Οι πρώιμες φάσεις της Ύστερης Χαλκοκρατίας στην Ήπειρο, που συγχρονίζονται με την Υστεροελλαδική Ι και ΙΙ του νοτιότερου ελλαδικού χώρου, είναι σχεδόν άγνωστες στην υπό συζήτηση περιοχή. Έτσι μιλάμε για πολιτισμό της τρίτης φάσης της Ύστερης Εποχής Χαλκού και κυρίως για τη μεταβατική περίοδο, η οποία συγχρονίζεται με τον 13o-12o προχριστιανικό αιώνα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ2-Γ1 φάσης του μυκηναϊκού κόσμου. Παρότι η παρουσία λίγων επείσακτων προϊόντων ή εθίμων (μυκηναϊκή κεραμική, χάλκινα αντικείμενα, θολωτός τάφος) από το νότο βοηθά στην καθιέρωση σχετικών χρονολογήσεων, η μαζική εγχώρια χειροποίητη κεραμική παραγωγή και κατανάλωση χαρακτηρίζει ακόμη τον υλικό πολιτισμό της περιοχής. Η συχνή απόδοση στην έρευνα του χρονολογικού προσδιορισμού Ύστερη Εποχή Χαλκού-Πρώιμη Εποχή Σιδήρου μάλλον δείχνει ότι εδώ υπάρχει σχετικά ομαλότερη μετάβαση από τη μια περίοδο στην άλλη. Για τους παραπάνω λόγους θεωρούμε πως η Ήπειρος βρίσκεται στα εξωτερικά όρια της περιφέρειας του μυκηναϊκού κόσμου, αντλώντας από αυτόν αντικείμενα «γοήτρου», που η ίδια αδυνατεί να κατασκευάσει. Παρ’ όλα αυτά, τα γνωστά δεδομένα παραμένουν σχετικά λίγα (σημ. 1) και κάθε γενίκευση μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα.
Στον δεσπόζοντα επί του κάμπου της Κόνιτσας λόφο του Λιατοβουνίου (σημ. 2) και στη συμβολή των ποταμών Αώου και Βοϊδομάτη ανασκάφηκε τμήμα οικισμού (εικ. 2) με κατοίκηση από τον 12o-4o αιώνα π.Χ. Ορίζεται από ελαφρά καμπυλόγραμμο αναλημματικό τοίχο πλάτους ενός μέτρου περίπου, εσωτερικά του οποίου διαπιστώνονται δύο τουλάχιστον φάσεις κατοίκησης. Ως οικοδομικό υλικό στους καμπύλους ή ευθύγραμμους τοίχους χρησιμοποιούνται εγχώριοι αργόλιθοι στη θεμελίωση, ενώ η ανωδομή αποτελείται από πηλόπλινθους, ενισχυμένες με ξυλοδεσιά. Στην πρωιμότερη φάση ανήκουν δάπεδα από πακτωμένο χώμα με μικρά βότσαλα και αποστραγγιστικός αγωγός, λαξευμένος στον φυσικό βράχο. Στην υστερότερη φάση κατασκευάζονται πιο κανονικά δάπεδα από τα ίδια υλικά, ενώ κάτω από ένα βρέθηκε διαταραγμένη λακκοειδής ταφή βρέφους με δίωτο κύπελλο. Εδώ εντάσσεται και επικλινής επιφάνεια από χώμα με χαλίκια και βότσαλα, η οποία ερμηνεύεται ως δρόμος του οικισμού. Σημειώθηκε ποσότητα χονδροειδούς χειροποίητης κεραμικής και λίγα όστρακα με αμαυρόχρωμη διακόσμηση, δέκα τουλάχιστον στελέχη μυκηναϊκών κυλίκων της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου, πήλινα σφονδύλια και αγνύθες, χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα. Σε μικρή απόσταση εντοπίζεται το νεκροταφείο του οικισμού.
Στην κοιλάδα του ποταμού Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου έχουν ερευνηθεί νεκροταφεία τύμβων και οικιστικά σύνολα (σημ. 3) από το τέλος της Ύστερης Εποχής Χαλκού και κυρίως στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Σε θέσεις στη Μερόπη, τον Παλαιόπυργο και την Κάτω Μερόπη αποκαλύπτονται τμήματα οικισμών με ομάδες καμπύλων κτισμάτων (εικ. 3), οργανωμένων σε μικρά πλατώματα επί ομαλών πλαγιών. Οι συγκεκριμένοι οικισμοί ορίζονται συχνά από περιβόλους αναλημματικού ή οχυρωματικού χαρακτήρα, όπως στο Λιατοβούνι Κόνιτσας και αργότερα στη Βίτσα Ζαγορίου και στον Αετό Φιλιατών (πρόσφατα ευρήματα της ΛΒ′ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων). Συνηθέστερη μορφή κάτοψης οικιών είναι η κυκλική, η ελλειψοειδής, ενώ σε μικρότερη συχνότητα απαντούν η πεταλόσχημη, η αψιδωτή και η μορφή σε σχήμα πέλματος. Οι τοίχοι των κτισμάτων διαθέτουν λίθινη υποδομή και ανωδομή από φθαρτά ελαφριά υλικά. Γενικότερα βρέθηκε εγχώρια χειροποίητη κεραμική και πήλινα σφονδύλια, εργαλεία από πυριτόλιθο και άλλα μικροαντικείμενα. Στο εσωτερικό αψιδωτής οικίας από την Κάτω Μερόπη εντοπίστηκαν εστία και δύο πιθάρια, ενώ στον πυθμένα ενός από αυτά υπήρχε μάζα ήλεκτρου-κεχριμπαριού βάρους 1.500 γρ. περίπου, σύνολο το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να ενταχθεί σε ακριβές χρονολογικό πλαίσιο.
Στους πρόποδες του όρους Μιτσικέλι και στην όχθη της λίμνης Παμβώτιδας (εικ. 1) αναπτύσσεται ο οικισμός της Κρύας Ιωαννίνων (σημ. 4) με συνεχή χρήση στον 12ο-8ο αιώνα π.Χ. Δύο οικιστικές φάσεις αντιπροσωπεύονται από σωρούς λίθων και κατάλοιπα εστιών. Βρέθηκαν χειροποίητη κεραμική, εισηγμένα δείγματα και εγχώριες απομιμήσεις μυκηναϊκών κυλίκων, πήλινα σφονδύλια, πυριτολιθικά εργαλεία, οστά ζώων, χάλκινη περόνη.
Από το Θεσπρωτικό Πρέβεζας αναφέρονται οικοδομικά κατάλοιπα, χειροποίητη κεραμική, λίθινα εργαλεία, κιβωτιόσχημοι τάφοι και λιθοσωροί τύμβων. Τα συγκεκριμένα ευρήματα χρονολογούνται στην προϊστορική και πρώιμη ιστορική περίοδο. Πέντε κυκλικές καλύβες με λίθινη αναλημματική κρηπίδα στο χαμηλότερο υψομετρικά ήμισυ της διαμέτρου και με ανωδομή από φθαρτά υλικά εντάχθηκαν παλαιότερα στην ίδια χρονολογική βαθμίδα (σημ. 5).
Αρχαιολογικές θέσεις της Ύστερης Εποχής Χαλκού εντοπίζονται στην περιοχή έρευνας του Nikopolis Project (ανάμεσα στους ποταμούς Αχέροντα-Λούρο: όρια αρχαίας Κασσωπαίας). Σημαντική κρίνεται η ανεύρεση μεγάλου αριθμού πυριτολιθικών εργαλείων σε συνάφεια με χειροποίητη κεραμική στο Κουμασάκι και στον Πούντα, που ερμηνεύονται ως σημεία παραγωγής λίθινων τεχνέργων. Επιπλέον στις θέσεις Βουβοπόταμος, Σκαφιδάκι και Γαλατάς (σημ. 6) τεκμηριώνεται η ύπαρξη οικισμών, από την επιφάνεια των οποίων περισυλλέχτηκαν ποσότητες χειροποίητης κεραμικής και λίθινων εργαλείων, όστρακα μυκηναϊκής κεραμικής, δομικά κατάλοιπα οικιών από φθαρτά υλικά και άλλα ευρήματα. Η χρονολόγηση ενισχύεται και από τρία διαθέσιμα δείγματα μέτρησης ραδιενεργού άνθρακα.
Μερικώς διαφορετική εμφανίζεται η κατάσταση στη λεκάνη εκβολών του ποταμού Αχέροντα, ο οποίος χύνεται στον κόλπο του Φαναρίου επί του Ιονίου πελάγους. Εδώ, η ευκολότερη κατά τα φαινόμενα προσβασιμότητα μέσω θαλάσσιων οδών, η ένταξη θέσεων σε οργανωμένα εμπορικά δίκτυα, η έκφραση μίμησης ή επιβολής μυκηναϊκών προτύπων και η ανάγκη προστασίας από πειρατικές επιδρομές οδήγησαν στην κατασκευή «κυκλώπειων» και «ψευδοκυκλώπειων» τειχών. Οι μνημειακές αυτές μορφές υιοθετούνται σε περιορισμένο βαθμό και αποκλειστικά στις νοτιοδυτικές ακτές της Ηπείρου. Γνωστά δείγματα (σημ. 7) αναφέρονται στην Εφύρα, στην Αγία Ελένη, στην Κάστριζα και λίγο πιο μακριά στην Κίπερη Πάργας, όπου βρέθηκε και ο μοναδικός γνωστός θολωτός τάφος της Ηπείρου.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ακρόπολη της Εφύρας (σημ. 8). Χωροθετείται στον λόφο Ξυλόκαστρο (83 μ.), που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Αχέροντα και Κωκυτού, δίπλα στο χωριό Μεσοπόταμος Πρέβεζας και στο λεγόμενο Νεκρομαντείο του Αχέροντα (εικ. 4). Στην Ύστερη Εποχή Χαλκού η ακρόπολη απείχε μόλις 500 μ. από τη θάλασσα, ενώ σήμερα η ακτογραμμή μετατίθεται προς το Ιόνιο πέλαγος, καθώς το αρχαίο λιμάνι (Γλυκύς Λιμήν, σημ. 9) καλύπτεται από τις πλούσιες επιχώσεις του ποταμού Αχέροντα. Τότε κατασκευάζεται «κυκλώπειο» οχυρωματικό τείχος μήκους 1.120 μ., το οποίο περικλείει έκταση 40 περίπου στρεμμάτων. Στη νότια πλευρά υπάρχει πύλη πλάτους 2,30 μ., πλαισιωμένη από δύο κάθετα σκέλη και πυργοειδή κατασκευή-προμαχώνα. Η προϊστορική οχύρωση περιλαμβάνει και δεύτερο εσώτερο περίβολο, ενώ ο ανώτερος τρίτος χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο. Στο εσωτερικό της ακρόπολης αποκαλύφτηκαν τρεις ταφικοί τύμβοι της Ύστερης Χαλκοκρατίας, οι οποίοι εκτός των άλλων ευρημάτων περιείχαν και μυκηναϊκή κεραμική. Ποσότητες χειροποίητης κεραμικής και πυριτολιθικών εργαλείων εντοπίζονται στην περιοχή, αλλά κανένα ίχνος οικιστικών καταλοίπων ή προϊστορικών στρωμάτων. Η θέση μπορεί να ερμηνευτεί ως εμπορικός σταθμός περιφερειακού κέντρου του μυκηναϊκού κόσμου, το οποίο θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας, όπου εντοπίζονται σημαντικές μυκηναϊκές εγκαταστάσεις (σημ. 10).
Σε μικρή απόσταση από τον θολωτό τάφο της Κίπερης στην Πάργα εντοπίζεται οχυρωματικό τείχος πλάτους 1,30 μ., το οποίο περιβάλλει θεμέλια κυκλικών και ορθογώνιων κατασκευών με προϊστορική κεραμική και λίθινα εργαλεία. Στο λόφο της Αγίας Ελένης σημειώνονται δύο παράλληλες σειρές αναλημματικού ή οχυρωματικού τείχους πλάτους 2 μ. περίπου. Στον γήλοφο της Κάστριζας εντοπίζονται τμήματα οχυρωματικού τείχους με πλάτος 3 μ., τα οποία καλύπτουν τα ευάλωτα σημεία του λόφου, πύλη και πυργοειδείς κατασκευές. Επιφανειακά αναφέρονται ποσότητες χειροποίητης κεραμικής και λίθινων τεχνέργων.
Η αρχαία Δωδώνη βρίσκεται στις βορειοανατολικές παρυφές του όρους Ολύτσικα-Τόμαρος (εικ. 5) και στο κέντρο της ενδοχώρας της Ηπείρου κοντά στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Η πανελλήνια ιερότητα του δωδωναίου μαντείου παραδίδεται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια του Ομήρου από τον 8ο αιώνα π.Χ. Παράλληλα εισάγονται στο αρχαιολογικό αρχείο χάλκινα και άλλα αναθήματα από εργαστήρια του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Ως απόηχος της συλλογικής μνήμης των Ελλήνων αναφέρεται σε διάφορους αρχαίους συγγραφείς η προϊστορική λατρεία της Μεγάλης Θεάς/Θεάς Γης, που συμβολίζει τη γονιμότητα. Αυτή στην Ήπειρο και στη Δωδώνη μετονομάζεται σε Διώνη και λατρεύεται μαζί με τον Δία. Εξίσου παλαιά θεωρείται και η λατρεία της ιερής βελανιδιάς (δρυολατρεία) με αντίστοιχη ινδοευρωπαϊκή καταγωγή. Τι γινόταν λοιπόν εδώ στα προϊστορικά χρόνια (σημ. 11);
Εκτός από λίγα χάλκινα μαχαίρια της Μέσης Χαλκοκρατίας, όλα τα υπόλοιπα προϊστορικά ευρήματα της Δωδώνης κατατάσσονται σε διάφορες φάσεις της Ύστερης Εποχής Χαλκού. Το 1967 ανασκάφηκε στη στοά του ελληνιστικού βουλευτηρίου προϊστορικό στρώμα πάχους 0,50 μ. (σημ. 12), το οποίο επεκτείνεται και σε άλλα σημεία του αρχαιολογικού χώρου. Εδώ βρέθηκαν οι θεμελιώσεις για πέντε πασσάλους ορθογώνιας καλύβας, οκτώ λάκκοι-βόθροι με χειροποίητη κεραμική και πυριτολιθικά τέχνεργα, καθώς και θερμική κατασκευή οκτώσχημου κλιβάνου για την όπτηση τροφών και αγγείων (εικ. 6). Σε συνάφεια με τις παραπάνω κατασκευές εντοπίστηκαν διάφορες κατηγορίες εγχώριας χειροποίητης κεραμικής (και με αμαυρόχρωμη διακόσμηση), εισηγμένη τροχήλατη κεραμική της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (περίπου διακόσια όστρακα), αλλά και εγχώριες απομιμήσεις της (κυρίως κύλικες).
Από παλαιότερες και νεότερες ανασκαφές της Δωδώνης προέρχονται τριάντα περίπου χάλκινα προϊστορικά αντικείμενα (μονόστομα και αμφίστομα μαχαιρίδια, αμφίστομοι πελέκεις, φυλλόσχημες αιχμές δοράτων, εγχειρίδια με λαβή σε σχήμα Τ, κερατόσχημο ξίφος). Άλλοι τριάντα περίπου χάλκινοι σταυροπελέκεις χρονολογούνται στη μεταβατική περίοδο, ενώ οι περισσότεροι είναι κατασκευασμένοι από σφυρήλατο έλασμα με σαφή αναθηματικό χαρακτήρα. Η συγκέντρωση των παραπάνω χαρακτηριστικών στην κοιλάδα της Δωδώνης είναι μοναδική στην Ήπειρο. Η συνεύρεση κατηγοριών κεραμικής με πασσαλόπηκτες και άλλες κατασκευές ενισχύεται από την ενδιαφέρουσα ομάδα μικρογραφικών χειροποίητων αγγείων και χάλκινων εργαλείων ή όπλων με αφιερωματικό πιθανόν χαρακτήρα (εικ. 7). Δύσκολα θα μπορούσε να ερμηνευτεί αλλιώς η συσσώρευση τόσων χάλκινων τεχνέργων με ποικίλη προέλευση (σημ. 13) στην προωθημένη αυτή περιοχή της ηπειρωτικής ενδοχώρας.
Χρήστος Ν. Κλείτσας, Αρχαιολόγος
Υποψήφιος Διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων