Νικόλαος Δ. Σιώκης, Ενδυμασία και κοινωνία στην Κλεισούρα Καστοριάς. Μελέτη βασισμένη σε φωτογραφικά τεκμήρια (τέλη 19ου – α’ μισό 20ού αιώνα), έκδ. του συγγραφέα, 2012, 192 σελ.
ISBN 978-960-93-4575-0
Η έκδοση αυτή αποτελεί καρπό πολλών κόπων και μακροχρόνιας έρευνας και τα παρουσιαζόμενα σπάνια οπτικά ντοκουμέντα αποσκοπούν στην ανασύνθεση και αποκάλυψη της χαμένης πλέον μορφής της Κλεισούρας.
Από το σύνολο των παρουσιαζόμενων φωτογραφιών επιτυγχάνεται ο προσδιορισμός της εθνοτοπικής ταυτότητας της εύανδρης πολίχνης της Μακεδονίας, αλλά και η ανάδειξη της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ανάπτυξης ενός ιστορικού οικισμού με μια λαμπρή διαδρομή, ελάχιστα γνωστή στη μέχρι σήμερα επιστημονική έρευνα. Το εισαγωγικό κείμενο δεν αφορά το αισθητικό μέρος των φωτογραφιών, αλλά στοχεύει σε μια προσέγγιση της εικόνας ως μια ανθρωπολογική αποτύπωση της εξέλιξης του οικισμού σε σημαντικό πόλισμα και πρώιμο αστικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Λόγω της σπουδαίας γεωγραφικής της θέσης και της δραστηριοποίησης των κατοίκων της με το διαμετακομιστικό εμπόριο η Κλεισούρα επηρεαζόταν πολιτιστικά από την Κωνσταντινούπολη και από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η εμπορική της άνθηση και η πρώιμη συμμετοχή των Κλεισουριέων εμπόρων στην αστική τάξη των ελληνικών παροικιών βελτίωσαν ουσιαστικά τους όρους διαβίωσης και επηρέασαν σημαντικά την ενδυματολογική εξέλιξη. Οι πυκνές επαφές με κέντρα πολιτισμού της Ανατολής και της Δύσης συντέλεσαν στην εισαγωγή καινούριων πολιτισμικών στοιχείων και συνέβαλαν στη δημιουργία απαράμιλλων καλλιτεχνημάτων, στα οποία επιβιώνει το παλιό και συνταιριάζεται με το σύγχρονο. Η αντανάκλαση της νέας οικονομικής πραγματικότητας είναι ολοφάνερη μέσα από τον πλούτο και την ποικιλία των ενδυμάτων και των κοσμημάτων κυρίως των γυναικών, που αγγίζουν τους αισθητικούς προσανατολισμούς της ευρωπαϊκής αντίληψης και μας παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την κοινωνική τους θέση.
Η ενδυματολογική ποικιλομορφία των κατοίκων της Κλεισούρας αντανακλά την κοινωνική τους διαστρωμάτωση, κάτι που διαπιστώνεται ευδιάκριτα στις παλιές φωτογραφίες που παρατίθενται.
Οι φορεσιές των κτηνοτρόφων κατασκευάζονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από μάλλινα υφάσματα της οικιακής βιοτεχνίας και διακρίνονταν για τη λιτότητα και τον συντηρητισμό τους, επιβεβλημένα τρόπον τινά από τις καθημερινές οικιακές και λοιπές ενασχολήσεις, αλλά και από τις περιορισμένες οικονομικές τους δυνατότητες.
Οι φορεσιές των εμποροβιοτεχνών της Κλεισούρας καταδείκνυαν την ανώτερη κοινωνική και οικονομική τους θέση στην πολίχνη και τις έντονες επιρροές τους από τη μόδα και τις συνήθειες της Κωνσταντινούπολης, ενώ παράλληλα οι μεγαλοαστοί και οι έμποροι που δραστηριοποιούνται στα αστικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων υιοθετούν αρκετά πρώιμα τα ευρωπαϊκά ενδύματα και ντύνονται πλέον αλά φράγκα.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα στην Κλεισούρα δραστηριοποιήθηκαν πολλοί φωτογράφοι, επώνυμοι και ανώνυμοι, που τα έργα τους μόνο μαρτυρούν το υψηλό καλλιτεχνικό τους επίπεδο. Το φωτογραφικό υλικό τους σε συνδυασμό με τις ενδυματολογικές μαρτυρίες μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις καθημερινές συνήθειες, τους τύπους των υποδημάτων, των κοσμημάτων και των χτενισμάτων και πιστοποιεί την ευημερία της κωμόπολης από τα τέλη του 18ου μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Γνωστότεροι είναι οι Κλεισουριώτες Νικόλαος Καραβατάκης και Εμμανουήλ Δόλλας, οι αδελφοί Μανάκια από την Αβδέλλα Γρεβενών, οι αδελφοί Παπάζογλου και ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου από την Καστοριά και ο μέχρι σήμερα συνεχιστής του Παπαδόπουλος Γεώργιος από το χωριό Βασιλειάδα.
Σ’ όλους αυτούς έρχονται να προστεθούν οι περιστασιακοί επισκέπτες του ορεινού οικισμού στις αρχές κυρίως του 20ου αιώνα, όπως ο φιλέλληνας Ελβετός φωτογράφος Frederic Boissonnas (1858-1944), οι Γάλλοι στρατιώτες της συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής (Armèe d’Orient), που διήλθαν από την περιοχή μεταξύ των ετών 1915-1919, καθώς και ο ερασιτέχνης φωτογράφος Γεώργιος Βαφιαδάκης (1890-1978), που επισκέφθηκε την Κλεισούρα σε μια εκδρομή του Οδοιπορικού Συνδέσμου Αθηνών στη Μακεδονία το 1934. Πολλές επίσης φωτογραφίες φυλάσσονται σήμερα σε ιδιωτικά αρχεία Κλεισουριέων μόνιμων κατοίκων ή των αποδήμων, που συνήθιζαν να επισκέπτονται τη γενέτειρά τους για παραθέριση, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ερασιτεχνικό είναι το υλικό που μας άφησε ο τραπεζικός υπάλληλος Κων. Γ. Κιάντος, που αρεσκόταν στη φωτογράφηση ναών, τοπίων και πανοραμικών απόψεων της Κλεισούρας, που για πολλά χρόνια κυκλοφόρησαν ευρύτατα μεταξύ των συμπατριωτών του ως ευχετήριες καρτποστάλ (φωτοκάρτες).
Με τον φακό τους αποτυπώνουν το λυκόφως μιας εποχής ακμής της Κλεισούρας και τη ζοφερή πραγματικότητα των πολεμικών συρράξεων κατά τη διάρκεια του α’ μισού του 20ου αιώνα.
(κείμενο του συγγραφέα)