Περισσότερα από 130 έργα από τη συλλογή κυρίως της Αλίκης και του Νέστορα Τέλλογλου πιάνουν το νήμα 100 χρόνων ιστορίας της Θεσσαλονίκης στην έκθεση «Η Θεσσαλονίκη των Τέλλογλου: ζωγραφική, χαρακτική, γλυπτική», που εγκαινιάζεται την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου, στις 7.30 το βράδυ στο Τελλόγλειο.
Η έκθεση, που θα διαρκέσει μέχρι τις 31 Μαρτίου, δεν αποτελεί μόνο εικαστική «τεκμηρίωση» της ιστορίας της πόλης: ακολουθεί και τα βήματα διαμόρφωσης της συλλογής του ίδιου του ζεύγους Τέλλογλου, από τις φιλικές συναναστροφές με καλλιτέχνες μέχρι και τη δωρεά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Μέσα από αυτή τη διπλή αφήγηση ξεδιπλώνεται η πορεία των εικαστικών τεχνών στη Θεσσαλονίκη, που είναι στενά συνδεδεμένη με τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία τη σημάδεψαν από το 1912 και μετά.
Τη γενική ευθύνη της έκθεσης έχει η καθηγήτρια του ΑΠΘ και γενική γραμματέας του ΔΣ του Τελλογλείου κ. Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά και την επιμέλεια ο δρ Ιστορίας της Τέχνης κ. Παναγιώτης Μπίκας. Στην έκθεση, εκτός των έργων από τη Συλλογή των Τέλλογλου, φιλοξενούνται και έργα καλλιτεχνών από συλλέκτες φίλους του Τελλογλείου καθώς και έργα μελλοντικών δωρεών.
Όπως επισημαίνει η κ. Γουλάκη-Βουτυρά, η αυτονόητη διασύνδεση εικαστικών τεχνών και ιστορικών γεγονότων «αποκτά άλλο νόημα για μια πόλη που υπήρξε ο πόθος διαφορετικών κρατικών σχηματισμών και η εθνολογική της ταυτότητα άλλαξε με βίαιο τρόπο στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Μέσα σε αυτές ακριβώς τις δύσκολες συνθήκες οι τέχνες στη Θεσσαλονίκη είχαν μια ιδιαίτερη συμβολική φόρτιση και ήταν σε αντίστιξη με το κέντρο αναφοράς, την Αθήνα».
«Οι αλλαγές στην οικιστική δομή της πόλης ή στην πληθυσμιακή σύνθεση υπήρξαν από τα βασικά θέματα των καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην πόλη» τονίζει ο επιμελητής της έκθεσης κ. Μπίκας. «Ιδωμένη μέσα από την εξωτική ματιά του ξένου παρατηρητή που έβλεπε την πόλη με το κυρίαρχο πνεύμα του οριενταλισμού, όπως ο Emil Gerlach, ή με τη ματιά καλλιτεχνών όπως ο Νίκος Φωτάκις ή ο Γεράσιμος Κασόλας που αναδεικνύουν τη γραφικότητα, η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτει τις πιο θελκτικές εικόνες της. Το βαρύ φορτίο της βυζαντινής κληρονομίας της αποτελεί έναν ακόμη άξονα, για ζωγράφους όπως ο Ρέγκος και ο Πεντζίκης, που με διαφορετική προσέγγιση και αφετηρία θα αναδείξουν τα χριστιανικά μνημεία της πόλης. Από την άλλη “αιρετικοί” καλλιτέχνες όπως ο Βιτσώρης και ο Μπαρκόφ, θα προτιμήσουν να καταγράψουν στιγμές μιας πόλης που βρίσκεται σε κίνηση, τη γέννηση της σύγχρονης πόλης, αποτυπώνοντας σημεία όπως τα λιμάνια, όπου η ανθρώπινη εργασία γίνεται ορατή. Κομβικό ρόλο στην αποτύπωση των μεταβολών στην αστική ζωή θα παίξει ο Λουκάς Βενετούλιας, που με μια ρεαλιστική οπτική θα διαρρήξει τον πέπλο της γραφικότητας αποτυπώνοντας με μια αποστασιοποίηση τον εκσυγχρονισμό της Θεσσαλονίκης» αναφέρει ο κ. Μπίκας.
Στη νέα έκθεση του Τελλογλείου ο επισκέπτης εξερευνά την ψυχογραφική διάσταση του πορτρέτου, που όπως υποστηρίζουν οι επιμελητές υπήρξε μία από τις βασικές θεματικές ενασχολήσεις των ζωγράφων. Οι ίδιοι επισημαίνουν πως οι καλλιτέχνες, ειδικά μετά την εφεύρεση της φωτογραφίας και το μοντερνισμό, ενδιαφέρονταν για πολλά περισσότερα πράγματα από την επιφανειακή ομοιότητα. Ενδεικτικό είναι το έργο του Μίμη Βιτσώρη για τον οποίο το πορτρέτο, ενταγμένο στον ψυχογραφικό προσανατολισμό της ζωγραφικής του, αποτέλεσε το όχημα αποτύπωσης του συναισθηματικού κόσμου του εικονιζόμενου, είτε επρόκειτο για ένα μικρό κορίτσι, τη Μαριάνα Τσάμη, είτε για μια διάσημη θεατρίνα, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη. Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης θα εφαρμόσει την ιδιότυπη τεχνική του στην «Αυτοπροσωπογραφία» του, έργο που θα δωρίσει στον Τώνη Σπητέρη. Νεότεροι καλλιτέχνες, όπως ο Ξόνογλου και ο Αλαβέρας, με τη χρήση του χρώματος επιλέγουν την εξπρεσιονιστική γραφή.
