Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζονται οι αρχαιότητες οι οποίες έχουν εντοπιστεί στα Αντικύθηρα τα τελευταία χρόνια (σημ. 1). Η ανάλυσή τους, σε συνδυασμό με τα φιλολογικά και τα επιγραφικά δεδομένα, για πρώτη φορά, οδηγεί στη συναγωγή ιστορικών συμπερασμάτων για το σχετικά άγνωστο (σημ. 2) έως σήμερα μικρό νησί. Φαίνεται ότι έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ελλαδικού χώρου τα Ελληνιστικά χρόνια, από την έναρξη της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., έως την καταστολή της «Κρητικής Επανάστασης», με την οποία ολοκληρώθηκε η κατάκτηση των ελληνικών εδαφών από τη Ρώμη το 69-67 π.Χ.
Τα Αντικύθηρα (εικ. 1), μικρό νησί με έκταση περίπου 20 τετρ. χλμ., βρίσκονται στον επικίνδυνο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στα Κύθηρα και την Κρήτη. Παρά τη στρατηγική θέση του νησιού, που ελέγχει το πέρασμα από το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο προς τη Δυτική Μεσόγειο, η δυσκολία επιβίωσης μεγάλης ομάδας κατοίκων στο νησί, το άφησε σε σχετική αφάνεια καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της αρχαιότητας.
Ελάχιστες είναι οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων στα Αντικύθηρα. Στον Πλούταρχο (σημ. 3) αναφέρονται ως Αἰγιλιά, Αἰγιαλίαν και Αἰγιαλῶν, στον Στέφανο τον Βυζάντιο (σημ. 4) ως Αἰγιλιά, στα διάφορα χειρόγραφα (κώδικες) του Κλαύδιου Πτολεμαίου (σημ. 5) ως Αἴγιλα, Αἴγυλα, Ἔπλα (από την γραφή ΑΙΓΙΛΑ με κεφαλαία, με την (προφορική!) γραφή του αι ως ε, όπως συμβαίνει συχνά τα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας, και την εκ παραδρομής ανάγνωση του Γ και του Ι ως Π) και στον Πλίνιο (σημ. 6) ως Aigila, Aigilia και Aeglia.
Στις επιγραφές στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω σημειώνεται ως Αἰγιλία, ενώ το επίθετο Αἴγιλιεῦς παραπέμπει επίσης στο Αἰγιλία. Οι ονομασίες που επιβίωσαν έως τις μέρες μας είναι Λιοί στα Κύθηρα και στην Πελοπόννησο και Σιγκιλιό ή Σιγκλιό στην Κρήτη, ονομασίες που προέρχονται από την αρχαία ονομασία. Κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, και μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το επίσημο όνομα του νησιού είναι Cerigotto ή Cecerigo από το ιταλικό όνομα των Κυθήρων που είναι Cerigo (Τσιρίγο). Η σημερινή ονομασία «Αντικύθηρα», που καθιερώθηκε με την εύρεση του ναυαγίου το 1901, οφείλεται στους Κεφαλλονίτες ριζοσπάστες, οι οποίοι επανέφεραν το όνομα των Κυθήρων στη θέση του ιταλικού «Τσιρίγου» και επέβαλαν ένα νέο όνομα στο νησί που εκείνη την εποχή ήταν το πιο απομακρυσμένο σημείο του αγγλοκρατούμενου Ιονικού Κράτους.
Στο απομονωμένο νησί εξορίστηκαν τη δεκαετία του 1850 πολλοί Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινοί ριζοσπάστες. Μαζί με τα άλλα νησιά του Ιονίου, και μετά από τον επίμονο και επίπονο αγώνα των Eπτανησίων, «χαρίστηκε» στην Ελλάδα το 1864. Από τότε έως την ενσωμάτωση της Κρήτης στον εθνικό κορμό (1912-13), το νησί ήταν το νοτιότερο και πιο απομακρυσμένο σημείο της ελληνικής επικράτειας.
Οι αρχαιότητες του νησιού είναι γνωστές από τον 19ο αιώνα, ενώ συγκεκριμένη αναφορά σε αυτές κάνει ο ριζοσπάστης Κεφαλλονίτης Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος στα απομνημονεύματά του (σημ. 7).
Αρχαιότητες που προέρχονταν από τα Αντικύθηρα δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1862 από τον Αθανάσιο Ρουσόπουλο (σημ. 8), ο οποίος «φρόντιζε» και για την «εξαγωγή» των αρχαιοτήτων που αποκάλυπτε και δημοσίευε (σημ. 9)!
