Αν η κρούση, κυρίως η άμεση και σε πολύ μικρότερο βαθμό η έμμεση, ουσιαστικά μονοπωλεί το φάσμα των τεχνικών κατάτμησης λίθινων εργαλείων κατά τη διάρκεια της Παλαιολιθικής εποχής, ήδη από το τέλος της, οι νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που οδήγησαν στην αγροτική επανάσταση και στον Νεολιθικό πολιτισμό χαρακτηρίζονται από την εφαρμογή τεχνικών οι οποίες ελάχιστα είχαν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα και σταδιακά υιοθετήθηκαν ευρέως σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για την πίεση και την τριβή. Η πίεση αφενός επέτρεψε, για πρώτη φορά, τη συστηματική παραγωγή σχεδόν πανομοιότυπων λεπίδων από καλά προετοιμασμένους πυρήνες, αφετέρου, συνεχίστηκε η χρήση της στην επεξεργασία αποκρουσμάτων και λεπίδων για την κατασκευή αιχμών βελών και άλλων εργαλείων. Η τριβή χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία εργαλείων λειασμένου λίθου. Από το τέλος της Νεολιθικής εποχής κυρίως εφαρμόστηκε, στο ίδιο πλαίσιο, και η διάτρηση. Οι τεχνικές αυτές χρησιμοποιήθηκαν επίσης ευρύτατα κατά την Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού. Η παλαιότερη κρούση δεν αντικαταστάθηκε από τις νεότερες τεχνικές της πρόσφατης Προϊστορίας. Το αντίθετο μάλιστα· αν και ο ρόλος της είναι συνήθως προπαρασκευαστικός και βοηθητικός, για την κυρίως φάση της τεχνολογικής αλυσίδας (π.χ. κατασκευή με πίεση λεπίδων ή αιχμών βελών), τα προϊόντα της, συνήθως απορρίμματα, χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό της λίθινης παραγωγής.
Αρκετές είναι οι μέθοδοι (σημ. 1) που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο των παραπάνω τεχνικών, ως επί το πλείστον στην κατεργασία εργαλείων αποκρουσμένου ή λειασμένου λίθου αλλά και άλλων υλικών (οστό, ελεφαντόδοντο) (εικ. 1). Οι μέθοδοι αυτές εφαρμόστηκαν ως επί το πλείστον στην κατασκευή εργαλείων αποκρουσμένου λίθου, διαδικασία που ανάλογα με το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύπλοκη και να απαιτεί επιδεξιότητα στην εκτέλεσή της (Ματζάνας 2001β, σ. 59-60) σε αντίθεση με τις απλούστερες τεχνικές της λείανσης (εικ. 2), οι οποίες χρειάζονται, ωστόσο, περισσότερο χρόνο και προσπάθεια.
Μέθοδοι και τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν αλληλένδετα για την κατεργασία του λίθου και συγκεκριμένα στο πλαίσιο: 1. Της απόκρουσης (σημ. 2) η οποία είναι κατά κανόνα ελεγχόμενη (σημ. 3) και αποσκοπεί α) στην κατάτμηση της πρώτης ύλης και στην παραγωγή κοφτερών μικρότερων προϊόντων (απόσπαση από πυρήνα αποκρουσμάτων και λεπίδων) με άμεση (σκληρός ή μαλακός κρουστήρας) (εικ. 3-6) ή έμμεση κρούση (παρέμβαση ενός ενδιάμεσου βελονιού από ξύλο ή ελαφοκέρατο μεταξύ του κρουστήρα και του υπό κατεργασία αντικειμένου) ή πίεση, β) στη λάξευση ενός πυρηνόμορφου εργαλείου ή στην προετοιμασία πυρήνα με κρούση ή πίεση προκειμένου, αντίστοιχα, να χρησιμοποιηθεί ή να υποστεί περαιτέρω κατάτμηση), γ) στην τροποποίηση, επέμβαση με άμεση κρούση η οποία έπεται της λάξευσης και προηγείται της οριστικής διαμόρφωσης με επεξεργασία πυρηνόμορφων εργαλείων, δ) στην επεξεργασία την οποία υφίστανται τα προϊόντα κατάτμησης, αποκρούσματα ή λεπίδες και συχνά τα υποπροϊόντα της λάξευσης, προκειμένου να διαμορφωθούν με άμεση κρούση και πίεση (σημ. 4) σε εργαλεία, 2. Της τριβής (σημ. 5), η οποία περιλαμβάνει α) τη λείανση β) την επίκρουση (σημ. 6) γ) τη διάτρηση και δ) το πριόνισμα (σημ. 7). Οι παραπάνω επεμβάσεις, πλην της κατάτμησης, αποσκοπούν στο να δώσουν μια συγκεκριμένη και προκαθορισμένη μορφή σε ένα κομμάτι πρώτης ύλης, αφαιρώντας σταδιακά μικρότερα τμήματα, τα οποία, όποια μορφή και αν έχουν (αποκρούσματα, απολεπίσματα, θραύσματα ή σκόνη), είναι, σε τελική ανάλυση, άπεργα, δηλαδή απορρίμματα της κατεργασίας, ασχέτως αν πάρα πολλές φορές η οικονομία πρώτης ύλης, η εξοικονόμηση ενέργειας ή διάφοροι άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την ανθρώπινη φύση (πρακτικός νους, καιροσκοπισμός, σημ. 8) υπαγόρευαν την «ανακύκλωσή» τους και τη χρήση τους όπως και τα προϊόντα κατάτμησης (πίν. 1-2).
Πρόκειται επομένως για απεργατικές και αφαιρετικές μεθόδους, όπως είναι και η γλυπτική, σε αντίθεση με τις προσθετικές (π.χ. αγγειοπλαστική), που τεκμηριώνουν από πολύ νωρίς την αφαιρετική ικανότητα του ανθρώπου στο σχεδιασμό κατασκευής του ιδεατού εργαλείου, το οποίο πραγματοποιείται καθώς ελευθερώνεται βαθμιαία από την περιττή ύλη (εικ. 7-13) (σημ. 9). Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της πρόσφατης (Ολοκαινικής) Προϊστορίας, μέθοδοι όπως η λάξευση και η επίκρουση χρησιμοποιήθηκαν επικουρικά, στο προκαταρκτικό στάδιο του προπλασμού ή της προσχεδίασης, ενώ στη συνέχεια το αντικείμενο έπαιρνε την τελική του μορφή με λείανση (εικ. 14-15). Ωστόσο και η ίδια η λείανση συνέβαλε πολλές φορές βοηθητικά, διαμορφώνοντας το επίπεδο κρούσης ή την επιφάνεια αποσπάσεων του πυρήνα πριν την τελική κατάτμηση των λεπίδων. Ένα είδος συνοπτικής και στοιχειώδους λείανσης του γείσου και των οδηγητικών κορυφών πυρήνων για λεπίδες, η αποτριβή, εφαρμοζόταν προδρομικά, ήδη από τα τέλη της Κάτω Παλαιολιθικής, εδώ και 300.000 χρόνια, στη διαδικασία κατασκευής των χειροπελέκεων αχελαίου τύπου, στη μέθοδο Λεβαλλουά αλλά και αργότερα, στην παραγωγή λεπίδων από πρισματικούς πυρήνες (σημ. 10). Είναι λοιπόν προφανές πως οι διάφορες τεχνικές κατεργασίας του λίθου εμπλέκονται μεταξύ τους, αλληλεξαρτώνται, ακολουθούν ενίοτε κοινή πορεία, μέχρις ότου κάποτε, αν αυτό τελικά γίνει, να ανεξαρτητοποιηθούν, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τον κύκλο ζωής που χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες τεχνικές εφαρμογές (Διάγραμμα 1).
