Η Νέα Πλευρώνα είναι μία από τις πιο εκτεταμένες πόλεις της Αιτωλίας με εντυπωσιακή οχύρωση, η οποία διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση. Σύμφωνα με την ομηρική αναφορά (σημ. 1) και μαρτυρίες από δύο πινακίδες της Πύλου (σημ. 2), φαίνεται ότι η Πλευρώνα ήταν σημαντική ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή. Η πόλη διέθετε επίσης λιμάνι (σημ. 3) που τοποθετείται στη θέση «Σκαλί» Μεσολογγίου.
Με αφορμή την κατασκευή και τη διέλευση του αυτοκινητόδρομου της Ιονίας Οδού από τη θέση «Τρεις Εκκλησιές» ή «Σκαλί» Μεσολογγίου, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της Παλαιάς και της Νέας Πλευρώνας, άρχισε ανασκαφική έρευνα σωστικού χαρακτήρα, εφόσον στο χώρο διατηρείται ικανό τμήμα αρχαίας οχύρωσης με ορθογωνικής κάτοψης πύργους των ελληνιστικών χρόνων (σημ. 4) (εικ. 1). Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη η θέση ταυτίζεται με το λιμάνι της αρχαίας Πλευρώνας. Τα πλοία έφθαναν στο λιμάνι από την ανοιχτή θάλασσα μέσω διώρυγας, η οποία εξασφάλιζε εύκολη και λιγότερο δαπανηρή συγκοινωνία (σημ. 5). Σήμερα διατηρούνται ίχνη αυτού του δίαυλου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε έως την Ελληνική Επανάσταση (σημ. 6).
Το τείχος εκτείνεται δεξιά και αριστερά της Ε.Ο. Αντιρρίου-Ιωαννίνων και το καλύτερα σωζόμενο τμήμα του βρίσκεται στα νοτιοδυτικά (εικ. 2). Έχει προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ, μήκος 120 μ. περίπου, και ενισχύεται από έναν πύργο ορθογωνικής κάτοψης (σημ. 7). Το 2011 εκτός των εκτεταμένων καθαρισμών που το αποκάλυψαν σε όλο το μήκος του, διανοίχθησαν και δύο δοκιμαστικές τομές θεμελίωσης στην εξωτερική παρειά του. Τα λιγοστά αρχιτεκτονικά λείψανα που προέκυψαν περιορίζονται σε τοίχο, πλάτους 0,85 μ. σύρριζα στην εξωτερική παρειά του, καθώς και κάποια αμελή τοιχάρια αποσπασματικά σωζόμενα, κατασκευασμένα από ακανόνιστους αργούς λίθους διαφόρων μεγεθών, τα οποία ήλθαν στο φως στο μέσον των τομών. Ωστόσο, ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη της κεραμικής και των ευρημάτων από τις δύο αυτές δοκιμαστικές τομές, καθώς, όπως προκύπτει από μία προκαταρκτική εξέταση, χρονολογικά ανήκουν σε πρωιμότερη περίοδο από εκείνη της κατασκευής του τείχους, που τοποθετείται στην Ελληνιστική εποχή. Εκτός από τη μεγάλη ποσότητα άβαφης και γραπτής κεραμικής των ελληνιστικών χρόνων στα υψηλότερα στρώματα, στα χαμηλότερα στρώματα της τελευταίας τομής, από το βάθος εμφάνισης των τοιχαρίων και έως το βάθος που ολοκληρώθηκε η ανασκαφική έρευνα, άρχισε να συγκεντρώνεται κεραμική που χρονολογείται σαφώς στην προϊστορική εποχή. Καθώς η μελέτη αυτής βρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η συντήρησή της, δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί με ασφάλεια μια ακριβέστερη χρονολόγησή της. Ορισμένα όστρακα ανήκουν με βεβαιότητα στη Μέση Εποχή του Χαλκού, χωρίς όμως να αποκλείεται και η ύπαρξη οστράκων της Μυκηναϊκής εποχής με γραπτή διακόσμηση. Αρκετά από τα όστρακα φέρουν έντονα ίχνη καύσης. Εκτός από την κεραμική ανευρέθησαν πυριτολιθικά εργαλεία, λεπίδες οψιδιανού και πήλινα κωνικά σφονδύλια.
Σε άλλη δοκιμαστική τομή θεμελίωσης στη δυτική γωνία του ορθογώνιου πύργου, αποκαλύφθηκε ο φυσικός βράχος, στον οποίο εδράζεται ο πύργος, καθώς επίσης τοίχος, μήκους 6 μ. περίπου, που εφάπτεται στη δυτική γωνία του με κατεύθυνση από ΝΑ προς ΒΔ, κατασκευασμένος από πεσμένες λιθοπλίνθους του πύργου, ο οποίος ασφαλώς κατασκευάστηκε στα νεότερα χρόνια. Η μεγάλη ποσότητα κεραμικής από την τομή αυτή περιλαμβάνει άβαφα και γραπτά όστρακα των ελληνιστικών χρόνων. Στα μικροαντικείμενα ανήκουν ένα ασημένιο, πιθανόν Αχαϊκής Συμπολιτείας, και δύο χάλκινα νομίσματα, σιδηροί ήλοι και άλλα σιδερένια αντικείμενα. Ο πύργος έχει σωζόμενο ύψος 3,20 μ., μήκος μακράς πλευράς 6,75 μ., και είναι κατασκευασμένος κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης. Για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλοι ογκόλιθοι από ντόπιο ασβεστόλιθο, οι οποίοι εξωτερικά φέρουν γκριζωπή πάτινα. Οι γωνιόλιθοι μάλιστα φέρουν το γνωστό και από άλλες αιτωλικές οχυρώσεις λάξευμα διά ξοΐδος (όπως οι πύργοι της Νέας Πλευρώνας).
Η ανασκαφική έρευνα επεκτάθηκε δεξιά και αριστερά του διατηρημένου τμήματος του τείχους και απέδωσε ενδιαφέροντα αποτελέσματα, εφόσον εντοπίστηκαν και νέα τμήματά του.
Σε χαμηλότερο επίπεδο, προς την πλευρά της λιμνοθάλασσας, όπου κατά τη μεγαλύτερη περίοδο του έτους το τείχος είναι καλυμμένο με νερό, λόγω των βροχοπτώσεων του χειμώνα και επειδή ακριβώς βρίσκεται σε βαλτώδη πεδινή έκταση δεντροφυτεμένη σήμερα με πανύψηλες λεύκες, αποκαλύφθηκε το τείχος, που διατηρείται σε μήκος 90 μ. περίπου και έχει πλάτος 4 μ. (εικ. 3). Είναι ορατή μόνο μία σειρά λιθοπλίνθων από τις δύο παρειές του, ενώ στο γέμισμά του παρεμβάλλονται ανά τακτά διαστήματα εγκάρσιοι τοίχοι κατά το έμπλεκτον σύστημα δόμησης, το οποίο εμφανίζεται και σε άλλες γνωστές αιτωλικές και ακαρνανικές οχυρώσεις. Σήμερα είναι ορατοί 7 ή 8 τέτοιοι τοίχοι, οι οποίοι είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους λίθους παρόμοιους με αυτούς των δύο παρειών του τείχους. Αυτό το τμήμα της οχύρωσης δεν αποτυπώνεται στα σχέδια του Noack και του Αν. Πορτελάνου.
Τέλος, από την αντίθετη κατεύθυνση ΒΑ της υπάρχουσας Ε.Ο. Αντιρρίου-Ιωαννίνων πάνω σε λόφο με έντονη κατωφέρεια οι εργασίες επικεντρώθηκαν στον καθαρισμό από τη βλάστηση ενός ακόμη τμήματος του τείχους και τριών πύργων (εικ. 4). Ο τρόπος κατασκευής αυτού είναι διαφορετικός σε σχέση με το τμήμα που περιγράψαμε παραπάνω. Διατηρείται σε μήκος 243 μ., ενώ το πλάτος του κυμαίνεται από 2,50 μ. έως 3 μ. περίπου. Είναι κατασκευασμένο με ακανόνιστους, ακατέργαστους λίθους διαφόρων μεγεθών, στους οποίους δεν δημιουργείται κάποιο πρόσωπο, αλλά ούτε και ομαλές ή επίπεδες επιφάνειες, κατάλληλες να δεχθούν τους λίθους της ανωδομής. Σε αντίθεση όμως με το τείχος, οι πύργοι είναι κατασκευασμένοι με μεγάλους ορθογωνισμένους ογκόλιθους κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης. Ίσως γι’ αυτό θεωρούνται μεταγενέστερη προσθήκη. Κατασκευαστικά δεν φέρουν οι γωνιόλιθοι των πύργων το χαρακτηριστικό λάξευμα διά ξοΐδος, ενώ στο εσωτερικό τους διακρίνονται τοίχοι σε σταυροειδή διάταξη για την καλύτερη ενίσχυση των τοίχων των πύργων (το στοιχείο αυτό συναντάμε και στους πύργους της Νέας Πλευρώνας). Στο εσωτερικό ενός πύργου είναι ορατά τα τοιχώματα κυκλικής κατασκευής, εσωτερικής διαμέτρου 2,60 μ. περίπου. Ένα νέο, άγνωστο τμήμα τείχους εντοπίστηκε από τις εργασίες καθαρισμού, σε απόσταση 31 μ. περίπου προς ΒΔ. Έχει μήκος 150 μ. περίπου και πλάτος 2,80 μ. περίπου. Η έρευνα προς Β δεν έχει ολοκληρωθεί, ενώ προς Ν διακόπτεται μετά από μία απότομη και έντονα επικλινή διαμόρφωση του φυσικού βράχου στο σημείο αυτό. Η έρευνα στο χώρο πρόκειται να συνεχιστεί με τη διενέργεια νέων δοκιμαστικών τομών. Στόχος μας είναι να συγκεντρωθούν περισσότερα στοιχεία, τόσο για την πρωιμότερη χρονολόγηση, όσο και να εντοπιστούν κατάλοιπα που με σαφήνεια θα είναι δυνατόν να συνδεθούν με λιμενικές εγκαταστάσεις (σημ. 8).
