Σε μια αναλυτική εκτίμηση των συνεπειών των κυβερνητικών μέτρων για περικοπή δαπανών ως ιδιαίτερα ζημιογόνων για το αρχαιολογικό έργο στην Ελλάδα προέβη χτες ο αρθρογράφος Βασίλης Μαθιουδάκης στην διαδικτυακή εφημερίδα «Εποχή».
«Ήδη το 40% των εσόδων του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ) με κυβερνητική απόφαση κατευθύνονται στο υπουργείο Οικονομικών και στη συνέχεια στους δανειστές μας. Με την εφεδρεία και τη μείωση των μισθών συρρίκνωσαν το προσωπικό και οδηγούν στη συγχώνευση των εφορειών αρχαιοτήτων. Η συρρίκνωση έχει ως συνέπεια τη μείωση των αυτοψιών, άρα οι οικοδομικές άδειες δίνονται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο ή καθυστερούν πάρα πολύ και οι υπηρεσίες γίνονται πιο δύσκαμπτες για τον πολίτη. Από τη στιγμή που υπολειτουργούν, το κράτος μπορεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ιδιωτικοποίησης – για το καλό του πολίτη και της επιστημονικής έρευνας.».
Στο άρθρο αναφέρεται και η παρέμβαση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για παραλείψεις σε έκθεση ιδιωτικής εταιρείας με θέμα την πιθανή κατάργηση φορέων του Δημοσίου. «Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων κάνει λόγο για ανακρίβειες, λάθη, σκόπιμες παραλείψεις και έλλειψη εγκυρότητας της έκθεσης, που πραγματοποίησε η εταιρεία Planet- Deloitte, με την εποπτεία της αντιπροεδρίας της κυβέρνησης και χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ, με σκοπό τη μελέτη σκοπιμότητας Συγχωνεύσεων- Καταργήσεων Φορέων του Δημοσίου. Για την αποτελεσματική εφαρμογή των συγχωνεύσεων η κυβέρνηση προχώρησε από τις αρχές του 2010 στο σχεδιασμό έργου χρηματοδοτούμενου από το ΕΣΠΑ Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση. Στόχος του είναι η συγχώνευση και κατάργηση φορέων του δημοσίου, υπεύθυνος υλοποίησης του έργου είναι η Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε., που εποπτεύεται από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΥΔΜΗΔ). Η συγχώνευση υπηρεσιακών μονάδων και νομικών προσώπων του ΥΠΠΟ (Μουσεία, Εθνική Λυρική Σκηνή) με νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα (π.χ. Μέγαρο Μουσικής) και η ένταξη του ΤΑΠ στους ζημιογόνους φορείς είναι δείγματα της νεοφιλελεύθερης λαιμαργίας για έλεγχο του δημόσιου τομέα.».
Λόγος γίνεται και για την αντιμετώπιση του ανασκαφικού έργου στα πλαίσια των πολιτικών που ακολουθούνται από τις τελευταίες κυβερνήσεις: «Ο σκοπός των νεοφιλελεύθερων πρακτικών είναι να απομακρύνουν τις αρχαιολογικές υπηρεσίες από τη μελέτη και ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων υποβαθμίζοντας τις σ’ ένα εργαλείο που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του τουρισμού και του κατασκευαστικού τομέα με τον πιο ανώδυνο τρόπο. Δεν υπάρχουν κονδύλια για ανασκαφές και έρευνα. Οι ανασκαφές διεξάγονται κυρίως από ιδιωτικές εταιρείες σε ρυθμό εργοταξίου και όχι επιστημονικής μελέτης.
»Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην τελευταία έκθεση της τρόικας έχουν περιληφθεί παραποιημένα στοιχεία. Στην έκθεση αυτή αναφέρεται ότι στο υπουργείο Πολιτισμού έχουν γίνει αθρόες προσλήψεις προσωπικού. Συγκεκριμένα αναφέρονται 22 διορισμοί, 294 «αταύτιστοι» (στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν διοριστέοι για τους οποίους δεν γνωρίζουν πως διορίστηκαν) και 583 μετατάξεις κατά τη διάρκεια του 2011. Στην πραγματικότητα 267 υπάλληλοι διαφόρων ειδικοτήτων επιλέχτηκαν με διαγωνισμό του Α¬ΣΕΠ το 2008 και ενώ τα αποτελέσματα είχαν οριστικοποιηθεί το 2009, το ΦΕΚ του διορισμού τους δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 2010. Η τρόικα στην έκθεσή της, για αδιευκρίνιστους λόγους, παρουσιάζει με βάση τα στοιχεία του ΥΔΜΗΔ ότι οι προσλήψεις αυτές φαίνεται να έλαβαν χώρα μέσα στο 2011. Από το 2011 όμως άρχισε να ισχύει ο νόμος με την αναλογία 5 συνταξιούχοι – 1 διοριστείς και με βάση το νόμο φαίνεται όντως ότι στο υπουργείο έγιναν προσλήψεις πέραν του δέοντος.
»Η έκθεση της τρόικας για πλεονάζον προσωπικό έρχεται σε αντίφαση με τα πραγματικά προβλήματα. Όχι μόνο δεν υπάρχουν υπεράριθμοι, αλλά πολλές υπηρεσίες υπολειτουργούν από την έλλειψη πόρων και προσωπικού. Σήμερα υπάρχουν 66 Εφορείες Αρχαιοτήτων, πάνω από 200 μουσεία και συλλογές, αρχαιολογικά ινστιτούτα, 250 οργανωμένοι αρχαιολογικοί χώροι, ενώ εκατοντάδες ανασκαφές βρίσκονται σε εξέλιξη. Τις ανάγκες καλύπτουν 7.000 υπάλληλοι από τους οποίους μόνο 900 είναι αρχαιολόγοι.
»Ο ΣΕΑ σκοπεύει να ζητήσει από την ηγεσία του ΥΔΜΗΔ να εξηγήσει τα αίτια της επιλεκτικής παρουσίασης στοιχείων στην τρόικα, αλλά θα ζητήσει και από την ίδια την τρόικα και την ΕΕ να πάρουν θέση για την παραποίηση των στοιχείων.».
Αποτιμώντας τις κυβερνητικές πολιτικές, ο κ. Μαθιουδάκης παρατηρεί:«Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ουσιαστική πολιτική που να εντάσσει τον πολιτισμό στις προτεραιότητες της. Αντιθέτως, η κυβέρνηση τον αντιμετωπίζει ως περιττό στοιχείο, τον υποβαθμίζει και ανοίγει το δρόμο προς την ιδιωτικοποίηση του».