Ενδιαφέρον είναι να εξετάσει κανείς την ιστορία της έρευνας και γενικότερα της θεώρησης των λίθινων εργαλείων ανάλογα με την εποχή.
Προεπιστημονικό στάδιο
Θα δούμε με ποιους τρόπους αντιμετωπίζονταν τα παλαιότερα λίθινα αντικείμενα και κατά πόσον συνεχίζονταν η κατασκευή τους στα ιστορικά χρόνια.
Δοξασίες
Είναι γεγονός ότι τα χαρακτηριστικότερα λίθινα εργαλεία, όπως οι αιχμές και οι πελέκεις, κινούσαν την περιέργεια των αρχαίων, οι οποίοι τα συνέλεγαν σαν κάτι το αξιοπερίεργο. Αυτό οπωσδήποτε θα συνέβαινε όταν πλέον η χρήση του σιδήρου είχε παγιωθεί και είχε χαθεί η γνώση του χρηστικού τους χαρακτήρα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι τους προσδιδόταν ιδεολογικό περιεχόμενο και σχετίζονταν με δοξασίες ήδη από τα πρώιμα ιστορικά χρόνια (Hochstetter 1987, σ. 52) όπως συνέβαινε και με τα απολιθωμένα οστά (σημ. 11). Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία νεολιθικού λίθινου πέλεκυ ανάμεσα στα κτερίσματα υστερορωμαϊκής ταφής στην κεντρική Γαλλία (Corpus 1, 1999, σ. 6). Ως ανάλογο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ότι σε οικία ρωμαϊκών χρόνων στην Ήλιδα βρέθηκε νεολιθικός προϊστορικός λειασμένος πέλεκυς (σημ. 12). Τα αντιπροσωπευτικότερα από αυτά, τις λίθινες αιχμές βελών και τους πελέκεις από λειασμένο λίθο, οι αρχαίοι τα ονόμαζαν «κεραύνια». Πίστευαν ότι είχαν πέσει από τον ουρανό μέσω κεραυνού και ότι ήταν αντικείμενα με μαγικές δυνάμεις (πρβλ. Πλίνιος Nat. Hist. 37, 134-135, σημ. 13). Αυτοφυής σίδηρος με τη μορφή μετεωρίτη ή «κεραυνίου» υπέστη επεξεργασία κοπής με πριονισμό, διάτρηση και λείανση, όπως οι λίθοι για την κατασκευή κοσμημάτων (πρβλ. μετεωρίτης Αγ. Τριάδας, 1600-1400 π.Χ.) (Ιακωβίδης 1970, σ. 289, εικ. 1). Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα νεολιθικού λειασμένου πέλεκυ με την ακατάληπτη μαγική επιγραφή, ρωμαϊκών χρόνων, «ΑΒΡΑCΑΞ» (σημ. 14) (Θεοχάρης κ.ά. 1973, εικ. 209). Για τον ίδιο αναμφίβολα λόγο, τις αιχμές βελών κατά την Αρχαιότητα (Ετρούσκοι) και στο Βυζάντιο τις έδεναν με πολύτιμα μέταλλα και τις κρεμούσαν ως περίαπτα στα οποία απέδιδαν μαγικές προστατευτικές αλλά και αποτρεπτικές ιδιότητες (εικ. 16) (Καββαδίας 1909, σ. 18-20, εικ. 3) (σημ. 15). Δεν αποκλείεται στο λόγο αυτό να οφείλεται και η εύρεση στο νεκροταφείο των Μεγάρων λεπίδας οψιανού στη θέση της θωρακικής χώρας ενός νεκρού θαμμένου σε σαρκοφάγο δεύτερης χρήσης του 4ου-2ου αι. π.Χ. (Ζορίδης 1994, σ. 61). Ανάλογα χαρακτηριστικά παραδείγματα προέρχονται από ΠΓ θόλο στην Πύλο, όπου βρέθηκαν πολλά μικρά κομμάτια οψιανού και πυριτόλιθου (Blegen κ.ά. 1973, σ. 240). Φολίδα οψιανού προέρχεται επίσης από τον τάφο της Ίσιδος στην Ελευσίνα που χρονολογείται στη Γεωμετρική εποχή (Σκιάς 1898, σ. 107) αλλά και από μεταγενέστερο τάφο στην Πραισό της Κρήτης (Bosanquet 1904, σ. 232). Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο οψιανός χρησιμοποιούνταν για ταφικές τελετές ή για τελετουργικούς λόγους, ακόμη και αν ο σίδηρος τον είχε αντικαταστήσει στις καθημερινές εργασίες.
Ένα άλλο παράδειγμα έρχεται να ενισχύσει την πρακτική περισυλλογής παλαιότερων και αξιοπερίεργων αντικειμένων στα ιστορικά χρόνια. Πρόκειται για μία πυριτολιθική αιχμή βέλους, η οποία βρέθηκε σε εγχυτρισμό σε μεγάλο πίθο του νεκροταφείου της Εποχής του Σιδήρου (8ου αιώνα π.Χ.) στον οικισμό Παλαιόκαστρο, στο νότιο τμήμα του Ωραιοκάστρου της βορειοδυτικής Θεσσαλονίκης. Ο νεκρός, του οποίου τον θώρακα είχε διαπεράσει σιδερένια αιχμή δόρατος από την πλάτη, κρατάει σιδερένιο εγχειρίδιο στο δεξί χέρι, ενώ στον αριστερό ώμο και μέσα σε φιάλη υπήρχε το προαναφερόμενο προϊστορικό τέχνεργο από πυριτόλιθο (Λαμπροθανάση-Κοραντζή – Παπαγιάννη 2001, σ. 266) (σημ. 16). Θραύσμα λεπίδας πυριτόλιθου βρέθηκε στον οικισμό των Μεταβατικών αιώνων (1125-700 π.Χ.) (McDonald κ.ά. 1983, σ. 15), ενώ τμήμα λεπίδας από μαύρο οψιανό της Μήλου μήκους 0,04 μ. και πιθανώς λίθινη αιχμή ακοντίου (σύμφωνα με την περιγραφή) μήκους 0,11 μ. και πλάτους 0,041 μ., κατά πάσα πιθανότητα της Τελικής Νεολιθικής, βρέθηκαν σε ιερό ιστορικών χρόνων στην Λακωνία (Μπόνιας 1998, σ. 95 και 209, αρ. καταλ. 532-3). Τα αντικείμενα αυτά είναι ξένα με τη ζωή και τη δραστηριότητα στο ιερό. Δεν αποκλείεται να είναι κειμήλια-ενθυμήματα παλαιότερων εποχών, πέρα από το ειδικό ενδιαφέρον που θα μπορούσαν να έχουν ως φυλακτήριοι ή κεραύνιοι (η αιχμή) λίθοι.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα διατηρήθηκε η αρχαία ονομασία τους και προφανώς οι δοξασίες που συνδέονται με τους λίθινους πελέκεις. Στις παραδοσιακές κοινωνίες πολλών χωρών ονομάζονται «αστροπελέκια» (π.χ. pierres de foudre, thunderstone, Donnerkeil) (Καββαδίας 1909, σ. 19). Στα νεότερα χρόνια, στην περιοχή της Ολυμπίας υπήρχαν φυλακτά για την προστασία του γαμπρού από το κακό μάτι και το δέσιμο. Περιείχαν διάφορα «αγιοτικά» ανάμεσα στα οποία ήταν και η «αστραπόπετρα», η οποία ερμηνεύεται ως στουρναρόπετρα (Οικονομοπούλου 2004, σ. 270-271). Στη Χίο τοποθετούσαν κάτω από το προσκέφαλο των νιόπαντρων τσακμακόπετρα από ντουφέκι που σκότωσε φίδια σε στιγμή συνουσίας (Σιμόπουλος 1976, σ. 412). Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η περίπτωση της κατάρας: «Κακό γεράνιο βόλ’ να σε βρει», η οποία επιβεβαιώνει όχι μόνο τη χρήση της αρχαίας λέξης στις πρόσφατες παραδοσιακές κοινωνίες αλλά παραπέμποντας άμεσα στον κεραυνοβολισμό, εμμέσως συνάγεται μια αμάρτυρη αρχαία δοξασία που θα συνέδεε τα κεραύνια με τον κατεξοχήν τιμωρό θεό του κεραυνού, τον Δία.
Τέλος, κονιορτοποιημένα κεραύνια χρησιμοποιούνταν ως συστατικά διαφόρων αλχημικών συνταγών (σημ. 17).
Μερικές τουλάχιστον φυλετικές κοινωνίες είχαν προβεί στην περισυλλογή τεχνέργων από ένα άγνωστο παρελθόν. Σε θέσεις των Ιροκουά του 15ου και του 16ου αι. μ.Χ. στη ΒΑ Αμερική έχουν βρεθεί λίθινες αιχμές και άλλα τέχνεργα που χρονολογούνταν πολύ νωρίτερα. Αυτά τα αντικείμενα πρέπει να ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων και να φυλάχθηκαν από τους Ιροκουά, όπως συνέβη και με τους Ευρωπαίους αγρότες οι οποίοι έβρισκαν τυχαία και συνέλεγαν λίθινους πελέκεις που πίστευαν ότι σχηματίζονταν από κεραυνούς (thunderstones) καθώς και λίθινες αιχμές που θεωρούσαν ότι ανήκαν σε εξωτικά (elf-bolts), κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Ευρωπαϊκοί λίθινοι πελέκεις πωλούνταν επίσης στους χρυσοχόους, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν για τη λείανση των μετάλλων. Καθώς δεν έχουμε άμεσες μαρτυρίες για το πώς αντιμετώπιζαν οι Ιροκουά αυτά τα ευρήματα, πιθανόν να τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά, όπως θεωρείται ότι έκαναν και με διάφορες πέτρες περίεργου σχήματος, για τις οποίες πίστευαν ότι ανήκαν σε πνεύματα που τα είχαν χάσει μέσα στο δάσος. Σε πολλούς πολιτισμούς η πεποίθηση ότι τέτοιου είδους αντικείμενα είχαν υπερφυσική και όχι ανθρώπινη προέλευση, καθώς και το γεγονός ότι τους απέδιδαν μαγικές ιδιότητες, μπορεί να αποτελούν τον κύριο λόγο συλλογής τους (Trigger 2005, σ. 32). Αρχικά δεν μπορούσε να γίνει διάκριση ανάμεσα στα περίεργα φυσικά αντικείμενα και σε αυτά που είχαν κατασκευαστεί από τον άνθρωπο. Ακόμα και οι λόγιοι θεωρούσαν ότι οι λίθινοι πελέκεις προέρχονταν από κεραυνούς, θέση που υποστηρίχθηκε και από τον Πλίνιο, και ανάλογη, όπως είδαμε, θεωρούνταν η προέλευση των λίθινων αιχμών βελών. Σε μια εποχή που δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί η επιστήμη δεν ήταν αυτονόητο ότι ένας προϊστορικός πέλεκυς ήταν ανθρώπινη κατασκευή και ένα απολίθωμα φυσικός σχηματισμός (Trigger 2005, σ. 51-52). Οι πρώτοι οι οποίοι διατύπωσαν την άποψη ότι τα λίθινα εργαλεία είχαν μάλλον ανθρώπινη προέλευση ήταν οι G. Agricola, M. Mercati και U. Aldrovandi που έζησαν στον 16ο αιώνα. Παράλληλα, μια πρώτη εθνογραφική προσέγγιση συντελέστηκε με τα μεγάλα ταξίδια και τις ανακαλύψεις του 16ου και του 17ου αι. που έφεραν τους Ευρωπαίους σε επαφή με πολιτισμούς στην Αφρική, την Αμερική και στον Ειρηνικό, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ακόμα λίθινα εργαλεία. Οι μελετητές συνειδητοποιούσαν ότι τα λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν στην Ευρώπη ήταν ανθρώπινα δημιουργήματα και δεν είχαν υπερφυσική προέλευση. Ωστόσο, μέχρι τον ύστερο 17ο αιώνα, οι κρύσταλλοι, τα απολιθώματα ζώων, τα λίθινα εργαλεία και άλλα περίεργα λίθινα αντικείμενα με κάποια μορφή, ταξινομούνταν όλα στην ίδια κατηγορία, ως απολιθώματα. Το 1669, ο Ν. Steno συγκρίνοντας απολιθώματα και αρτίγονα όστρεα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα απολιθωμένα όστρεα ήταν κάποτε ζωντανοί οργανισμοί και ότι έμοιαζαν περισσότερο μεταξύ τους απ’ όσο με τους ανόργανους κρυστάλλους. Αν και μέχρι τον 17ο αιώνα υπήρχαν αρχαιοδίφες που θεωρούσαν τους λειασμένους λίθινους πελέκεις πιθανώς ουράνιας προέλευσης, παρ’ όλα αυτά είχε γίνει πλέον ευρέως αποδεκτό ότι τα λίθινα εργαλεία είναι ανθρώπινες κατασκευές και ότι η παρουσία τους στην Ευρώπη ανάγεται σε πολύ παλιές εποχές (Trigger 2005, σ. 56-60).
Χρήση
Έχει εκφραστεί η άποψη ότι εργαλεία αποκρουσμένου λίθου είχαν συλλεγεί έτοιμα από παλαιότερες θέσεις και επαναχρησιμοποιηθεί κατά τους ιστορικούς χρόνους, κυρίως κατά την κλασική περίοδο (Coleman 1986, σ. 15-17· Runnels κ.ά. 1995, σ. 101). Στο νησί επίσης της Κέας παρατηρείται την ίδια περίοδο μια παρόμοια συμπεριφορά: η περιστασιακή αναζήτηση και χωρίς σύστημα επανακατάτμηση ή επαναχρησιμοποίηση παλαιότερων αποκρουσμάτων από οψιανό (σημ. 18) που χρησιμοποιήθηκαν πρόχειρα ως υποκατάστατα μεταλλικών εργαλείων (Torrence 1991, σ. 194). Όσον αφορά τον οψιανό δεν αποκλείεται να μεταφερόταν από τη Μήλο μαζί με τις μυλόπετρες (Runnels κ.ά. 1995, σ. 101) (σημ. 19).
Στις ελληνικές παραδοσιακές κοινωνίες χρησιμοποιούσαν επίσης τους πελέκεις από λειασμένο λίθο για το τρίψιμο του αλατιού (σημ. 20). Ανάλογη ήταν και η χρήση του πυριτόλιθου για το περιστασιακό ακόνισμα μαχαιριών (σημ. 21).
Κατασκευή
Λίθινα λαξεμένα εργαλεία που βρίσκονται σε οικισμούς των Ιστορικών Χρόνων δεν αποκλείεται ενίοτε να είναι το αποτέλεσμα διείσδυσης από παλιότερα διαταραγμένα στρώματα (σημ. 22). Επίσης αρκετά από αυτά τα αντικείμενα προέρχονται από λιγότερο ή περισσότερο συστηματική περισυλλογή από παλαιότερες θέσεις προκειμένου να ξαναβρούν τις παλιές χρήσεις τους ή να εξυπηρετήσουν νεότερες παρεμφερείς ανάγκες, όπως δείχνουν εθνοαρχαιολογικά παραδείγματα (βλ. εδώ, σημ. 20). Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, ωστόσο, θεωρείται πολύ πιθανό η παράδοση κατασκευής κάποιων, απλών τουλάχιστον, τύπων εργαλείων αποκρουσμένου και λειασμένου λίθου, παρόμοιων με αυτούς της Εποχής του Χαλκού (Runnels 1982, σ. 364· Karantzali 1997, σ. 242) να συνεχίστηκε και κατά τους Μεταβατικούς (ή «Σκοτεινούς») αιώνες από τους προϊστορικούς στους ιστορικούς χρόνους (π. 1125-700 π.Χ.). Περιπτώσεις επανάχρησης παλαιότερων αντικειμένων, παλαιολιθικού ξέστρου σε απόκρουσμα και πρισματική λεπίδα της Εποχής του Χαλκού έχουν καταγραφεί σε οικισμούς του 4ου-3ου αι. π.Χ. της κεντρικής Μακεδονίας (Αδάμ-Βελένη, Πουλάκη, Τζανάβαρη 2003, σ. 240-241, αρ. 331 και 336), αν και κάποια απλούστερα αντικείμενα δεν αποκλείεται να είναι σύγχρονα των οικισμών (Αδάμ-Βελένη, Πουλάκη, Τζανάβαρη 2003, σ. 241-242, αρ. 340- 342 και 343-345). Λίθινα εργαλεία των χρόνων αυτών αναφέρονται από το Καρφί και το Βρόκαστρο (Runnels 1982, σ. 364-365), όπως και από το Καστέλι Χανίων (Karantzali 1997, σ. 244) την Ασίνη στην Αργολίδα και την Ελευσίνα (Runnels 1982, σ. 365). Τα δεδομένα από τον Καστανά Θεσσαλονίκης δείχνουν ότι η κατασκευή εργαλείων από πυριτόλιθο και ραδιολαρίτη, συνεχίστηκε έως και την προχωρημένη Εποχή του Σιδήρου, αφορώντας συγκεκριμένα λεπίδες, οδοντωτά και ξέστρα (Hochstetter 1987, σ. 47-49, πίν. 4-5). Επίσης στη Ζαγορά της Άνδρου βρέθηκαν λίγα αποκρούσματα οψιανού σε στρώματα των πρώτων αιώνων της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας (Runnels 1988, σ. 245). Είναι πολύ πιθανό ότι η τεχνική της πίεσης δεν επιβιώνει στα ιστορικά χρόνια (σημ. 23) και ότι τα εργαλεία έκτοτε κατασκευάζονταν με κρούση. Λίθινα εργαλεία απαντούν επίσης και σε στρώματα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, και σε άλλες περισσότερο κεντρικές θέσεις, όπως ο Θέρμος Αιτωλίας και ενδεχομένως το Πελόπιο Ολυμπίας. Άλλωστε, είναι αμφίβολο αν η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έδωσε ένα αντικείμενο το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί με τις λεπίδες οψιανού όσον αφορά την οξύτητα της κόψης του και ανάλογα φυσικά των περιστάσεων και της χρήσης. Μια έμμεση απόδειξη της κατασκευής εργαλείων λειασμένου λίθου συνιστούν οι αμφικωνικές οπές σε λίθινα αντικείμενα με οπή ανάρτησης, περίαπτα ή ακόνες που χρονολογούνται την Πρωτογεωμετρική περίοδο (1000-900 π.Χ.) και παρουσιάζουν τον ίδιο ακριβώς τύπο οπής με τα προϊστορικά αντικείμενα (πρβλ. Mc Donald κ.ά. 1983, σ. 293, 314-315, πίν. 5-43 και 5-45). Σε αυτά τα τελευταία είναι πολύ πιθανό ότι η διάτρηση έγινε με οπείς ή θρυαλλίδες απολεπισμένου λίθου.
Σύντομα η παραγωγή εργαλείων λειασμένου λίθου σταματά (σημ. 24). Σταδιακά επίσης φθίνει και η κατασκευή εργαλείων αποκρουσμένου λίθου. Σε ορισμένες θέσεις παρατηρείται μια περιστασιακή κατάτμηση ακανόνιστων και μη στερεότυπων αποκρουσμάτων από τοπικές πρώτες ύλες, πιθανώς για την κατασκευή αγροτικών εργαλείων (Runnels 1982, σ. 369) (σημ. 25). Η διαπίστωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται και από χωρίο της Ησιόδειας Θεογονίας (161-162 και 175, σημ. 26) το οποίο αναφέρεται στον ακρωτηριασμό του Ουρανού από τον Κρόνο με οδοντωτό δρεπάνι που δημιούργησε η Γη. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αναφορά σε πρωτόγονα εργαλεία τα οποία ήταν ακόμα σε χρήση σε απομονωμένα μέρη όπως η Άσκρα της Βοιωτίας (σημ. 27), στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ποιητής γύρω στο 700 π.Χ. (πβ. Ματζάνας 2001α, σ. 58), αν βέβαια αυτό δεν αποτελεί αναχρονισμό, βασιζόμενο σε αναμνήσεις του πρόσφατου ή περισσότερο απόμακρου παρελθόντος. Στο ίδιο πλαίσιο παραπέμπει ενδεχομένως και η κατά τον 3ο αι. π.Χ., ενδιαφέρουσα αναφορά του Θεόκριτου (Ειδύλλια, 25.274-277) (σημ. 28) ότι η δορά του λιονταριού της Νεμέας δεν μπορούσε να σχιστεί με σιδερένια ή λίθινα εργαλεία και για το λόγο αυτό ο ήρωας το έγδαρε χρησιμοποιώντας τα νύχια του λιονταριού.
Σε παρόμοιες αναλογίες παραπέμπει προφανώς και ο μύθος των Γαλατών της Πεσσινούντας της Μικράς Ασίας, τον οποίο διέσωσε ο Παυσανίας που κατάγονταν από αυτά τα μέρη (7.17.10). Αναφέρεται στη θεά Άγδιστι και στον Άττι. Όταν ο τελευταίος παρέβη τον όρκο του για αγαμία, η θεά τον τιμώρησε με παραφροσύνη και ο Άττις έξαλλος έκοψε με μια αιχμηρή πέτρα τα γεννητικά του όργανα που τα θεώρησε αιτία της καταστροφής του. Ο Άττις έγινε πρότυπο όλων των προσώπων των αφιερωμένων στη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας (γάλλοι) οι οποίοι έπρεπε να είχαν αφαιρέσει οι ίδιοι από τον εαυτό τους την ανδρική ικανότητα (Παπαχατζής 1987, σ. 198).
Οι περιπτώσεις αυτές ποιητικού λόγου είναι ίσως διαφωτιστικές ως προς τη χρήση λίθινων εργαλείων και μετά τον 7ο αι. π.Χ. Σε σχέση, ωστόσο με τους πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους, πιθανότερη φαίνεται η υπόθεση να υπάρχει αναλογικά μεγαλύτερη περισυλλογή παλιότερων εργαλείων, κυρίως λειασμένου λίθου ή από οψιανό και κατευθείαν χρήση τους, και σχετικά μικρότερη κατασκευή εργαλείων από πυριτόλιθο και άλλα διαθέσιμα τοπικά πετρώματα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Αλιέων (Πόρτο Χέλι) στην Αργολίδα όπου βρέθηκαν εργαλεία οψιανού σε στρώματα των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων (Runnels 1982, σ. 366-369). Ανάλογη είναι η περίπτωση της οχυρωμένης ελληνιστικής πόλης στο Κάστρο Πλατιάνας της επαρχίας Ολυμπίας όπου εντοπίστηκαν επιφανειακά αρκετά αποκρούσματα πυριτόλιθου και κάποιες λεπίδες οψιανού (Ματζάνας 1997, σ. 262). Αν και δεν αποκλείεται τα λίθινα αυτά εργαλεία, οπωσδήποτε οι λεπίδες, να κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια προϊστορικής κατοίκησης του υψώματος, ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα όστρακο από βάση ανοιχτού τροχήλατου αγγείου, προφανώς ιστορικών χρόνων, που είναι διαμορφωμένο ως ξέστρο (πρβλ. Παντελίδου Γκόφα, 1991). Οπωσδήποτε είναι διαφορετική, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η περίπτωση του εργαστηρίου του Φειδία στην Ολυμπία, ενώ η λεπίδα από οψιανό που βρέθηκε εντός κλασικού τάφου στο Άργος (Κριτζάς 1973, σ. 127) μπορεί να είναι πράγματι αποτέλεσμα περισυλλογής, αν και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο τυχαίας παρείσφρησης. Τέλος, μια απόληξη υπερβατικής στερεότυπης λεπίδας οψιανού (Δ3704) βρέθηκε (26.4.1968) σε μεταγενέστερο τάφο του Δ. Νεκροταφείου της αρχαίας Ήλιδας.
Με τις παραπάνω παρατηρήσεις συμφωνεί και η αναφορά ότι από τη Ρωσία προέρχεται δρεπάνι πυριτολίθου, προ-ελληνιστικό (πβ. Ματζάνας 2001α, σ. 58 και 68, σημ. 4), κατασκευασμένο με την τεχνική της άμεσης ανελαστικής κρούσης και με οδοντώσεις πίεσης, δεν αποκλείεται να παραπέμπει σε κάποια από τις ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου, ίσως για το Παντικάπαιο (Κερτς) αποικία των Μιλησίων του 7ου π.Χ. αι., η περιοχή του οποίου ήταν ένας από τους σιτοβολώνες της αρχαιότητας. Γνωρίζουμε ότι μέχρι και τα προχωρημένα ελληνιστικά χρόνια (2ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι της πόλης ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες (Γκούροβα 2000, σ. 42). Δεν αποκλείεται λοιπόν η εύρεση ενός τέτοιου εργαλείου σε αρχαϊκά ή κλασικά στρώματα της πόλης να οφείλεται σε άμεσες ή έμμεσες επαφές με τα λιγότερο εξελιγμένα γηγενή φύλα (Κιμμέριους, Σκύθες).
Ο Ηρόδοτος στην περιγραφή της διαδικασίας της ταρίχευσης στους Αιγυπτίους (Β.86) αναφέρει ότι αφαιρούσαν τα εντόσθια από μια τομή στο πλευρό που γινόταν με εργαλείο, κατά πάσα πιθανότητα εγχειρίδιο από μαύρη πέτρα προερχόμενη από την Αιθιοπία, αναμφίβολα τον οψιανό. Σε άλλο κεφάλαιο του έργου του (Ζ.69), αναφέρει ότι τα βέλη των Αιθιόπων στρατιωτών του στρατού του Ξέρξη είχαν λίθινες αιχμές, από την ίδια πέτρα που χρησιμοποιούσαν για να σκαλίσουν τις σφραγίδες τους (σημ. 29). Η μαρτυρία αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική και είναι πιθανό ότι το συμπαγές τρύπανο (αρίδα) που χρησιμοποιούσαν οι σφραγιδογλύφοι κατά τα πρώιμα τουλάχιστον ιστορικά χρόνια ήταν εξοπλισμένο στο ενεργό του άκρο από σκληρές λίθινες αιχμές (θρυαλλίδες) όπως κατά πάσα πιθανότητα και τα προϊστορικά (Ματζάνας 1999, σ. 60· Ματζάνας 2001γ). Την ίδια μαρτυρία παραθέτει και ο Θεόφραστος στο έργο του Περί λίθων, απ’ όπου συνάγεται ότι μια πιθανή γενική ονομασία των σκληρών λίθων είναι ο όρος «ακόνη» (σημ. 30). Στη συλλογιστική του αρχαίου φυσιοδίφη η ακονόπετρα φθείρει το σίδερο, επομένως είναι πάρα πολύ σκληρή. Από την άλλη όμως ο σίδηρος μπορεί να κόψει και να διαμορφώσει το ακόνι, επομένως θα πίστευε κανείς ότι μπορεί να διαμορφώσει και τις άλλες πέτρες, όχι όμως εκείνες που χρησιμοποιούνται για το σκάλισμα των πολύτιμων λίθων και οι οποίες ταυτίζονται με την πέτρα της ακόνης ή μοιάζουν με αυτή. Αν και δεν αποκλείεται με τον όρο ακόνη ο Θεόφραστος να παραπέμπει στο σμυρίγλι, ή σε κάποιο μη συμπαγές και μη συνεκτικό πέτρωμα με κόκκους χαλαζία που μπορεί εύκολα να πριονιστεί από ένα σιδερένιο εργαλείο, καταλαβαίνουμε ωστόσο ότι δεν κάνει σαφή διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτά τα πετρώματα και στον σκληρότατο, ομοιογενή μικροκρυσταλλικό πυριτόλιθο, ο οποίος πράγματι μπορεί να ακονίσει το σίδηρο αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να πριονιστεί από αυτόν. Ο σύγχρονος όρος «στουρνάρι» δεν αποκλείεται να προέρχεται από το αμάρτυρο μεσαιωνικό στορυνάριον, υποκοριστικό της άπαξ απαντώμενης λέξης «στορύνη» (σημ. 31), που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένα από τα σύνεργα του αρχαίου χειρουργού.
Αν και τα ανασκαφικά δεδομένα για τα πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια είναι πενιχρά (σημ. 32), ωστόσο ορισμένες μέθοδοι και τεχνικές χαρακτηρίζουν τη διάρκεια των δύο επόμενων χιλιετιών, όπως τουλάχιστον φαίνεται από ανάλογα εθνογραφικά παραδείγματα (πρβλ. Τσούντας 1908, σ. 328· Efstratiou 1993, σ. 167· Whittaker 1996, σ. 110· Evans 1886· Ματζάνας 2001, σημ. 2· Runnels 1982, σ. 370· Ανδρεΐκος 1998). Αφορούν στην κατασκευή δοκανόπετρας (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 100-101) για τη δοκάνα αλωνισμού (εικ. 17-18) ή σχετίζονται με εργαλεία πυρήλασης και συγκεκριμένα τους πυρόλιθους (τσακμακόπετρες) (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 101, εικ. 66, 3) για το άναμμα φωτιάς με κρούση ατσάλινου πριόβολου (σημ. 33). Χρονολογούνται, πολύ πιθανόν από τα Αυτοκρατορικά (ρωμαϊκά) χρόνια (πρβλ. Ματζάνας 2000, σ. 48) και ήταν σε χρήση έως και τα μέσα του 20ού αιώνα, όπως και η κατά 1.500 περίπου χρόνια νεότερη παραγωγική διαδικασία της πυροβολόπετρας για τα πυροβόλα όπλα με μπαρούτι (κουμπούρες, πιστόλες, καριοφίλια) (Markovits 1933) (σημ. 34).
Οι δύο πρώτες μέθοδοι έχουν πολλά κοινά σημεία και ίσως δεν είναι ανεξάρτητες της αδρομερούς λάξευσης της πέτρας για οικοδομικούς λόγους (σημ. 35) και η τρίτη, όπου χρησιμοποιούνταν σταθερό σιδερένιο κοφτερό αμόνι και ειδικό σφυροσκέπαρνο για το τεμάχισμα με αντίκρουση (contre-coup) των λεπίδων, μοιάζει με την τεχνική κατασκευής κυβικών ψηφίδων (tessellae) για μωσαϊκά της Ελληνιστικής (Pollitt 1986, σ. 215 κ.ε.) και της Ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Επίσης φαίνεται ότι γινόταν περιστασιακή ίσως χρήση λίθινων εργαλείων (σημ. 36) τα οποία θα κατασκευάζονταν πρόχειρα με απλή, ίσως ανεξέλεγκτη θραύση και χωρίς μέθοδο (σημ. 37).
Σε γενικές γραμμές διαπιστώνουμε ότι αν εξαιρέσουμε τις αποκρούσεις που οφείλονται σε φυσικούς τυχαίους παράγοντες, η εσκεμμένη ανθρώπινη επέμβαση πάνω σε υλικά με μια σχετική ομοιογένεια, η οποία να επιτρέπει τη θραύση τους μπορεί να είναι μεταποιητικού αλλά και καταστροφικού χαρακτήρα ή και τα δύο (σημ. 38) και αφορά ως επί το πλείστον φυσικές πρώτες ύλες (πετρώματα) και σπανιότερα όπως είδαμε τεχνητές (π.χ. κεραμική, γυαλί, πορσελάνη) (εικ. 19-21). Ενίοτε, τα προϊόντα απόκρουσης, ως επί το πλείστον ασβεστόλιθου, για τη διαμόρφωση ορθογωνισμένων οικοδομικών λίθων, οι λατύπες, μπορούν να εκληφθούν ως προϊόντα προϊστορικής δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται κατά κανόνα για μεγάλα αποκρούσματα μαλακών λίθων τα οποία σπάνια παράγονταν στο πλαίσιο των προϊστορικών λιθοτεχνιών, χωρίς ιδιαίτερα αλλοιωμένες επιφάνειες, με ανώμαλο κογχοειδές και γενικότερα κάτω όψη, απούσα, μηδενική ή στιγμόμορφη φτέρνα, χαρακτηριστικά τα οποία υποδηλώνουν τη χρήση σιδερένιου σφυριού. Τυχόν εσοχές που δίνουν την εντύπωση επεξεργασίας αλλά δεν φανερώνουν τύπους εργαλείων είναι τυχαίες και οφείλονται σε ανεξέλεγκτους ανθρωπογενείς ή φυσικούς παράγοντες. Παρόμοια σκληρά και ομοιογενή τεχνητά υλικά έχουν χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο προϊστορικών (Παντελίδου Γκόφα 1991· Adrymi-Sismani 2007, σ. 77, εικ. XIIr), αρχαίων (Ματζάνας 1997, σ. 262), παραδοσιακών (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 101, εικ. 92, 3) και εθνογραφικών κοινωνιών (Ματζάνας 2001α, σ. 64) για το δούλεμα του ξύλου ή του δέρματος και ως αντικατάστατα σκληρότερων πρώτων υλών αλλά και από το σύγχρονο πειραματισμό για διδακτικούς κυρίως σκοπούς, ελλείψει φυσικών υλών με ανάλογες ιδιότητες (π.χ. γυαλί αντί οψιανού) (εικ. 22-24). Τρέχουσα επίσης ήταν η πρακτική της περιστασιακής χρήσης του γυαλιού για το δούλεμα του ξύλου ή του δέρματος (πρβλ. Runnels κ.ά. 1995, σ. 101, εικ. 92, 3). Μέχρι πρόσφατα σε αγροτικές περιοχές της Ηλείας λείαιναν τους ξύλινους στειλεούς των εργαλείων με σπασμένες σκληρές πέτρες και γυαλί το οποίο έσπαζαν και χρησιμοποιούσαν την δίεδρη ακμή (πρβλ. χρήση γλυφίδας). Με γυαλί επίσης έξυναν το δέρμα των χοιρινών για την αφαίρεση του τριχώματος (ξέστρο). Τέλος, στα Σάλωνα αναφέρεται η χρήση κεραμίδας για το ξύσιμο του δέρματος κατά τη διαδικασία της κατεργασίας του (Σιμόπουλος 1976, σ. 707), ενώ στην Καστοριά ίσως χρησιμοποιούνταν πέτρα.
