«Ο στρατός του Πολυπέρχοντος με 20.000 πεζούς, 1.000 ιππείς και 65 ελέφαντες φθάνει στην Αρκαδία το 319 π.Χ. και ετοιμάζεται να πολιορκήσει τη Μεγαλόπολη. Είναι η πρώτη φορά σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου που χρησιμοποιήθηκαν ελέφαντες για πολεμικούς σκοπούς».
Σ’ ένα μοναδικό ιστορικό οδοιπορικό, που ξεκινά από τα Μαμούθ και τα Δεινοθήρια της Παλαιολιθικής Εποχής και φτάνει ως τις πολιορκίες της Μεγαλόπολης, της Σπάρτης και του Άργους από τους ελέφαντες των Μακεδόνων και των Ηπειρωτών του βασιλιά Πύρρου, ταξίδεψε το κοινό του ο αρχαιολόγος της Ε’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, Λεωνίδας Σουχλέρης.
Αφορμή στάθηκε η «Γ’ Ιστορική και Αρχαιολογική Περιήγηση στη Λακεδαίμονα», που έγινε τον Αύγουστο στο όμορφο χωριό Αγόριανη της Λακωνίας, μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο Εξωραϊστικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Αγόριανης, το Νομικό Πρόσωπο Πολιτισμού, Αθλητισμού και Περιβάλλοντος του Δήμου Σπάρτης και οι Μικροί Εξερευνητές Αγόριανης.
Η διάλεξη του Λεωνίδα Σουχλέρη εντυπωσίασε τους συμμετέχοντες. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς η ομιλία του («Οι πολιορκίες της Μεγαλόπολης και της Σπάρτης από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η χρήση των ελεφάντων στις πολιορκίες και η παρουσία τους στη νότια Πελοπόννησο από την Παλαιολιθική Εποχή έως και τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους») είχε όλα όσα χρειάζεται για να θεωρηθεί επιτυχημένη: άρτια παρουσίαση, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και –κυρίως– πρωτότυπη θεματολογία. «Αφορμή για να ερευνήσω αυτό το θέμα με τους ελέφαντες και τη χρήση τους στην αρχαιότητα αποτέλεσαν κινητά αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν σε ανασκαφή στο αρχαίο θέατρο της Ηφαιστίας στη Λήμνο την περίοδο 2002-2005. Συγκεκριμένα δύο πήλινα ειδώλια ελεφάντων, τα οποία ήταν αφιερωμένα σε ένα ιερό προς τιμήν του βασιλικού οίκου των Σελευκιδών, που από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. βασίλεψαν στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή», δηλώνει στο ΑΜΠΕ ο αρχαιολόγος της Ε’ ΕΠΚΑ.
Τι σχέση όμως μπορεί να έχουν αυτά με την Πελοπόννησο; «Η σχέση δημιουργήθηκε το 2009 όταν υπηρετώντας στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Αρκαδίας (ΛΘ’ ΕΠΚΑ) παραδόθηκε από μια κάτοικο της Κοινότητας Κακουραίικα Ηραίας (επαρχία Μεγαλόπολης) ένα μολύβδινο πλακίδιο με παράσταση ελεφάντων και στις δύο πλευρές του. Κι ενώ η ταύτιση στη Λήμνο ήταν εύκολη λόγω της γειτνίασης με την Ανατολή, γεγονός που θα μπορούσε να δώσει αφορμές για την κατασκευή αυτών των αντικειμένων πηλοπλαστικής, στην Πελοπόννησο δεν υπάρχουν στοιχεία για λατρευτικές πρακτικές που συνδέονταν τόσο έντονα με την Ανατολή στους Κλασικούς και πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους», τονίζει.
Στην προσπάθειά του να βρει αυτή τη σύνδεση, ο κ. Σουχλέρης προσέτρεξε στα ιστορικά γεγονότα. Τα αποτελέσματα των ερευνών του μεταφέρθηκαν με γλαφυρό τρόπο στο κοινό της ημερίδας –της τρίτης στη σειρά που γίνεται στο λακωνικό χωριό– το οποίο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησε την ξεχωριστή αυτή ιστορική διαδρομή.
Πότε όμως εμφανίζονται οι πρώτοι ελέφαντες στην Πελοπόννησο; «Σύμφωνα με τα πορίσματα της Παλαιοντολογικής Αρχαιολογίας, η πρώτη εμφάνιση των ελεφάντων στην Πελοπόννησο έγινε πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια, ενώ πριν από 2.000.000-10.000 χρόνια συναντάμε στη Λακωνία και την Αρκαδία και ιδιαίτερα στην επαρχία Μεγαλόπολης, στην περιοχή της Σπάρτης και του Βλαχιώτη, το Μαμούθ του νότου, το Μαμούθ της Τούνδρας και τον Πρώιμο Ελέφαντα (Elephas antiquus)», δηλώνει ο κ. Σουχλέρης.
Την πρώτη αρχαιολογική μαρτυρία για την ύπαρξη των παραπάνω ελεφάντων προκάλεσε ένα τυχαίο γεγονός που έγινε το 1902. Στο δυτικό άκρο της λεκάνης της Μεγαλόπολης, στους πρόποδες του όρους Λύκαιου, ένας ξυλοκόπος από το χωριό Ίσωμα Καρυών κατέβηκε στη γειτονική απότομη χαράδρα, ψάχνοντας για το τσεκούρι του. Εκεί είδε να ξεπροβάλλουν πελώρια οστά. Το εύρημα αποτέλεσε την περίφημη πλειστοκαινική πανίδα.
Τον ίδιο χρόνο ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρος Σκούφος έκανε ανασκαφές τόσο σε αυτό το σημείο όσο και χαμηλότερα, κοντά στην κοίτη του Αλφειού, αποκαλύπτοντας πέντε τόνους απολιθωμένων σκελετών, έναν ανεκτίμητο θησαυρός γνώσεων που σήμερα βρίσκονται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πιο πρόσφατο παλαιοντολογικό εύρημα στην περιοχή της Μεγαλόπολης εντοπίστηκε πριν από ένα χρόνο, όταν κατά τη διάρκεια ελέγχου εκσκαφών της ΔΕΗ αποκαλύφθηκαν τμήματα από μεγάλο χαυλιόδοντα της οικογένειας των Ελεφάντων, που χρονολογείται την περίοδο του Πλειστόκαινου (ηλικίας 2.000.000-10.000 χρόνων). Η αρχαιολογική έρευνα συνεχίστηκε από την Εφορεία Σπηλαιολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας Νότιας Ελλάδος από όπου περιμένουμε τα τελικά αποτελέσματα της έρευνας.
Η συνέχεια της «αφήγησης» είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα: «Η ύπαρξη απολιθωμένων οστών ήταν ήδη γνωστή από την αρχαιότητα. Οι κάτοικοι της περιοχής μάλιστα απέδιδαν τα μεγαλύτερα από αυτά (προφανώς εκείνων των παχύδερμων) σε γίγαντες η σε μυθικούς ήρωες», τονίζει ο αρχαιολόγος, κάνοντας έναν ακόμα αποκαλυπτικό συσχετισμό: «Η ταύτιση των οστών της οικογένειας των προβοσκιδωτών (δηλ. των ελεφάντων) με ανθρωπόμορφα όντα ή μυθικούς ήρωες είναι αληθοφανής, καθώς σε προφίλ το κρανίο ενός ελέφαντα θυμίζει σε μεγέθυνση κρανίο ανθρώπου, όπως και τα δόντια τους αλλά και οι σπόνδυλοι και τα πλευρά θα μπορούσαν να είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζουν υπολείμματα γιγάντιου ανθρώπου. Τα οστά, κυρίως των άκρων, μπορούν να θεωρηθούν ανθρώπινα, αφού μορφολογικά είναι παρόμοια και η μόνη εμφανής διαφορά είναι το κατά πολύ μεγαλύτερο μέγεθός τους».
Το «ταξίδι» συνεχίζεται στη Μεγαλόπολη το 319 π.Χ., όταν η Αρκαδία ενεπλάκη στους πολέμους των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την κατάκτηση της εξουσίας της μεγάλης του αυτοκρατορίας. Ένας από αυτούς, ο Πολυπέρχων, εκστρατεύει στη Μεγαλόπολη. Μεταξύ των δυνάμεών του ήταν και 65 ελέφαντες. Το πώς κατάφεραν οι Μεγαπολίτες να τον νικήσουν αναφέρεται στις αρχαίες πηγές (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκην ιστορικήν, ΙΗ’ 69-72). Όσο για το θέμα των ελεφάντων, εκείνο που κάνει ιδιαίτερη αίσθηση είναι, σύμφωνα με τον Δ. Σικελιώτη, «…η επινοητικότητα ενός ανθρώπου, του Δάμι, που είχε πάει με τον Αλέξανδρο στην Ασία και γνώριζε τη φύση και τη χρησιμότητα των πελώριων αυτών ζώων».
Αυτό που έκανε ο Δάμις ήταν να πάρει μεγάλες πόρτες, να καρφώσει πάνω τους πυκνά, μυτερά καρφιά και να τις στρώσει μέσα σε ρηχά ορύγματα, κρύβοντας τις μύτες των καρφιών. Έπειτα, άφησε ελεύθερη δίοδο για την πόλη, που περνούσε από πάνω τους, μη βάζοντας αντιμέτωπο κανέναν στρατιώτη, αλλά τοποθέτησε στα πλάγια ένα πλήθος ακοντιστών, τοξοτών και καταπελτών που εκσφενδόνιζαν βέλη. Όταν ο Πολυπέρχων διέταξε την ομαδική έφοδο των θηρίων, συνέβη κάτι τελείως απροσδόκητο στους ελέφαντες: με την πίεση που τους ασκούσαν οι Ινδοί αναβάτες τους και καθώς το πέρασμα ήταν ελεύθερο, οι ελέφαντες, που είχαν πάρει φόρα, άρχισαν να πατούν πάνω στις πόρτες με τα καρφιά, με αποτέλεσμα τα πόδια τους να τραυματίζονται και από το βάρος να καρφώνονται γερά επάνω στα καρφιά, μην μπορώντας να προχωρήσουν άλλο μα ούτε και να γυρίσουν πίσω λόγω της δυσκινησίας τους. Ταυτόχρονα από τα πλάγια έπεφταν βροχή τα βέλη, ενώ από τους Ινδούς άλλοι σκοτώνονταν και άλλοι τραυματίζονταν βαριά, μη μπορώντας πλέον να οδηγήσουν τα ζώα.
«Τα θηρία, από την άλλη, πληγωμένα από τα βέλη και από τα καρφιά, πονούσαν πολύ και γύρναγαν προς τους ανθρώπους που γνώριζαν καταπατώντας, όμως, πολλούς από αυτούς. Τέλος, ο ελέφαντας ο πιο ρωμαλέος και επιβλητικός έπεσε, ενώ από τους υπόλοιπους άλλοι αχρηστεύονταν εντελώς και άλλοι έφερναν τον θάνατο στους δικούς τους», αναφέρει ο ομιλητής μέσω της αρχαίας πηγής (Διοδ. Σικελιώτης ΙΗ’ 71-72).
Οι Μακεδόνες μετά το 319 π.Χ. δεν ξαναχρησιμοποίησαν ελέφαντες σε πολεμικές επιχειρήσεις στον σημερινό ελλαδικό χώρο. «Η μεγάλη νίκη των Μεγαλοπολιτών εναντίον των Μακεδόνων του Πολυπέρχοντα ίσως να αποτέλεσε την αφορμή να αφιερωθεί αυτό το μικρό μολύβδινο ειδώλιο του ελέφαντα σε κάποιο ιερό η ναό της περιοχής ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στους θεούς, που προστάτευσαν τον στρατιώτη και την πόλη», καταλήγει.
Η τελευταία χρήση των ελεφάντων για πολεμικούς σκοπούς έγινε από τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου, ο οποίος προσπάθησε και αυτός να αλώσει με τη βοήθεια των πολεμικών ελεφάντων το 272 π.Χ. τόσο τη Σπάρτη όσο και το Άργος. Όμως, η τόλμη και η επινοητικότητα των κατοίκων της Σπάρτης, ανδρών και γυναικών, ανέκοψε την πορεία του. Το τραγικό τέλος του όλου εγχειρήματος –αλλά και του ίδιου του Πύρρου– γράφτηκε στο Άργος, όπου οι στενοί δρόμοι της πόλης έγιναν θανάσιμη παγίδα για τα πελώρια ζώα, που στην προσπάθειά τους να κινηθούν τραυματίζονταν και καταπλάκωναν φίλους και εχθρούς.