Περιορισμένες είναι οι επιλογές των προϊστορικών κατοίκων της Ηπείρου και στον τομέα των ταφικών εθίμων. Επικρατεί ο τύπος του απλού κιβωτιόσχημου τάφου (σημ. 1), ο οποίος είναι εγκιβωτισμένος στο χωμάτινο έδαφος της περιοχής και ακόλουθος με τον σκληρό τρόπο διαβίωσης. Ενδεικτική για τη γεωλογία της περιοχής είναι η απουσία χαρακτηριστικών για τον μυκηναϊκό κόσμο λαξευτών θαλαμοειδών τάφων σε μαλακά ιζηματογενή πετρώματα, συχνότερα στον νοτιότερο ελλαδικό χώρο. Ως επείσακτο μυκηναϊκό έθιμο αναγνωρίζεται ο μοναδικός γνωστός θολωτός τάφος από την Κίπερη της Πάργας. Οι ταφές είναι συνήθως κτερισμένες με πήλινα αγγεία, χάλκινα όπλα ή κοσμήματα και άλλα μικροευρήματα από διάφορα υλικά. Τα αντικείμενα αυτά χρησιμοποιούνται προηγουμένως πρακτικά στην καθημερινότητα ή κατασκευάζονται αποκλειστικά για να συνοδεύουν συμβολικά τον νεκρό στη μετά θάνατο ζωή. Αντανακλούν λοιπόν τα κτερίσματα την πραγματική υπόσταση του ατόμου, όταν αποτελούν προσωπικά του αντικείμενα ή μήπως την ιδεατή εικόνα των ζωντανών με την προσφορά δικών τους αντικειμένων στον νεκρό; Επειδή η συγκεκριμένη διάκριση δεν προκύπτει αυτονόητα λόγω και της απουσίας ανθρωπολογικών αναλύσεων σε σκελετικά κατάλοιπα στην Ήπειρο, θα περιοριστούμε στην περιγραφή σχετικών ευρημάτων.
Τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι βρέθηκαν στον Ελαφότοπο Ιωαννίνων (σημ. 2), ενώ στην ίδια περιοχή εντοπίζονται και όστρακα χειροποίητης κεραμικής ως ένδειξη ύπαρξης οικισμού. Οι ταφές ήταν κτερισμένες με χειροποίητους ημισφαιρικούς κυάθους, χάλκινο δρεπανοειδές μαχαίρι, χάλκινα σπειροειδή ψέλια και δακτυλίους, χάντρες από διάφορα υλικά, χρυσό έλασμα. Ο πρώτος τάφος ήταν πλουσιότερα κτερισμένος, ενώ ο τέταρτος βρέθηκε κενός.
Στο κοντινό Καλπάκι Ιωαννίνων (σημ. 3) εντοπίστηκαν τέσσερις ακόμη κιβωτιόσχημοι τάφοι ως συστάδα μικρού νεκροταφείου. Ο πρώτος περιείχε αντρική ταφή με πήλινο αγγείο, χάλκινο εγχειρίδιο, χάλκινη αιχμή δόρατος, χάλκινο δρεπανοειδές μαχαίρι, ενώ ο τέταρτος δύο σκελετούς με δύο πήλινα αγγεία, χάλκινα κοσμήματα και χάντρες από διάφορα υλικά. Ο δεύτερος παιδικός τάφος ήταν ακτέριστος, ο τρίτος φτωχά κτερισμένος με αγγείο και ψέλιο.
Στο γειτονικό Μαζαράκι Ιωαννίνων (σημ. 4) κιβωτιόσχημος τάφος με τρεις νεκρούς βρέθηκε πλούσια κτερισμένος. Περιείχε πέντε μυκηναϊκά και χειροποίητα αγγεία, χάλκινο ξίφος και εγχειρίδιο, τρεις χάλκινες αιχμές δοράτων, λίγα χάλκινα κοσμήματα, χάντρες από διάφορα υλικά και λίθινη ακόνη-περίαπτο (εικ. 1). Στην επίχωση του τάφου εντοπίστηκαν επιπλέον όστρακα χειροποίητης κεραμικής και στέλεχος μυκηναϊκής κύλικας.
Δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι στην Καστρίτσα Ιωαννίνων απέδωσαν ψευδόστομο αμφορίσκο και χάλκινο εγχειρίδιο. Οι ανωτέρω τέσσερις μικρές συστάδες χρονολογούνται από τα ευρήματα στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ-Γ περίοδο. Κιβωτιόσχημος τάφος στο Ρωμανό Ιωαννίνων (σημ. 5) με γυναικεία ταφή και χάλκινα κοσμήματα ανήκει στον 11ο αιώνα π.Χ. Τέλος, αντίστοιχος τάφος στο Νεκρομαντείο Πρέβεζας περιείχε μυκηναϊκά όστρακα, χάντρες και οστά ζώων.
Η σημαντικότερη λακκοειδής ταφή βρέθηκε στο μολοσσικό νεκροταφείο του Λιατοβουνίου Κόνιτσας (σημ. 6). Η μόνη προϊστορική ταφή (τάφος 59, εικ. 2) ανήκε σε άνδρα «πολεμιστή», όπως μαρτυρούν τα κτερίσματα: χάλκινο ξίφος και εγχειρίδιο, δύο χάλκινες αιχμές δοράτων, έντεκα χάλκινα ομφάλια και είκοσι οκτώ κομβία ως στοιχεία δερμάτινου θώρακα, δύο ψήφοι. Ο τάφος χρονολογείται στον 12ο προχριστιανικό αιώνα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου.
Άλλες λακκοειδείς ταφές εντοπίστηκαν στην Κάτω Κόνιτσα Ιωαννίνων (αμαυρόχρωμος κάνθαρος, χάλκινο ξίφος, χάλκινη αιχμή δόρατος), στην Πεδινή Ιωαννίνων (μυκηναϊκός σκύφος, χάλκινο εγχειρίδιο, χάλκινη αιχμή δόρατος, χάλκινο μαχαίρι, πήλινο σφονδύλι), στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας (χάλκινο εγχειρίδιο, χάλκινη αιχμή δόρατος), στην Γκρίκα Θεσπρωτίας (μικρό αγγείο, χάλκινη αιχμή δόρατος, χρυσή και πήλινη χάντρα, οστά αλόγου).
Ο μόνος για την Ήπειρο θολωτός τάφος (εικ. 3) στην Κίπερη Πάργας (σημ. 7) παραπέμπει άμεσα σε μυκηναϊκό έθιμο προβεβλημένης ταφής. Έχει επιμελημένη κατασκευή κατά τον εκφορικό τρόπο δομής με μικρούς πλακοειδείς λίθους. Η θόλος έχει διάμετρο 3,7-3,9 μ. περίπου και αντίστοιχο αρχικό υπολογιζόμενο ύψος, ενώ ο δρόμος του τάφου σώζεται σε μήκος 4 μ. και πλάτος 1 μ. περίπου. Το δάπεδο του θαλάμου και του δρόμου είναι στρωμένο με θαλασσινά χαλίκια. Στον διαταραγμένο ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν οστά ταφών και σκελετός επίτοκης γυναίκας. Βρέθηκαν χάλκινη αιχμή δόρατος, όστρακα μυκηναϊκής και χειροποίητης κεραμικής. Ο τάφος χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ-Β περίοδο.
Στην ακρόπολη της Εφύρας σκάφτηκαν τρεις ταφικοί τύμβοι (σημ. 8) με διάμετρο 9-13,5 μ., πλάτος περιβόλου 1-1,5 μ. και σωζόμενο ύψος 0,3 μ. περίπου. Ο τύμβος Α (Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ φάση) περιείχε οστά ανακομιδών σε κοιλότητα βράχου και τρεις λακκοειδείς ταφές ενηλίκων, κτερισμένες με χειροποίητη κεραμική, σφονδύλια και χάλκινη περόνη. Ο τύμβος Β είχε μια μόνο ακτέριστη ταφή ενηλίκου. Ο τύμβος Γ (Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ-Γ φάση) περιείχε μικρό κιβωτιόσχημο τάφο με ακτέριστη ταφή νηπίου, κτιστό τάφο με ταφή ενηλίκου και υποκάτω οστεοφυλάκιο με οστά δεκατριών δευτερογενών ταφών, ανάμικτα με όστρακα χειροποίητης και μυκηναϊκής κεραμικής, χάντρες-σφονδύλια από διάφορα υλικά και άλλα. Δίπλα βρέθηκε λακκοειδής ταφή ενηλίκου, δεύτερη παιδιού και τρίτη γυναίκας με παιδί. Κάτω από το κρανίο της αναφέρονται πυρακτωμένα χώματα ως ίχνη καθαρτήριας πυράς.
Η εγχώρια κεραμική παραγωγή της Ηπείρου παραμένει χειροποίητη σε όλη τη διάρκεια της Χαλκοκρατίας. Οι μικρές σχετικά διαφοροποιήσεις στην τεχνολογία κατασκευής και όπτησης δεν βοηθούν στη χρονολογική κατάταξη, ενώ και τα ελάχιστα έως τώρα στρωματογραφικά δεδομένα δεν ενισχύονται από χρονολογήσιμα επείσακτα προϊόντα. Σίγουρα εγχώριες πηγές πηλού χρησιμοποιούνται στη συλλογή των πρώτων υλών. Ως βασικές τεχνικές κατασκευής αναγνωρίζονται η μέθοδος της «κουλούρας» για την κατασκευή των μεγαλύτερων αγγείων και η «τσιμπητή» τεχνική για μικρότερα αγγεία. Λακκοειδείς κλίβανοι (pit-kiln: όπως στην περίπτωση της Δωδώνης) πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν στην όπτηση των αγγείων, επαρκώντας τεχνολογικά στο ψήσιμο χειροποίητων αγγείων με μειωμένο έλεγχο των συνθηκών όπτησης και αντίστοιχα βέβαια αποτελέσματα, παράδοση η οποία διατηρείται για αρκετούς αιώνες στην Ήπειρο. Πλην λίγων εξαιρέσεων η εισαγωγή κεραμικού τροχού και εξελιγμένων θερμικών κατασκευών σημειώνεται μόνο από τον 5ο-4ο π.Χ. αιώνα και εξής (σημ. 9). Η χειροποίητη κεραμική της Ηπείρου με βάση υλικό από την Καστρίτσα Ιωαννίνων διαιρέθηκε παλαιότερα από τον Σ. Δάκαρη σε τέσσερις βασικές κατηγορίες, διάκριση η οποία στις γενικές της αρχές χρησιμοποιείται ακόμη με λίγες μεθοδολογικές βελτιώσεις (σημ. 10).
Η πολυπληθέστερη ομάδα (κατηγορία ΙΙ κατά Δάκαρη) αναφέρεται σε χειροποίητη χονδροειδή κεραμική (coarse-fabric domestic ware) με πλαστική διακόσμηση (σχινοειδή, δισκάρια, κομβία), η οποία εξυπηρετεί καθημερινές ανάγκες αποθήκευσης, προετοιμασίας και κατανάλωσης τροφής. Χαρακτηρίζεται από μη πλαστικά εγκλείσματα, κακές συνθήκες όπτησης και τραχιές επιφάνειες χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία, ενώ ως κυρίαρχα σχήματα αναγνωρίζονται πιθοειδή αγγεία και ανοικτά κύπελλα (εικ. 4). Παράγεται τουλάχιστον από την Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική περίοδο (Δολιανά Ιωαννίνων) και καταναλώνεται σε όλη τη διάρκεια της Χαλκοκρατίας έως τα υστεροκλασικά χρόνια ή και αργότερα ακόμη.
Δεύτερη μάλλον σε ποσότητα (κατηγορία ΙΙΙ κατά Δάκαρη) εμφανίζεται χειροποίητη χονδροειδής ή ημιχονδροειδής κεραμική (coarse and semi-coarse table ware) με λειασμένες ή στιλβωμένες σκουρόχρωμες επιφάνειες, η οποία μπορεί να συνδυάζει και την πλαστική διακόσμηση της προηγούμενης ομάδας. Πρόκειται κυρίως για επιτραπέζιο ρυθμό (σκεύη για χρήση στο τραπέζι) με κυρίαρχα ανοικτά σχήματα (κυάθια, φιάλες, κύπελλα, εικ. 5), τα οποία είναι κατασκευασμένα από καθαρό σχετικά πηλό με καλύτερες συνθήκες όπτησης. Αποδίδονται στην κεραμική παράδοση (μινυακή και ψευδομινυακή κεραμική) της Μέσης Χαλκοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώνεται και στη γειτονική Αλβανία, ενώ η επιβίωσή της φτάνει στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (έως και τον 7ο π.Χ. αιώνα περίπου).
Χαρακτηριστική ομάδα (κατηγορία IV κατά Δάκαρη) αποτελεί χειροποίητη κεραμική με αμαυρόχρωμη διακόσμηση (Macedonian/Albanian matt-painted), που αποδίδεται ασφαλώς στην αντίστοιχη παράδοση της Μέσης Χαλκοκρατίας. Η πρώτη φάση (1200-900 π.Χ.) της βορειοδυτικής αμαυρόχρωμης κεραμικής (σημ. 11) χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση του αμαυρού γανώματος πριν την όπτηση με βέλτιστο αποτέλεσμα. Δύο μόνο ακέραια αγγεία-κάνθαροι είναι γνωστά στην Ήπειρο (από τάφους στα Κάτω Πεδινά, εικ. 6, και στην Κάτω Κόνιτσα Ιωαννίνων), ενώ λίγα όστρακα αναφέρονται στη Βίτσα, την Κρύα, την Καστρίτσα, το Κουτσελιό και τη Δωδώνη Ιωαννίνων. Η δεύτερη φάση (850-700 π.Χ.) διαθέτει αγγεία με εύθρυπτη διακόσμηση μετά την όπτηση και πολλά παραδείγματα από τους τύμβους του Πωγωνίου και τα μολοσσικά νεκροταφεία του Λιατοβουνίου και της Βίτσας. Σημαντική είναι η συνεύρεση στη θέση Μαυρομαντίλια Θεσπρωτίας (σημ. 12) χονδροειδούς χειροποίητης κεραμικής μαζί με χειροποίητη αμαυρόχρωμη και τροχήλατη γεωμετρική κεραμική. Επιπλέον αναφέρονται στέλεχος μυκηναϊκής κύλικας και λαβές τύπου “wish-bone”.
Η κατηγορία “orange-red ware” περιλαμβάνει χειροποίητη/τροχήλατη κεραμική, η επιφάνεια της οποίας μοιάζει με αυτή αγγείων της βορειοδυτικής αμαυρόχρωμης ομάδας, αν και συχνά εμφανίζει τεφρόχρωμο πυρήνα. Μάλλον ταυτίζεται με την αξιοσημείωτη κατηγορία των εγχώριων χειροποίητων απομιμήσεων μυκηναϊκής κεραμικής, η οποία διαθέτει ως σχεδόν αποκλειστικό αντιπρόσωπο την υψίποδη κύλικα (εικ. 7). Γνωστά παραδείγματα αυτού του τύπου αναφέρονται από την Κρύα, την Καστρίτσα και τη Δωδώνη Ιωαννίνων, ενώ κάποτε διαθέτουν εύθρυπτη αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Η επικρατούσα σήμερα άποψη κατατάσσει χρονολογικά την εμφάνιση της συγκεκριμένης κατηγορίας γύρω στα 1000 π.Χ.
Η εισηγμένη τροχήλατη μυκηναϊκή κεραμική αντιπροσωπεύεται από λίγα ακέραια παραδείγματα αγγείων και αρκετά όστρακα από διάφορες θέσεις (Λιατοβούνι, Μαζαράκι, Κρύα, Καστρίτσα, Πεδινή, Δωδώνη, Γκρίκα, Κίπερη, Εφύρα, Σκαφιδάκι). Προέρχεται πιθανότατα από κέντρα παραγωγής στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου. Χρονολογικά κατατάσσεται αποκλειστικά στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο (κυρίως Β και Γ φάσεις).
Η μοναδική στατιστική μελέτη (σημ. 13) των κατηγοριών της προϊστορικής κεραμικής από την Ήπειρο αναφέρεται στη Δωδώνη Ιωαννίνων. Οι κυρίαρχες κατηγορίες (ΙΙ και ΙΙΙ κατά Δάκαρη) αντιπροσωπεύονται σε ποσοστό 80%, η μυκηναϊκή κεραμική με διακόσια όστρακα σε ποσοστό 5% (το αντίστοιχο ποσοστό στην Εφύρα υπολογίζεται στο 10-15% περίπου), η “orange-red ή πορτοκαλέρυθρη” με περισσότερα από τριακόσια όστρακα σε ποσοστό 15% περίπου, ενώ αριθμούνται και λίγα όστρακα της βορειοδυτικής αμαυρόχρωμης κεραμικής. Η μελέτη της ηπειρώτικης προϊστορικής κεραμικής βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό στάδιο.
Χρήστος Ν. Κλείτσας, Αρχαιολόγος
Υποψήφιος Διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων