικού και χωρικού πλαισίου και οργανώνονται κυρίως από πολιτιστικούς συλλόγους αλλά και από δημοτικούς άρχοντες. Χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ελευθερία και ελαστικότητα όσον αφορά τη μουσική και χορευτική τάξη των πανηγυριών. Παράδειγμα το καλοκαιρινό river party στο Χαλίκι Ασπροποτάμου, όπου συμμετέχουν οι κάτοικοι όλων των ηλικιών και πολλοί ξένοι, ή η ωραία εορτή στην τοποθεσία Ασβεσταριά της Κρανιάς Ασπροποτάμου. Άλλη κατηγορία εορτασμών αποτελούν τα πολυάριθμα φεστιβάλ και οι γιορτές που είναι αφιερωμένες σε κάποιο ιδιαίτερο θέμα (τρόφιμο, τοπικό προϊόν, τοπικό ήρωα κ.ά.), οι εορτές που οργανώνουν σωματεία ή ομοσπονδίες πατριδοτοπικών ή εθνοτοπικών συλλόγων (Κρήτες, Ηπειρώτες, Πόντιοι, Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Κοπατσαραίοι κ.ά.), ή ακόμα και τα φολκλορικά φεστιβάλ όπως το Διεθνές Φολκλορικό Φεστιβάλ της Λευκάδας (ιδρύθηκε το 1962), το Φεστιβάλ Δημοτικού Τραγουδιού στα Λαγκάδια Γορτυνίας (40 έτη λειτουργίας). Τοπικοί εορτασμοί με θεματικό περιεχόμενο (όπως για παράδειγμα η εορτή της Μελιτζάνας στο Λεωνίδιο Αρκαδίας) ξεπερνούν συχνά τον αρχικό σκοπό τους και εμπλουτίζονται με πολιτιστικά δρώμενα υψηλής ποιότητας ιδιαίτερα σημαντικά για τη φυσιογνωμία του τόπου.
Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη,
Διευθύντρια, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Ευάγγελος Καραμανές,
Κύριος ερευνητής, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών