Η Χερσόνησος βρίσκεται στη βόρεια κεντρική ακτογραμμή της Κρήτης, 25 χιλιόμετρα ανατολικά του Ηρακλείου (Φαράκλας κ.ά. 1988, σ. 15-16, 140-141, 201-202). Το διαχρονικό τοπωνύμιό της απαντά στις παραλλαγές Χερσόνησος, Χερρόνασος, Χερσόνασος, Κερσόνεσος και Χερρόνησος (Faure 1959, σ. 213). Η πόλη, γνωστή στους κλασικούς γεωγράφους κυρίως ως επίνειο της Λύκτου, που βρίσκεται 15 χιλιόμετρα νοτιότερα, αποκαλείται και Λύττος επί θάλασσα, ενώ έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση αναγνωρίζεται ως μία από τις λίγες ανεξάρτητες πόλεις του νησιού (Χανιώτης 2006, σ. 18). Η ευρωστία της, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στο διπλό φυσικό της λιμάνι, διαρκεί ώς τον 5ο αι. μ.Χ., ενώ στο μεταξύ, άγνωστο πότε ακριβώς, γίνεται έδρα επισκόπου (σημ. 1). Από τον 6ο αι. μ.Χ., η Χερσόνησος παρακμάζει σταδιακά ώς την οριστική εγκατάλειψη και τη μεταφορά του οικισμού και της επισκοπής στο κοντινό ύψωμα του Πισκοπιανού. Τα αίτια της κατάρρευσης είναι συνυφασμένα με μια σειρά επάλληλων και, συχνά, απρόβλεπτων κρίσεων σε ολόκληρη τη βυζαντινή επικράτεια και συμβαδίζουν με τη σχεδόν καθολική παρακμή των αρχαίων πόλεων και την οριστική υποχώρηση του κόσμου της ύστερης αρχαιότητας. Η περιοχή κατοικείται ξανά στα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε ιδρύεται ο νέος εμπορικός οικισμός του Λιμένα Χερσονήσου (Συθιακάκη 1993· Παπαδάκη, Μιλιδάκης 2011).
1. Το «Καστρί»
Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης στην ακρόπολη «Καστρί», βορειοανατολικά του σύγχρονου οικισμού, ανάγονται στην Πρωτομινωική περίοδο. Στην Ύστερη Κλασική-Πρώιμη Ελληνιστική εποχή χρονολογούνται τμήματα του αμυντικού συστήματος που περιθέει το λόφο, περικλείοντας εκτενή αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, πιθανότατα ελληνιστικού ιερού, κάτω από τα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής (Χανιωτάκη-Σταρίδα 2000, σ. 383-398· Συθιακάκη 2010, σ. 362-374), στα πρότυπα οργάνωσης των αρχαίων κρητικών ακροπόλεων (Γκαλανάκη, Τριανταφυλλίδη υπό έκδοση).
Η παλαιοχριστιανική βασιλική Καστρίου, γνωστή και ως «Βασιλική Β», είναι τρίκλιτη με εγγεγραμμένη αψίδα, πλευρικά παστοφόρια, νάρθηκα, αίθριο, βοηθητικούς χώρους και νότια είσοδο με πρόπυλο στα νοτιοδυτικά, όπου λαξευτή, στον φυσικό βράχο, κλίμακα. Η πρωιμότερη, ίσως, αναφορά σε αυτήν σώζεται στο έργο του Spratt, ο οποίος τη συνδέει με τη λειτουργία της Χερσονήσου ως επισκοπικής έδρας (Spratt 1865, σ. 105). Αλλά και ο Mariani, σχολιάζοντας το Καστρί και την εξαιρετικά περίβλεπτη θέση του, κάνει λόγο για το «αρχαίο και φημισμένο επισκοπείο» (Mariani 1895, σ. 238). Ακολουθεί μια πρώτη αποτύπωση των ορατών λειψάνων της από τον Gerola, ο οποίος επισημαίνει ότι «χωρίς ανασκαφή, είναι αδύνατο να καθοριστεί το σχέδιο του οικοδομήματος» (Gerola 1961, σ. 81). Ενώ, το 1917, ο Ξανθουδίδης πραγματοποιεί καθαρισμό του μνημείου, επισημαίνοντας την ανάγκη πλήρους ανασκαφής και αποτύπωσής του «υπό ειδικού βυζαντιολόγου» (Ξανθουδίδης 1918, σ. 107). Γεγονός που πραγματοποιήθηκε αρκετές δεκαετίες μετά, αρχικά από τον Ορλάνδο (Ορλάνδος 1956 (1965), σ. 220-229, πίν. 116-123) και στη συνέχεια από την 13η ΕΒΑ (Χανιωτάκη-Σταρίδα 2000, σ. 383-398· Συθιακάκη 2010, σ. 362-374).
