Γνωστή από τις αρχαίες πηγές, στις οποίες γίνεται απλή αναφορά του ονόματός της, η αιτωλική πόλη Αλίκυρνα μέχρι σήμερα δεν έχει ταυτιστεί επιγραφικά με κάποια αρχαιολογική θέση. Ο Στράβωνας την ονομάζει κώμη και την τοποθετεί μετά την Πλευρώνα, ενώ προσδιορίζει σε 30 στάδια την απόστασή της από τη μεσόγειο Καλυδώνα, πληροφορώντας μας έτσι ότι ήταν παράλια (σημ. 1). Ο Πλίνιος αναφέρει ότι βρισκόταν στην ενδοχώρα, όπως και η Πλευρώνα (H.N. IV, 3). Με βάση τις πηγές αυτές οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν την Αλίκυρνα στο λόφο «Χίλια Σπίτια», κοντά στον οικισμό του Αγ. Θωμά Μεσολογγίου, όπου διατηρούνται τα ερείπια μικρού οχυρωματικού περιβόλου, που περικλείει έκταση περίπου 20 στρεμμάτων (σημ. 2). Η θέση βρίσκεται μεταξύ Πλευρώνας και Καλυδώνας (σημ. 3), σε ένα από τα τελευταία υψώματα του όρους Αράκυνθος, πριν από την πεδιάδα που ανοίγεται προς τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Στο εσωτερικό της ακρόπολης διακρίνονται τα θεμέλια μεγάλου κτηρίου και ενός αναλημματικού τοίχου στα ΒΔ του (σημ. 4).
Η θέση κατοικείτο ήδη από την πρωτογεωμετρική περίοδο, όπως μαρτυρεί ένας κιβωτιόσχημος τάφος του 8ου αι. π.Χ., που εντοπίστηκε τυχαία στην ανατολική πλαγιά του λόφου (σημ. 5). Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η πόλη εκτεινόταν στην πεδιάδα γύρω από το λόφο της οχύρωσης και σε πολλά σημεία είναι ορατά θεμέλια κτηρίων (σημ. 6), ενώ φαίνεται ότι περικλείονταν από ξεχωριστό περίβολο (σημ. 7). Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο εντοπισμός αποχετευτικού (;) αγωγού σε μήκος 17 μ. στα δυτικά πρανή του λόφου, που προφανώς ήταν έργο δημόσιου χαρακτήρα (σημ. 8).
Οικιστικά κατάλοιπα έχουν ερευνηθεί μέχρι σήμερα μόνο αποσπασματικά σε δύο θέσεις. Η πρώτη αφορά υπόλοιπα κεραμικού κλιβάνου ελληνιστικών χρόνων στο συνοικισμό Μετόχι (σημ. 9) και η δεύτερη σε πενιχρά κατάλοιπα πιθανόν οικίας σε μικρή σχετικά απόσταση από το λόφο της οχύρωσης προς Ν (σημ. 10). Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φθάνουν μέχρι τη σημερινή Ε.Ο. Αντιρρίου-Ιωαννίνων και τον συνοικισμό του Αγ. Ιωάννη, όπου σε δοκιμαστικές τομές έχουν εντοπιστεί οικιστικά κατάλοιπα της περιόδου (σημ. 11). Η Σ. Αλεξανδροπούλου στην περιοχή του Αγ. Ιωάννη τοποθετεί τον αρχαίο Έλαο (σημ. 12), οχυρή θέση που γνωρίζουμε μόνο από τον Πολύβιο (IV, 65, 6), όταν περιγράφει την εκστρατεία του Φιλίππου Ε΄ το 219 π.Χ. από την αρχαία πόλη Οινιάδες προς τη νότια Αιτωλία, άποψη που αντικρούει ο Μ. Πετρόπουλος (σημ. 13).
Από τα νεκροταφεία της πόλης έχουν έρθει στο φως μια συστάδα πρώιμων ελληνιστικών τάφων (β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.) στη νότια κλιτύ του λόφου (σημ. 14), καθώς και ένας υπόγειος θαλαμωτός τάφος «μακεδονικού τύπου» του α΄ μισού του 3ου αι. π.Χ. (σημ. 15).
Τη ρωμαϊκή περίοδο η πόλη ευημερεί και αποκτά ένα εντυπωσιακό συγκρότημα θερμών, που χτίστηκε τον 2ο αι. μ.Χ., πιθανότατα στο πλαίσιο κατασκευής της οδού του Τραϊανού που συνέδεε την Πάτρα με τη Νικόπολη, η οποία διερχόταν στα βόρειά του (σημ. 16). Το λουτρικό συγκρότημα καταστράφηκε από τον ισχυρό σεισμό του 551 μ.Χ. που έπληξε την Αιτωλοακαρνανία και όλη τη ΒΔ Πελοπόννησο (σημ. 17).
Τα τελευταία χρόνια με τη διενέργεια εκτεταμένων σωστικών ανασκαφών στο πλαίσιο κατασκευής του έργου της Ιονίας οδού, τα αρχαιολογικά δεδομένα εμπλουτίζονται συνεχώς φωτίζοντας την ιστορία της περιοχής, αλλά και δημιουργώντας συχνά νέους προβληματισμούς.
Οι ανασκαφές αυτές πραγματοποιούνται πολύ κοντά στον πυρήνα της Αλίκυρνας, καθώς η νέα οδός διέρχεται από τα Ν και ΝΔ πρανή του λόφου της οχύρωσης. Πρόκειται για εκτεταμένο πλάτωμα που ξεκινά από τη ΝΔ ρίζα του λόφου και καταλήγει δυτικότερα σε ένα φυσικό ανάλημμα, που οριοθετεί τη σημερινή ανατολική όχθη του υδατορέματος του Αγ. Συμεών. Στην όχθη αυτή, κοντά στην κοίτη του ρέματος, εντοπίστηκε αποθέτης (διαστ. 6×7 μ.) από τον οποίο προήλθαν χιλιάδες θραύσματα πήλινων αγγείων και ειδωλίων (εικ. 1). Ο αποθέτης οριζόταν από τη μία μόνο πλευρά του από δύο τοίχους, παράλληλους μεταξύ τους. Εντυπωσιάζει η ποσότητα των κινητών ευρημάτων: πάνω από 15.000 θραύσματα ειδωλίων και όστρακα αγγείων, η συντήρηση και μελέτη των οποίων βρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο. Η πλειονότητα του υλικού χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους. Τη μεγαλύτερη ομάδα αποτελούν τα ειδώλια, από τα οποία ελάχιστα σώζονται ακέραια. Ως επί το πλείστον διατηρούνται μεμονωμένα κεφάλια (εικ. 2) και τμήματα σωμάτων. Κυριαρχούν οι γυναικείες μορφές, στους συνήθεις τύπους που απαντούν στα αφιερωμένα σε γυναικείες θεότητες ιερά: φορώντας τα ενδύματα της καθημερινής τους ζωής, με τις ποικίλες, απλές ή περισσότερο περίτεχνες, κομμώσεις που ήταν της μόδας την ελληνιστική περίοδο, μεταξύ των οποίων επικρατέστερη αναδεικνύεται η κνιδιακή (σημ. 18). Συχνά κρατούν σφιχτά στη μέση τους κάποια προσφορά (καρπούς ή πτηνό). Ελάχιστες είναι καθήμενες σε κάποιο πάγκο ή θρανίο, ενώ δεν λείπουν και μορφές πάνω σε ζώα, συνηθέστερα σε πτηνό. Αναγνωρίζονται και ορισμένες Νίκες, ενώ μία μεγάλη ομάδα απαρτίζεται από ειδώλια κοριτσιών. Στις καθιστές μορφές ανήκουν ορισμένα παραδείγματα μαθητριών σε θρανίο με πινάκιο, αλλά και κοριτσιών νηπιακής ηλικίας που κρατούν τσαμπιά σταφύλι (σημ. 19). Αρκετές μορφές συνδέονται ερμηνευτικά με τελετουργίες, όπως οι υδριαφόρες, αυτές με τη μορφή θυμιατηρίου και οι χορεύτριες, στις οποίες ανήκουν και ορισμένες κυλινδρικές συμπαγείς μορφές που ακολουθούν έναν αρχαϊστικό κορινθιακό τύπο (σημ. 20). Αρκετά είναι τα ειδώλια ζώων (χοίροι, βοοειδή, κριοί, άλογα) και πτηνών (κυρίως περιστέρια και πετεινοί). Τέλος, μια ομάδα από μάσκες απεικονίζουν Σατύρους και ηθοποιούς της Νέας Κωμωδίας, καθώς και μερικά ειδώλια ερωτιδέων από συμπλέγματα (εικ. 3).
Στο υλικό του αποθέτη ερμηνευτικά ανιχνεύονται στοιχεία από τους κύκλους της Αρτέμιδος, της μεγάλης θεάς που στην Αιτωλοακαρνανία λατρευόταν τόσο στα αστικά ιερά (Λαφριαίο Καλυδώνας) όσο και στα μικρότερα αγροτικά ιερά, του Διονύσου, που επίσης λατρεύεται στη γειτονική Καλυδώνα, και της Αφροδίτης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι αναγνωρίζονται στοιχεία από τον κύκλο της Δήμητρας και της Κόρης, όπως καταδεικνύει το ειδώλιο τρικέφαλου Κερβέρου και θραύσματος με σχηματοποιημένες αποφύσεις που παραπέμπουν στην κοτυλίσκη, το λατρευτικό σκεύος των Ελευσινίων Μυστηρίων (σημ. 21). Επιπλέον, μία από τις ελάχιστες ανδρικές μορφές που κρατά δάδα και κλαδιά θα μπορούσε να αναγνωρισθεί ως μύστης. Η θέση του αποθέτη σε μικρή απόσταση από τον πυρήνα της αρχαίας πόλης είναι πολύ σημαντική για την τοπογραφία της, ενώ οι έρευνες που έχουν ξεκινήσει στο πλάτωμα πριν από την όχθη του ρέματος, ευελπιστούμε να προσδιορίσουν την προέλευση του πολυάριθμου αυτού υλικού.
Αν και οι θεότητες δεν έχουν αναγνωριστεί σε κάποιο ειδώλιο, το ερώτημα ως προς την ταύτιση της λατρευόμενης θεότητας ελπίζουμε να λυθεί με τις έρευνες που έχουν αρχίσει στο πλάτωμα που σχηματίζεται πριν από την όχθη του ρέματος και σε απόσταση μόλις 50 μ. από τον αποθέτη. Μέχρι στιγμής έχει αποκαλυφθεί εκτεταμένο συγκρότημα τριών τουλάχιστον κτηρίων, που αποτελούνται από πολλούς χώρους ενώ διακρίνονται και ελεύθεροι χώροι γύρω από αυτά.
