Τα τείχη της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν και αποτελούν ανεξάντλητη πηγή έρευνας, καθώς είναι ένα μεγάλης κλίμακας οχυρωματικό έργο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης. Σήμερα, τα εναπομείναντα τμήματα της οχύρωσης φέρουν χαραγμένη την ιστορία της πόλης και με την επιβλητική τους παρουσία δημιουργούν μια «παραφωνία» στο χαρακτήρα του σύγχρονου αστικού τοπίου.
Στην αναζήτηση της φυσιογνωμίας της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, έχουν κατά καιρούς πραγματοποιηθεί διάφορες μελέτες και έργα ανασχεδιασμού, με κύριο ζητούμενο πάντα την ανάδειξη της πολλαπλότητας και της πολυπλοκότητας των ιστορικών επιπέδων της και ταυτόχρονα τη σύνδεση των μνημείων με το σύγχρονο παρόν της πόλης. Η συγκεκριμένη μελέτη έχει ως θέμα την αποκατάσταση και την ανάδειξη τμήματος των βορειοδυτικών τειχών της Θεσσαλονίκης (σημ. 1).
Πρωταρχικός στόχος της συνολικής μελέτης (σημ. 2), μέρος της οποίας παρουσιάζεται παρακάτω, ήταν η συγκέντρωση όλων εκείνων των απαραίτητων στοιχείων που σχετίζονται τόσο με το υπό μελέτη τμήμα του τείχους όσο και με την ευρύτερη περιοχή του, ώστε, με βάση την αρμονική συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων μελετητών, να προταθεί μια νέα προσέγγιση επανένταξης του μνημείου στο αστικό τοπίο. Η προτεινόμενη επέμβαση θέτει σε άμεση προτεραιότητα την προστασία, τη συντήρηση, την αποκατάσταση και την ανάδειξη του μνημείου, σεβόμενη την ιστορικότητα και τη μοναδικότητα όχι μόνο του ίδιου του τείχους, αλλά και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται. Σημαντικό ζητούμενο αποτέλεσε η συμφωνία των επεμβάσεων με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, τις διεθνείς συμβάσεις και Χάρτες, ενώ κύρια επιδίωξη ήταν και η σύγχρονη αντιμετώπιση του θέματος, με προτάσεις που θα ικανοποιούν τις σημερινές ανάγκες και θα αντικατοπτρίζουν τα δεδομένα της εποχής μας.
Η τοποθεσία όπου αναπτύσσεται το τμήμα των τειχών που εξετάζεται βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης, στα όρια του κεντρικού Δήμου με τον Δήμο Συκεών και αποτελεί το όριο μεταξύ δύο περιοχών κατοικίας: του ιστορικού οικισμού της Άνω Πόλης στα νότια και της περιοχής Καλλιθέας του Δήμου Συκεών στα βόρεια.
Η περιοχή της Άνω Πόλης, με το χαρακτηριστικό ανάγλυφο και τις έντονες κλίσεις του εδάφους, είναι γνωστό πως αναπτύχθηκε οικιστικά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τότε είναι που άρχισε να διαμορφώνεται η ιδιαίτερη εικόνα του πυκνοδομημένου ακανόνιστου αστικού ιστού με τους στενούς λιθόστρωτους δρόμους, τα αδιέξοδα, τα μικρά ξέφωτα, τις πλατείες καθώς και τα μοναδικά σε λιτότητα, κομψότητα και λειτουργικότητα κτίσματα της λαϊκής βαλκανικής αρχιτεκτονικής, ανάμεσα στα διάσπαρτα εναπομείναντα βυζαντινά μνημεία. Το τοπίο της περιοχής συμπληρώθηκε αργότερα, με τα πολυάριθμα ταπεινά και πρόχειρα κατασκευασμένα κτίσματα, τα οποία κτίστηκαν από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ώστε να καλύψουν τις άμεσες στεγαστικές τους ανάγκες. Το 1979 ο οικισμός της Άνω Πόλης χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός και σήμερα αποτελεί ίσως το μοναδικό τμήμα της Θεσσαλονίκης που διασώζει μνήμες από όλο το ιστορικό φάσμα ζωής της πόλης.
Η περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο Δήμος Συκεών ήταν αραιοκατοικημένη κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αργότερα, ωστόσο, άρχισε να αναπτύσσεται οικιστικά, αφενός εξαιτίας της επέκτασης της πόλης εκτός των τειχών, αφετέρου λόγω της έλευσης των προσφύγων. Η ανάγκη για τη στέγαση ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που κατέφθαναν σε διαδοχικά κύματα δεν επέτρεψε την εκπόνηση μελετών και πολεοδομικών σχεδίων, με αποτέλεσμα την άναρχη δόμηση και την κατάληψη χώρων ακόμη και σε άμεση επαφή με το τείχος. Το βραχώδες έδαφος και το ιδιαίτερα έντονο ανάγλυφο δεν απέτρεψαν τη ραγδαία εξάπλωση του προσφυγικού οικισμού που σε πολλά σημεία «ακούμπησε» στο τείχος. Έτσι σήμερα, αντικρίζει κανείς έναν μεγάλο αριθμό μικρής κλίμακας κτιρίων να είναι κτισμένα σε άμεση επαφή με τον οχυρωματικό περίβολο για λόγους οικονομίας της κατασκευής, δημιουργώντας μια περίπλοκη εικόνα και αποκρύπτοντας σημειακά το μνημείο. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, τα προσφυγικά κτίσματα που χαρακτήριζαν τον Δήμο Συκεών αντικαταστάθηκαν στην πλειονότητά τους από σύγχρονες πολυκατοικίες, αλλάζοντας ριζικά τον αστικό χαρακτήρα της περιοχής. Εξαίρεση αποτελεί ένα μικρό τμήμα κατά μήκος τού υπό μελέτη τμήματος των βορειοδυτικών τειχών, το οποίο διασώθηκε και είναι σήμερα γνωστό ως Πολιτιστική Γειτονιά. Λόγω της ασυμβατότητας των ρυμοτομικών διαταγμάτων, της έντονης κλίσης του εδάφους και του ιδιόρρυθμου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η εν λόγω περιοχή διατηρεί σε μεγάλο ποσοστό την εικόνα που είχε μετά την άφιξη των προσφύγων το 1922 (σημ. 3).
Το 1997, ο Δήμος Συκεών, σε μια προσπάθεια ανάπλασης της συγκεκριμένης περιοχής και επανένταξής της στο σύγχρονο αστικό τοπίο, προκήρυξε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό με τίτλο «Ανάπλαση πολιτιστικής γειτονιάς έξω από τα βορειοδυτικά τείχη». Η μελέτη που εγκρίθηκε και εφαρμόζεται σήμερα προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη σύνδεση της περιοχής με τον ευρύτερο αστικό ιστό του Δήμου, κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, αξιολόγηση και επιλεκτική διατήρηση ή ανακατασκευή των προσφυγικών κατοικιών και νέες χρήσεις κτιρίων, όπως π.χ. παιδικό σταθμό, μικρά εργαστήρια, πολιτιστικούς χώρους κ.ά.
Το μήκος του υπό μελέτη τμήματος του τείχους που διατηρείται ακέραιο σε μεγάλο ποσοστό είναι περίπου 300 μ. και αποτελείται συνολικά από έξι πύργους και πέντε μεσοπύργια διαστήματα. Το ύψος του ποικίλλει, φτάνοντας σε ορισμένα σημεία τα 13 μ., ενώ το συνολικό πάχος του κυμαίνεται από 0,60 μ. έως 4,30 μ.
Όσον αφορά στη μορφολογία, το κύριο σώμα του τείχους δεν παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ή σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το σύνολο της οχύρωσης της πόλης. Το μεγαλύτερο τμήμα αποτελεί κατασκευή που χρονολογείται μεταξύ του 7ου και του 9ου αιώνα (σημ. 4), μιμούμενο ωστόσο το παλαιοχριστιανικό σύστημα δόμησης, αυτό των εναλλασσόμενων λίθινων και πλίνθινων ζωνών. Το υπόλοιπο αποτελεί τοπική ανακατασκευή μεταγενέστερης χρονικής περιόδου (11ος αιώνας) και διαμορφώνεται από αργολιθοδομή με μεγάλο αριθμό διάσπαρτων πλίνθων. Στο τμήμα αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη ενός μοτίβου ιχθυάκανθας στο μέσον περίπου του ύψους του, το οποίο πιθανώς αποτελεί σημειακή επισκευή της οθωμανικής περιόδου.
Οι πύργοι, αντίθετα, παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς είναι ανακατασκευασμένοι σε διάφορες χρονικές περιόδους, εμφανίζοντας ποικίλα χαρακτηριστικά. Ενδιαφέρον προκαλεί ο τρόπος προσαρμογής των προσθηκών της βυζαντινής περιόδου σε προγενέστερες κατασκευές, καθώς και ο τρόπος χρήσης των υλικών από τους προϋπάρχοντες ρωμαϊκούς πύργους. Έτσι, παρατηρείται άλλοτε η ρωμαϊκή κατασκευή να περικλείεται από τον νέο βυζαντινό πύργο, αποτελώντας τον πυρήνα του, άλλοτε να διατηρείται εμφανής η κύρια όψη του ρωμαϊκού πύργου και άλλοτε να χρησιμοποιούνται οι μεγάλοι ρωμαϊκοί πώρινοι λιθόπλινθοι ως διακοσμητικά στοιχεία και ταυτόχρονα ως ενίσχυση της νέας κατασκευής. Η ύπαρξη αντηρίδων στην εξωτερική όψη ενός εκ των πύργων αποτελεί ιδιαίτερο κατασκευαστικό χαρακτηριστικό, καθώς ελάχιστες αντηρίδες εντοπίζονται στο υπόλοιπο τμήμα της οχύρωσης της πόλης.
Τέλος, όσον αφορά στην παθολογία του τείχους, τα κυριότερα προβλήματα που παρατηρήθηκαν είναι η υγρασία, η αποκόλληση επιχρισμάτων, η διόγκωση της βάσης του με συνέπεια την απώλεια δομικού υλικού, η απώλεια συνδετικού κονιάματος που προκάλεσε την αποκόλληση λίθων, ο κερματισμός και η αποσάθρωση λίθων, οι επιφανειακές και καθολικές καταρρεύσεις, οι ρηγματώσεις σε μεγάλους πώρινους λίθους των πύργων, η κατάρρευση της στέψης σε αρκετά τμήματα και, τέλος, η ανάπτυξη αυτοφυούς βλάστησης στη στέψη και στους αρμούς.
Οι κυριότερες επιδιώξεις του σχεδιασμού και των επεμβάσεων που προτάθηκαν ήταν: α) η προστασία του μνημείου και η αποκατάσταση της αντιληπτικής συνέχειάς του όπου αυτό είναι εφικτό, β) η απελευθέρωση του μνημείου από τις νεότερες κατασκευές, και συγκεκριμένα εκείνες που αποκόπτουν τη θέα προς αυτό ή το υποβαθμίζουν, γ) η ανάδειξη των διατηρητέων κτισμάτων καθώς και των κτιρίων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της περιοχής, και δ) η επιλεκτική εισαγωγή μουσειακής χρήσης σε ορισμένα από αυτά σε συνδυασμό με τη δυνατότητα πρόσβασης σε τμήμα του τείχους. Ταυτόχρονα, κύριο ζητούμενο αποτέλεσε η δημιουργία ελεύθερων χώρων περιπάτου, αναψυχής και θέασης, η διατήρηση της μικροκλίμακας και της πολυπλοκότητας που διακρίνει την Άνω Πόλη, η ελεύθερη κυκλοφορία των πεζών αλλά και των ατόμων με κινητικά προβλήματα, η περιστασιακή διέλευση τροχοφόρων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και η διατήρηση χαμηλών ταχυτήτων στον άξονα της οδού Ακρίτα, που διαρρηγνύει την περιοχή. Τέλος, θεωρήθηκε αναγκαία η αντιμετώπιση του θέματος με λύσεις και προτάσεις που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής.
Οι επεμβάσεις που προτείνονται συνολικά για τον δημόσιο χώρο έχουν ήπιο χαρακτήρα, απορρέουν από τη διαχρονικότητα του μνημείου και στοχεύουν κυρίως στην ανάδειξή του, χωρίς λύσεις υπερσχεδιασμού. Παρότι η πρόταση διαπνέεται από τις ίδιες βασικές αρχές, ακολουθείται διαφορετική αντιμετώπιση για καθεμία από τις δύο περιοχές, του Δήμου Συκεών και της Άνω Πόλης. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση, η ελευθερία του χώρου επιτρέπει διαμορφώσεις περισσότερο αυστηρές, με ευθύγραμμες χαράξεις και διαδοχικά πλατώματα στις θέσεις όπου υψώνονται πύργοι ή υπολείμματα πύργων, με σκοπό την καλύτερη θέαση του μνημείου. Αντίθετα, στην Άνω Πόλη, οι νέες χαράξεις διατηρούν και ενισχύουν την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τον ακανόνιστο αστικό ιστό, ενώ παράλληλα διατηρούνται συστάδες κατοικιών που ενισχύουν την αίσθηση της γειτονιάς. Κάποια από τα ίχνη των προσφυγικών κτισμάτων που απομακρύνονται επαναλαμβάνονται με τρόπο συμβολικό: άλλοτε με υπερυψώσεις επιπέδων, άλλοτε με υποβαθμίσεις, άλλοτε ως διαφοροποίηση του υλικού της δαπεδόστρωσης, άλλοτε ως σειρές επιδαπέδιων φωτιστικών ή πιδάκων νερού και άλλοτε ως στοιχεία φυτεύσεων. Γενικά, οι επεμβάσεις στην πλευρά της Άνω Πόλης είναι μικρότερης κλίμακας και πιο σημειακές, ώστε σε κάθε χωρική ενότητα να διαμορφώνονται χώροι κίνησης, στάσης και θέασης των τειχών, συγκέντρωσης ομάδων, χώροι παιχνιδιού και κοινωνικής επαφής. Όλα αυτά φυσικά σε άμεσο συσχετισμό με τις χρήσεις που προτείνονται για τα κτίρια που διατηρούνται, και που απευθύνονται τόσο στους κατοίκους της περιοχής όσο και στους επισκέπτες, αποκτώντας έτσι έναν υπερτοπικό χαρακτήρα.
Πιο συγκεκριμένα, η οδός Έβρου, ο μοναδικός διαμορφωμένος πεζόδρομος της περιοχής, η οποία αποτελεί το όριο μεταξύ Πολιτιστικής Γειτονιάς και τείχους προς την πλευρά του Δήμου Συκεών (ξεκινά από την οδό Ακρίτα και ακολουθεί την κατεύθυνση του τείχους προς τα δυτικά, έως το σημείο όπου το τείχος αλλάζει προσανατολισμό προς τα νότια), επανασχεδιάζεται ως πεζόδρομος, αποτελώντας τον έναν από τους δύο βασικούς άξονες κίνησης της πρότασης. Απομακρύνονται όλα τα κτίσματα και οι νεότερες ασύμβατες κατασκευές που εφάπτονται στο τείχος και παραμένει αδιαμόρφωτο το φυσικό έδαφος (χώμα, βράχος) σε ικανό πλάτος κατά μήκος των σωζόμενων τμημάτων του τείχους. Ο πεζόδρομος διαμορφώνεται από χυτό υλικό, προσαρμοζόμενος κάθε φορά από την πλευρά του τείχους στο έντονο ανάγλυφο. Κατά μήκος του άξονα της οδού Έβρου δημιουργούνται επίσης, μπροστά από τους σωζόμενους πύργους, διευρύνσεις ή πλατώματα σε προεξοχή, προς την πλευρά της Πολιτιστικής Γειτονιάς.
Στο τμήμα όπου το τείχος σήμερα δεν σώζεται, το χυτό υλικό του πεζοδρόμου φτάνει ως τις αυλές των κατοικιών που διατηρούνται, ώστε η διαμόρφωση να αποκτήσει έναν πιο αστικό χαρακτήρα. Παράλληλα, οι αυλές αναδιαμορφώνονται στις αρχικές τους διαστάσεις με σύγχρονα υλικά, και στη συστάδα αυτή των κατοικιών απομακρύνονται οι όποιες ασύμβατες κατασκευές (προσθήκες, αποθήκες, πέργκολες κ.λπ.), με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου και καλαίσθητου μετώπου, που αντικαθιστά κατά κάποιον τρόπο το τείχος που λείπει και ταυτόχρονα συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικότητας της περιοχής, με σαφή αναφορά στον προσφυγικό της χαρακτήρα.
Η οδός Ακρίτα, ανατολικό όριο της περιοχής μελέτης, δεν πεζοδρομείται, αλλά παραμένει διαδρομή σύνδεσης της Άνω Πόλης με τον Δήμο Συκεών, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες ώστε να περιοριστεί η κυκλοφορία των οχημάτων. Ο ρόλος της οδού Ακρίτα και των ελεύθερων χώρων που διαμορφώνονται εκατέρωθεν αυτής είναι διπλός: από τη μια πλευρά χωρίζουν την περιοχή μελέτης, από την άλλη πλευρά ενοποιούν και λειτουργούν ως «είσοδος» στην περιοχή για τον εισερχόμενο από την Άνω Πόλη, αλλά και για εκείνον που κινείται στην οδό Ελπίδος.
Στα νότια του τείχους, προς την πλευρά της Άνω Πόλης, με την απομάκρυνση των ασύμβατων προς το μνημείο κτισμάτων, που υποβαθμίζουν τη θέαση προς αυτό, προκύπτουν ελεύθεροι χώροι, ο χαρακτήρας των οποίων διαμορφώνεται σε σχέση με τη φύση του μνημείου, την οπτική, τις κινήσεις και τις υπάρχουσες διαδρομές. Οι ελεύθεροι αυτοί χώροι μπορούν να έχουν χαρακτήρα: α) δημόσιο, όταν είναι ανοιχτοί στο ευρύ κοινό και προσπελάσιμοι από τον καθένα, β) ημιδημόσιο, όταν επιτρέπουν την ήπια κίνηση και μικρή συγκέντρωση επισκεπτών, ή γ) ιδιωτικό, όταν είναι σε επαφή ή ανήκουν στις δύο περιοχές-πυρήνες κατοικίας που διατηρούνται.
Τέλος, η σχεδιαστική πρόταση για την Άνω Πόλη ολοκληρώνεται με τη γειτονιά των κατοικιών όπως υφίσταται σήμερα, καθώς κρίθηκε σκόπιμη η διατήρησή της. Και αυτό γιατί οι κατοικίες αυτές υποκαθιστούν κατά κάποιον τρόπο τη συνέχεια του τείχους, το οποίο στο συγκεκριμένο τμήμα δεν σώζεται. Η απομάκρυνσή τους θα δημιουργούσε ένα σημαντικό κενό και αρκετά προβλήματα καθώς θα απαιτούσε μεγάλης κλίμακας ανακατασκευές. Αντίθετα, με την επιλογή αυτή, διατηρείται η αίσθηση της γειτονιάς της Άνω Πόλης. Επιβάλλεται ωστόσο η απομάκρυνση όλων των ασύμβατων προσθηκών, καθώς και υλικών που αλλοιώνουν το χαρακτήρα των κτιρίων και προτείνεται η ανάπλαση των όψεων των κτιρίων και των αυλών τους, ώστε να εναρμονιστούν με τη σχεδιαστική πρόταση και να ενταχθούν ομαλότερα στην περιοχή.
Το πλάτωμα στα βόρεια του τείχους, προς την πλευρά του Δήμου Συκεών –στο δώμα του υπάρχοντος σήμερα υπόγειου χώρου στάθμευσης– αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα και στρέφεται προς το τμήμα εκείνο του τείχους όπου διασώζονται οι επάλξεις. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένας μεγάλος ενιαίος χώρος ο οποίος μπορεί να φιλοξενήσει πολιτιστικές εκδηλώσεις με φόντο το τείχος.
Επιπλέον, η μετατροπή τμήματος των προσφυγικών κατοικιών βορειότερα της οδού Έβρου στην «Πολιτιστική Γειτονιά» από τον Δήμο Συκεών, όπου προβλέπονται να ενταχθούν χρήσεις καλλιτεχνικού, εκπαιδευτικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος (παιδικός σταθμός, χώρος εκπαίδευσης και συγκεντρώσεων, εικαστικά εργαστήρια, αποθήκες, εκθεσιακοί χώροι, μικρά καταστήματα, χώρος ψυχαγωγίας, αναψυκτήριο, δημόσιοι χώροι υγιεινής), ενδυνάμωσε την απόφαση της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία ενός πυρήνα πολιτιστικών χρήσεων σε άμεση επαφή με τα τείχη. Η νέα χρήση που προτείνεται να αποδοθεί στην περιοχή σχετίζεται με τον πολιτισμό και αφορά στη δημιουργία ενός «μουσείου οχυρώσεων». Η πρόταση αυτή προέκυψε έπειτα από την ιδέα να ενταχθεί η περιοχή σε ένα ευρύτερο πλέγμα πολιτιστικών χώρων-μουσείων, που έχει αναπτυχθεί ή προβλέπεται να αναπτυχθεί στην περίμετρο των τειχών της πόλης. Στοιχεία αυτού του «πολιτιστικού πλέγματος» θα είναι ο Λευκός Πύργος και το Επταπύργιο, τα οποία έχουν ήδη μετατραπεί σε μουσειακούς χώρους, ο Πύργος Τριγωνίου που θα γίνει μουσείο, το τμήμα των βορειοδυτικών τειχών της περιοχής μελέτης και, τέλος, το Φρούριο του Βαρδαρίου, που επίσης θα μπορούσε να φιλοξενήσει μουσειακό ή πολιτιστικό χώρο.
Οι προτεινόμενες πολιτιστικές-μουσειακές χρήσεις για την υπό μελέτη περιοχή προβλέπεται να στεγαστούν σε κλειστούς χώρους, και συγκεκριμένα σε κάποια από τα κτίσματα που διατηρούνται και διαθέτουν ενδιαφέρουσα τυπολογία και μορφολογία, ενώ ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα ανάπτυξης υπαίθριων εκθέσεων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στους ελεύθερους χώρους που δημιουργούνται μετά την απομάκρυνση ορισμένων ασύμβατων κτισμάτων.
Οι επεμβάσεις αποκατάστασης, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω, και οι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί συντείνουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη τόσο του ίδιου του μνημείου όσο και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της ιστορικότητας της ευρύτερης περιοχής. Η πρόταση ανασχεδιασμού συμβάλλει στο να αποδοθεί στο μνημείο ο χαρακτήρας ενός «μνημείου της πόλης», ενός μνημείου όχι αποκομμένου, αλλά εναρμονισμένου με τον σύγχρονο αστικό ιστό, προσιτού στους κατοίκους και εύκολα προσβάσιμου στους επισκέπτες.
Γιάννης Μούρτος, Αρχιτέκτων Μηχ/κός
Ηλιάνα Παπαμίχου, Αρχιτέκτων Μηχ/κός
Άννα Πασιά, Αρχιτέκτων Μηχ/κός
Μαρία-Κωνσταντίνα Σαλτέα-Καλογερά, Αρχιτέκτων Μηχ/κός
Μαργαρίτα Τιλελή, Αρχαιολόγος
Αλέξανδρος Τούρτας, Αρχαιολόγος