Τα πήλινα ειδώλια, οι μικρές δηλαδή εικόνες ανθρώπων και ζώων σε πηλό, αποτελούν ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό σύνολο του ευρηματολογίου κάθε μινωικού ακρωρεινού ιερού. Ο εντυπωσιακός αριθμός πήλινων ανθρωπόμορφων ειδωλίων που βρέθηκε στην κορυφή του Αγίου Πνεύματος στον Βρύσινα, καταδεικνύει την κομβική θέση του βουνού και τη σημασία της «βρυσιναίας ακρώρειας» στην ευρύτερη περιοχή του νομού Ρεθύμνου, κατά τη Mεσομινωική εποχή. Τα ειδώλια αυτά μαζί με τον ακόμη μεγαλύτερο όγκο των ειδωλίων που αναπαριστάνουν ζώα, κυρίως βοοειδή, κατατάσσουν την αρχαιολογική θέση στις σημαντικότερες στον τομέα της εικονοπλαστικής σε πηλό. Πρακτικοί λόγοι επέβαλαν την διάκριση και διαλογή των θραυσμάτων των ανθρωπομορφικών ειδωλίων, από το τεράστιο πλήθος των άλλων εικονιστικών θραυσμάτων του συνόλου (ανασκαφές Κ. Δαβάρα 1972-1973), για την αποτελεσματική μελέτη τους. Η συστηματική έρευνα του συγκεκριμένου συνόλου των ανθρωπόμορφων ειδωλίων αποτελούν το θέμα της διδακτορικής διατριβής του γράφοντος (Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, με την οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή).
Το υλικό είναι εξαιρετικά αποσπασματικό. Οι ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος της θέσης και οι αλλεπάλληλες διαταράξεις των λεπτών επιχώσεων της κορυφής του βουνού δικαιολογούν την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν τα εύθραυστα πήλινα ειδώλια. Η ακρωτηριασμένη εικόνα τους και το πλήθος τους υπονόμευσε κατά πολύ την αποφασιστική αρχαιολογική τους διερεύνηση και τη συστηματική τους μελέτη. Από τη σχετική διαλογή του τεράστιου αριθμού των πήλινων τεμαχίων που απέδωσαν οι ανασκαφές του 1972-73, καταμετρήθηκαν 2.785 θραύσματα που αποδόθηκαν αρχικά σε ανθρωπόμορφα ειδώλια. Σύμφωνα με τις στατιστικές αναλύσεις, οι 695 κεφαλές που καταμετρήθηκαν συνδυάζονται με 873 καταγραφές επάνω κορμών, γεγονός που καταδεικνύει τη δυναμική του πλήθους των ανθρωπόμορφων ειδωλίων στο συγκεκριμένο δείγμα.
Η προσπάθεια ομαδοποίησης των θραυσμάτων με βάση χαρακτηριστικά του ρυθμού, δηλαδή του όγκου των επιμέρους τμημάτων, των περιγραμμάτων, των αναλογιών μεταξύ των μελών τους σώματος, καθώς και η ανίχνευση των πρακτικών τεχνικής και αισθητικής απόδοσης της ανθρώπινης μορφής, αποτέλεσαν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη μελέτη του συνόλου. Σε αυτή την προσπάθεια, αναδύθηκαν πλήθος εκφάνσεις μιας ανεξάντλητης εκφραστικότητας της πλαστικής τέχνης σε πηλό. Σταδιακά άρχισαν να αναδεικνύονται πτυχές της μινωικής πηλοπλαστικής αφηγηματικότητας στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής, η οποία με ποικίλες παραλλαγές εκτείνεται από τις αρχές της 2ης έως τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. Ασφαλώς, στην παραγωγή αυτή εικάζουμε ότι θα υπήρξαν μακρόχρονα χάσματα. Ωστόσο, οι επιβιώσεις και οι αναβιώσεις της αφηγηματικής εκφραστικότητας στη χειροποίητη πηλοπλαστική της ανθρώπινης μορφής παρουσιάζει, πέρα από τις παραλλαγές της, εντυπωσιακή συνοχή και πληρότητα. Οι βασικοί άξονες της αφηγηματικής γλώσσας της «προσθετικής» διάπλασης σε πηλό (και όχι τόσο της «αφαιρετικής» που χαρακτηρίζει τη γλυπτική), αναδεικνύει αναπόφευκτα και τις αντιλήψεις και την εικόνα του ανθρώπου, ενώ παράλληλα προβάλλει και τις απόψεις για τη θέση του μέσα στο συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον.
Η απόδοση της ανθρώπινης μορφής σε τρεις διαστάσεις και μάλιστα στον εύπλαστο πηλό, αποκαλύπτει τεχνικές, αλλά και αισθητικές παραμέτρους που απασχολούν τον πηλοπλάστη προκειμένου να επιτύχει την πληρότητα της αναπαράστασης. Την αντίληψη για την κυριαρχία των δύο διαστάσεων στην ανάπτυξη των επιμέρους τμημάτων του ανθρώπινου σώματος αναδεικνύει μια μικρή ομάδα ειδωλίων (εικ. 1). Ο τριγωνικός κορμός, πεπλατυσμένος και χωρίς προθέσεις διόγκωσης κατά το βάθος του, έρχεται σε αντίθεση με την κεφαλή που έχει διαμορφωθεί με έντονη πίεση τονίζοντας τα χαρακτηριστικά της πλάγιας όψης. Τα ειδώλια της ομάδας, τα οποία ανήκουν στις πρώιμες πηλοπλαστικές παραδόσεις, απηχούν ανάλογες αντιλήψεις που μπορεί κανείς να διακρίνει στις παλαιοανακτορικές ανθρωπομορφικές απεικονίσεις δύο διαστάσεων, στις σφραγίδες: ο κατενώπιον τριγωνικός κορμός συνδυάζεται με τη στρογγυλεμένη κεφαλή σε κατατομή.
Ο βαθμός ανάπτυξης των όγκων απηχεί βασικά χαρακτηριστικά της αντίληψης για τη μορφή του ανθρώπινου σώματος. Παράλληλα αναδεικνύει τις διακυμάνσεις των τεχνοτροπικών διεργασιών στο πλήθος των πηλοπλαστικών παραδόσεων από τον Βρύσινα. Μια αντιπαραβολή ορισμένων δειγμάτων δείχνει το βαθμό διόγκωσης των επάνω κορμών. Ο κορμός του ανδρικού ειδωλίου (εικ. 2α), που τοποθετείται στις πρώιμες πηλοπλαστικές παραδόσεις του συνόλου, παρουσιάζει άκαμπτο περίγραμμα, ενώ παράλληλα είναι έντονα πεπλατυσμένος. Αντίθετα, η φυσιοκρατική διόγκωση του γυναικείου κορμού (εικ. 2β) καταδεικνύει τη δυναμική της μινωικής πλαστικής σε πηλό. Το συγκεκριμένο δείγμα χρονολογείται στην ιδιαίτερα πλούσια περίοδο για το ιερό, που τοποθετείται στους πρώιμους νεοανακτορικούς χρόνους. Ανάλογη διόγκωση, αλλά περισσότερο τυποποιημένη, παρουσιάζει ο ανδρικός κορμός (εικ. 2γ) στον οποίο εξαίρονται οι θωρακικοί μύες, ενώ οι θηλές αποδίδονται με επίθετα δισκάρια. Τέλος, ο επιμηκυμένος και σανιδόσχημος γυναικείος κορμός (εικ. 2δ) καταδεικνύει τις εξελικτικές διεργασίες των ύστερων πηλοπλαστικών παραδόσεων στο Βρύσινα.
Δεν έχουν το ίδιο μέγεθος τα πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν στον Βρύσινα. Αδρή διάκριση θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα στα μικροσκοπικά ειδώλια που το ύψος τους κυμαίνεται από 4 έως 6 εκ. και στα ευμεγέθη ειδώλια που κατά μέσο όρο κυμαίνονται γύρω στα 12-15 εκ. Ασφαλώς η αναγωγή της ανθρώπινης μορφής στη «μικρογραφική κλίμακα αναπαράστασης» σχετίζεται με τη λειτουργικότητα του εκάστοτε ειδωλίου και η διαδικασία αυτή επιφέρει αναπόφευκτα αλλοιώσεις στην αφηγηματική τους επάρκεια. Πήλινα ειδώλια, ανεξαρτήτως μεγέθους, αποσπασμένα από συμφραζόμενά τους, δηλαδή από το πηλοπλαστικό αφηγηματικό τους περιβάλλον, μαζί με τα κάθε είδους ειδώλια που τοποθετημένα πάνω στην πλίνθο της βάσης τους διατηρούν ενδεχομένως την «ατομικότητά» τους και την αυτονομία τους μέσα στο πηλοπλαστικό σύνολο των ανθρώπινων μορφών, συνεξετάζονται, αν και οι λειτουργικές τους αποχρώσεις, δηλαδή οι χρηστικές τους αξίες, φαίνεται ότι διαφέρουν σημαντικά.
Το παράδειγμα δύο μικροσκοπικών ανδρικών ειδωλίων, τα οποία ανήκουν σε κοινό πολυπρόσωπο ομοίωμα, μας δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα της «μικρογραφικής αφηγηματικής» στην ανθρωπομορφική πηλοπλαστική από τον Βρύσινα (εικ. 3). Η σύσταση του πηλού, τα μορφολογικά τους στοιχεία, όπως ο επίθετος αιδοιοθύλακας και η ιδιότυπη χειρονομία με το αριστερό άκρο χέρι να αγγίζει τη δεξιά πλευρά του λαιμού ενώ παράλληλα το άλλο κάμπτεται προς το στήθος, η οξύληκτη ωοειδής κεφαλή, καθώς και οι αναλογίες και τα περιγράμματα του σώματος, είναι πανομοιότυπα. Επιπλέον, οι επιμέρους εμπιέσεις στα κοντά κάτω άκρα τους και η σχετική κύρτωση στην πίσω όψη των ποδιών, επιτρέπουν την υπόθεση ότι ήταν προσκολλημένα σε κατακόρυφο στοιχείο του «σκηνικού», δηλαδή της βάσης, του πολυπρόσωπου ομοιώματος στο οποίο ήταν τοποθετημένα. Με βάση άλλα αντίστοιχα παραδείγματα εικάζουμε ότι η διάταξή τους στο χώρο ήταν κυκλική.
Το μέγεθος του ακέραιου ειδωλίου της εικόνας 4 αντιστοιχεί στον μέσο όρο των ευμεγεθών ειδωλίων του συνόλου. Η λειτουργική του αυτονομία τεκμηριώνεται από τη στήριξή του πάνω σε τετράγωνη πλίνθο. Ωστόσο, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες κατά πόσο ο παραδοσιακά αναγνωριζόμενος «λάτρης» των μινωικών ιερών κορυφής αποτελούσε αυτόνομο αφηγηματικά ειδώλιο, μέσα στο πλήθος των άλλων ανθρώπινων μορφών. Παρά την ιδιάζουσα χονδροειδή απόδοση των αναλογιών του σώματος και των επιμέρους χαρακτηριστικών του, που αποτελούν στοιχεία του ρυθμού της συγκεκριμένης παράδοσης, το ειδώλιο παρουσιάζει πληρότητα ή ακόμη και πληθωρικότητα στις λεπτομέρειές του. Τα στοιχεία αυτά αποδίδονται όχι μόνο με πλαστικά στοιχεία αλλά και με χρώμα, ίχνη του οποίου διατηρούνται σε όλο το σώμα. Η άνετη διάταξη των επιμέρους χαρακτηριστικών αναδεικνύει εστιάσεις και αποσιωπήσεις διαφοροποιημένες από εκείνες που διαπιστώνονται στα μικροσκοπικά ειδώλια.
Πέρα από τις αναγωγές της κλίμακας και της τρισδιάστατης απεικόνισης οποιουδήποτε αντικειμένου, το πλάσιμο της ίδιας της ανθρώπινης μορφής παρουσιάζει τις πιο σύνθετες παραμέτρους. Η «κατ’ εικόνα και ομοίωση» πρακτική διαμόρφωσης μιας μικρής εικόνας του εαυτού, και μάλιστα σε τρεις διαστάσεις, επιφορτίζει τον πηλοπλάστη με ένα πλήθος προβλημάτων για τη σαφήνεια της αναπαράστασης. Ανεξάρτητα από τις τεχνικές του ικανότητες και τις συμβάσεις της τέχνης που μετέχει, η προσπάθεια του δημιουργού ενδέχεται να απηχεί βαθύτερες πολιτισμικές αξίες για την ανθρώπινη μορφή, των οποίων είναι φορέας. Οι εκάστοτε προθέσεις του αποκαλύπτουν τους κώδικες ή τις συμβάσεις ανθρωπομορφισμού, έτσι όπως αυτοί διαμορφώνονται σε κάθε πολιτισμική φάση του μινωικού πολιτισμού. Αν πράγματι τα κέντρα παραγωγής των ειδωλίων είναι πολλά, όπως υποδεικνύει το σύνολο του Βρύσινα, είτε πρόκειται για πλάστες που ταυτίζονται με τους χρήστες των ειδωλίων είτε για εξειδικευμένους τεχνίτες, αξίζει να ανιχνεύσουμε ενδεχόμενες συγχρονικότητες που θα μπορούσαν να προκύψουν από το πλήθος των πηλοπλαστικών παραδόσεων της θέσης.
Η κεφαλή και ιδίως ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου, καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την ποικιλομορφία. Στα δείγματα της εικόνας 5 οι τρεις κεφαλές που εντάσσονται στις πρώιμες πηλοπλαστικές παραδόσεις του ιερού, δεν επισημαίνουν μόνο τους εναλλακτικούς τρόπους απόδοσης των προσωπογραφικών χαρακτηριστικών, αλλά παράλληλα αποκαλύπτουν τις ιδιαιτερότητες της πηλοπλαστικής τέχνης, του μεγαλύτερου, προς το παρόν, ιερού κορυφής της δυτικής Κρήτης, σε σχέση με τις αντίστοιχες θέσεις της κεντροανατολικής περιφέρειας του νησιού. Πέρα όμως από τις αφαιρετικές συμβάσεις της εκάστοτε τεχνοτροπίας, τα πρόσωπα αποκαλύπτουν επιπλέον έναν λανθάνοντα υβριδισμό ή ακόμη και ομοιότητες με ζωομορφικά χαρακτηριστικά ή καλύτερα με χαρακτηριστικά μιξογενών όντων.
Το πλήθος των ανθρωποειδών πλασμάτων με κεφαλές πτηνών ή ζώων που απεικονίζονται, τόσο στη σφραγιδογλυφία όσο και σε άλλες τέχνες των παλαιοανακτορικών και νεοανακτορικών περιόδων, τεκμηριώνει τη συγχώνευση αυτών των πλασμάτων στο φαντασιακό του μινωικού πολιτισμού. Οι αρχαιολόγοι που επιχείρησαν τη διαλογή του τεράστιου όγκου των θραυσμάτων των ζωόμορφων και των ανθρωπόμορφων ειδωλίων που απέδωσε το ιερό κορυφής στον Βρύσινα, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση μπροστά σε κεφαλές, οι οποίες, ενώ ήταν αδύνατο να τοποθετηθούν στο σύνολο των ζωδίων, ήταν επίσης αμφίβολο αν απεικόνιζαν ανθρώπινες μορφές. Έτσι μέσα στα θραύσματα των ανθρωπόμορφων ειδωλίων εντοπίστηκαν γρυποειδείς, πτηνόσχημες (εικ. 6α, β), αλλά και άλλες τερατόμορφες κεφαλές, οι οποίες ανέδειξαν ακόμη πιο έντονο τον προβληματισμό για τον λανθάνοντα υβριδισμό των ανθρώπινων κεφαλών. Επιπλέον, η λεπτομερής παρατήρηση και περιγραφή των θραυσμάτων είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση ακόμη και της κεφαλής ενός πιθήκου, του πρώτου πήλινου ειδωλίου πιθήκου που γίνεται γνωστό από ακρωρεινή θέση (εικ. 6γ). Η δεξιοτεχνική φυσιοκρατική απόδοση των επιμέρους χαρακτηριστικών του ρύγχους, καθώς και των άλλων χαρακτηριστικών της κεφαλής του ζώου, διασφάλισαν την ταύτιση παρά τις αρχικές αμφιβολίες.
Τα ενδύματα που καλύπτουν το ανθρώπινο σώμα και τα κάθε είδους αντικείμενα που το συνοδεύουν, πέρα από τις πρακτικές ή καλλωπιστικές ανάγκες που καλύπτουν, το νοηματοδοτούν πολιτισμικά και το σηματοδοτούν κοινωνικά. Έχει τονιστεί ότι τα φερόμενα στοιχεία του σώματος «καταξιώνουν» τις μορφές των πήλινων ειδωλίων από τα μινωικά ιερά κορυφής θέτοντας το πρόβλημα της εικόνας και της προβολής του ανθρώπου εκείνων των εποχών. Τα ειδώλια από τον Βρύσινα δεν παρουσιάζουν ποικιλομορφία στα είδη των στοιχείων που φέρει το σώμα. Αντίθετα, ο τρόπος απεικόνισής τους παρουσιάζει πλήθος παραλλαγών. Στα καλύμματα της κεφαλής κυριαρχούν ο οξύληκτος σκούφος (εικ. 7α), και ο χωνοειδής πίλος με ένα πλήθος παραλλαγών (εικ. 7β). Ο σκούφος συγχέεται ενίοτε με οξύληκτες απολήξεις της κεφαλής που προφανώς αποδίδουν ψηλό κότσο (κρώβυλο) (εικ. 7γ), ενώ είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που διαπιστώνεται συμφυρμός κόμμωσης και καπέλου (εικ. 8δ), όπως έχει παρατηρηθεί σε ειδώλια από άλλα ιερά κορυφής.
Οι κομμώσεις με βοστρύχους παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία. Το μέγεθος και η μορφή των μαλλιών έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ταυτότητα της μορφής, εφόσον θα μπορούσαν να είναι δηλωτικές ακόμη και της ηλικίας του ατόμου. Ο Βρύσινας έχει αποδώσει ένα πλήθος σχηματισμών από τις περιπτώσεις ξυρισμένων κεφαλών με μία ή πολλές τούφες μαλλιών (εικ. 8α), ή με συστάδα κοντών βοστρύχων στην κορυφή της κεφαλής (εικ. 8β), έως ιδιαίτερα σύνθετες κομμώσεις βοστρύχων σε συμμετρική διάταξη (εικ. 8γ).
Οι εξίτηλες βαφές και η απολέπιση της λεπτής κρούστας των χρωμάτων δεν μας επιτρέπουν να διερευνήσουμε σε βάθος το πλήθος των κοσμημάτων, που κατά πάσα πιθανότητα θα αποδίδονταν με γραπτά μέσα πάνω στις μορφές. Από τα ελάχιστα κοσμήματα που αποδίδονται με ανάγλυφα πλαστικά μέσα σημειώνονται τα σκουλαρίκια με επίθετα δισκάρια, τα οποία ενίοτε συγχέονται με τα πτερύγια των αφτιών, καθώς και ελάχιστα δείγματα περιδεραίων γύρω από το λαιμό (εικ. 9).
Το γυναικείο περικόρμιο (εικ. 10α, πίσω όψη) –εντυπωσιακό ως προς το μέγεθος του τριγωνικού οξύληκτου νωτιαίου γιακά που είναι σαφές ότι προβάλλεται ιδιαίτερα– αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ενδυματολογικά τεκμήρια που χρονολογούνται με ασφάλεια στα παλαιοανακτορικά χρόνια. Η χρονολόγηση των ειδωλίων με κριτήριο τα σχήματα των ενδυματολογικών συρμών σπάνια είναι ακριβής στα πήλινα χειροποίητα ειδώλια, όχι μόνο γιατί το μινωικό ένδυμα, τόσο το γυναικείο όσο και το ανδρικό, παρουσιάζει μορφολογικά χαρακτηριστικά που έχουν διαχρονικό χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της Μέσης και της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, αλλά και γιατί οι όποιες διαφοροποιημένες λεπτομέρειες στην εξέλιξη των ενδυμάτων δύσκολα αναγνωρίζονται στα πλαστικά χαρακτηριστικά τόσο μικρών ειδωλίων. Παλαιοανακτορική καταγωγή πιθανώς έχει και ο ανδρικός επενδύτης που καλύπτει τον επάνω κορμό (χλαίνη) (εικ. 10β, πίσω όψη), ο οποίος μαρτυρείται σε ειδώλια από άλλες θέσεις (Μαλεβίζι).
Το μινωικό ανδρικό ένδυμα του κάτω κορμού βρίσκει έναν πλούτο πλαστικών δειγμάτων στον Βρύσινα, που επιτρέπουν μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση της μορφής του και του τρόπου ένδυσής του. Ο αιδοιοθύλακας, από ενιαίο επίμηκες ύφασμα περιτυλιγμένο στα δύο ισχία, σχηματίζοντας οξεία γωνία στην πίσω πλευρά (εικ. 11α), αλλά και το ορθογώνιο ύφασμα του περιζώματος που στηρίζεται στη μέση και πέφτει σαν κοντή φούστα, απεικονίζονται σε αρκετά ειδώλια και σε διάφορες παραλλαγές (εικ. 11β).
Οι τροχήλατες φούστες των γυναικείων ειδωλίων συνοδεύονται από την επίθετη πλαστική ταινία της ζώνης (εικ. 12α), η οποία δένεται στη μέση με διάφορους τρόπους. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο τα δύο άκρα της ζώνης πέφτουν μπροστά στη φούστα παρουσιάζει ανεξάντλητες παραλλαγές, όπως για παράδειγμα η απόδοση της συστροφικής πλέξης με βαθιές κυματοειδείς αυλακώσεις (εικ. 12β). Η πλούσια αφηγηματική της γυναικείας ζώνης δεν έχει μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα, αλλά ενδέχεται να αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας της εκάστοτε γυναικείας μορφής. Είναι γνωστό ότι η ζώνη στο γυναικείο σώμα ενέχει πλήθος συμβολισμούς για την κοινωνική της ένταξη και την εν γένει καταξίωσή της.
Τέλος, σε ελάχιστες περιπτώσεις διακρίνονται πλαστικές εντάσεις για την απόδοση των ανδρικών υποδημάτων. Ωστόσο, υπάρχουν και δείγματα που διατηρούν αχνά τα χρωματικά ίχνη των ιμάντων (μελανό επί λευκού) για την απόδοση των μινωικών σανδαλιών (εικ. 13), των οποίων σπάνιες απεικονίσεις σε τρεις διαστάσεις διατηρούνται μόνο σε θραύσματα ειδωλίων από ελεφαντοστό.
Ένας μικρός μεν, αλλά εξίσου σημαντικός αριθμός ειδωλίων αναπαριστάνει μεμονωμένα τμήματα του ανθρώπινου σώματος. Και σε αυτή την περίπτωση το μεγαλύτερο δυτικό ιερό κορυφής του νησιού παρουσιάζει καινοφανείς τομές του ανθρώπινου σώματος σε σχέση με τα αντίστοιχα δείγματα που είναι γνωστά από τα άλλα ιερά κορυφής της κεντρικής και της ανατολικής Κρήτης (εικ. 14). Στα περίεργα αυτά ειδώλια οι τεχνικές της εστίασης και της προβολής συγκεκριμένων τμημάτων του σώματος επιτυγχάνονται με τον κατακερματισμό της ανθρώπινης μορφής. Οι πληθωρικές ερμηνείες αυτών των ειδωλίων περιστρέφονται γύρω από το νόημα της εστίασης του πλάστη στα συγκεκριμένα μέλη του σώματος. Γεγονός πάντως είναι ότι το σύνολο των ειδωλίων με αυτοτελή σωματικά μέλη υποδεικνύει την εξοικείωση των φορέων του μινωικού πολιτισμού με το αποσπασματικό ανθρώπινο σώμα.
Όμως η αφηγηματικότητα της ανθρωπομορφικής πηλοπλαστικής από τον Βρύσινα δεν εξαντλείται εδώ. Η στήριξη ενός ανθρώπινου ειδωλίου, η ένταξή του στο περιβάλλον των υπόλοιπων εικονιστικών θεμάτων, ακόμη όμως και η ευρύτερη τοποθέτησή του μέσα στο πλήθος των ετερόκλητων αντικειμένων ενός πλούσιου ευρηματολογίου που χαρακτηρίζει τη θέση που κατονομάζουμε «ιερό κορυφής» αποτελούν εκφάνσεις μιας αφηγηματικής, τα θραύσματα της οποίας καλούμαστε να ανασυνθέσουμε. Δίπλα στις χιλιάδες παραστάσεις των μορφών της σφραγιδογλυφίας, που διατηρούν τα συγκείμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά και στις εντυπωσιακές, ενίοτε φυσικού μεγέθους, παραστάσεις των τοιχογραφιών, που αναδεικνύουν πλήθος λεπτομερειών, η αποσπασματική πηλοπλαστική, ως ενδιάμεσος κρίκος στην αναπαράσταση του μινωικού ανθρώπου, δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη…
Δημήτρης Σφακιανάκης
Αρχαιολόγος, Υποψήφιος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης
* H επιμέλεια των εικόνων έχει γίνει από την κυρία Ν. Χουρμουζιάδη, δρα Μουσειολογίας.
Συντομογραφίες που χρησιμοποιούνται στις λεζάντες των εικόνων
ΑΑ: Αριθμός απογραφής θραυσμάτων συστηματικής μελέτης του συνόλου των ανθρωπόμορφων ειδωλίων της ανασκαφής Κ. Δαβάρα 1972-73.
ΑΜΡ: Αριθμός Μουσείου Ρεθύμνου – Ευρετήριο Πήλινων Αντικειμένων.