Ένα άλλο μεγάλο οδικό έργο που εκτελείται στην Αιτωλοακαρνανία είναι η «Παραϊόνια Οδός – Οδικές συνδέσεις σήραγγας Αγ. Ηλία», που άρχισε τον Ιούλιο του 2008 και αφορά στην κατασκευή νέας οδού που θα συνδέσει τη ΝΑ.ΒΙ.ΠΕ. Πλατυγιαλίου Αστακού με την Ιονία οδό. Η κατασκευή του νέου οδικού άξονα αναμένεται να ολοκληρωθεί το επόμενο έτος. Κατά την εκτέλεσή του αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες σε τρεις θέσεις, που εντοπίζονται σε μικρή απόσταση η μία από την άλλη, κοντά στον σημερινό οικισμό Κεφαλόβρυσου Σταμνάς. Πρόκειται για ήδη γνωστή, σημαντική θέση των Σκοτεινών Αιώνων με τεκμηριωμένη επίσης τη Μυκηναϊκή περίοδο, σε μικρή απόσταση από τον Άγ. Ηλία, όπου έχουν ερευνηθεί πέντε μυκηναϊκοί τάφοι (σημ. 9). Τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως κατά την εκτέλεση του εν λόγω έργου μαρτυρούν ακόμη παλαιότερη κατοίκηση της περιοχής ήδη από τη Μεσοελλαδική περίοδο, αλλά και νέα στοιχεία για την κατοίκηση στην ύπαιθρο χώρα της Αιτωλίας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Με την έναρξη των εργασιών εντοπίστηκε τμήμα νεκροταφείου πρωτογεωμετρικών-γεωμετρικών χρόνων, που εντάσσεται στο γνωστό εκτεταμένο νεκροταφείο της περιόδου, μεγάλο τμήμα του οποίου έχει ερευνηθεί κατά το παρελθόν (σημ. 10). Το νέο τμήμα του αναπτύσσεται σε έκταση 4,8 στρεμμάτων και μέχρι στιγμής έχουν ερευνηθεί 103 τάφοι σε βάθος 1,50-2,50 μ. από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους (εικ. 5). Αριθμητικά υπερτερεί ο τύπος του πίθου και ακολουθεί ο κιβωτιόσχημος τάφος. Εξήντα έξι ταφικά πιθάρια (εικ. 6) βρέθηκαν κατά χώραν, τοποθετημένα οριζόντια στο έδαφος, καλής διατήρησης τα περισσότερα. Σχετικά μικρών διαστάσεων, ύψους 0,50-1,70 μ. και διαμέτρου 0,35-1,28 μ., καταλήγουν σε οξυπύθμενο άκρο, ενώ τα μεγαλύτερα σε μέγεθος κοσμούνται με οριζόντιους πλαστικούς δακτυλίους (εικ. 7). Το στόμιό τους έφραζε μια ασβεστολιθική πλάκα, την οποία συχνά αντιστήριζαν μικρότεροι αργόλιθοι ή σε κάποιες περιπτώσεις μεγαλύτερος λίθος με τη μορφή πώματος. Πάνω τους υψωνόταν σωρός χώματος ενώ τη θέση τους όριζε μικρός λιθοσωρός εν είδει «σήματος». Στον τύπο του κιβωτιόσχημου ανήκουν είκοσι τρεις τάφοι επιμελημένης κατασκευής (εικ. 8). Τα τοιχώματα των κιβωτίων τους αποτελούν μονές ασβεστολιθικές πλάκες (σε μία μόνο περίπτωση το υλικό τους ήταν ψαμμιτόλιθος). Ως κάλυψη έφεραν επίσης από μια ασβεστολιθική πλάκα, ενώ το δάπεδό τους διαμορφωνόταν από μικρά βότσαλα. Οι τάφοι ήταν οργανωμένοι σε συστάδες, ανεξαρτήτως τύπου και προσανατολισμού, και βρέθηκαν όλοι ασύλητοι. Περιείχαν ως επί το πλείστον από μία ταφή, με τον νεκρό τοποθετημένο σε πλάγια συνεσταλμένη ή ύπτια συνεσταλμένη στάση. Μόνο τρία πιθάρια περιείχαν και δευτερογενείς ταφές. Καύσεις δεν διαπιστώθηκαν στους τάφους αυτούς, πρακτική ωστόσο γνωστή στο συγκεκριμένο νεκροταφείο (σημ. 11).
Τις ταφές συνόδευαν πήλινα αγγεία και σφονδύλια, χρυσά, χάλκινα και σιδερένια είδη ένδυσης και κόσμησης (περόνες, πόρπες, σφηκωτήρες, δαχτυλίδια, ψέλλια), χάλκινα και σιδερένια όπλα (ξίφη, αιχμές δοράτων, μαχαίρια). Τα κτερίσματα των ταφικών πίθων περιελάμβαναν κατά κύριο λόγο πήλινα αγγεία, ενώ τα περισσότερα κοσμήματα και όπλα βρέθηκαν στους κιβωτιόσχημους τάφους, στοιχείο που πιθανόν αντανακλά μια κοινωνική-οικονομική διαστρωμάτωση. Τα περισσότερα αντικείμενα είναι εξαιρετικά καλής διατήρησης, κάτι που οφείλεται στη σύσταση του εδάφους της περιοχής. Στα πήλινα αγγεία περιλαμβάνονται τα συνήθη σχήματα που απαντούν την περίοδο αυτή στην περιοχή, οινοχόες, πρόχοι, αμφορίσκοι, κάνθαροι, κύπελλα, ασκοί, φλασκιά κ.ά., με διακόσμηση που ακολουθεί τύπους ήδη γνωστούς τόσο από το ίδιο νεκροταφείο όσο και από τα νεκροταφεία των γειτονικών περιοχών Παλαιομάνινας (σημ. 12), Πλευρώνας (σημ. 13) και Καλυδώνας (σημ. 14) και εντάσσονται στη «Δυτική Κοινή» (σημ. 15).
Σε μικρή απόσταση προς νότια αποκαλύφθηκαν δύο αψιδωτά κτίρια διαστάσεων, με προσανατολισμό Β-Ν και βρίσκονταν στον ίδιο άξονα. Οι τοίχοι τους, πάχους 0,50-0,65 μ. ήταν κατασκευασμένοι από ποταμίσιες κροκάλες, ενώ σώζονταν σε ύψος μόλις 0,20-0,40 μ. Η κεραμική από το εσωτερικό τους χρονολογείται στη Μεσοελλαδική περίοδο (σημ. 16).
Τέλος, περί τα 500 μ. ανατολικότερα (Χ.Θ. 26+930) ερευνήθηκε αγροτικό συγκρότημα ελληνιστικών χρόνων (σημ. 17). Το κτίριο, διαστ. 12,00×11,50 μ., βρισκόταν σε βάθος 1 μ. από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους και περιελάμβανε τέσσερις τουλάχιστον χώρους. Οι τοίχοι, που διατηρούνταν στο επίπεδο θεμελίωσης, ήταν χτισμένοι από αργόλιθους της περιοχής. Σε έναν από τους χώρους (Α) αποκαλύφθηκε δεξαμενή διαστ. 1,20×1,05 μ., και σε όμορο χώρο τμήμα βοτσαλωτού δαπέδου. Ο χώρος Γ ήταν αποθηκευτικός, καθώς σε αυτόν βρέθηκαν in situ δύο πίθοι κάθετα τοποθετημένοι στο χώμα. Στα κινητά ευρήματα περιλαμβάνονται ο τυπικός εξοπλισμός μιας αγροικίας, πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης και αποθήκευσης, πήλινα υφαντικά βάρη, λίθινα τριβεία, σιδερένια καρφιά και μολύβδινοι σύνδεσμοι, καθώς και λιγοστά κοσμήματα των ενοίκων της, ενώ βρέθηκαν και θαλάσσια όστρεα, που πιθανόν σχετίζονται με τη λειτουργία της δεξαμενής. Στο χώρο γύρω από το κτίριο ερευνήθηκαν τμήματα δύο αποχετευτικών αγωγών, καθώς και στοιχεία που υποδηλώνουν την ύπαρξη και άλλων πρόχειρων βοηθητικών κατασκευών.
Τα νέα αυτά δεδομένα προστίθενται στο ήδη πλούσιο αρχαιολογικό υπόβαθρο της περιοχής του μυχού του Αιτωλικού κόλπου.
Δρ Ολυμπία Βικάτου
Αρχαιολόγος
Προϊσταμένη της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων