Ο βασιλιάς Κάρολος Η’ επιστρέφει στη Γαλλία μετά την κατάληψη του Βασιλείου της Νάπολι φέροντας μαζί του, ως λάφυρα, 1.140 τόμους αρχετύπων και χειρογράφων που θα αποτελέσουν τη μαγιά για τη συγκρότηση της Βασιλικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. Νωρίτερα, στην ελληνιστική εποχή, οι βιβλιοθηκάριοι της Αλεξάνδρειας κάνουν έφοδο στα πλοία που ελλιμενίζονται στο λιμάνι της πόλης, κατάσχουν τα ευρεθέντα χειρόγραφα για τον εμπλουτισμό της περικλεούς βιβλιοθήκης και τα αντικαθιστούν με αντίγραφα. Επεισόδια αλαζονείας, απληστίας και μισαλλοδοξίας κρύβονται συχνά στο υπόστρωμα της ιστορίας των βιβλιοθηκών στον δυτικό κόσμο που, αν τη δούμε από κοντά, είναι συναρπαστική σαν μυθιστόρημα.
Αυτό το χρονικό των βιβλιοθηκών, από τα Μινωικά χρόνια ως την Αναγέννηση, καταγράφει ο αρχιτέκτονας και ιστορικός του βιβλίου Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος στην πεντάτομη Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, η οποία ολοκληρώθηκε με την κυκλοφορία του τελευταίου τόμου (14ος-16ος αιώνας), στον οποίο παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, η βιβλιοθήκη του Πετράρχη και του Έρασμου, του καρδιναλίου Βησσαρίωνα και των Μεδίκων, η βιβλιοθήκη του Βατικανού και η Bodleian της Οξφόρδης.
«Η αρχική ιδέα ήταν να μην περιοριστώ στην περιγραφή συγκεκριμένων βιβλιοθηκών, είτε δημόσιου χαρακτήρα είτε πανεπιστημιακού ή και ιδιωτικού ακόμη, αλλά να δώσω το πολιτικό στίγμα κάθε περιόδου στην οποία έχουμε άνθηση της έννοιας της βιβλιοθήκης. Πολιτικές συγκυρίες και πνευματική πορεία της εποχής πάνε μαζί» εξηγεί στο «Βήμα» ο συγγραφέας.
Το αποτέλεσμα δικαιώνει τις προθέσεις του: αντανακλά τις πολεμικές συρράξεις και τις θρησκευτικές έριδες, τις οικονομικές συνθήκες και τις κοινωνικές διαφορές, αποτυπώνει τη διαδρομή των ιδεών και τις τάσεις στην τέχνη, για να καταλήξει στη δημιουργία της Ευρώπης των εθνικών γλωσσών και των νέων εθνικών λογοτεχνιών.
Στην αρχαιότητα οι σοφιστές είναι εκείνοι που συγκεντρώνουν στην Αθήνα όλη τη γνώση των φυσικών φιλοσόφων της Μικράς Ασίας και των Πυθαγορείων. «Το υλικό αυτό είναι βιβλιακού χαρακτήρα, είναι γραπτά κείμενα και είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι σε αυτή την αίσθηση της εγκυρότητας του γραπτού κειμένου στηρίχθηκαν και ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας στη συνέχεια για να κάνουν οποιαδήποτε κριτική».
Με τον Μέγα Αλέξανδρο το ελληνικό βιβλίο εκτοξεύεται σε όλη την Ανατολή, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια ακολουθεί μια εντυπωσιακή βιβλιοδιαδρομή που «ξεκινάει από το Βουθρωτό της Δυτικής Ελλάδας (σημ. Butrint στην Αλβανία), από την περίφημη βίλα Αμάλθεια του Αττικού, όπου έχει στήσει ένα τεράστιο εργαστήρι με δούλους και διοχετεύει έργα της λατινικής και της ελληνικής γραμματείας ως την Αλεξάνδρεια».
Η μεγάλη ρήξη στη συνέχεια της ελληνορωμαϊκής παράδοσης έρχεται με την καθιέρωση της χριστιανικής παιδείας. Τον 5ο μ.Χ. αιώνα η ελληνική γλώσσα, πλέον ξεχασμένη, μιλιέται μόνο στην Κάτω Ιταλία. Οι σωζόμενοι κατάλογοι των βιβλιοθηκών, αξιόπιστοι οι περισσότεροι, όπως έχει αποδειχθεί, «μιλούν» για τα διαβάσματα κάθε εποχής και καταδεικνύουν τον χαρακτήρα της παιδείας της.
Στον Μεσαίωνα ανθεί το θρησκευτικό βιβλίο, αποτέλεσμα της σιωπηρής συμφωνίας Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας ότι η Αγία Γραφή περιλαμβάνει όλα όσα πρέπει να γνωρίζει ένας χριστιανός. «Δεν είναι μια οπισθοδρόμηση συνειδητή προς τη χριστιανική πίστη του Ιερού Αυγουστίνου ή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου» διευκρινίζει διαλύοντας έναν μύθο ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος. «Κυρίως και πρωταρχικά έχουμε ένα ποίμνιο το οποίο ως επί το πλείστον είναι αγράμματο. Πιο εύκολα λοιπόν το προσεγγίζει κάποιος στην εκκλησία με πράγματα απλά και κατανοητά παρά με μηχανισμούς φιλοσοφικούς που χρειάστηκαν χίλια χρόνια για να εκφραστούν και να γίνουν κατανοητοί». Ταυτόχρονα συντάσσονται επιτομές για πολλά γνωστικά αντικείμενα της πρακτικής ζωής (ιατρική, βοτανολογία, πολεοδομία, αρχιτεκτονική κτλ.) δημιουργώντας μια νέα γραμματεία, χριστιανική και κοσμική, και κοινό παρονομαστή το απλό και κατανοητό ύφος.
Σημαντικές είναι οι αλλαγές κατεύθυνσης από τον 10ο αιώνα και εξής: η λατινική γλώσσα υποχωρεί – άλλωστε, στην πλειονότητά του το ποίμνιο της Δυτικής Εκκλησίας δεν γνωρίζει λατινικά – και την ίδια περίοδο εμφανίζεται μια νέα γραμματεία, οι μυθιστορίες. «Με αυτές γεννιέται μια νέα “βιβλιοθήκη”, η οποία σημαίνει και την αρχή των εθνικών γλωσσών. Οι Γάλλοι γράφουν στα γαλλικά το “Roman de la rose”, oι Γερμανοί το “Άσμα των Νιμπελούνγκεν”, οι Αγγλοι τραγουδούν τα κατορθώματα του βασιλιά Αρθούρου. Αυτή η καινούργια λογοτεχνία κυκλοφορεί στους κύκλους των ηγεμόνων και των αυλικών τους και μεταφέρεται, ως ανάγνωσμα, στην οικογένεια».
Ουμανιστικές είναι οι βιβλιοθήκες της Αναγέννησης, μιας περιόδου με κύριο χαρακτηριστικό τη συστηματική εκμάθηση της ελληνικής. Ο Πετράρχης και ο Βοκκάκιος μαθαίνουν ελληνικά. Ο Κωνσταντινουπολίτης Μανουήλ Χρυσολωράς διδάσκει πρώτος το 1397 τα ελληνικά στη Φλωρεντία. Η διδασκαλία τους εξαπλώνεται σε όλη την Ιταλία, στη Γαλλία και στον Βορρά. Η δίψα για την απόκτηση ελληνικών βιβλίων για την υποστήριξη της διδασκαλίας έρχεται ως φυσικό επακόλουθο. Οργανώνονται βιβλιακές αποστολές στην Ανατολή για αναζήτηση κωδίκων, μεταφράζονται ελληνικά κείμενα, οι βιβλιοθήκες αναπτύσσονται με κέντρο την ελληνορωμαϊκή γραμματεία. «Μέσα από αυτή τη διαδικασία φτάνουν στη Δύση και γίνονται γνωστά κείμενα άγνωστα, ο Θουκυδίδης, τα “Πολιτικά” του Αριστοτέλη, ο Πλάτωνας».
Την εικόνα των βιβλιοθηκών αλλάζει καθοριστικά η χρήση της τυπογραφίας από τη δεκαετία του 1450 και μετά. Οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες εμπλουτίζονται σημαντικά με τα πολλαπλά αντίτυπα και σταδιακά διαμορφώνεται μια κοινή εκπαιδευτική βιβλιοθήκη, δίνοντας έτσι τέλος στις «βιβλιοταφικές» πρακτικές ορισμένων οι οποίοι καταχώνιαζαν χειρόγραφα στη βιβλιοθήκη τους για να μην τα μοιραστούν με τους άλλους.
Καρπός 12χρονης εργασίας, οι τόμοι, σε πανόδετη έκδοση με πλούσια έγχρωμη εικονογράφηση από σπάνιο αρχειακό υλικό και φωτογραφίες λαμπρών βιβλιοθηκών της Ευρώπης, έχουν ήδη κυκλοφορήσει στα αγγλικά από τις εκδόσεις Oak Knoll Press, ενώ ετοιμάζεται η μετάφρασή τους στα κινεζικά. Τον συγγραφέα όμως δεν τον ενδιαφέρει μόνο το περιεχόμενο των βιβλιοθηκών. Με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα, μελετά τα κτίρια στα οποία στεγάστηκαν οι συλλογές που εξετάζει.
