Από την εποχή που η χορηγία δεν ήταν απλώς ένας κοινωνικός θεσμός, αλλά μόδα από την οποία είτε επωφελούνταν οι άξιοι είτε όχι, κερδισμένος έβγαινε πάντα ο πολιτισμός. Ως σήμερα, που οι χορηγοί αποτελούν είδος προς εξαφάνιση, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια. Απλώς η ιστορία της χώρας ήρθε τα πάνω κάτω και ο πολιτισμός, αποπαίδι της κρατικής μέριμνας ακόμη και σε καλούς καιρούς, όχι μόνο βλέπει τα κονδύλιά του να έχουν μειωθεί δραματικά, αλλά χάνει και τα τελευταία του στηρίγματα.
Οι χορηγοί εξαφανίστηκαν και η οικονομική κρίση είναι σίγουρα η πρώτη αιτία. Αρκετές από τις μεγάλες εταιρείες, που υπήρξαν στο πρόσφατο παρελθόν γενναίοι χορηγοί του πολιτισμού, έκλεισαν ή αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης —δεν είναι μυστικό ότι γνωστοί επιχειρηματίες, πρώην χορηγοί, είναι υπόλογοι στη Δικαιοσύνη—, ενώ οι τράπεζες, παρ’ ότι συνεχίζουν χορηγικά, περνούν τη δική τους σοβαρή οικονομική κρίση. Από την άλλη το κράτος, έχοντας θέσει αυστηρούς όρους στη χορηγία, την οδήγησε σε συρρίκνωση προτού καν αυτή συμβεί από μόνη της.
Οι φορολογικές απαλλαγές καταργήθηκαν και τα υπόλοιπα ανταποδοτικά οφέλη προς τους χορηγούς δεν πείθουν. Απέμειναν τα μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα με το σοβαρό πολιτιστικό έργο, αλλά και αυτά δεν μπορεί να κάνουν τα πάντα. Το αδιέξοδο είναι μεγάλο και οι λόγοι πολλοί, αν και ένας είναι ο σημαντικότερος: δεν είναι ο πολιτισμός το πρώτο ζητούμενο σε εποχές ένδειας.
Αν ρωτήσει κανείς ποιο είναι το απόλυτα γραφειοκρατικό τμήμα του Δημοσίου σε αυτή τη χώρα, η απάντηση είναι μία: το Γραφείο Χορηγιών του τέως υπουργείου Πολιτισμού και νυν Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Εκεί οι χορηγοί, όχι μόνο περνούν από κόσκινο ως ύποπτοι φοροδιαφυγής ή άλλων αξιόποινων πράξεων, αλλά μπορεί να περιμένουν μήνες πολλούς ώσπου να γίνει αποδεκτή η χορηγία τους. Και στο τέλος πληρώνουν και φόρο! Ιδού τα βήματα της ταλαιπωρίας.
Πρώτη κίνηση του χορηγού είναι να καταθέσει στο Γραφείο Χορηγιών αίτηση συνοδευόμενη από φάκελο με τα σχετικά στοιχεία. Πρώτη κίνηση του γραφείου είναι να εξετάσει μήπως τα χρήματα προέρχονται από παράνομη δραστηριότητα. Στη συνέχεια, αν η χορηγία προορίζεται για κάποιο μνημείο, ο φάκελος θα πρέπει να εξεταστεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ή το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, κατά περίπτωση) προκειμένου να υπάρξει γνωμοδότηση, θετική ή αρνητική. Η επόμενη στάση γίνεται στο γραφείο του υπουργού, ο οποίος καλείται να υπογράψει την απόφαση. Κατόπιν όλων αυτών ετοιμάζεται η χορηγική σύμβαση, η οποία και υπογράφεται.
Η διαδικασία όμως δεν ολοκληρώνεται εδώ. Τα χρήματα της χορηγίας δεν πηγαίνουν αμέσως στον αποδέκτη, αλλά σε ειδικό κωδικό του Κρατικού Προϋπολογισμού που αφορά το συγκεκριμένο υπουργείο, εφόσον προορίζονται για το Δημόσιο (στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε τράπεζα για τις άλλες περιπτώσεις). Το υπουργείο στη συνέχεια θα διαχειρισθεί τα χρήματα, όπως επιβάλλει το Δημόσιο Λογιστικό, προκειμένου να αποδοθούν στο έργο για το οποίο τα κατέθεσε ο χορηγός.
Το καλύτερο έρχεται στο τέλος: αν η χορηγία δεν προφθάσει να χρησιμοποιηθεί στον χρόνο που αναφέρεται από τη σύμβαση, τότε τα χρήματα «χάνονται» για τον πολιτισμό. Πηγαίνουν κατευθείαν στην «τρύπα» του χρέους της χώρας. Με αυτές τις συνθήκες, γιατί να γίνει κάποιος χορηγός;
«Θα σας πω ευθέως ότι απαιτούνται πέντε με έξι υπογραφές προκειμένου να γίνει δεκτή μια χορηγία» λέει ο αναπληρωτής υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού, Αθλητισμού κ. Κώστας Τζαβάρας, έκπληκτος και ο ίδιος από τη γραφειοκρατία που απαιτεί ο νόμος για την Πολιτιστική Χορηγία (3525/2007). «Είναι σαφές, άλλωστε, ότι αν ήταν επιτυχημένος θα είχε προσελκύσει πολύ περισσότερους χορηγούς. Είναι λογικό που έχουν εξαφανιστεί» προσθέτει.
Συντηρητικό, σχολαστικό, επιφυλακτικό απέναντι στους χορηγούς χαρακτηρίζουν όσοι χρειάστηκε να εμπλακούν στη διαδικασία μιας χορηγίας τόσο τον νόμο όσο και το Γραφείο Χορηγιών. «Είναι όλα αυτά» παραδέχεται ο υπουργός, ο οποίος δηλώνει ότι έχει κινήσει τη διαδικασία τροποποίησης του νόμου με στόχο, όπως λέει, να καταστεί η χορηγία πιο απλή και ελκυστική. Για τον σκοπό αυτόν μελετάται η διαδικασία που ισχύει σε άλλες χώρες, το Συμβούλιο Χορηγιών θα ανανεωθεί (η θητεία του έχει λήξει προ πολλού) και το Γραφείο Χορηγιών, στελεχωμένο σήμερα από έναν και μόνο υπάλληλο, θα διευρυνθεί.
Περί τα 4 εκατ. ευρώ τον χρόνο είναι το ποσό που φαίνεται να διαχειρίζεται από χορηγίες το γραφείο, μόνο που σε αυτό συνυπολογίζονται οι προγραμματικές συμβάσεις με την Τοπική Αυτοδιοίκηση για αποκαταστάσεις μνημείων, όπως τα 6 εκατ. ευρώ που έδωσε η Νομαρχία Αττικής για την αναστήλωση του Διονυσιακού θεάτρου ή τα 4 εκατ. που έδωσε ο ΟΠΑΠ για το Λύκειο του Αριστοτέλη.
«Βεβαίως χάθηκαν οι χορηγοί. Ο πολιτισμός έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα από την κρίση αλλά και από τον νόμο, που απομάκρυνε τα ιδρύματα από τους χορηγούς και δημιούργησε μια κρατική υπηρεσία καθαρά γραφειοκρατική. Εμείς είχαμε άλλη σχέση με τους χορηγούς μας, τους δίναμε κίνητρο για χορηγία, δεν τους διώχναμε» λέει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, η οποία με τη βοήθεια χορηγών έχει διοργανώσει εκθέσεις διεθνούς ακτινοβολίας. Χάρη στη γενναία χορηγία του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» (13 εκατ. ευρώ) άλλωστε θα ολοκληρωθεί η επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης, έργο που αναμενόταν χρόνια.
Σοβαρότερο είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Μέγαρο Μουσικής, παρά τη σκληρή προσπάθεια προσέλκυσης χορηγών η οποία καταβάλλεται τα δύο τελευταία χρόνια. «Η ανταπόκριση ήταν συγκινητική, όμως τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Μέγαρο είναι τεράστια» λέει ο πρόεδρος του ΟΜΜΑ κ. Γιάννης Μάνος. Όταν τα 13 εκατ. ευρώ της κρατικής επιχορήγησης το 2009 έγιναν 5 το 2010 και το 2011 μόλις 3 (ευτυχώς για εφέτος η επιχορήγηση ορίστηκε στα 5 εκατ. ευρώ) μόνο η αναζήτηση χορηγών, αν και εξαιρετικά δύσκολη στις ημέρες που διανύουμε, μπορεί να σώσει την κατάσταση.
«Υπάρχει οικονομική κρίση, αλλά υπάρχει και ένα θέμα ίσης μεταχείρισης» ισχυρίζεται ωστόσο ο κ. Μάνος θίγοντας ένα διαφορετικό αλλά σοβαρό ζήτημα: «Η μείωση της κρατικής επιχορήγησης στο Μέγαρο Μουσικής ήταν μεγάλη. Καταλαβαίνουμε και σεβόμαστε το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλα ιδρύματα που κάνουν αξιόλογο έργο και πρέπει να επιδοτούνται, αλλά και το Μέγαρο, αν μη τι άλλο, ζητεί ίση μεταχείριση, ανάλογη με τη δική του προσφορά».
Όχι μόνο στην οικονομική κρίση, αλλά και στην αρνητική ψυχολογία των χορηγών οφείλεται εξάλλου για τον καθηγητή κ. Νίκο Σταμπολίδη, διευθυντή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης (ιδιωτικό μουσείο), η πτώση της χορηγίας. «Εμείς, αν δεν έχουμε πάνω από το 60% από χορηγίες, δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε» λέει, προσθέτοντας ότι «ανάκαμψη θα μπορούσε να υπάρξει μόνο με την αλλαγή του νόμου, ώστε να γίνει ευνοϊκότερος σε φορολογικές απαλλαγές».
Γεγονός είναι ότι η κατάργηση των φοροαπαλλαγών λειτούργησε ως ταφόπλακα στη θνήσκουσα ούτως ή άλλως χορηγία. Πόσο λοιπόν μπορεί να βοηθήσει ένας νέος νόμος, όσο καλός και αν είναι, όταν δεν υπάρχει το βασικό κίνητρο προσέλκυσης χορηγών; Από την άλλη, πώς μπορεί να απαιτήσει κανείς το προνόμιο της φοροαπαλλαγής για κάποιους όταν σήμερα φορολογούνται εισοδήματα των 600 ευρώ;
«Ο σκοπός μου είναι να υπάρξει φορολογική απαλλαγή» λέει παρ’ όλα αυτά ο κ. Τζαβάρας, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για να εγκριθεί από το υπουργείο Οικονομικών. «Αυτό μπορεί να γίνει μόνον αν θεωρηθεί ότι είναι ανταποδοτική» προσθέτει. «Γιατί οι χορηγίες αναπληρώνουν ουσιαστικά το κενό που υπάρχει στα οικονομικά του πολιτισμού, λόγω των σημερινών συνθηκών. Ή ο πολιτισμός θα είναι απών ή θα πρέπει να κάνουμε ελκυστικότερη τη χορηγία. Αν δεν υπήρχαν τα μεγάλα ιδρύματα “Νιάρχος”, “Λάτση”, “Ωνάση” δεν θα υπήρχε τίποτε».
Η αναγνώριση και ο έπαινος στους χορηγούς, ο εμπλουτισμός του θεσμού με νέα ανταποδοτικά οφέλη και η παρότρυνση για επέκταση της χορηγίας και στην παροχή ειδών, άυλων αγαθών ή υπηρεσιών αναφέρονται επίσης από τον υπουργό ως μέτρα προσέλκυσης χορηγιών. Όλα όμως θα κριθούν στην πράξη. Και χρόνος δεν υπάρχει.
Χορηγίες σε είδος! Ιδού η εύκολη, γρήγορη και νόμιμη φυσικά λύση προκειμένου να ολοκληρωθεί μια χορηγία, χωρίς να περάσει από το τρομακτικό Γραφείο Χορηγιών. Αντί να δώσει δηλαδή ένας χορηγός χρήματα στο γραφείο για κάποιο έργο, το παραδίδει έτοιμο. Ο τρόπος είναι απλός: αρκεί να συνεννοηθεί με τη σχετική υπηρεσία του υπουργείου ώστε να πάρει τις προδιαγραφές που απαιτούνται. Στη συνέχεια θα αναθέσει σε όποιους επιθυμεί ο ίδιος την εκτέλεσή του, θα τους πληρώσει απευθείας και θα παραδώσει το έργο έτοιμο. Έτσι, πέραν των άλλων, θα γνωρίζει ακριβώς πού θα πάνε τα χρήματά του, θα του κοστίσει πολύ λιγότερο (προκειμένου για το Δημόσιο τα έργα υπερκοστολογούνται) και θα τελειώσει γρηγορότερα. Επιπλέον, ο χορηγός θέλει μια διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που θα έχει από έναν δημόσιο υπάλληλο…
«Χρειάστηκε να περάσουν εννέα μήνες προκειμένου να φθάσουν στον προορισμό τους τα χρήματα χορηγίας που είχε κάνει το Ίδρυμα Μαρία Τσάκου για την προμελέτη επέκτασης της Εθνικής Πινακοθήκης» είναι η δυσάρεστη εμπειρία που καταθέτει η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα από τη γραφειοκρατία του νόμου.
«Πληρώστε εργάτες, εργασία και παραδώστε το έργο έτοιμο χωρίς να μπλέκετε με το Δημόσιο» είναι ως εκ τούτου η προτροπή που γίνεται, ανεπισήμως φυσικά, προς τους χορηγούς. Αρκεί φυσικά να υπάρχουν. Διότι το φαινόμενο της παντελούς έλλειψης είναι επίσης υπαρκτό. «Εμείς στη Βόρεια Ελλάδα δεν έχουμε χορηγούς» λέει αφοπλιστικά η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης κυρία Τζένη Βελένη. «Τα ποσά που μπορώ να εξασφαλίσω —και αυτά με μεγάλο κόπο— είναι της τάξης των 500-800 ευρώ. Τελικά οι μόνοι χορηγοί μου είναι οι Φίλοι του Μουσείου, που είναι πάντα παρόντες».