Η ξεχωριστή θέση που κατείχε πάντοτε το αττικό τοπίο στα βιώματα των κατοίκων του και στη μνήμη των περιηγητών που το επισκέφθηκαν υπήρξε αποτέλεσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της σύνθεσής του. Η συνύπαρξη σπουδαίου μνημειακού πλούτου με τις λιτές και καθαρές φόρμες μιας φύσης οικείας, μέσα στα ανθρώπινα μέτρα, οδήγησε σε μια ιδιαίτερου κάλλους τοπιακή διαμόρφωση. Αυτή η κοινή πορεία μνημείων και φύσης στο χρόνο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αισθητικής, όπου τα στοιχεία αυτά ταυτίζονται και νοούνται ως μια ενότητα, αποτελώντας το αττικό τοπίο. Το αυθεντικό αττικό τοπίο φτάνει ως το σήμερα αποσπασματικά, μέσω των αρχαιολογικών χώρων, μεταφέροντας πλήθος νοημάτων και αντιπροσωπευτικές εικόνες του παρελθόντος τοπίου, αποτελώντας με τον τρόπο αυτό την απαραίτητη εναλλαγή μέσα στην ομοιογένεια των δομών της σύγχρονης πόλης. Πρόκειται για φορείς μνήμης και φύσης που είναι σε θέση να επηρεάσουν ακόμα και τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την ιστορική φυσιογνωμία της πόλης, η οποία ακολούθησε και αυτή την πορεία αλλοίωσης του αττικού τοπίου μέσα στο χρόνο.
Η ταύτιση φύσης και μνημείων ήδη από την εποχή της δημιουργίας τους εξακολουθεί να επιβιώνει σε αρμονικά και ιδιαίτερα εύθραυστα σύνολα εντός των αρχαιολογικών χώρων. Παρουσιάζει ενδιαφέρον η εξέταση αυτής της αμφίδρομης σχέσης αρχαιολογικών χώρων και του φυσικού τους περιβλήματος από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή και μάλιστα σε σχέση με διαφορετικά σύγχρονα περιβάλλοντα. Στόχος η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με τη διαχείριση των χώρων αυτών. Χρήσιμη είναι η επισκόπηση της φυσιογνωμίας και της κατάστασης της φύσης της αττικής γης από την αρχαιότητα ως σήμερα, αλλά και η διερεύνηση της αντίληψης του αρχαίου και του σύγχρονου κόσμου σχετικά με έννοιες όπως περιβάλλον και μνημείο. Επιπλέον, η μελέτη συγκεκριμένων παραδειγμάτων του αττικού τοπίου προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την πρόταση συγκεκριμένων ιδεών και λύσεων ορθής συνδιαχείρισης περιοχών που συνδυάζουν μνημειακό και φυσικό πλούτο και για τη δημιουργία ενός μοντέλου διαχείρισης και κοινών πρακτικών αντιμετώπισης των χώρων αυτών όχι μόνο στην Αττική αλλά και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, για την αξιοποίηση της πλούσιας πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς του.
Η πλούσια φύση της αρχαιότητας περιγράφεται ήδη στα έργα του Ομήρου, όπου αναφέρονται τα πλούσια δάση, η «ύλη», αλλά και σε παραδόσεις παλαιότερες της εποχής του που ήθελαν τους ανθρώπους γεννημένους από τις βελανιδιές (Οδ., τ 163) και το χαμό ενός δέντρου να ισοδυναμεί με το χαμό ενός γενναίου πολεμιστή (Ιλ., Δ 482-487). Ο σεβασμός αυτής της ιερής φύσης, που αποτέλεσε την πρώτη κατοικία θεών και ανθρώπων, δεν απέτρεψε την ανθρώπινη εκμετάλλευση και συχνά την καταστροφή των φυσικών πόρων ήδη από την πρώιμη εποχή του 8ου αιώνα π.Χ. (Ιλ., Φ 119-323). Ως τα κλασικά χρόνια η διάβρωση και η αποδάσωση υπήρξαν έντονες με συνέπεια εμφανείς αλλαγές του τοπίου και ελλείψεις σε ξυλεία. Η περιοχή γύρω από την Αθήνα είχε ήδη αποδασωθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ το αττικό τοπίο περιγράφεται απογυμνωμένο ως «νοσήσαντος σώματος οστά» (Πλάτων, Κριτίας 111 B-C). Στα ρωμαϊκά χρόνια η έλλειψη ξυλείας γίνεται αισθητή, ενώ παρόμοια εικόνα αντικρίζουν οι Ευρωπαίοι περιηγητές των νεότερων χρόνων. Παρ’ όλα αυτά η λιτή φύση σε συνδυασμό με το μεσογειακό ξηρό κλίμα της Αττικής, παρά τον άνυδρο χαρακτήρα του τόπου, περιελάμβανε πάντοτε μια εξαιρετική χλωρίδα και πανίδα δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο σκηνικό για τα μνημεία του τόπου.
Οι μεταβολές που αλλάζουν άρδην την εικόνα του αττικού τοπίου επέρχονται τον 19ο και τον 20ό αιώνα με τη λατόμηση των ιστορικών λόφων της Αθήνας (σημ. 1), την κάλυψη ποταμών, την εξαφάνιση υγροτόπων, τη ρύπανση και την άναρχη δόμηση (σημ. 2). Η επιβίωση του φυσικού περιβάλλοντος προστατεύεται πλέον σήμερα από συνθήκες προστασίας τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, ορίζοντας προστατευόμενες περιοχές (σημ. 3). Ο σύγχρονος άνθρωπος συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο την αναγκαιότητα διαφύλαξης των φυσικών πόρων, που ο αρχαίος άνθρωπος εκφράζει μέσω του μύθου, όπου ο Θεσσαλός Ερυσίχθων καταδικασμένος σε αιώνια πείνα πεθαίνει γιατί δεν σεβάστηκε τους δρυμώνες της πρώιμης λατρευτικής παράδοσης, τη μητέρα Γη, τη Γαία, στην προκειμένη περίπτωση τη Δήμητρα.
«Η έκφραση του βαθειά ριζωμένου ενδιαφέροντος που ο αρχαίος άνθρωπος αισθανόταν για κάθε πράγμα που συνέβαινε στην φύση» (σημ. 4) δημιούργησε το μύθο σε μια αρχική προσπάθεια επεξήγησης του φυσικού κόσμου. Στη συνέχεια μέσω της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης, ο αρχαίος άνθρωπος επιχείρησε να ανακαλύψει τον τρόπο δημιουργίας του κόσμου και τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Ανέπτυξε περιβαλλοντική ηθική, διερεύνησε τη σχέση φύσης και «ιδανικής πόλης». Αναζήτησε την ίαση στα αγαθά της φύσης και μέσω της ιατρικής και της βοτανολογίας έκανε τα πλεονεκτήματα των θεών κτήμα των ασθενών. Αναγνώρισε τα οφέλη της γεωργίας στην ανακάλυψη των μηχανισμών της φύσης και αντιλήφθηκε την ανάγκη εξεύρεσης τρόπων ορθής διαχείρισης των φυσικών πόρων. Τελικά προστάτεψε επίσημα τη φύση, όταν με αφορμή τα ιερά τεμένη αντιλήφθηκε την καταστροφική δράση του ανθρώπινου παράγοντα, θεσπίζοντας νόμους (σημ. 5) και ποινές για όσους δεν αντιλαμβάνονταν την αξία της (σημ. 6).
Μεγάλη διαφορά στην αντίληψη της αρχαιότητας και του σήμερα παρατηρείται όσον αφορά την έννοια του μνημείου. Κατά την αρχαιότητα, το μνημείο δεν ταυτιζόταν με την έννοια του μνημειώδους μόνο, αλλά κυρίως με την έννοια της μνήμης. Η νοοτροπία αυτή διατήρησης και σεβασμού της μνήμης όσων είχαν ένα χαρακτήρα αξιόλογο και ιερό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πλήθους μνημείων.