«Οι Ρωμαίοι είχαν πρότυπο τις ελληνικές βιβλιοθήκες και, μολονότι δεν ίδρυσαν σχολές και πανεπιστημιακά κέντρα, διαμόρφωσαν μνημειώδεις βιβλιοθήκες δημόσιου χαρακτήρα, πάντοτε υπό την υψηλή επιστασία του αυτοκράτορα, ο οποίος επέλεγε ποιοι συγγραφείς έπρεπε να θησαυρίζονται» μας πληροφορεί.
Στην εποχή του Μεσαίωνα όλη η γνώση περνά στα χέρια της Εκκλησίας. Ο,τι απομένει από την ελληνορωμαϊκή παράδοση καταλήγει στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες. «Μολονότι οι ναοί έχουν περίλαμπρο διακοσμητικό χαρακτήρα και μολονότι το Ευαγγέλιο, βιβλίο λειτουργικό, είναι ιδιαίτερα πλουμιστό, οι βιβλιοθήκες του Μεσαίωνα αντιπροσωπεύονται από εντελώς ταπεινούς χώρους. Ισως οφειλόταν σε μια γενικότερη φιλοσοφία ταπεινότητας ή ίσως σχετιζόταν με τα αντιγραφικά κέντρα των μοναστηριών και τη φιλοσοφία της κλειστής “οικογένειας” που προσεγγίζει τη γνώση».
Αυτή η αντίληψη διατηρήθηκε και μετά το τέλος του Μεσαίωνα, στην κοσμική εποχή. «Κανένας ηγεμόνας ως τον 15ο αιώνα δεν έφτιαξε μια βιβλιοθήκη που να είναι αντίστοιχη τουλάχιστον της ρωμαϊκής παράδοσης ως προς τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της». Η ανατροπή γίνεται μετά τα μέσα της Αναγέννησης. Ο Μιχαήλ Αγγελος αναλαμβάνει τα σχέδια της βιβλιοθήκης των Μεδίκων στη Φλωρεντία και ο βιβλιακός πλούτος τείνει να στεγάζεται σε μεγαλοπρεπή κτίρια που συνδυάζουν αρμονικά τη χριστιανική με την παγανιστική αισθητική.
Η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, επιστημονικώς η πιο ολοκληρωμένη που έχει συγκροτηθεί σε σχέση με το βιβλιακό υλικό της εποχής της. Περιελάμβανε όλα τα βιβλία που κυκλοφορούσαν και, ακόμη πιο σημαντικό, τις προσωπικές σημειώσεις του Αριστοτέλη για πρόσωπα, πράγματα, τεχνικές και συμπεριφορές που δεν βασίζονταν στον γραπτό αλλά στον προφορικό λόγο, όπως όλη η πρωτογενής αναζήτηση σχετικά με τη συμπεριφορά φυτών και ζώων ανά είδη.
Η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων, που ήταν έμπνευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη της Ρώμης, που δημιούργησε το 42 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας.
Οι επτά βιβλιοθήκες που είχε ο Κικέρωνας σε κάθε του έπαυλη με βιβλιοθηκονόμους Ελληνες.
Η μοναστική βιβλιοθήκη που ιδρύει στο Βιβάριο της Σικελίας ο Κασσιόδωρος, αριστοκράτης της Ύστερης Ρωμαϊκής εποχής, με όραμα να διατηρήσει την κλασική εκπαίδευση.
Η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη που οραματίστηκε ο Θεμίστιος, πρύτανης του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια του Κωνστάντιου Β’ (337-361 μ.Χ.), για τη διάσωση της ελληνορωμαϊκής παράδοσης.
Η βιβλιοθήκη του Φωτίου, που συμβολίζει τις απαρχές του βυζαντινού ουμανισμού.
Η βιβλιοθήκη της Αγίας Έδρας στην Αβινιόν.
Η βιβλιοθήκη του Εράσμου.
Οι πλούσιες ηγεμονικές βιβλιοθήκες που συγκρότησαν ο Ματίας Κορβίνους στη Βουδαπέστη, οι Μέδικοι στη Φλωρεντία και ο μέγας βιβλιόφιλος καρδινάλιος Βησσαρίων, ο οποίος δώρισε τη βιβλιοθήκη του στη Βενετική Γερουσία, αυτή που αποτελεί τον πυρήνα της σημερινής Μαρκιανής Βιβλιοθήκης.