Πρωτοεπιστημονικό στάδιο
Όπως είδαμε, πριν από την Αναγέννηση τα λίθινα εργαλεία του προϊστορικού ανθρώπου δεν αναγνωρίζονταν ως τέτοια. Πρώτος ο M. Mercati (1541-93), έφορος του Βοτανικού Μουσείου του Βατικανού, αναγνώρισε τους χαρακτηριστικότερους τύπους, δηλαδή τους χειροπελέκεις, τους πελέκεις και τις αιχμές βελών ως πρώιμα δημιουργήματα του προϊστορικού ανθρώπου, τα οποία ονόμασε Ceraunia cuneata και Ceraunia vulgaris. Αυτό δείχνει ότι διατηρήθηκε, αφενός, η παλιά ονομασία τους και, αφετέρου, χρησιμοποιήθηκε, ίσως για πρώτη φορά, η διωνυμική ονοματοθεσία η οποία καθιερώθηκε από τον Λινναίο τον 18ο αι. για τον επιστημονικό χαρακτηρισμό των ειδών του ζωικού και φυτικού βασιλείου. Οι παρατηρήσεις του Μερκάτιου δεν δημοσιεύτηκαν παρά το 1717. Από τότε, ωστόσο, έως τον Στοβαίο (1752) το σύνολο των τύπων που είχαν αναγνωριστεί δεν ξεπερνούσε τους επτά. Η κατάσταση δεν αλλάζει το 1797 όταν ο J. Frere γράφει στην Society of Antiquaries του Λονδίνου για τέχνεργα (αχελαίους χειροπελέκεις) που ανακαλύπτει στο Hoxne (Gamble 1986, σ. 394). Όμως με τον Boucher de Perthes (1788-1867), ιδρυτή της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, το λεξιλόγιο εμπλουτίζεται σημαντικά. Σε γενικές γραμμές ακολουθήθηκε ο τρόπος Συστηματικής και Ταξινόμησης και η διωνυμική ονοματολογία των υπολοίπων Επιστημών της Παρατήρησης (Brézillon 1983, σ. 12 και 37). Όσον αφορά την ονοματολογία των προϊστορικών εργαλείων λαξεμένου λίθου, οι πρωτεργάτες της Προϊστορικής Αρχαιολογίας έδιναν στα αντικείμενα που για πρώτη φορά έβλεπαν ονόματα που συσχετίζονταν, ως επί το πλείστον, εσφαλμένα με οικείες εικόνες και με παρεμφερή τέχνεργα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλές παρερμηνείες (πρβλ. Leroi-Gourhan 1973, σ. 29).
Επιστημονικό στάδιο
Βαθμιαία αναγνωρίζονται όλο και περισσότεροι τύποι εργαλείων στους οποίους δίνονται συμβατικές, ως επί το πλείστον, ονομασίες (Τυπολογία) που σχετίζονται με τη χρήση που υποτίθεται ότι είχαν (ξέστρο, οπέας, αιχμή, μαχαίρι με ράχη) κατ’ αναλογία με τα σύγχρονα εργαλεία, τα εθνογραφικά παράλληλα, ή επαγωγικά με βάση τα συνευρήματα. Ενίοτε ονοματίζονται βάσει μορφολογίας (χειροπέλεκυς ή πυγμή, ραμφοειδές, θρυαλλίς, ημισέληνος, πολύεδρο), συχνά είναι δάνεια από τον φυτικό και ζωικό κόσμο (αιχμή με μίσχο, γυμνοσάλιαγκος ή αμφίαιχμο) ή τέλος ονομάζονται από τη θέση (επώνυμη) στην οποία βρέθηκαν (αμπεβίλλια πυγμή, απόκρουσμα Λεβαλλουά, γκραβέττια ή σατελπερρόνια αιχμή). Όπως άλλωστε συμβαίνει με τα αυθεντικά τους ονόματα (θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν γνωρίζαμε πώς ονομάζονταν, για παράδειγμα, στον Κρητο-μυκηναϊκό κόσμο ο πυρήνας ή η λεπίδα πίεσης οψιανού), η χρήση των περισσοτέρων εργαλείων παραμένει άγνωστη, αν κάποτε διαλευκανθεί απόλυτα. Έχει διαπιστωθεί εθνογραφικά η χρήση αιχμής ως απλού μαχαιριού (Feustel 1985, σ. 119, πίν. ΧΧΧΙΙΙ,2), ενώ η μελέτη των ιχνών χρήσης σε τέχνεργο τυπικό της κατηγορίας των ξυστήρων έδειξε ότι η πλευρά που είχε χρησιμοποιηθεί δεν ήταν αυτή που έφερε την τυπική επεξεργασία, αλλά η αντιθετική της που ήταν εντελώς ανεπεξέργαστη. Η κατανόηση των λίθινων τεχνέργων βελτιώθηκε με συναφείς σύγχρονες προσεγγίσεις (μικροσκοπική παρατήρηση και σύγκριση ιχνών χρήσης) (πρβλ. Ματζάνας 2001β, σ. 62). Ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της Πειραματικής Αρχαιολογίας και την έμφαση στην Τεχνολογία των προϊστορικών λιθοτεχνιών, άρχισε να γίνεται κατανοητός ο μηχανισμός θραύσης των σκληρών λίθων και οι προϋποθέσεις που οφείλονται να τηρούνται για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της τεχνολογικής αλυσίδας. Διευκρινίστηκε έτσι η σύγχυση που προκαλούσαν οι ηώλιθοι ή ψευδοεργαλεία (πρβλ. Ματζάνας 2001β, σ. 64), στα οποία μάλιστα πολλοί γεωλόγοι του 19ου αιώνα είχαν στηρίξει τη θεωρία τους για την παρουσία του ανθρώπου ήδη από το Τριτογενές (πρβ. Καββαδίας 1909, σ. 23, εικ. 4). Στη συνέχεια δόθηκε εξήγηση σε διάφορες παρερμηνείες, για παράδειγμα, αναγνωρίστηκε η πραγματική ταυτότητα των μικρογλυφίδων που δεν ήταν παρά άπεργα της παραγωγικής διαδικασίας κατασκευής μικρολίθων μέσω της απότμησης λεπίδων. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διαπίστωση ότι η συντριπτική πλειονότητα των λεγόμενων σφαιροειδών δεν ήταν παρά πολυεδρικοί ή κυβικοί πυρήνες που έφεραν έντονα ίχνη χρήσης ή αμφιπολικής απόκρουσης (Matzanas 1995, σ. 330). Χαρακτηριστικά παραδείγματα επίλυσης αρχαιολογικών προβλημάτων μέσω του πειράματος είναι γνωστά και από τον ελλαδικό χώρο. Στο Φράγχθι (Perlès 1987, σ. 92) αποδεικνύεται ότι οι στρεπτές μικρολεπίδες της (ωρινιάκιας) φάσης Ι προέρχονται κατ’ εξοχήν από την επεξεργασία τροπιδωτών ξέστρων και στο Κλειδί Ηπείρου (Adam 1989, σ. 225) η πειραματική λάξευση του πυριτολίθου χρησιμοποιήθηκε για την κατανόηση και την ερμηνεία της λιθοτεχνίας του τέλους της Άνω Παλαιολιθικής. H ανασύσταση της τεχνολογικής μεθόδου του Ασπροχάλικου στην Ήπειρο, στόχος της οποίας είναι η παραγωγή ψευδοαιχμών ή αιχμών ψευδολεβαλλουά, επιβεβαιώθηκε απόλυτα από πειραματισμούς (Παπακωνσταντίνου 1998, σ. 25). Κατά τον ίδιο επίσης τρόπο έχουν γίνει κατανοητές διάφορες τεχνολογικές ιδιαιτερότητες που αφορούν την παραγωγική διαδικασία κατασκευής εργαλείων από πελεκημένη πέτρα της Εποχής του Χαλκού στα Νιχώρια Μεσσηνίας (Blitzer 1998, σ. 3).
Η Αρχαιολογία ως κοινωνική-ιστορική επιστήμη και κυρίως η Προϊστορική Αρχαιολογία έχουν ανάγκη της γόνιμης επαφής με συναφείς και ομόκεντρες επιστήμες όπως η Λαογραφία και η Εθνολογία. Η εθνογραφική προσέγγιση, στο ζήτημα της προσπέλασης του αρχαιολογικού γίγνεσθαι, παρέχει την πιο ευοίωνη προοπτική κατανόησης των αρχαιολογικών δεδομένων (Clarke 1968, σ. 365). Ο υλικός και πνευματικός βίος των παραδοσιακών κοινωνιών παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με αυτόν των προϊστορικών, όπως πάμπολλα παραδείγματα αφήνουν να εννοηθεί (Λουκάτος 1998, σ. 22-23· Ματζάνας 1998-2000, 1999α, 2000, 2001). Η ολοκληρωμένη «ιστορική» θεώρηση των προϊστορικών κοινωνιών θα χρειαζόταν, αν όχι μια βαθιά γνώση των παραδοσιακών κοινωνιών, την οποία πολλοί από τους παλαιότερους αρχαιολόγους είχαν αποκτήσει βιωματικά (σημ. 39), οπωσδήποτε όμως μια προσέγγισή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευτυχούς σύνθεσης είναι αυτό του A. Leroi-Gourhan, Γάλλου προϊστοριολόγου και εθνολόγου. Ο ίδιος είχε γράψει (Leroi-Gourhan 1965, σ. 60) πως η όψη των διαφόρων παραγωγικών διαδικασιών όσον αφορά τη χειροτεχνία παραμένει ουσιαστικά η ίδια. Η διαχρονική θεώρηση ενός τεχνέργου ή κάποιου πολιτιστικού φαινομένου είναι θεμιτή και διασφαλίζει από ενδεχόμενα λάθη ταύτισης και ερμηνείας. Παράδειγμα διαχρονικότητας είναι το ησιόδειο άροτρο, το οποίο ίδιο και απαράλλακτο χρησιμοποιούνταν στον ελληνικό χώρο και αλλού, για τέσσερις τουλάχιστον χιλιετίες, αν κρίνουμε από απεικόνισή του ως συμβόλου της μινωικής ιερογλυφικής γραφής (βλ. ΙΕΕ, τ. Α: 148, σημείο αρ. 27), από παράσταση αρότρου στο κάτω μέρος μαρμάρινης αναθηματικής στήλης πιθανώς από τη Θεσσαλονίκη στο Μουσείο Κων/λης (Godwin 1984, σ. 129) και τα ξύλινα λαογραφικά παραδείγματα. Η αλληλεξάρτηση αυτή φαίνεται και από άλλα παραδείγματα. Ένα αντικείμενο από τις ανασκαφές στην Ολυμπία, επένδυση (περόνη) σταλικιού, δηλαδή κονταριού μονόξυλου πορθμείου, μπόρεσε να ταυτιστεί με βάση την πανομοιότητά του με ανάλογο εξάρτημα του κονταριού που χρησιμοποιούσαν οι σύγχρονοι πορθμείς (μέχρι τα μέσα τουλάχιστον του 20ού αι.) που διεκπεραίωναν επιβάτες και εμπορεύματα κατά πλάτος του Αλφειού (πρβλ. Weber 1944, σ. 169, πίν. 75c). Στο πλαίσιο της επανέκθεσης του νέου Μουσείου της Αρχαίας Ολυμπίας, σημαντική υπήρξε η συνεισφορά ως προς την ταύτιση των σιδερένιων εργαλείων και εξαρτημάτων που βρέθηκαν στις ανασκαφές, αναλόγων εγχειριδίων Λαογραφίας. Εξάλλου, πολύτιμη ήταν η γνώμη παλαιότερων ντόπιων που έχοντας ζήσει στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας είχαν άμεση εποπτεία και γνώση ολόιδιων, σε αρκετές περιπτώσεις, αντικειμένων που τα χρησιμοποιούσαν και οι ίδιοι (σημ. 40). Γενικότερα όμως η βεβαιότητα είναι μικρότερη όσον αφορά την ιδεολογία, τα σύμβολα και τις δοξασίες. Οπωσδήποτε ωστόσο η εθνογραφική προσέγγιση μπορεί να χρησιμεύσει (σημ. 41).
Χρήστος Ματζάνας
Αρχαιολόγος
* Το Β΄ Μέρος του άρθρου θα δημοσιευθεί τη Δευτέρα, 29 Απριλίου 2013.