Οι εμφανείς σήμερα αρχαιότητες στο νησί είναι η ελληνιστική οχυρωμένη πόλη στον παλαιό οικισμό «Κάστρο», πάνω από τον όρμο του Ξηροποτάμου, και οι τάφοι και ορισμένες άλλες παραγωγικές εγκαταστάσεις της ύστερης αρχαιότητας στους οικισμούς Ποταμός, Χαρχαλιανά και Μπαντουδιανά. Κινητά επιφανειακά ευρήματα των Ελληνιστικών, των Πρώιμων και, μετά από διακοπή, των Μέσων Βυζαντινών χρόνων και τέλος, των ύστερων χρόνων της Βενετοκρατίας έχουν εντοπισθεί στο νησί με την επιφανειακή έρευνα που διενεργήθηκε από το Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και την ΚΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (σημ. 10). Παρακάτω, παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά οι θέσεις από τις οποίες συνάγονται τα ιστορικά συμπεράσματα.
Στις εκβολές του ρέματος του Ξηροποτάμου, στον ομώνυμο κολπίσκο στα βόρεια του νησιού, λειτουργούσε, από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., ένα παραλιμένιο ιερό του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος.
Τα αρχαία χρόνια η θάλασσα εισχωρούσε πολύ βαθύτερα εντός του κόλπου δημιουργώντας ένα προστατευμένο από τους ισχυρούς βόρειους ανέμους, «κρυφό» λιμάνι. Με τον ισχυρό σεισμό (σημ. 11) του 365 μ.Χ. το νησί «ανυψώθηκε» κατά 2,80 μ. μετατοπίζοντας την ακτογραμμή στη σημερινή της θέση.
Το 1888 αγροτικές εργασίες στο χώρο έφεραν στο φως ένα ακέφαλο άγαλμα στον τύπο του «Κιθαρωδού Απόλλωνος» (εικ. 2) και η έρευνα που διενήργησε ο Βαλέριος Στάης (σημ. 12) αποκάλυψε μια ενεπίγραφη βάση αναθηματικού μνημείου (πιθανότατα αγάλματος) που ανέφερε την προσφορά στον «Αἰγιλιέα» Ἀπόλλωνα από τον Ἀριστομένη Ἀριστομήδους, Θετταλό ἐκ Φερῶν και από τον Νίκων(α) Κηφισοδώρου, Ἀθηναῖο (εικ. 3). Από τα δύο (σημ. 13) αυτά μνημεία και από τα ευρήματα της ανασκαφής, φάνηκε ότι στο χώρο λειτουργούσε, καθ’ όλη τη διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων, ιερό Απόλλωνος και Αρτέμιδος (εικ. 4). Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε, τα έτη 2004 και 2005, το θεμέλιο του αρχαίου ναού που είχε τη μορφή οἴκου, καθώς και τη βάση του βωμού του (εικ. 5). Ο άξονας του ναού έχει κατεύθυνση Ν-ΝΔ προς Β-ΒΑ με κλίση 450 από την παράλληλο, στην ευθεία της Δήλου. Ο περίβολος του ιερού είναι πολύ ισχυρός και φαίνεται ότι βρισκόταν σε επαφή με το λιμάνι (εικ. 7). Από τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν με τις ανασκαφές, εκτός από το άγαλμα και την ενεπίγραφη βάση, ξεχωρίζουν σπαράγματα μαρμάρινων αγαλμάτων και αγγείων (περιρραντήριο), πολλές αιχμές από βέλη, αφού είναι γνωστό ότι ο Απόλλων είχε διδάξει στους Κρητικούς την τέχνη του τοξεύειν, καθώς και πλήθος νομισμάτων με παράσταση του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, αλλά και κοσμημάτων, δακτυλιόλιθων και ενωτίων (εικ. 8, 9, 10, 11).
Μια άλλη, πολύ σημαντικότερη πληροφορία που παρείχε η ανάγνωση της επιγραφής ήταν η καταγωγή των δύο αναθετών, ο ένας ήταν Θεσσαλός και ο άλλος Αθηναίος. Ο Στάης, ο οποίος δημοσίευσε την επιγραφή υπέθεσε ότι πρόκειται για ναυαγούς που σώθηκαν στο νησί (σημ. 14) και αισθάνθηκαν την ανάγκη να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στο θεό-προστάτη του νησιού για τη σωτηρία τους. Παρακάτω, μετά την παρουσίαση όλου του αρχαιολογικού χώρου και των αποτελεσμάτων της ανασκαφής θα συζητηθούν τα συμπεράσματα για την ερμηνεία των δύο ονομάτων και το ρόλο που έπαιξαν σε μια σημαντική στιγμή της ιστορίας του Ελληνισμού.
Στην ανατολική όχθη του ρέματος του Ξηροποτάμου δυο μονοπάτια οδηγούν στον οχυρωμένο οικισμό του «Κάστρου» (εικ. 12). Το δυτικό μονοπάτι πολύ κοντά στην παραλία, το οποίο έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις με το πέρασμα του χρόνου, ήταν στενό και δεν επέτρεπε τη διέλευση τροχοφόρων. Σε πολλά σημεία διακρίνεται ακόμα το προστατευτικό ανάλημμα, καθώς και λαξευμένα ή διαμορφωμένα με λίθους σκαλοπάτια. Δέκα περίπου μέτρα νοτίως της πύλης που οδηγεί στην πόλη, στο βράχο στον οποίο έχει διαμορφωθεί το μονοπάτι διασώζεται ένα «βραχώδες» ιερό με δύο κόγχες και ένα θρανίο (εικ. 13). Πρόκειται για ένα ιερό, εξωτερικά της πύλης που οδηγούσε μόνο στη δεξιά (ανατολική) όχθη του λιμανιού, προορισμένο για όσους θα έφευγαν ή επέστρεφαν από θαλασσινό ταξίδι. Η πύλη του οχυρού στο τέλος του μονοπατιού, η «Νοτιοδυτική Πύλη», είχε μια σχετικά επιμελημένη και διακοσμημένη μορφή αν κρίνουμε από μερικά αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν στο χώρο (εικ. 14, 15, 16).
Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη δυτική πλαγιά της χερσονήσου του «Κάστρου» (εικ. 17). Στο νότιο τμήμα του τείχους που ήταν στραμμένο προς την ενδοχώρα του νησιού και ήταν προσβάσιμο από το εσωτερικό του νησιού άνοιγε μια δεύτερη πύλη, η «Νότια» στην οποία κατέληγε ένα πιο βατό μονοπάτι ανατολικά του λιμανιού (εικ. 18).
Το τείχος κάλυπτε όλη τη δυτική πλαγιά της χερσονήσου, από τη βραχώδη παραλία στα δυτικά και βόρεια έως την κορυφογραμμή προς τα ανατολικά (εικ. 19). Στο υψηλότερο σημείο μια δεύτερη γραμμή οχύρωσης περιόριζε το διοικητικό κέντρο της πόλης, την «Ακρόπολη». Στην Ακρόπολη βρισκόταν και η οικία του «ηγέτη» της πόλης προστατευμένη από τον ισχυρό βράχο που υψωνόταν στα ανατολικά της (εικ. 20), ενώ η πύλη της «Ακρόπολης» προς την πόλη ήταν και αυτή μνημειώδης, αλλά φαίνεται ότι από την αρχή της λειτουργίας της είχε καταστραφεί από εξωτερική επίθεση και η αποκατάστασή της έγινε με διαφορετικό σχέδιο (εικ. 21).
Το οχυρωματικό τείχος της πόλης είναι ορατό σχεδόν σε όλο του το μήκος (εικ. 22) και ήταν κατασκευασμένο με διαφορετικούς τρόπους που καθορίζονταν από το τοπικό υλικό. Στα τμήματα στα οποία ήταν προσιτός ο μαλακός ασβεστόλιθος, το τείχος αποτελούνταν από επιμελημένα κομμένους λιθόπλινθους, τοποθετημένους ισοδομικά (εικ. 23, 24, 25, 26). Στα τμήματα στα οποία το υλικό ήταν σκληρός και δύσκολος στην επεξεργασία ασβεστόλιθος προτιμήθηκε η ακατάστατη πολυγωνική δόμηση που χρησιμοποιήθηκε τα Ελληνιστικά χρόνια σε πολλές οχυρώσεις της Κρήτης. Όπως φαίνεται, οι αρχικοί κατασκευαστές πρόσεξαν στην εμφάνιση και τη στατικότητα μόνο την εξωτερική όψη του οχυρού, ενώ στο εσωτερικό, το τείχος που χώριζε την Ακρόπολη από την πόλη, αρχικά κατασκευάστηκε με ακατάστατη πολυγωνική δόμηση, ενώ αργότερα (άγνωστο πότε, αλλά όχι πολύ μετά την αρχική κατασκευή του) επικαλύφθηκε με μια ψευδοϊσόδομη σειρά λίθων (εικ. 28). Από το τείχος εξέχουν, σε όλο του το μήκος, ορθογώνιοι οχυρωματικοί πύργοι (εικ. 29, 30, 31).
Στο βόρειο τμήμα του οχυρού είχε αφεθεί ένα σημαντικό τμήμα χωρίς οικίες ή άλλες κατασκευές, όπως συμβαίνει σε τόπους που δέχονται συχνά επιθέσεις, και «φιλοξενούν» είτε τους κατοίκους που καταφεύγουν εκεί για προστασία είτε στράτευμα που έρχεται για ενίσχυση της άμυνας (εικ. 22).
Δύο άλλα μνημεία που σώζονται σχεδόν ακέραια στο εσωτερικό της πόλης είναι ένας νεώσοικος και ένα υπόσκαφο ιερό – η «Φυλακή» όπως αποκαλείται από τους σημερινούς κατοίκους.
Ο νεώσοικος, μήκους περίπου 30 μ., είναι ορατός σήμερα σε όλο του το μήκος λόγω της ανύψωσης του νησιού που αναφέρθηκε πιο πάνω (εικ. 32, 33). Είναι σήμερα ορατά και τα τμήματα τα οποία είχαν λαξευτεί κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το ωφέλιμο μήκος του νεώσοικου, το τμήμα δηλαδή που θα φιλοξενούσε το πλοίο στη στεριά, είναι 18 μ. Στο βράχο σώζεται το αυλάκι στο οποίο θα τοποθετούσαν την ισχυρή θαλασσινή πύλη που θα δεχόταν μεγάλες πιέσεις από τους βόρειους ανέμους, οι οποίοι το χειμώνα χτυπούν το νησί με ιδιαιτέρως μεγάλη ένταση (εικ. 34).
Η λεγόμενη «Φυλακή» βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση από το νεώσοικο στο μέσο του μεγάλου λατομείου πωρολίθου (εικ. 35). Πρόκειται για έναν υπόσκαφο ορθογώνιο χώρο με άξονα προσανατολισμού Β-Ν και με δυο μικρούς πλευρικούς θαλάμους, ο ένας στα ανατολικά, απέναντι από την είσοδο, και ο άλλος νότια. Στη δυτική πλευρά, νότια της εισόδου, υπάρχει ένα κτιστό θρανίο και μπροστά του έχει σκαφτεί ένα πηγάδι «προσφορών». Πάνω από το πηγάδι έχει λαξευτεί στον υπερκείμενο βράχο ένας «φεγγίτης», από τον οποίο πιθανότατα προσφέρονταν τα αναθήματα στη θεότητα (εικ. 36). Δεν έχει σωθεί το όνομα της λατρευόμενης χθόνιας θεότητας.
Όλος ο οχυρωμένος χώρος, εκτός από το βόρειο τμήμα που αναφέρθηκε παραπάνω, καλυπτόταν από οικίες. Η κατασκευή αναλημμάτων καλλιέργειας από τους νεότερους κατοίκους έχει καλύψει τις αρχαίες κατασκευές, αλλά σε πολλά σημεία παρατηρούνται λείψανα των οικιών, τοίχοι και τμήματα δαπέδων. Στο δυτικό τμήμα της πόλης, το οποίο είναι επίπεδο και βραχώδες, σώζονται θεμέλια οικιών (εικ. 37, 38), πολλές από τις οποίες έχουν κατασκευαστεί σε άμεση επαφή με το δυτικό τμήμα του τείχους.
Από τα κινητά ευρήματα προκύπτει ότι η διάρκεια χρήσης του οχυρωμένου πολίσματος περιορίζεται στα Ελληνιστικά χρόνια και πιο συγκεκριμένα χρονολογείται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έως το πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. Στο «Κάστρο», εκτός από ένα μικρό τμήμα λίθινου μινωικού αγγείου και μερικές λεπίδες και αιχμές από οψιανό και τοπικό πυριτόλιθο (σημ. 15), κανένα κινητό εύρημα δεν χρονολογείται σε περιόδους πριν από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ., ενώ δεν υπάρχουν ούτε ευρήματα νεότερα του δεύτερου τέταρτου του 1ου αι. π.Χ. Πρόκειται δηλαδή για ένα «κλειστό» σύνολο που περιορίζεται χρονολογικά στα Ελληνιστικά χρόνια, το οποίο θέτει προβλήματα ιστορικής ερμηνείας δεδομένης της μνημειακότητας της κατασκευής και της στρατηγικής θέσης του νησιού.
Πριν όμως από την ιστορική συζήτηση για τις αιτίες και τις σκοπιμότητες που οδήγησαν στην κατασκευή ενός τόσο φιλόδοξου και εντυπωσιακού φρουρίου η οποία κατά τον Στάη «εἰς νησίδριον ἄσημον καὶ ὑπὸ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων μόλις μνείας τυχόν, φαίνεταί μοι λίαν παράδοξος» (σημ. 16), ας σημειώσουμε ότι ανάμεσα στα κινητά ευρήματα βρίσκονται πολεμικά αντικείμενα, αιχμές από βέλη και βλήματα βαλλίστρας (εικ. 39), μολυβδίδες (εικ. 40, 41, 42), καθώς και διαφόρων μεγεθών βλήματα από καταπέλτη (εικ. 43), ευρήματα που παρουσιάζουν μια κοινωνία σε συνεχή πολεμική δραστηριότητα (εικ. 44). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, βάσει των νομισμάτων που έχουν βρεθεί (εικ. 45), αλλά και μερικών άλλων κεραμικών ευρημάτων (εικ. 46) και μολυβδίδων, το νησί, το μεγαλύτερο διάστημα της «ζωής» του, αποτελούσε τμήμα της κρητικής πόλης Φαλάσαρνας.
Την ιστορική ερμηνεία του χώρου προσπάθησε για πρώτη φορά να την κάνει ο Βαλέριος Στάης, μετά την πρόχειρη ανασκαφή που διενήργησε στην παραλία του Ξηροποτάμου. Ο Στάης υπέθεσε ότι το οχυρό κατασκευάστηκε από τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, στα τέλη δηλαδή του 5ου αι. π.Χ.: «Φαίνεται ὄμως ὄτι ἔνεκα τῆς γεωγραφικῆς αὐτοῦ θέσεως ἐγένετο χρήσιμον κατὰ τόν Πελοποννησιακόν πόλεμον, ὄτε θὰ ὑπέστη τάς τύχας τῶν Κυθήρων ἄτινα ὔπετάγησαν ὑπό τῶν Ἀθηναίων . . . . . Πιθανώς λοιπὸν κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον ὠχυρώθη ἡ πόλις περιτειχισθείσα, ὤς καί ἐν Κυθήροις ἐγένετο».