2. Το Λιμάνι
Η Χερσόνησος είναι το ασφαλέστερο, ίσως, αρχαίο λιμάνι ανάμεσα στο Ηράκλειον και την Ολούντα. Πληροφορίες για το ευρύχωρο και απάνεμο αυτό αγκυροβόλιο, που έχει πλέον καταστραφεί από τις μεταγενέστερες επεμβάσεις και την άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, παρέχουν οι αρχαίες φιλολογικές μαρτυρίες (σημ. 2), οι αναφορές των περιηγητών (Παπαδάκη, Μιλιδάκης 2011) και, κυρίως, οι έρευνες των Leatham και Hood στην παραλία του νότιου λιμανιού, γνωστού με την προσωνυμία «Τηγάνι» (Leatham, Hood 1958-1959, σ. 266-273).
Πρώτος ο Buondelmonti κάνει λόγο για «ένα τεχνητό λιμάνι καταστραμμένο από τον καιρό» (Buondelmonti 2002, σ. 44, 46), ενώ ο Belli, στα 1586, γράφει ότι η Χερσόνησος «είχε ένα λιμάνι που τώρα είναι επιχωματωμένο, ικανό να χωρέσει τριάντα γαλέρες» (Σπανάκης 1968, σ. 162· Beschi 1999, σ. 72-74). Παρόμοιες σκέψεις κάνει και ο Basilicata (εικ. 1), ο οποίος, στα 1630, βεβαιώνει τον σεβάσμιο προστάτη του, Petro Giustiniano, ότι «εκεί είναι ένα λιμάνι (…) που σήμερα με τις προσχώσεις μόλις μπορούν να μπουν βάρκες, διαφορετικά, θα μπορούσε να επαρκέσει για δεκαπέντε ή περισσότερες γαλέρες» (Basilicata 1994, σ. 90-91, πίν. XXXVII). Δύο σχεδόν αιώνες μετά, ο Spratt παρατηρεί ότι «το αρχαίο λιμάνι βρίσκεται στη δυτική ακτή του κόλπου και είναι διαμορφωμένο από μια μικρή χερσόνησο και έναν αρχαίο μόλο που εκτείνεται απ’ αυτήν» (Spratt 1865, σ. 105). Ακολουθεί ο Mariani που πρώτος εξετάζει και αποτυπώνει υπολείμματα αποβάθρας και τοιχοδομιών στο ύψος του πυραμιδόσχημου ψηφιδωτού αναβρυτηρίου, τα οποία μάλιστα ερμηνεύει ως οικίες ναυτικών ή νεώρια, παραλληλίζοντάς τα με παρόμοια κτίσματα στο λιμάνι του Πειραιά (Mariani 1895, σ. 240). Το 1917, τέλος, ο Ξανθουδίδης καταγράφει τα σωζόμενα «αρχαία κρηπιδώματα των λιμενοβραχιόνων» (Ξανθουδίδης 1918, σ. 30).
3. Το πυραμιδόσχημο ψηφιδωτό αναβρυτήριο («Σαρακηνός»)
Ο Spratt είναι από τους πρώτους που κάνουν λόγο για το ιδιόμορφο πυραμιδόσχημο ψηφιδωτό αναβρυτήριο στην παραλία της Χερσονήσου, το οποίο, όπως αναφέρει, «έχει σχήμα κόλουρου κώνου, έτσι ώστε να σχηματίζονται τέσσερις τριγωνικές πλευρές με ψηφιδωτές επιφάνειες, που καθεμιά αναπαριστά διάφορες μορφές, κυρίως υδρόβια πτηνά και ψάρια, καθώς και σκηνές ψαρέματος με γυμνούς ψαράδες (…) ένας από τους οποίους έχει πιάσει μια μεγάλη σουπιά ή καλαμάρι με οκτώ πλοκάμια. Οι μορφές είναι χονδρικά αποδοσμένες, δίχως να τηρούνται οι αρχές της προοπτικής, μολονότι τα περιγράμματα των προσώπων είναι εκλεπτυσμένα και με καλό γούστο» (Spratt 1865, σ. 107).
Ακολουθεί ο Mariani που εντυπωσιάζεται από τη «χαριτωμένη πηγή σε σχήμα πυραμίδας με ψηφιδωτά», αναφέροντας ότι «ήταν μια τετράγωνη δεξαμενή στο ύψος του εδάφους, γύρω από την οποία υπάρχει κράσπεδο χτισμένο με ασβέστη και πλίνθους. Μέσα σ’ αυτή, σε απόσταση 1,20 μ., υπάρχει μια πυραμίδα κατεστραμμένη, με τετράγωνη βάση πλευράς 4,72 μ. Το αρχικό ύψος της δεν έχει διατηρηθεί, καθώς είναι αποκρουσμένη στην κορυφή. Η πυραμίδα είναι διακοσμημένη στις τέσσερις πλευρές της με εξαίρετα ψηφιδωτά και χρώματα, που παριστάνουν σκηνές ανθρώπων και θαλάσσιων όντων. Οι τέσσερις οξείες ράχες έχουν μικρές κλίμακες για την αναπήδηση του νερού, σύμφωνα με το σύστημα πολλών ρωμαϊκών αναβρυτηρίων. Από το κέντρο του, όπως φαίνεται από την οπή που υπάρχει, ανάβλυζε το νερό από έναν πίδακα και έπεφτε στις κεκλιμένες πλευρές και τις κλίμακες της πυραμίδας». Ο Mariani χρονολογεί το αναβρυτήριο στον δεύτερο αυτοκρατορικό αιώνα, με βάση «την τεχνοτροπία και τη θεματική των ψηφιδωτών» (Mariani 1895, σ. 240).
Το «μικρόν χαμηλόν κτίσμα παρά τον λιμένα καλούμενον υπό του λαού Σαρακηνός» εντυπωσιάζει και τον Ξανθουδίδη (1918). «Το μνημείο», γράφει, «έχει σχήμα χαμηλής κολούρου πυραμίδος, ης αι τέσσαρες πλευραί φέρουσιν ψηφιδωτήν διακόσμησιν εκ θαλασσίων παραστάσεων και απετέλει ίσως πίδακα κρήνης ή μάλλον βαλανείου, διότι πέριξ φαίνονται λείψανα και άλλων δαπέδων με απλήν ψηφιδωτήν διακόσμησιν», η οποία «προ δεκάδων τινών ετών» διατηρούνταν καλύτερα (Ξανθουδίδης 1918, σ. 31).
Το 1953 η Εταιρία Κρητικών και Ιστορικών Μελετών ξεκίνησε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του «Σαρακηνού», που όμως δεν ολοκληρώθηκαν λόγω έλλειψης χρημάτων (Πλάτων 1953, σ. 486). Το πρόβλημα επιλύθηκε με την παρέμβαση του Λιμενικού Ταμείου Ηρακλείου που «εν τω πλαισίω της μερίμνης του διά τον ευπρεπισμόν του Λιμένος Χερσονήσου διέθεσε 4000 δραχμάς διά την ανάδειξιν του Μωσαϊκού» (Πλάτων 1953, σ. 486). Ταυτόχρονα, η Διεύθυνση Αναστηλώσεων εξασφάλισε «προς πλήρη αποκατάστασιν του μνημείου τούτου δρ. 5000», προκειμένου «να συντελεσθή η αποκατάστασις και τουριστική αξιοποίησις του μοναδικού τούτου μνημείου της Κρήτης» (Πλάτων 1954, σ. 502). Λίγα χρόνια μετά, το 1956, πραγματοποιήθηκε μικρής κλίμακας ανασκαφική έρευνα στη γύρω από το μνημείο περιοχή, οπότε αποκαλύφθηκε εκτεταμένο ρωμαϊκό κτήριο με πολλά δωμάτια, στο αίθριο του οποίου βρισκόταν, πιθανότατα, το αναβρυτήριο (Αλεξίου 1956, σ. 420).
4. Τα ψηφιδωτά δάπεδα
4α. Ψηφιδωτό επί της παραλιακής οδού Αγίας Παρασκευής
Το 2002-2003 στο πλαίσιο ολοκλήρωσης του έργου «Κεντρικός Αποχετευτικός Αγωγός» στην παραλιακή οδό Αγίας Παρασκευής, αποκαλύφθηκε, σε σωστική ανασκαφή της ΚΓ΄ ΕΠΚΑ, ψηφιδωτό δάπεδο με προσανατολισμό βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά (εικ. 2-4), σε απόσταση μόλις 1,50 μ. βορειοανατολικά του πυραμιδόσχημου αναβρυτηρίου, επικαιροποιώντας τα παλαιότερα ανασκαφικά δεδομένα (Αλεξίου 1956, σ. 420). Το τεχνικής opus tessellatum ψηφιδωτό έχει κατασκευαστεί με υπόλευκες, μελανές και γαλαζόφαιες λίθινες, κυρίως, ψηφίδες, καθώς και πήλινες καστανέρυθρες, μεγέθους ενός περίπου εκατοστού, και έχει μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις 5,45×4,90 μ. Αποκαλύφθηκε αμέσως μετά την αφαίρεση του ασφαλτικού και του υποστρώματός του, που περιείχε λίγα φερτά όστρακα χρηστικών αγγείων, έξι φθαρμένα νούμια, έξι σιδερένιους ήλους, τρία πήλινα πώματα αμφορέων, τρία θραύσματα ισάριθμων πήλινων υποστατών και ένα τμήμα λύχνου, των ρωμαϊκών και, κυρίως, των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων (Γκαλανάκη υπό έκδοση). Στην ίδια εποχή ανήκουν θεμελίωση τοίχου και κεραμικός κλίβανος που κατέστρεψαν τμήματα του ψηφιδωτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι νοτιοανατολικά του υπό εξέταση δαπέδου συλλέχθηκε μεγάλος αριθμός λίθινων ψηφίδων υπόλευκου και μελανού χρώματος, προφανώς υπολείμματα ψηφιδωτού (-ων) δαπέδου (-ων), γεγονός που επιβεβαιώνει τη σχετική αναφορά του Ξανθουδίδη (Ξανθουδίδης 1918).
Στον τάπητα του ψηφιδωτού αναπτύσσεται κηρύθρα σε διπλό κύκλο εγγεγραμμένο σε τετράγωνο, η οποία φέρει εξάκτινα αστέρια και φυτικά διανθίσματα. Οι τρεις ταινίες προσαρμογής κοσμούνται με συνεχή βλαστόσπειρα, σειρά από πέλτες με άνθη λωτού στις γωνίες και πλοχμό, όμοιο με αυτόν που σχηματίζει την κηρύθρα και τον εσώτερο κύκλο. Οι γωνίες ανάμεσα στον τάπητα και την εσώτερη ταινία προσαρμογής κοσμούνται με καλυκόσχημους κρατήρες από τους οποίους εκφύονται βλαστοί κισσού. Το διακοσμητικό θέμα της κηρύθρας σε κυκλική σύνθεση απαντά στο ψηφιδωτό των ακολούθων του Διονύσου (Sanders 1982, σ. 51-52, πίν. 14· Sweetman 2003, σ. 523, αρ. 2, πίν. 75· Μαρκουλάκη 2008, σ. 139, εικ. 43), καθώς επίσης στο λεγόμενο «ψηφιδωτό του Hutchinson» (Μαρκουλάκη 2008, σ. 137-138, σχ. 8, σημ. 55), που είναι ακριβές παράλληλο ως προς τη χρήση του πλοχμού στο σχηματισμό της κηρύθρας. Το ίδιο θέμα, σε παραλληλόγραμμη σύνθεση, αποκαλύφθηκε σε δάπεδο ρωμαϊκής έπαυλης στο οικόπεδο Καλοκαιρινού, στο Ηράκλειο (Μαρκουλάκη 2008, σ. 110: σχ. 1, 135: σχ. 7, 137, εικ. 42). Μολονότι σπάνιο στον ελλαδικό χώρο, απαντά συχνά σε ψηφιδωτά της ζώνης του Βεζούβιου (Μαρκουλάκη 2008, σ. 137, εικ. 42 και σημ. 53). Ο επιμέρους γεωμετρικός διάκοσμος (εξάκτινα αστέρια, διανθίσματα, κισσόφυλλο, πέλτες, λωτοί, ρόδακες, πλοχμός) παραπέμπει, επίσης, στα ψηφιδωτά της βίλας του Διονύσου και της έπαυλης του οικοπέδου Καλοκαιρινού (Μαρκουλάκη 2008, σ. 109-147).