Ως μνημεία θεωρούνταν τμήματα της φύσης, σημεία που διατηρούσαν ίχνη θεϊκής παρουσίας, επιτύμβια μνημεία που συνδέονταν με τη λατρεία των προγόνων, των μυθικών ή θνητών ηρώων, αλλά και τόποι ιστορικής σημασίας, όπου είχαν διαδραματιστεί σημαντικά ιστορικά γεγονότα και μάχες, και αγάλματα που έφεραν τη μνήμη θεών και ανθρώπων. Όλα τα μνημεία ανεγείρονταν ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον, ως συνέχεια της φύσης, κατασκευασμένα με τα δικά της υλικά σε απόλυτη αρμονία με τους κανόνες της. Χαρακτηριστικό είναι πως ακόμα και όταν αυτά είχαν μνημειακές διαστάσεις, προέκυπταν αυθόρμητα και ανάλογα με τις ανάγκες, με αποτέλεσμα τον απόλυτο σεβασμό της ισορροπίας των φυσικών πραγμάτων. Παρ’ όλα αυτά η τοποθεσία ενός μνημείου δεν ήταν τυχαία. Εκτός από τους παραπάνω παράγοντες και το φυσικό περιβάλλον, τη θέση των ιερών καθόριζαν όχι μόνο οι παράγοντες της ιερότητας, της μνήμης ή του τοπίου, αλλά και διοικητικοί-πολιτικοί παράγοντες, που ως σκοπό είχαν την ενίσχυση δεσμών ανάμεσα σε διάφορες περιοχές ενδιαφέροντος και τους κατοίκους τους (σημ. 7).
Σήμερα το ευρύ κοινό λανθασμένα αναζητά πολλές φορές πίσω από το μνημείο μόνο το μνημειώδες. «Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία» ορίζει ο Ν. 3028 Περί Προστασίας των Αρχαιοτήτων, ο οποίος κάνει επίσης σαφή διάκριση των κατηγοριών των μνημείων, ενώ στην προστασία τους εντάσσει και το άμεσο φυσικό τους περιβάλλον (σημ. 8). Δεν είναι λοιπόν μόνο το μνημειώδες που έχει αξία, αλλά και οποιοδήποτε κινητό ή ακίνητο μνημείο μαζί με το περιβάλλον του, που φέρει τη μνήμη ενός άλλου πολιτισμού που το δημιούργησε και ενισχύει το αίσθημα της συνέχειας και της διάρκειας της πόλης μέσα στο χρόνο.
Τα μνημεία της πόλης σήμερα συνεχίζουν να βρίσκονται σε άμεση σχέση με το περιβάλλον τους όταν αυτό διατηρείται και αποτελούν φορείς μνήμης, πεδίο σκέψης της ιστορικής συνέχειας των εποχών και του ενιαίου ιστορικού βάθους των αστικών δομών (σημ. 9), έναν διαρκή βιωμένο χώρο, που συνέχει την πόλη μέσα στο χρόνο. Ακόμα και όταν χάσουν το φυσικό περίβλημά τους και μείνουν εγκλωβισμένα μέσα στον σύγχρονο αστικό ιστό εξακολουθούν να αποτελούν ένα είδος δημόσιου χώρου που αδιάλειπτα και ποικιλότροπα συνδιαλέγεται με τους κατοίκους της σύγχρονης πόλης, ένα διαρκές ίχνος και ξεχωριστό συνεκτικό στοιχείο μνήμης της ιστορικής φυσιογνωμίας της.
Βραυρώνα
Στην Ανατολική Αττική, εντός του Δήμου Μαρκοπούλου, μεταξύ των λιμένων Ραφήνας και Πόρτο-Ράφτη, στην περιοχή της Βραυρώνας, βρίσκεται ένα σημαντικό ιερό της αρχαιότητας αφιερωμένο στη θεά Αρτέμιδα. Στους πρόποδες χαμηλού λόφου σημαντικής προϊστορικής ακρόπολης, μόλις επτακόσια μέτρα από τον μικρό κλειστό όρμο της Βραυρώνας, αναπτύχθηκε το φημισμένο ιερό αφιερωμένο στην προστάτιδα της γονιμότητας και της ευτοκίας. Τον πρώτο πυρήνα λατρείας αποτέλεσε ο μυθικός τάφος, το «κενήριον» του 700 π.Χ., της κλειδούχου ιέρειας Ιφιγένειας, που λατρευόταν ως χθόνια ηρωίδα, στα νοτιοανατολικά του βράχου της ακρόπολης, όπου βρίσκονται και άλλα σημαντικά κτίσματα. Επίσης ο ναός των αρχών του 5ου αι π.Χ., η στοά διαμονής των «άρκτων», των μικρών δηλαδή κοριτσιών που ήταν αφιερωμένα στην θεά, διαμορφωμένη για πρώτη φορά σε σχήμα Π, αλλά και μια σειρά ακόμα από εγκαταστάσεις για τη λειτουργία του χώρου αποτελούσαν το ιερό μιας λατρείας που συνένωνε το άστυ με την περιφέρεια στην πομπή που πραγματοποιούνταν κάθε τέσσερα χρόνια από το Βραυρώνιο της Ακροπόλεως των Αθηνών ως τη Βραυρώνα (σημ. 10). Πλησίον του ιερού, ο χείμαρρος Ερασίνος ανέκαθεν τροφοδοτούσε και εμπλούτιζε τη φύση της περιοχής, αλλά συχνότατα αποτελούσε και αιτία πλημμυρών του ιερού και σε αυτό το γεγονός αποδίδεται η εγκατάλειψη του χώρου τον 3ο αι. π.Χ. Ο Ερασίνος, που εκβάλλει στον όρμο της Βραυρώνας, εξακολουθεί να απειλεί την περιοχή, όμως αποτελεί ταυτόχρονα την αιτία δημιουργίας ενός σπουδαίου υγροτόπου στην περιοχή με πλούσια πανίδα και χλωρίδα. Το σύμπλεγμα που αποτελούν ο υγρότοπος, ο ποταμός Ερασίνος, οι εποχιακά κατακλυζόμενες εκτάσεις, η αμμώδης ακτή και ο αβαθής όρμος προστατεύεται από τη συνθήκη Natura 2000 ως Τόπος Κοινοτικού Ενδιαφέροντος (SCI) με το όνομα «Βραυρώνα-Παράκτια Θαλάσσια Ζώνη» και κωδικό GR3000004.
Η Β΄ ΕΠΚΑ, ο Δήμος Μαρκοπούλου, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (ΕΟΕ), η τοπική κοινωνία αλλά και ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Ε. Βενιζέλος δραστηριοποιούνται όσον αφορά την προστασία και διαχείριση του χώρου που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα και την απρόσκοπτη επίσκεψή του. Επιπλέον, η ανακαίνιση του μουσείου κοντά στο χώρο αποτελεί θετική εξέλιξη για την εικόνα του αρχαιολογικού χώρου, ενώ τα όποια προβλήματα συντήρησης αρχαιολογικών καταλοίπων και υγροτόπου προκύπτουν, αντιμετωπίζονται επιτυχώς. Το μόνο θέμα που εκκρεμεί είναι αυτό του χειμάρρου Ερασίνου, για τον οποίο είχε προταθεί παλαιότερα η τσιμεντοποίηση της κοίτης του, λύση που θα ήταν καταστροφική για το σύνολο του φυσικού οικοσυστήματος. Παραμένει λοιπόν επιτακτική και καίριας σημασίας η ουσιαστική επίλυση του θέματος με τρόπο φιλικό προς τα μνημεία του χώρου αλλά και τον προστατευόμενο υγρότοπο. Η περιοχή τυγχάνει αξιόλογης διαχείρισης με αποτέλεσμα την ανταπόκριση του κοινού και της τοπικής κοινωνίας και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράδειγμα συνδιαχείρισης φυσικού και αρχαιολογικού πλούτου.
Λίμνη Κουμουνδούρου
Στη Δυτική Αττική, στο 15ο χλμ. της εθνικής οδού Αθηνών-Κορίνθου, εντός του Δήμου Ασπροπύργου, στη βόρεια πλευρά του κόλπου της Ελευσίνας, βρίσκεται μια υφάλμυρη λίμνη έκτασης 143.000 τ.μ., δημιουργημένη από υπόγειες πηγές νερού (σημ. 11). Η λίμνη αυτή, άγνωστη στο ευρύ κοινό, ονομάζεται λίμνη Κουμουνδούρου (σημ. 12), αλλά κατά την αρχαιότητα μαζί με μία μικρότερη λίμνη στα βόρεια της, αποτελούσαν τις λίμνες των Ρειτών, αφιερωμένες στη Δήμητρα και την Περσεφόνη αντίστοιχα. Η βόρεια λίμνη αποξηράνθηκε κατά τη δεκαετία του 1950-1960 για την εγκατάσταση διυλιστηρίων, καθώς η περιοχή των λιμνών τοποθετείται εντός ζώνης βαριάς βιομηχανίας, κυρίως πετρελαιοειδών. Η ρύπανση είναι έντονη και συνεχής και παρατηρείται τόσο στη θαλάσσια περιοχή, με την οποία υπογείως επικοινωνεί η λίμνη Κουμουνδούρου, όσο και στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον υπόγειες διαρροές πετρελαιοειδών, καθώς και η θέση της στη λεκάνη απορροής του ΧΥΤΑ Φυλής, απειλούν τη βιωσιμότητα της λίμνης, η οποία φιλοξενεί πολλά είδη πτηνών, κάποια εκ των οποίων είναι προστατευόμενα ή και σπάνια είδη (σημ. 13).
Η περιοχή δεν ορίζεται ως προστατευόμενη (σημ. 14), όμως η λίμνη καθώς και πενήντα μέτρα γύρω από αυτή αποτελούν κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο από το έτος 1974, σύμφωνα με το ΦΕΚ 5/Β/8-1-74, καθώς εντός της λίμνης σώζονται κατάλοιπα αρχαίου φράγματος, σύμφωνα με την έρευνα Ι. Τραυλού κατά τα έτη 1935-1936 (σημ. 15). Η Γ΄ ΕΠΚΑ, η ΕΟΕ, ο Δήμος Ασπροπύργου, το ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ. και οι σύλλογοι πολιτών της περιοχής ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ και η Διαρκής Κίνηση Χαϊδαρίου είναι ορισμένοι από τους βασικούς φορείς (σημ. 16) δραστηριοποίησης στην περιοχή που έχουν κινητοποιηθεί πολλές φορές για τη διάσωση του συγκεκριμένου περιβάλλοντος, ενώ έχουν επίσης εκπονηθεί κάποιες μελέτες (σημ. 17). Οι αρχαίες λίμνες των Ρειτών αποτελούσαν ανέκαθεν τοπόσημο της περιοχής, φυσικό σύνορο των Δήμων Ελευσίνας και Αθηνών. Σημείο αναφοράς για την πομπή των μυστών αλλά και για τους Ευρωπαίους περιηγητές της αρχαιότητας και των νεότερων χρόνων, μέρος μιας περιοχής ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και ιδιαίτερης αρχαιολογικής και ιστορικής αξίας (σημ. 18). Σήμερα επιβιώνει ως η τελευταία υπενθύμιση του αλλοτινού τοπίου, αλλά και ως τελευταίο καταφύγιο των πτηνών στην περιοχή. Η αναγκαιότητα προστασίας της λίμνης με νομικά κατοχυρωμένο τρόπο και η άμεση απορρύπανσή της, αποτελούν αναγκαιότητα για τους κατοίκους της Δυτικής Αττικής, αλλά και πρόκληση για τη συνύπαρξη της βαριάς βιομηχανίας με τα τελευταία εναπομείναντα στοιχεία φυσικού και ιστορικού πλούτου στην περιοχή, που θα συνιστούσε απόδειξη του σύγχρονου πολιτισμού μιας χώρας, η οποία διαθέτει το σεβασμό και την ικανότητα διαχείρισης του πλούτου της.
Οι περιοχές που αναφέρθηκαν αποτελούν περιπτώσεις χώρων που συνδυάζουν φυσικό και μνημειακό πλούτο ιδιαίτερης αξίας, πλην όμως διαφοροποιούνται όσον αφορά την τοποθεσία τους (Ανατολική – Δυτική Αττική), το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκονται (αγροτικό – βιομηχανικό), αλλά και τις συνθήκες διαχείρισης και προστασίας τους. Συμπερασματικά και σε πιο γενικευμένο πλαίσιο μπορούν να προσφέρουν βάση για θεωρητικά συμπεράσματα και την πρόταση πρακτικών λύσεων.
Πιο συγκεκριμένα προκύπτουν τα εξής: α) Οι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν σημείο αναφοράς, ταυτίζονται με το φυσικό τους περιβάλλον και αποτελούν σημεία διατήρησης της μνήμης. β) Οι φορείς που εμπλέκονται κάθε φορά είναι πολλοί και διαφορετικής προέλευσης, όμως αυτό τελικά δεν εγγυάται την αποτελεσματική διαχείριση του χώρου, εξαιτίας της έλλειψης ενιαίας οργάνωσης και άμεσης συνεργασίας. γ) Σημαντικά προβλήματα αποτελούν η μη νομικά κατοχυρωμένη προστασία από περιβαλλοντική και αρχαιολογική άποψη, η αδυναμία πρόσβασης του κοινού, ο ασαφής διαχωρισμός χρήσεων γης και η μη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας σε σημαντικές αποφάσεις. Ειδικά όσον αφορά την τοπική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, πληθαίνουν οι προσπάθειες και η επιθυμία συμμετοχής της στον τοπικό πολιτισμικό πλούτο. Επίσης στο νέο ρυθμιστικό σχέδιο των Αθηνών ΡΣΑ 2021, διατυπώνεται επίσημα η πρόθεση για τη συμμετοχή των πολιτών (σημ. 19). Στο νέο σχέδιο προτεραιότητα δίνεται σε μια «συνδυασμένη πολιτική για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας της Αττικής», ενώ ορίζονται «τοπία προτεραιότητας» σε αστικό και σε εξωαστικό χώρο στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες περιοχές Βραυρώνας και του άξονα Ελευσίνα-Λίμνη Κουμουνδούρου-Μονή Δαφνίου.
Οι νέες αυτές συνθήκες που φαίνεται πως διαμορφώνονται υπαγορεύουν και μια νέα στρατηγική διαχείρισης των ιδιαίτερων αυτών τόπων που συνδυάζουν φύση και πολιτισμό. Με βασικούς άξονες λοιπόν τα μνημεία, τη φύση, την πόλη, αλλά και την τοπική κοινωνία μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο μοντέλο διαχείρισης που θα διαπνέεται από αίσθημα κοινής κοινωνικής ευθύνης όλων των φορέων που θα έχουν την ευκαιρία ισότιμης συμμετοχής και προσφοράς.
Προς την κατεύθυνση αυτή χρήσιμο θα ήταν να τεθούν οι παρακάτω στόχοι: α) καταγραφή των χώρων που συγκεντρώνουν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά και δημιουργία βάσης δεδομένων, β) εξέταση της νομοθεσίας και νομική κατοχύρωση της εκάστοτε περιοχής, γ) καταγραφή όλων των φορέων, ιδιωτικών και δημοσίων, που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και ενημέρωση του κοινού, δ) εξασφάλιση προσβασιμότητας στην περιοχή, ε) συμμετοχή και προσφορά τοπικής κοινωνίας και εθελοντών, στ) συνεχής πραγματοποίηση ελέγχων στην περιοχή, φύλαξη και προστασία, άμεση αναφορά προβλημάτων, καθαρισμός και συντήρηση χώρου, ζ) δημιουργία ομάδας συντονισμού και τοπικής ομάδας υλοποίησης και η) υποβολή προτάσεων, μελετών.
Για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων και την οργανωμένη και συνδυασμένη διαχείριση των ιδιαίτερων φυσικών-πολιτισμικών χώρων, κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία μιας «Τοπικής Ομάδας Διαχείρισης» και μιας «Ομάδας Συντονισμού». Η «Τοπική Ομάδα Διαχείρισης» θα λειτουργεί ως φορέας συνεργασίας όλων των παραγωγικών δυνάμεων που ήδη δρουν στις περιοχές αυτές. Συγκεκριμένα, εκπρόσωποι των περιβαλλοντικών φορέων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και εκπρόσωποι της αρμόδιας εφορείας αρχαιοτήτων, που εργάζονται στο χώρο. Μέλη της τοπικής κοινωνίας, δηλαδή κάτοικοι, αλλά επίσης επισκέπτες και φίλοι της περιοχής. Εθελοντές από οποιονδήποτε χώρο (άτομα που έχουν κάποια εκπαίδευση σε έναν τομέα και ήδη δρουν εθελοντικά, όπως οι εθελοντές πυροσβέστες, αλλά και άτομα κάποιας ειδικότητας που θέλουν να προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους) και εκπρόσωποι του Δήμου. Η συμμετοχή στην «Τοπική Ομάδα Διαχείρισης» θα είναι ισότιμη, όπως και τα μέλη της. Ο χαρακτήρας της δεν θα της επιτρέπει σε καμία περίπτωση τη λήψη οριστικών αποφάσεων, αλλά μόνο την εισήγηση λύσεων και προτάσεων σε ανώτερους φορείς. Επίσης θα είναι άμεσος ο ρόλος της στο συντονισμό για την άμεση επέμβαση και προστασία του χώρου. Σκοπός της συνεργασίας των παραπάνω θα είναι η ανταλλαγή απόψεων, η αναφορά προβλημάτων, αναγκών και τελικά η εξεύρεση και πρόταση λύσεων σε μια μηνιαίας συχνότητας συνεδρία, η οποία σε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη θα μπορούσε να είναι τακτικότερη. Εκτός όμως από το θεωρητικό μέρος, η «Τοπική Ομάδα Διαχείρισης» θα είναι και ομάδα εργασίας. Δηλαδή σε καθημερινή βάση θα είναι σε θέση να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες.
Όσον αφορά την «Ομάδα Συντονισμού», αυτή θα είναι ολιγομελής με διεπιστημονικό χαρακτήρα και μέλη με επιστημονικό υπόβαθρο. Η σύστασή της αυτή θα επιτρέπει την πολύπλευρη και ορθή δημιουργία και συντήρηση μιας βάσης δεδομένων, όπου θα καταγράφονται όλες οι περιοχές ενδιαφέροντος και η οποία θα ανανεώνεται τακτικά. Θα αποτελεί ουσιαστικά τον αποδέκτη των πληροφοριών, προτάσεων και εισηγήσεων-μελετών των τοπικών ομάδων, τα οποία θα προωθεί και θα καταθέτει στον κατάλληλο κάθε φορά ανώτερο επίσημο κρατικό φορέα (Εφορείες Αρχαιοτήτων, ΚΑΣ και διάφορα Υπουργεία). Η βασική της δηλαδή λειτουργία θα είναι αυτή του διαχειριστή των τοπικών ομάδων με χαρακτήρα καθαρά συντονιστικό και διεκπεραιωτικό, που θα μπορεί να κινεί τις απαραίτητες σε κάθε περίπτωση επίσημες διαδικασίες αλλά και ελέγχους.
Η μακραίωνη ιστορία του τόπου ήταν συνεχώς παρούσα μέσα από τα αναρίθμητα λείψανα μνημείων που σε συνδυασμό με το τοπίο αποτελούσαν την διττή ομορφιά του, που ασκούσε ακαταμάχητη έλξη σε κάθε περιηγητή, επισκέπτη και κατακτητή. Στη σύγχρονη εποχή, η διατήρηση αυτών των αξιών είναι επιτακτική, καθώς εξασφαλίζει την ιδιαίτερη ταυτότητα της Αττικής, που τόσο έχει αλλοιωθεί και συνεχίζει να απειλείται. Οι αξίες και τα μοναδικά αυτά χαρακτηριστικά της αποτελούν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και η διαφύλαξη και η κληροδότησή τους αποτελεί χρέος. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν μπορεί πλέον να είναι αποτέλεσμα τυχαίων διαδικασιών, αλλά αποτέλεσμα της οργανωμένης διαχείρισης και διαφύλαξης του εθνικού πλούτου, ως απόρροια της συνολικής κοινωνικής συνείδησης και της συνεργασίας των πάντων, φορέων και απλών πολιτών, καθώς αφορά και επηρεάζει όλους.
Μπορεί η Αττική να μην είναι πια το «βασίλειο των θαυμάτων» (σημ. 20), όπως ενθουσιωδώς περιγράφει ο λόρδος Βύρων την Αττική και τον ελλαδικό χώρο, είναι όμως αδιαμφισβήτητα, ο χώρος της μνήμης τους. «Το όλον τοπίον τ αθηναϊκόν ήλλαξεν όψιν … και ισοπεδώθη από τον οδοστρωτήρα των καιρών» όπως με θλίψη διαπιστώνει ο Δ. Πικιώνης (σημ. 21), αλλά παρ’ όλα αυτά διατηρεί τις μνήμες του και ακόμα πολλούς πόλους διατήρησης του φυσικού τοπίου και των μνημείων του.
Το μόνο που χρειάζεται είναι να δοθούν τα περιθώρια ανάκαμψης και ανάπτυξης τόσο της φύσης, όσο και των μνημείων, με σωστή διαχείριση, αποφυγή των λανθασμένων χειρισμών και αντιλήψεων του παρελθόντος και την άμεση παράδοση των χώρων αυτών στον διαχρονικά φυσικό αποδέκτη τους, δηλαδή το κοινό και τους φυσικούς κατοίκους, που έχουν το δικαίωμα να βιώσουν την κληρονομιά του παρελθόντος και να στηρίξουν το μέλλον τους πάνω σε αυτήν.
Μαρία Ξεπαπαδάκου
Αρχαιολόγος, Μεταπτυχιακός τίτλος στο ΔΠΜΣ Διαχείριση Μνημείων: Αρχαιολογία, Πόλη και Αρχιτεκτονική
* Στη βιβλιογραφία, οι αρχαίες πηγές ακολουθούν τη σειρά της Loeb Classical Library, Harvard University Press.