Το 1961, οι Helen Waterhouse και Richard Hope-Simpson (σημ. 17), με κριτήριο την ύπαρξη μερικών τμημάτων του τείχους «πολυγωνικής» δόμησης, χωρίς να προχωρήσουν σε ιστορική ερμηνεία, χρονολόγησαν την κατασκευή του οχυρού σε δύο φάσεις, μια πρώτη, κατά την οποία κατασκευάστηκε μόνο η «Ακρόπολη» στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., και μια δεύτερη, κατά την οποία επενδύθηκε με ισοδομικό τρόπο το δυτικό τείχος της και, την ίδια εποχή, οχυρώθηκε όλος ο οικισμός. Όπως αναφέρεται παραπάνω, τα αρχαιολογικά-ανασκαφικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν τις δύο αυτές υποθέσεις. Ο πολυγωνικός τρόπος δόμησης είναι «ακατάστατος», όπως συνηθίζεται συχνά τα ύστερα κλασικά και τα πρώιμα Ελληνιστικά χρόνια και επιβάλλεται από το υλικό του χώρου, ενώ από τα κινητά ευρήματα δεν προκύπτει καμιά ένδειξη κατοίκησης πριν από το τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.
Παραμένει βέβαια το ερώτημα «ποιος, πότε και γιατί» προχώρησε στην κατασκευή ενός τόσο πολυδάπανου έργου. Ποια ήταν η πηγή εσόδων του πληθυσμού σε ένα νησί που δεν έχει αρκετές καλλιεργήσιμες εκτάσεις για να μπορέσει να θρέψει τους κατοίκους και να δημιουργήσει ικανό πλεόνασμα, ώστε να επιτρέψει μια τόσο δαπανηρή οχύρωση; Η πρώτη, λογική, απάντηση είναι ότι κάποια ξένη δύναμη η οποία θα είχε ενδιαφέρον να ελέγχει το νότιο Αιγαίο θα συμμετείχε είτε άμεσα είτε χρηματοδοτώντας τους κυρίαρχους του νησιού.
Ασφαλώς στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., όταν η ελληνική αλλά και η παγκόσμια ιστορία άλλαζαν πορεία, η στρατηγική θέση του μικρού νησιού θα ενδιέφερε κάποιες δυνάμεις να το ελέγχουν. Αλλά όταν ακόμα ήταν «ελεύθερες» (σημ. 18) οι μεγάλες ελληνικές πόλεις, πριν από τη μάχη της Χαιρώνειας και την καταστροφή των Θηβών το 335 π.Χ., το ενδιαφέρον τους ήταν στραμμένο προς τον από τα βόρεια κίνδυνο που προερχόταν από τη ραγδαία προέλαση του Φιλίππου και του Αλέξανδρου. Το ενδιαφέρον επίσης της ανερχόμενης δύναμης των Μακεδόνων ήταν στραμμένο προς τα ανατολικά και όχι προς το Αιγαίο. Ως μεγάλη δύναμη που θα μπορούσε να ενδιαφερθεί να ελέγξει το νησί παραμένει η Περσία, η οποία λίγο πριν είχε ανακαταλάβει την Αίγυπτο και είχε επίσης αντιληφθεί τα αντιπερσικά σχέδια των Μακεδόνων.
Την απάντηση δίνει η ανάγνωση της επιγραφής που βρέθηκε στον Ξηροπόταμο. Ο πρώτος αναθέτης που αναγράφεται είναι ο Ἀριστομένης Ἀριστομήδους, Θεσσαλός εκ Φερῶν ο οποίος φαίνεται γνωστός από τις φιλολογικές πηγές. Ένας Αριστομένης αναφέρεται ως «ναύαρχος» του περσικού στόλου στο Αιγαίο μετά την είσοδο των Μακεδόνων στη Μικρά Ασία. Ένας Αριστομήδης, Θεσσαλός από τις Φερές, συμμετείχε, ηγούμενος είκοσι χιλιάδων βαρβάρων, στον περσικό στρατό στη μάχη της Ισσού (σημ. 19). Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάληψη της Θεσσαλίας από τον Φίλιππο, πολλοί Θεσσαλοί, οι ανήκοντες στην ηγετική ομάδα που εκδιώχθηκε από τους Μακεδόνες, κατέφυγαν στον Μεγάλο Βασιλέα ως μισθοφόροι με την ελπίδα της επιστροφής στην πατρίδα τους (σημ. 20).
Γνωρίζουμε επίσης ότι μετά την ήττα στον Γρανικό οι Πέρσες κατέλαβαν τη Χίο και προσπάθησαν να προσεταιριστούν, με τη μεσολάβηση των Σπαρτιατών και την διάθεση μεγάλων ποσοτήτων χρυσού, ελληνικές πόλεις που δεν συμμετείχαν στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου (σημ. 21). Οι κρητικές πόλεις ανήκαν στην κατηγορία αυτή και φαίνεται ότι η προσπάθεια του Άγιδος Γ΄, που ήταν φορτωμένος με πολλά τάλαντα από τους Πέρσες, προσανατολίστηκε προς τα εκεί. Η εμφάνιση, στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., πλήθους ισχυρών και πολυδάπανων οχυρώσεων στη Μεγαλόνησο μπορεί να εξηγηθεί με την εισροή περσικού χρυσού στην προσπάθεια της αυτοκρατορίας να οργανώσει την αντεπίθεσή της. Η εκπληκτική προέλαση του Αλέξανδρου, ο οποίος έδρασε επιπλέον σοφά αποκόπτοντας έγκαιρα την πρόσβαση των Περσών στη Μεσόγειο, ακύρωσε όλα τα σχέδια αντεπίθεσης. Γνωρίζουμε ότι μετά τη μάχη της Ισσού ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε με την τύχη της Χίου επιβάλλοντας την επιστροφή των Δημοκρατικών που ήταν οι κύριοι εκφραστές της αντιπερσικής (φιλομακεδονικής;) παράταξης (σημ. 22). Για την πιο απομακρυσμένη Κρήτη από τον κυρίως ελλαδικό κορμό, στις πόλεις της οποίας ασφαλώς θα είχαν διαμειφθεί παρόμοιες πολιτικές διεργασίες (σημ. 23), δεν υπάρχουν ενδείξεις αλεξανδρινής παρέμβασης, αλλά ο πρόωρος θάνατος του Μακεδόνα ηγέτη και οι διαμάχες των επιγόνων μάλλον απάλλαξαν τις κρητικές πόλεις από την τιμωρία τους για την προσπάθεια «μηδισμού».
Αμέσως μετά, με την εξαφάνιση του περσικού κράτους, η εξοπλισμένη και οχυρωμένη Φαλάσαρνα, χωρίς πολλά εισοδήματα και εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική θέση του νησιού, άρχισε να επιδίδεται στην πειρατεία (σημ. 24) και από νωρίς ενόχλησε την αναπτυσσόμενη εμπορική δραστηριότητα των Ροδίων, αλλά και των άλλων ασθενέστερων νησιών τα οποία προστάτευε η Ρόδος με ανάλογα ανταλλάγματα. Δυο επιγραφές από τη Ρόδο αποδεικνύουν ακριβώς τη δραστηριότητα αυτή (σημ. 25). Η πρώτη είναι τιμητικό ψήφισμα του δήμου των Ροδίων για κάποιους πολίτες του που διακρίθηκαν στην εκστρατεία των Ροδίων κατά της Αιγιλίας. Η χρονολόγησή τους στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. ταιριάζει με τη χρονολόγηση που διαπιστώνεται στο εκτεταμένο, σε πολλά σημεία του Κάστρου, στρώμα καταστροφής. Στο ίδιο στρώμα βρέθηκαν και μερικές μπάλες από καταπέλτη, για τη ρίψη των οποίων πολύ πιθανό να ήταν υπεύθυνος ο αναφερόμενος στις επιγραφές ειδικός στους καταπέλτες (= καταπαλταφέτης), Πολέμαρχος, γιος του Τιμακράτεως, Κασαρεύς!
Ο ίδιος ο Πολέμαρχος γιος του Τιμακράτεως, ο οποίος αργότερα προήχθη σε συνταγματάρχη αναφέρεται και σε μια δεύτερη, επιτύμβια επιγραφή μαζί με τα αδέλφια του και φαίνεται ότι και οι τρεις σκοτώθηκαν σε εκστρατείες κατά των πειρατών σε διάφορα μέρη της Μεσογείου. Ο μεγάλος αδελφός του, που ήταν κυβερνήτης πλοίου, πρωιρατεύων, σύμφωνα με μια πρόταση συμπλήρωσης της επιγραφής, σκοτώθηκε στην Αιγιλία στην εκστρατεία για την οποία τιμήθηκε ο Πολέμαρχος, αν βέβαια δεχθούμε ότι οι Ρόδιοι επιτέθηκαν μόνο μία φορά στην Αιγιλία.
Τα Αντικύθηρα αναφέρονται ως ο τόπος στον οποίο κατέφυγε ο «επαναστάτης» βασιλιάς της Σπάρτης, ο Κλεομένης Γ΄, μετά την ήττα του στη Σελλασία το 223 π.Χ., στο δρόμο του προς την Αίγυπτο (σημ. 26), ο βασιλιάς της οποίας, ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης, θα του έδινε ενισχύσεις για να επιστρέψει στη Σπάρτη. Στα Αντικύθηρα ο Θηρυκίων, ακόλουθος του Κλεομένη, διαφώνησε μαζί του, επειδή θεωρούσε απαράδεκτο ως Σπαρτιάτες να εγκαταλείψουν τη Σπάρτη αντί να επιστρέψουν και να πέσουν στη μάχη. Μετά την απάντηση του Κλεομένη, ότι ο στόχος του δεν ήταν να επιδείξει ανώφελο ηρωισμό, αλλά να επιστρέψει για να αλλάξει την κοινωνική δομή της Σπάρτης, ο Θηρυκίων αυτοκτόνησε στο νησί.
Λίγα χρόνια μετά το πέρασμα του Κλεομένη, τα Αντικύθηρα βρίσκονται στη δίνη των συγκρούσεων των κρητικών πόλεων, αλλά και της προσπάθειας των δυνάμεων που επιθυμούσαν να ελέγξουν το χώρο του νότιου Αιγαίου και τα περάσματα προς τη Δύση, όπου είχε ήδη εμφανιστεί η δύναμη της Ρώμης. Δύο διεκδικητές φαίνονται αναμεμιγμένοι στις κρητικές υποθέσεις εκείνη την περίοδο, ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας και ο Νάβις της Σπάρτης. Και οι δυο ασφαλώς θα προσπάθησαν να ελέγξουν το μικρό νησί, ο πρώτος γιατί είχε βρει ως αφορμή την «πρόσκληση» στη Μεγαλόνησο από τους Πολυρρηνίους (σημ. 27), τους εχθρούς της Φαλάσαρνας, και ο δεύτερος επειδή είχε έμπρακτη εμπλοκή στις υποθέσεις της δυτικής Κρήτης (σημ. 28). Υλικό κατάλοιπο της «επίσκεψης» του Νάβιδος αποτελούν πολλές ενεπίγραφες μολυβδίδες λακωνικού τύπου, που βρέθηκαν στο χώρο του «Κάστρου», με τον τίτλο «Βασιλέως», τίτλο τον οποίο έδωσε στον εαυτό του ο Νάβις τα τελευταία χρόνια της εξουσίας του (εικ. 41).
Ο 2ος αιώνας φαίνεται ότι ήταν αιώνας ανάπτυξης του οικισμού. Η πρώτη ένδειξη είναι η κατασκευή (ή επανακατασκευή) του παραλιμένιου ιερού του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Ο χώρος τον οποίο καταλαμβάνει ο ναός έχει «προσχωθεί» τον 2ο αι. π.Χ. με τη διαμόρφωση του ισχυρού περιβόλου του ιερού που περιόριζε το κανάλι που οδηγούσε στο «κρυφό λιμάνι». Η δεύτερη ένδειξη της σχετικής ανάκαμψης του οικισμού της Αιγιλίας, βρίσκεται στη στρωματογραφία της ανασκαφής στο χώρο του «Κάστρου». Το ανώτερο στρώμα των οικιών στο χώρο, και όπως φαίνεται το τελευταίο, χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ. Σε τι οφείλεται η σχετική ευμάρεια που παρατηρείται; Ασφαλώς η εξήγηση βρίσκεται στα εισοδήματα της πειρατικής δραστηριότητας της Φαλάσαρνας (σημ. 29). Η Ρώμη έχει μπει δυναμικά στην ιστορία του αιγαιακού χώρου και οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της ανατολικής και της κεντρικής Μεσογείου παρουσιάζουν εξαιρετική ανάπτυξη. Η εμπλοκή του νησιού στις ενδοκρητικές διαμάχες είναι επίσης εμφανής από τα δεδομένα της ανασκαφής. Μια σειρά από ενσφράγιστες μολυβδίδες που έχουν βρεθεί στην Αιγιλία φέρουν ονόματα κρητικών αξιωματούχων από πόλεις που είχαν συμμαχικές σχέσεις με τη Φαλάσαρνα (σημ. 30) (εικ. 42).
Η Αἰγιλία φαίνεται ότι υπέστη την εκδικητική μανία του Ρωμαίου στρατηγού Μέτελλου που κατέπνιξε με αγριότητα την «Κρητική Επανάσταση» το 69-67 π.Χ. Η ζωή στο «Κάστρο» σταμάτησε ακριβώς εκείνα τα χρόνια. Την ίδια χρονική στιγμή καταστράφηκε και η Φαλάσαρνα.
Ανθρώπινη παρουσία διαπιστώνεται πάλι στο νησί μετά τον 5ο αι. μ.Χ. (εικ. 47, 48, 49), όταν η ζωή στο Αιγαίο ομαλοποιήθηκε με την ισχύ του βυζαντινού στόλου έως περίπου τις αρχές του 8ου αι., όταν άρχισαν οι αραβικές επιθέσεις και φαίνεται ότι τα Αντικύθηρα έχασαν πάλι τον πληθυσμό τους (εικ. 50).
Οι κάτοικοι επανήλθαν στα μεσοβυζαντινά χρόνια, λίγο μετά την εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη, και μετά την 4η Σταυροφορία έως και τους Ναπολεόντειους πολέμους ανήκαν, μαζί με τα υπόλοιπα Επτάνησα, στις κτήσεις της Βενετίας.
Σήμερα το νησί περνάει μια νέα περίοδο ερήμωσης, η οποία φαίνεται να είναι μη αναστρέψιμη, εκτός εάν γίνει «χρήση» των αρχαιοτήτων με προγράμματα εναλλακτικού τουρισμού τα οποία θα αποτελέσουν στοιχείο προσέλκυσης επισκεπτών και θα επιμηκύνουν την τουριστική περίοδο (σημ. 31).
Ήδη έχει προταθεί ένα πρόγραμμα αρχαιολογικού τουρισμού, του οποίου ο στόχος δεν θα είναι να μετατρέψει το «Κάστρο» σε έναν οργανωμένο και καλαίσθητο αρχαιολογικό χώρο στον οποίο όμως ο επισκέπτης θα μένει απλός περαστικός θεατής. Η πρόταση του προγράμματος συνίσταται στη δημιουργία ενός ζωντανού Αρχαιολογικού Πάρκου, στο οποίο οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται και από απλοί θεατές θα μετατρέπονται σε δρώντα υποκείμενα. Η διαφορά είναι ότι τον απλό αρχαιολογικό χώρο ο επισκέπτης τον εξαντλεί με μία, το πολύ με δύο, αν είναι πολύ επιμελής, ημερήσιες επισκέψεις ενώ, όπως προτείνεται, στο «Ζωντανό Αρχαιολογικό Πάρκο» ο επισκέπτης θα συμμετέχει και στην αποκάλυψη αρχαιοτήτων, αλλά και στη διαμόρφωση και παρουσίαση του χώρου. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη νότια, οι μέρες ηλιοφάνειας που επιτρέπουν υπαίθρια εργασία αρχίζουν από τα μέσα Μαρτίου και τελειώνουν αργά τον Νοέμβριο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να προγραμματίζεται αρχαιολογική δραστηριότητα όλη αυτή την περίοδο.
Η δραστηριότητα αυτή εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο ενός προγράμματος εναλλακτικού τουρισμού. Οι ενδιαφερόμενοι επισκέπτες-τουρίστες θα έρχονται όχι για απλή επίσκεψη αλλά, όπως αναφέρεται παραπάνω, για να συμμετάσχουν στη διαδικασία της αποκάλυψης και της δημιουργίας του αρχαιολογικού χώρου. Θα εργάζονται δηλαδή ως «εργατικό» προσωπικό και θα διδάσκονται ταυτόχρονα την ανασκαφική διαδικασία, αλλά και όλες τις άλλες δραστηριότητες που απαιτούνται για τη δημιουργία και τη λειτουργία ενός Αρχαιολογικού Πάρκου, όπως είναι η αποκάλυψη των αρχαιοτήτων και η αποκατάστασή τους, η δημιουργία μονοπατιών προς τους χώρους ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, η ξενάγηση στο χώρο, ενώ ταυτόχρονα, τα απογεύματα, θα τους παραδίδονται μαθήματα (α) ιστορίας του αρχαιολογικού χώρου, (β) του τρόπου με τον οποίο εξάγονται τα ιστορικά συμπεράσματα από τα ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και (γ) μαθήματα για τους στόχους της αρχαιολογικής έρευνας, (δ) μαθήματα άμεσης συντήρησης και σχεδίου, κινητών και ακίνητων ευρημάτων, καθώς και (ε) των τρόπων προβολής του «αρχαίου» στο ευρύτερο κοινό.
Με την παραπάνω πρόταση επιτυγχάνονται τρεις στόχοι οι οποίοι, ενώ δεν απαιτούν καμία δημόσια δαπάνη, εντάσσονται σε μια αυτοχρηματοδοτούμενη διαδικασία ανασκαφής, διαμόρφωσης, ανάδειξης και προστασίας του αρχαιολογικού χώρου. Επίσης, επεκτείνουν την τουριστική περίοδο συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής στην οποία βρίσκονται, και οι κάτοικοι θα έρχονται σε επαφή με την πολιτιστική τους κληρονομιά, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζονται θέσεις εργασίας (να τονιστεί πάλι: όχι με δαπάνες του δημοσίου) σε αρχαιολόγους, συντηρητές αρχαιοτήτων και σχεδιαστές αρχαιοτήτων και, έμμεσα, σε όλα τα επαγγέλματα τα οποία θα εξυπηρετούν τη δράση αυτή.
Άρης Τσαραβόπουλος
Αρχαιολόγος
*Σημείωση της εικόνας 19: H αποτύπωση της εξωτερικής οχύρωσης έγινε από ομάδα του Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου αποτελούμενη από τους: Κοσμά (Cosmos) Κορωναίος, Anthony Miller και Andrew Wilson. Η αποτύπωση του εσωτερικού τείχους της Ακρόπολης έγινε από τη σχεδιάστρια της ΚΣΤ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων Ελένη Τόλια και τον μηχανικό τοπογράφο Παναγιώτη Πρωτοψάλτη με τη βοήθεια του αγροφύλακα Αντικυθήρων Μανόλη Χαρχαλάκη. Όλοι οι παραπάνω πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους και η ανασκαφική ομάδα εκφράζει τις ευχαριστίες της.