4β. Ψηφιδωτό οικοπέδου Γ. Κασσαβέτη – Οδός Αγίας Παρασκευής
Σε απόσταση περίπου 100 μ. βόρεια του προηγούμενου ψηφιδωτού αποκαλύφθηκαν, σε σωστική ανασκαφή της ΚΓ΄ ΕΠΚΑ, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών και ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και ψηφιδωτό δάπεδο τεχνικής opus tessellatum από λίθινες ψηφίδες μελανού χρώματος σε λευκό βάθος, σωζόμενων διαστάσεων 3,85×1,50 μ. (σχ. 2). Το δάπεδο είναι κατεστραμμένο στο δυτικό τμήμα του από τη θεμελίωση υστερορωμαϊκού τοίχου με προσανατολισμό στον άξονα βορρά-νότου.
Το παραλληλόγραμμης σύνθεσης ψηφιδωτό ορίζεται εξωτερικά από ταινία προσαρμογής με κυματοειδή βλαστόσπειρα με κισσόφυλλο. Το εξωτερικό πλαίσιο του κύριου γεωμετρικού τάπητα φέρει πυκνούς τετράφυλλους ρόδακες με διανθίσματα στα διάκενα, ενώ οι γωνίες του κοσμούνται με το ίδιο θέμα μεμονωμένο και εγγεγραμμένο σε κύκλο. Το εσώτερο πλαίσιο φέρει σπειρομαίανδρο (Μαρκουλάκη 2008, σ. 126: σχ. 5, 6), ενώ ο τάπητας κοσμείται με συστήματα από αντωπά ζεύγη πελτών. Παράλληλα του ψηφιδωτού εντοπίζονται στην Κνωσό και το Ηράκλειο.
Η δεξιότητα στη σύλληψη και την εκτέλεση, η θεματική οργάνωση, η υψηλή αισθητική, η τεχνική και η τεχνοτροπία, εντάσσουν τα ψηφιδωτά της Χερσονήσου στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Κνωσού (βίλα Διονύσου, έπαυλη Ηρακλείου). Ισχυρές ενδείξεις για την ταύτισή τους ως προϊόντων του κνωσιακού εργαστηρίου αποτελούν: α) η γεωμετρική σύνθεση και απόδοση της κηρύθρας στο ψηφιδωτό της οδού Αγίας Παρασκευής που απαντά τρεις φορές στην περιοχή Κνωσού-Ηρακλείου, ενώ απουσιάζει εντελώς από τη δυτική Κρήτη με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα (Μαρκουλάκη 2008, σ. 141), β) τα διανθίσματα (semis) στις ταινίες προσαρμογής, αλλά και στα διάκενα των γεωμετρικών μοτίβων του τάπητα, γ) ο σπειρομαίανδρος στο ψηφιδωτό του οικοπέδου Γ. Κασσαβέτη, με ακριβές παράλληλο στο «Ψηφιδωτό 4» της έπαυλης του Ηρακλείου (Μαρκουλάκη 2008, σ. 126). Στον ίδιο, εξάλλου, ορίζοντα εγγράφονται και άλλα ψηφιδωτά της Χερσονήσου, όπως αυτό στο οικόπεδο Εμμ. Δαβάκη-Ι. Κόκουβα (Κυρίμη, Τζιράκη υπό έκδοση) και στο οικόπεδο Κυπριωτάκη με πολύχρωμη ασπίδα από τρίγωνα που σχηματίζουν αποκλίνοντες άξονες με Μέδουσα στο κέντρο της (Χανιωτάκη-Σταρίδα 1995, σ. 749-756· Μαρκουλάκη 2008, σ. 124, εικ. 19).
Η συμπερίληψη των ψηφιδωτών της Χερσονήσου στην ακτίνα δράσης του εργαστηρίου της Κνωσού αποτελεί το ασφαλέστερο κριτήριο για τη χρονολόγησή τους στο α΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ., με δεδομένη την απουσία διαγνωστικών ανασκαφικών μαρτυριών, γεγονός που οφείλεται στις εκτενείς ύστερες ρωμαϊκές (μετα)χρήσεις, καθώς και στον αποσπασματικό χαρακτήρα της έρευνας. Για τους ίδιους, εξάλλου, λόγους δεν είναι δυνατός ο συσχετισμός των υπό εξέταση ψηφιδωτών της Χερσονήσου με την αρχιτεκτονική και τη λειτουργία των χώρων που αυτά διακοσμούσαν. Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι τα ψηφιδωτά δάπεδα ανήκουν σε αστικές κατοικίες που ανάγονται στον παγιωμένο ρωμαϊκό τρόπο ζωής και τις ανάγκες του, στο πλαίσιο της εξέλιξης αρχιτεκτονικών προτύπων της Ύστερης Kλασικής και Eλληνιστικής περιόδου. Το ψηφιδωτό επί της οδού Αγίας Παρασκευής, σωζόμενης έκτασης 25 περίπου τ.μ., θα μπορούσε να ανήκει στον αύλειο χώρο μιας εκτεταμένης παραθαλάσσιας έπαυλης, τουλάχιστον μαζί με το όμορό του πυραμιδόσχημο ψηφιδωτό αναβρυτήριο, η θεματική του οποίου σχετίζεται άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο. Στο παραλιακό, εξάλλου, μέτωπο της πόλης, μόλις 150 μ. βορειότερα του «Σαρακηνού», αποκαλύφθηκε, επίσης το 2002-2003, τμήμα λουτρικού συγκροτήματος των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων με εκτενείς υστερορωμαϊκές μετασκευές που κατέστρεψαν, μεταξύ άλλων, τον ψηφιδωτό του διάκοσμο, από τον οποίο δεν σώζονται παρά ελάχιστες λίθινες ψηφίδες (Παπαδάκη, Τριανταφυλλίδη, Γρηγορόπουλος 2010). Τμήματα ψηφιδωτών έχουν, επίσης, αποκαλυφθεί και στα υπόλοιπα δημόσια και ιδιωτικά λουτρικά συγκροτήματα στον πυρήνα της ρωμαϊκής πόλης (Galanaki κ.ά. 2006· Grigoropoulos κ.ά. 2008), η χρήση και η λειτουργία των οποίων συνδέονται με ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των υδάτινων πόρων της ενδοχώρας, ζωτικά τμήματα του οποίου αποτελούν το μνημειώδες υδραγωγείο (Οικονομάκης 1986) και η μεγάλη τερματική δεξαμενή (Μανδαλάκη 2006) που βρίσκονται εκτός των ορίων του πολεοδομικού ιστού (Παπαδάκη, Τριανταφυλλίδη, Γρηγορόπουλος 2010, σ. 40). Ορισμένες από αυτές τις λουτρικές εγκαταστάσεις πιθανότατα ανήκουν σε μεγαλοπρεπείς επαύλεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους συντελεστές της μνημειακής τοπογραφίας της πόλης (θέατρο, αγορά, δημόσια κτίρια, οδικό δίκτυο), αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της ακμής και της ευρωστίας της κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (Παπαδάκη, Τριανταφυλλίδη, Γρηγορόπουλος 2010). Είναι πολύ πιθανό ότι η ρωμαϊκή Χερσόνησος αποτελούσε, μεταξύ άλλων, πεδίο εμπορικής δραστηριότητας και συνάμα αναψυχής και ευζωίας μίας εύπορης τάξης πολιτών, πιθανότατα της Λύκτου, που είχε επενδύσει σημαντικά στη χωροταξική και αισθητική της αρτιότητα. Η σχετικά περιορισμένης έκτασης ρωμαϊκή πόλη αναπτύχθηκε περιφερικά του αρχαίου λιμένα, με σεβασμό προς τον προϋπάρχοντα πολεοδομικό ιστό των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων και συνδυάζοντας το φυσικό κάλλος με το άρτια δομημένο περιβάλλον που εμπλουτίστηκε με κομψές καλλιτεχνικές επιλογές, εφάμιλλες των μεγάλων ρωμαϊκών πόλεων.
Χριστίνα Παπαδάκη (Αρχαιολόγος, M.Sc. στην Προϊστορική Αρχαιολογία, Υποψήφια Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Δρ Καλλιόπη Γκαλανάκη (Αρχαιολόγος, ΚΓ΄ ΕΠΚΑ)
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά την αρχαιολόγο της ΚΕ΄ ΕΠΚΑ Στ. Μαρκουλάκη και τη φιλόλογο Ντέπη Σκάρπα-Μιλιδάκη για τις μεταφράσεις των ιταλικών κειμένων.