Μια ξεχωριστή ενότητα που αναδεικνύεται στην έκθεση «Η Θεσσαλονίκη των Τέλλογλου» είναι η αφαίρεση, η οποία υπήρξε μεταπολεμικά το νέο σύνορο στην ελληνική τέχνη που χώριζε τους συντηρητικούς από τους μοντερνίζοντες καλλιτέχνες. Στη Θεσσαλονίκη, η συζήτηση για την αφαίρεση θα ανοίξει κυρίως μέσα από τις φιλόξενες σελίδες του περιοδικού Η Τέχνη, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ενώ κομβικό ρόλο θα παίξει η βράβευση του Ι. Σπυρόπουλου στην Μπιενάλε του 1960, που αποτέλεσε ένα καλό δείγμα για τους τελικούς «νικητές» της διαμάχης. Καλλιτέχνες όπως ο Χρήστος Λεφάκης, ο Νίκος Σαχίνης αλλά και ο νεότερος και «αιρετικός» Στάθης Λογοθέτης θα θέσουν εμφατικά το θέμα, έχοντας ωστόσο ο καθένας από αυτούς διαφορετική στόχευση. Οι Λεφάκης και Σαχίνης με τις έδρες που αποκτούν στο Πανεπιστήμιο θα ισορροπήσουν την έλλειψη στην πόλη μιας Σχολής Καλών Τεχνών. Από την άλλη, ο πολύ πιο ρηξικέλευθος Λογοθέτης με το έργο του θα συνδεθεί με τη μεταπολεμική, ιδιαίτερα την ιταλική, πρωτοποριακή τέχνη. Ο αυτοδίδακτος Ιωάννης Σβορώνος, συνεκδότης και συνδιευθυντής του Κοχλία, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, θα προχωρήσει σε μια καθαρά αφηρημένη ζωγραφική με μια ολοένα και μεγαλύτερη γεωμετρικότητα και λιτότητα, έχοντας σαφείς επιρροές από την ενασχόλησή του με τη γραφιστική.
Οι νεκρές φύσεις —ιδιαίτερη ενότητα της έκθεσης— δίνουν τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να ασκηθούν και να μελετήσουν τα βασικά στοιχεία της ζωγραφικής, το χρώμα και τη σύνθεση. Από την άλλη, ειδικά σε καλλιτέχνες για τους οποίους το θέμα έχει πρωτεύουσα σημασία, ενδύθηκαν με συμβολικές προεκτάσεις. Ο Ρέγκος θα ονομάσει ένα έργο στο οποίο αποτυπώνεται ένα φτωχικό γεύμα «Διακονιά», μια σαφή αναφορά στην ορθόδοξη παράδοση της προσφοράς. Αντίθετα στη «Νεκρή Φύση με κανάτα και πορτοκάλι» θα ενδιαφερθεί περισσότερο για συνθετικά ζητήματα, με παραπομπές στα έργα του Σεζάν αλλά και του δασκάλου του Δημήτρη Γαλάνη. Ο Νίκος Σαχίνης στη «Νεκρή Φύση με Κανάτα και Φρούτα» του 1958 κάνει φανερή την επίδραση του κυβισμού αλλά κυρίως της ζωγραφικής του Ματίς, ενώ σε ένα από τα τελευταία έργα του το 1988, το χρώμα μοιάζει να εκρήγνυται και να γίνεται φορέας ψυχολογικών διαθέσεων. Ο πολυδιάστατος Πολύκλειτος Ρέγκος θα μαθητεύσει στη χαρακτική πλάι στο Δ. Γαλάνη. Το 1934 εκδόθηκε το λεύκωμα Mont Athos. Gravures sur bois με ξυλογραφίες του από το Άγιον Όρος και πρόλογο του C. Diehl. Ο Άθως τον γοήτευσε όχι μόνο σε σχέση με την ορθόδοξη κληρονομιά, αλλά και ως φυσικό περιβάλλον. Ενταγμένο στη γενικότερη στροφή στη βυζαντινή παράδοση θα πρέπει να θεωρηθεί και το σύνολο των έργων με τις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε το 1949.
Επίσης, στο Τελλόγλειο θα εκτεθούν έργα καλλιτεχνών που έδρασαν ή συνδέθηκαν με τη Θεσσαλονίκη όπως οι Γεώργιος Μόσχος, Κυριάκος Καμπαδάκης, Τάσιος Κυριαζόπουλος, Μηνόπουλος Θανάσης κ.ά.
Στη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιούνται ανοιχτές ξεναγήσεις στο κοινό κάθε Τετάρτη στις 6 το απόγευμα και κάθε Κυριακή στις 12 το μεσημέρι. Παράλληλα, θα λειτουργήσουν εκπαιδευτικά εργαστήρια για παιδιά και ενήλικες, τα οποία θεματολογικά συνδέονται με τα εκθέματα της διοργάνωσης.
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ, Αγ. Δημητρίου 159Α, Θεσσαλονίκη. Διάρκεια έκθεσης: 8 Φεβρουαρίου-31 Μαρτίου 2013. Ώρες λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 10.00-13.00, Τετάρτη: 10.00-19.00, Σάββατο-Κυριακή: 10.00-18.00, Δευτέρα κλειστά.