Ο εντοπισμός εκτεταμένου νεκροταφείου κλασικών και ελληνιστικών χρόνων στη θέση «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου, στο πλαίσιο κατασκευής της Ιονίας οδού, μεταξύ Αλίκυρνας και Καλυδώνας, προσφέρει πλέον νέα δεδομένα για τη μελέτη της αρχαίας Αλίκυρνας, παρά τον αρχικό προβληματισμό για την ταύτιση της πόλης που ανήκε το μεγάλο νεκροταφείο (σημ. 22). Αναπτύσσεται κατά μήκος ενός μακρού άξονα με κατεύθυνση Α/ΝΑ-Δ/ΒΔ, μήκους 1 χλμ. περίπου, στον οποίο προφανώς ανιχνεύεται η πορεία ενός αρχαίου δρόμου. Αν και δεν εντοπίστηκαν σταθερά κατάλοιπά του, η διάταξη του νεκροταφείου συνηγορεί στην άποψη ότι κάτω από τη νέα οδό διερχόταν η αρχαία που ένωνε τις δύο αιτωλικές πόλεις, Καλυδώνα και Αλίκυρνα (σημ. 23). Πρόκειται για τμήμα της σπουδαιότερης οδικής αρτηρίας που άρχιζε από την Ήπειρο και διά μέσου της Ακαρνανίας έφτανε μέχρι και την παράλια Αιτωλία. Η οδός διερχόταν από αυτή την περιοχή του νεκροταφείου, ενώ λιθόστρωτα τμήματά της διατηρούνται σε διάφορα σημεία (σημ. 24).
Το νεκροταφείο στα Ρηγαίικα (εικ. 4), άγνωστο μέχρι την έναρξη των εργασιών της Ιονίας οδού, είναι το μεγαλύτερο οργανωμένο που έχει αποκαλυφθεί έως τώρα στην Αιτωλία. Οι 323 τάφοι που έχουν ερευνηθεί έως σήμερα οργανώνονται σε συστάδες και είναι κατά κύριο λόγο κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς, ενώ ξεχωρίζουν δύο «μακεδονικού» τύπου, εκ των οποίων ο ένας βρισκόταν εντός κτιστού ταφικού περιβόλου μαζί με άλλους απλούστερης μορφής, κιβωτιόσχημους.
Η ανασκαφή του άρχισε το 2009 και είναι σε εξέλιξη. Κατά το χρονικό διάστημα 2009-2010 αποκαλύφθηκαν 243 τάφοι (σημ. 25). Κατά το έτος 2011 συνεχίστηκε η ανασκαφική έρευνα από την υπογραφομένη σε δύο ακόμη πυρήνες του νεκροταφείου, αποκαλύπτοντας 80 τάφους, και ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό τους στους 323, ενώ η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη. Η πρώτη συστάδα αποτελούμενη από 22 τάφους (Τάφοι 253-274) εντοπίζεται περί τα 200 μ. νοτιότερα από τους γνωστούς, και καταλαμβάνει χώρο έκτασης 200 τ.μ. Πρόκειται για 11 κιβωτιόσχημους τάφους και 11 λακκοειδείς (εικ. 5).
Η δεύτερη συστάδα αποτελείται από 41 τάφους και καταλαμβάνει χώρο έκτασης 30×25 μ. Αποκαλύφθηκαν κυρίως λακκοειδείς, 8 κιβωτιόσχημοι, κι ένας καλυβίτης. Δεκαπέντε ακόμη τάφοι ερευνήθηκαν προσφάτως νοτιότερα.
Γενικώς οι τάφοι εντοπίζονταν σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους, που κυμαίνεται από 0,10 μ. έως 0,50 μ., αλλά ήταν κατασκευασμένοι σε διαφορετικό βάθος (σε δύο έως και τρία στρώματα. Το κατώτερο στρώμα σε βάθος 2,50 μ. από την επιφάνεια του εδάφους). Ως προς την κατασκευή τους συνηθίζονται οι λακκοειδείς και οι κιβωτιόσχημοι, σπανιότερα δε οι μακεδονικού τύπου (σημ. 26). Περιείχαν κατά κανόνα μία ταφή ενήλικα αλλά υπήρχαν και παιδικοί ή βρεφικοί τάφοι, οι οποίοι στην πλειονότητά τους εντοπίζονται σε υψηλότερο επίπεδο, καλύπτοντας σε κάποιες περιπτώσεις τους υπόλοιπους που βρίσκονταν σε βαθύτερο στρώμα. Στους περισσότερους τάφους διατηρήθηκαν οι σκελετοί σε αρκετά καλή κατάσταση, με το μήκος τους να κυμαίνεται από 0,50 μ. (παιδιά) έως 1,75 μ. Σε κάποιες περιπτώσεις διαπιστώθηκαν ίχνη καύσης πάνω στα οστά ή πλησίον αυτών. Η ανεύρεση σιδηρών ήλων σε αρκετούς υποδηλώνει πιθανόν τη χρήση φερέτρου ή κάποιας άλλης παρόμοιας κατασκευής.
Οι ταφές στην πλειονότητά τους είναι πλούσια κτερισμένες (εικ. 6) με πήλινα και μεταλλικά αντικείμενα ιδιαίτερης ποιότητας, αποκαλύπτοντας την ευημερία της κοινωνίας από την οποία προήλθαν. Αρκετοί ωστόσο ήταν ακτέριστοι. Τετρακόσια περίπου αγγεία (λήκυθοι, πυξίδες, σκύφοι, άωτα σκυφίδια κύλικες, λυχνάρια, κάνθαροι, πινάκια, θήλαστρα, γυάλινοι αμφορίσκοι (σημ. 27) (εικ. 7), μυροδοχεία, υδρίες, θυμιατήριο κ.ά. (εικ. 8) (σημ. 28), αρκετά ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα ειδώλια, ειδώλια σατύρων, χάλκινα κοσμήματα και εξαρτήματα ενδυμασίας και καλλωπισμού (κάτοπτρα, περόνες, πόρπες, περιδέραια), στλεγγίδες, ασημένιοι «χαρώνειοι οβολοί», απαρτίζουν το πλούσιο κτερισματικό υλικό που προήλθε από το νεκροταφείο. Τα αγγεία είναι κυρίως μικρά, καθημερινής χρήσης ή καθαρώς ταφικά. Αρκετά ήταν άβαφα (όπως λυχνάρια, άωτοι σκύφοι, κυάθια, μυροδοχεία, κάνθαροι), αλλά αρκετά έφεραν γάνωμα καστανού και μελανού χρώματος, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Βρέθηκαν επίσης πολλές λήκυθοι «ηλειακού» τύπου (σημ. 29) και ερυθρόμορφες (σημ. 30).
Η θέση των κτερισμάτων σε σχέση με τον νεκρό δεν ήταν αυστηρά καθορισμένη. Εν τούτοις μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποιες προτιμήσεις, όπως κοντά στους ώμους και το κεφάλι, κοντά στα πόδια κυρίως στο ύψος των μηρών ή των δακτύλων του ποδιού, ανάμεσα στα σκέλη, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα τα τοποθετούσαν εντός της παλάμης του νεκρού. Τα ειδώλια συνόδευαν κυρίως παιδικές ταφές και εντοπίζονται δεξιά και αριστερά του σώματος των νεκρών, ενώ σε αρκετούς παιδικούς τάφους βρέθηκαν αστράγαλοι. Τα λίγα νομίσματα που προέρχονται από τις ταφές ήταν τοποθετημένα στη στοματική κοιλότητα του νεκρού. Τα κοσμήματα βρίσκονταν στις θέσεις που αντιστοιχούν στη χρήση τους.
Τα νέα ανασκαφικά δεδομένα που έχουν έρθει στο φως στην περιοχή της Αλίκυρνας και φυσικά η ολοκλήρωση της μελέτης τους, έργο χρονοβόρο και επίπονο, θα φωτίσουν την ιστορία της άγνωστης αυτής αιτωλικής κώμης, που αν και οι λιγοστές πηγές αναφέρουν ως «μικρή» δίπλα στις μεγάλες και παλαιές Καλυδώνα και Πλευρώνα, αποκαλύπτει σταδιακά το πλούσιο παρελθόν της (σημ. 31).
Δρ Ολυμπία Βικάτου
Αρχαιολόγος
Προϊσταμένη της ΛΣΤ′ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων