Έργα ενός από τους σπουδαιότερους Έλληνες ζωγράφους, του Κωνσταντίνου Παρθένη, «κρύβουν» στο εσωτερικό τους δύο μητροπολιτικοί ναοί της Αττικής, του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο και του Αγίου Γεωργίου στον Πόρο.
Η νεωτερική απόδοση των μορφών στα έργα που φιλοτέχνησε ο Κωνσταντίνος Παρθένης το 1919 για το ναό του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο ξεσήκωσε την εποχή εκείνη θύελλα αντιδράσεων από κοινό και εκκλησιαστικούς κύκλους. Η διαγραφή του σώματος της Αγίας Βαρβάρας κάτω από τα ενδύματα, η απόδοση των αλόγων στους στρατιωτικούς άγιους με τρόπο ώστε να κυριαρχούν στις συνθέσεις και η κυματιστή απόδοση των αγγέλων αποτέλεσαν για τον καλλιτέχνη μια προσπάθεια εκμοντερνισμού της θρησκευτικής ζωγραφικής, αλλά και το «κόκκινο πανί» για τους συντηρητικούς κύκλους.
Αποτέλεσμα ορισμένα από τα έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη να μην αντέξουν ούτε ένα μήνα εντός του ναού και να φυγαδευτούν άρον άρον.
Ο αρχικός ναός του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο θεμελιώθηκε το 1916 και αφιερώθηκε στον Άγιο Αλέξανδρο προς τιμήν του διπλωμάτη και πολιτικού Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, η κόρη του οποίου δώρισε το οικόπεδο στη μνήμη του.
Το 1918 ο Αστικός Σύνδεσμος Παλαιού Φαλήρου ανέθεσε στον Κωνσταντίνο Παρθένη την εικονογράφηση του ναού. Μόλις τον προηγούμενο χρόνο ο Κωνσταντίνος Παρθένης είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, έπειτα από διαμονή σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Μεταξύ άλλων στον Παρθένη ανατέθηκε να διακοσμήσει τον νότιο τοίχο του ναού. Ο ζωγράφος φιλοτέχνησε στο κέντρο την Παναγία Μυρτιδιώτισσα, με κυματιστές μορφές αγγέλων να την περιβάλλουν, ενώ εκατέρωθεν βρίσκονται ο Άγιος Παντελεήμων, η Αγία Καλλιόπη, η Αγία Φιλοθέη, η Αγία Βαρβάρα, ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος.
Η αποτύπωση της Αγίας Βαρβάρας το 1919 σόκαρε κοινό και εκκλησιαστικό συμβούλιο με την τολμηρότητά της: η διαγραφή του δεξιού ποδιού της μέσα από το ρούχο θεωρήθηκε προκλητική. Αντιδράσεις προκάλεσε και η απόδοση των αλόγων των δύο στρατιωτικών αγίων, καθώς θεωρήθηκε ότι αυτά κυριαρχούν υπερβολικά στις συνθέσεις.
Αντιδράσεις, εξάλλου, προκάλεσαν το 1919 και οι δώδεκα εικόνες τέμπλου με θέμα το Δωδεκάορτο, που δεν έμειναν ούτε ένα μήνα στον ναό εξαιτίας αντιδράσεων. Σήμερα τα έργα αυτά φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Επίσης, ο Κωνσταντίνος Παρθένης φιλοτέχνησε έξι εικόνες μικρών διαστάσεων σε κύκλο (μετάλλια) που κοσμούν τα βημόθυρα του ναού. Στο αριστερό βημόθυρο απεικονίζονται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο προφήτης Δαυίδ και ο Ιωάννης Θεολόγος, ενώ στο δεξί βημόθυρο ο Σολομώντας, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ο Ευαγγελιστής Μάρκος.
Την υπογραφή του Κωνσταντίνου Παρθένη φέρουν τέλος και δύο φορητές εικόνες μικρών διαστάσεων με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Στη μία από αυτές απεικονίζεται η Παναγία και στην άλλη ο άγγελος του Ευαγγελισμού.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκο Ζία, ο οποίος ανακάλυψε τους θησαυρούς που έκρυβε ο ναός, «από εδώ ξεκινάει μια άλλη αντίληψη του Παρθένη, που θα κυριαρχήσει στη γενιά του ’30. Χρησιμοποιεί για τη σκίαση όχι το σκουρότερο τόνο του χρώματος, αλλά το πράσινο χρώμα».
Σε πρόσφατη συνεδρίασή του το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ του χαρακτηρισμού ως μνημείων των έργων που φιλοτέχνησε ο Κωνσταντίνος Παρθένης για το ναό του Αγίου Αλεξάνδρου (εκτός αυτών που φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη).
Έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη βρίσκονται και στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου Πόρου, στο κέντρο του παλιού οικισμού του νησιού.
Ο Παρθένης φιλοτέχνησε το 1907 τις τοιχογραφίες στον τρούλο του ναού (με τις μορφές του Παντοκράτορα, των προφητών, των Ευαγγελιστών και των χερουβίμ). Έργα του Παρθένη είναι επίσης η εικόνα του Χριστού στον επισκοπικό θρόνο, τα θωράκια του άμβωνα με παραστάσεις των Αποστόλων και ο διάκοσμος της Ωραίας Πύλης με τον Χριστό Μέγα Αρχιερέα.
Ο σημερινός ναός του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε το 1861, με προσθήκη κωδωνοστασίου το 1882. Μάλιστα, λόγω της ήδη διαμορφωμένης πολεοδομικής κατάστασης την εποχή που ανεγέρθηκε, αναπτύχθηκε στον άξονα Βορρά-Νότου και όχι στο συνήθη Ανατολής-Δύσης.
Η αρχιτεκτονική του ναού, χαρακτηριστική για εκκλησιαστικό κτίσμα του 19ου αιώνα, αλλά και η φιλοτέχνηση του διακόσμου από τον Κωνσταντίνο Παρθένη οδήγησαν το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων να γνωμοδοτήσει ομόφωνα υπέρ του χαρακτηρισμού του ναού ως μνημείου.