Τα ταξίδια αποτελούσαν ανέκαθεν μία από τις πλέον βασικές δραστηριότητες του ανθρώπου σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή. Και όσοι τα επιχειρούσαν για προσωπική ικανοποίηση ήταν άνθρωποι με συναισθηματική ευαισθησία, τολμηροί, ίσως και εκκεντρικοί, με πολλά ενδιαφέροντα. Τους έθελγε η περιπέτεια, αλλά και η εξερεύνηση του άγνωστου, η περιήγηση σε χώρους ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή διαχρονικού ιστορικού ενδιαφέροντος. Επιπλέον τους ενδιέφερε η γνωριμία με ανθρώπους άλλων περιοχών, με ιδιαίτερο υλικό και πνευματικό πολιτισμό και με τρόπο ζωής διαφορετικό από τον δικό τους.
Ειδικότερα, κάθε ταξίδι ενός περιηγητή στον ελληνικό χώρο ήταν ένα οδοιπορικό σε μια περιοχή με πλούσια ιστορική μνήμη, διαπνεόμενο από έντονη επιθυμία γνωριμίας με τον τόπο όπου διαδραματίσθηκαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, καθώς και ιερό προσκύνημα στα μνημεία όπως διασώθηκαν από την αμείλικτη φθορά του χρόνου.
Για την Κοιλάδα των Τεμπών το πέρασμα των περιηγητών έχει διάρκεια πολύ περισσότερη από δύο χιλιάδες χρόνια. Η πλούσια αρχαία ελληνική μυθολογία που σχετίζεται με την Κοιλάδα, η γειτνίαση με τον μυθικό Όλυμπο, την κατοικία των δώδεκα θεών, αλλά και τα ιστορικά γεγονότα τα οποία διαδραματίσθηκαν σε μια διαδρομή αιώνων, συνδυάζονται αρμονικά με την ειδυλλιακή φυσική ομορφιά του χώρου. Τα γεγονότα αυτά καθιστούσαν την Κοιλάδα των Τεμπών πόλο έλξης κάθε ευαίσθητου ανθρώπου, ο οποίος, όταν προγραμμάτιζε το ταξίδι του στην Ελλάδα, θεωρούσε υποχρέωσή του να «προσκυνήσει» την περιοχή αυτή, η ιερότητα της οποίας είχε καθιερωθεί ήδη από τους αρχαίους και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τους πρώτους επισκέπτες των αρχαίων χρόνων έχουν διασωθεί καταγραφές με ενθουσιώδεις εντυπώσεις από τον χώρο. Επειδή ο αριθμός των περιηγητών στο διάστημα των δύο και πλέον χιλιάδων χρόνων είναι αρκετά μεγάλος, στο παρόν κείμενο θα αναφερθούν επιλεκτικά ορισμένοι και θα περιλάβουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις εντυπώσεις τους όπως τις κατέγραψαν οι ίδιοι, χωρίς καμία δική μας παρέμβαση.
Μια πλειάδα Λατίνων συγγραφέων, ποιητών και ιστορικών μίλησαν σε διάφορα έργα τους για την Κοιλάδα των Τεμπών περιγράφοντάς την με πληθώρα επιθέτων, όπως βαθύσκιος, καταπράσινος, ειδυλλιακός, δασοσκεπής και άλλα. Ο μεγαλύτερος γεωγράφος της αρχαιότητος Στράβων, ο ποιητής Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του, ο Βιργίλιος, ο λυρικός ποιητής Οράτιος, ο επικός ποιητής Λουκανός, ο Πλίνιος, ο Σενέκας και τόσοι άλλοι, αμιλλώνται σε περιγραφικές εξάρσεις προκειμένου να τονίσουν την ομορφιά της.
Από τον Λατίνο συγγραφέα Κλαύδιο Αιλιανό, στις αρχές του 3ου μ.Χ., αντλούμε ίσως την καλύτερη περιγραφή του φυσικού μεγαλείου των Τεμπών: «Τα Τέμπη είναι μια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα, βουνά πανύψηλα… Στη μέση κυλάει ο Πηνειός με τους πολλούς παραποτάμους του, οι οποίοι συμβάλλουν στη διόγκωση των νερών του. Αυτή η περιοχή προσφέρει πλήθος τοποθεσίες για ξεκούραση, τις οποίες η ίδια η φύση μόνη της φρόντισε να διαμορφώσει, χωρίς η τέχνη να συμβάλει ουσιαστικά. Ο κισσός με τις φουντωτές κληματσίδες φυτρώνει εδώ πλούσιος και τυλίγεται γύρω από τους ψηλούς κορμούς των δένδρων, όπως πλούσια φυτρώνουν και τα βάτα στην κορυφή του βουνού, καλύπτοντας ολόκληρη την επιφάνεια των βράχων, σε τέτοιο βαθμό που το μάτι να συναντά παντού πρασινάδα, γεγονός το οποίο προσφέρει μια ευχάριστη θέα. Κάτω στη στενή δίοδο φαράγγια, αναρίθμητα άλση και ποικίλα περάσματα, τα οποία συνδέονται άμεσα το ένα με το άλλο, εξασφαλίζουν στον ταξιδιώτη μέσα στην κάψα του καλοκαιριού τη δροσερή σκιά και το πιο φιλόξενο καταφύγιο. Ένα πλήθος από ρυάκια διασχίζουν την περιοχή και αναρίθμητες πηγές αναβρύζουν πεντακάθαρο νερό, που είναι απόλαυση να το πίνεις. Χιλιάδες πουλιά και προ παντός αυτά που ξεχωρίζουν με το μελωδικό τραγούδι τους σκορπίζουν το κελάηδημα ασταμάτητα και θέλγουν την ακοή του ταξιδιώτη, βοηθώντας τον να ξεχνά τις ταλαιπωρίες της οδοιπορίας του. Στις δύο πλευρές του ποταμού βρίσκονται στενά δρομάκια περιπάτου και τοποθεσίες για ξεκούραση. Γαλήνια και ήρεμα σαν λάδι κυλά τα νερά του στη μέση του γοητευτικού φαραγγιού ο Πηνειός. Προστατευμένος καλά από τα κρεμαστά κλαδιά των δένδρων τα οποία διακοσμούν τις όχθες του, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας παραμένει απρόσιτος από τις ακτίνες του ήλιου και προσφέρει πάντα μια δροσερή σκιά σ’ αυτόν που κωπηλατεί στα νερά του» (σημ. 1).
Ο Τίτος Λίβιος περιγράφει ως ιστορικός την περιοχή της Κοιλάδας των Τεμπών και στο βιβλίο των «Ιστοριών» του, επισημαίνει τη γεωστρατηγική σημασία της: «Η Κοιλάδα των Τεμπών είναι από μόνη της ένα δύσκολο πέρασμα, γιατί είναι αρκετά στενή και οι όχθες του ποταμού και από τις δύο πλευρές είναι τόσο απότομες, θαρρείς σαν κομμένες» (σημ. 2).
Ο ιστοριογράφος Προκόπιος στο «Περί κτισμάτων» έργο του, ένα είδος οδοιπορικού του 6ου μ.Χ. αιώνα, στο οποίο καταγράφει, ύστερα από περιοδεία στις επαρχίες της απέραντης βυζαντινής αυτοκρατορίας, τα οικοδομικά έργα του Ιουστινιανού (φρούρια, τείχη, γέφυρες, ναοί, υδραγωγεία), αναφέρει για τα Τέμπη: «Ο Πηνειός κυλάει με ήρεμο ρεύμα προς τη θάλασσα. Η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε καρπούς κάθε λογής και σε καλά νερά. Μα οι κάτοικοι δεν μπόρεσαν ποτέ να τα χαρούν, γιατί πάντοτε ζούσαν με τον τρόμο των βαρβαρικών επιθέσεων. Και είναι φυσικό, επειδή σ’ αυτή την περιοχή δεν υπάρχει οχυρή θέση για να καταφύγουν σε περίπτωση κινδύνου».
Ο λόγιος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος τον 12ο αιώνα, στο έργο του «Σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή», αναφέρει την επικρατούσα εκδοχή για τον τρόπο δημιουργίας της Κοιλάδας των Τεμπών: «Ο Πηνειός, ο νυν Σαλαμβρίας (σημ. 3) καλούμενος, την Όσσαν του Ολύμπου απέρρηξε. Διό κατά την ιστορίαν του Γεωγράφου (σημ. 4) Αράξης εκλήθη ποτέ και ο Πηνειός, ως και αυτός απορρήξας της Όσσης τον Όλυμπον, ότε σεισμώ τα Τέμπη τα Θετταλικά ραγέντα, διέστησαν».
Κατά τους χρόνους αυτούς η περιοχή των Τεμπών ονομαζόταν και Λυκοστόμιον, ίσως γιατί στους κατοίκους της περιοχής η γεωγραφική διαμόρφωση της ιερής Κοιλάδας θύμιζε στόμα λύκου. Για τα Τέμπη έγραψαν επίσης ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο Νικήτας Χωνιάτης, η Άννα Κομνηνή και άλλοι πολλοί.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το κύμα των περιηγητών προς τα Τέμπη αυξήθηκε αισθητά. Η Αναγέννηση είχε φέρει σημαντική πολιτιστική αφύπνιση στη Δύση και είχε προαγάγει την πνευματική ανάπτυξη, ειδικά στα γράμματα και τις επιστήμες. Μέσα απ’ αυτή την ανάπτυξη οι κάτοικοι της Κεντρικής Ευρώπης ανακάλυψαν τους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου. Επόμενο ήταν, λοιπόν, το ταξίδι στην Ελλάδα, τη σπουδαιότερη χώρα του αρχαίου ιστορικού και μνημειακού πλούτου, να αποτελέσει όνειρο πολλών μορφωμένων και πνευματικά ανήσυχων Ευρωπαίων, ιδιαίτερα εκείνων που τους οδηγούσε στη χώρα μας η φλογερή ελληνολατρία. Η παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο στη διάρκεια του «grand tour», ήταν συνήθως προσκύνημα, πάνω απ’ όλα όμως ταξίδι στη μνήμη και την ιστορία της Κοιλάδας, τους μύθους που την περιέβαλλαν. Με οδηγό τους αρχαίους συγγραφείς, ήθελαν να περιηγηθούν το μαγευτικό περιβάλλον των Τεμπών, να θαυμάσουν τον απρόσιτο Όλυμπο, την κατοικία των δώδεκα θεών. Την περίοδο αυτή τέτοια ταξίδια επιχειρούσαν κυρίως νέοι, ευγενείς και ονειροπόλοι περιηγητές από την ανεπτυγμένη Ευρώπη, εμπνευσμένοι από το αρχαίο ελληνικό κάλλος. Πολλοί απ’ αυτούς, όταν επέστρεφαν στις πατρίδες τους πλημμυρισμένοι από το θείο φως της Κοιλάδας, κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους σε πολυσέλιδα οδοιπορικά, στα οποία με λογοτεχνικές εξάρσεις σε πεζό ή ποιητικό λόγο, εξιστορούσαν τις συναισθηματικές και αισθητικές εμπειρίες που βίωσαν από την ονειρική πεζοπορία στις όχθες του Σαλαμπριά, μέσα στην Κοιλάδα. Μάλιστα, από τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν τα κείμενά τους άρχισαν να εμπλουτίζονται και με σχέδια, στα οποία απεικόνιζαν την ομορφιά του τοπίου, πρόσφεραν στον αναγνώστη πέραν της λογοτεχνικής και μια οπτική απόλαυση, άσχετα από το αν ήταν πραγματική ή ονειρική.
Οι απεικονίσεις των Τεμπών της περιόδου της τουρκοκρατίας είναι πολυάριθμες. Οι παλαιότερες είναι συνήθως φανταστικές. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος δεν ήταν ο συγγραφέας, αλλά είτε κάποιος ζωγράφος που ανήκε στη συντροφιά των οδοιπόρων ή απλώς ένας καλλιτέχνης εμπνευσμένος από τα κείμενα, επινοούσε, βασιζόμενος στις περιγραφές των αρχαίων ή και στις εντυπώσεις των περιηγητών, μια σύνθεση, εξιδανικεύοντας το τοπίο (Ortelius, Gerbelius, Gronovius κ.ά.). Αργότερα, όταν οι περιηγητές άρχισαν να αντιμετωπίζουν το ταξίδι τους πιο επιστημονικά, συνοδεύονταν από ζωγράφους ή είχαν οι ίδιοι εικαστικές ανησυχίες, έτσι τα χαρακτικά τους αντιπροσώπευαν την πραγματική εικόνα της Κοιλάδας όπως την αντίκρισαν, χωρίς επιπρόσθετες και αυθαίρετες καταγραφές (Simone Pomardi, ζωγράφος του Edward Dodwell, Stackelberg, Dupré, Clark, Holland και πολλοί άλλοι).
Από τους πρώτους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τα Τέμπη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήταν ο ιστορικός Nicolai Gerbelius. Σε βιβλίο του που εκδόθηκε στη Βασιλεία το 1545 (σημ. 5) αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο Πηνειός στο στενό των Τεμπών ήταν πλωτός: «Καθώς στον Πηνειό καταπλέουν πλοία όλη σχεδόν την ημέρα, οι άνθρωποι προστατευμένοι από τα πυκνά φυλλώματα, ταξιδεύουν σε πολύ ευχάριστη σκιά. Περνούν πολλή ώρα δίπλα στον ποταμό, συχνά πανηγυρίζουν και σε διάφορους τόπους διασκεδάζουν και επιτελούν τα ιερά τους καθήκοντα χαριέστατα». Το χαρακτικό που συνοδεύει το κείμενο προσπαθεί να αποδώσει όλη αυτή την ατμόσφαιρα που περιγράφει ο Gerbelius (εικ. 1).
Ο Ολλανδός ζωγράφος και χαρτογράφος Abraham Ortelius έγραψε το 1595 (σημ. 6): «Στα Τέμπη η φύση σκόρπισε σπάταλα όλα της τα δώρα: ορεινούς όγκους, πλαγιές, γκρεμούς, ανάβρες γάργαρες και δροσερές, οι οποίες πιδακίζουν από τις βραχότρυπες, χλωρίδα πολυποίκιλη με αμέτρητες τις αποχρώσεις του πράσινου, δένδρα πανύψηλα και αιωνόβια και στο μέσον ένα ποτάμι μυθικό, που κυλάει τα θολά νερά του ήρεμα, αθόρυβα και ασταμάτητα» (εικ. 2).
Ο πολυταξιδεμένος Άγγλος ιατρός Edward Brown επισκέφθηκε το 1669 τη Θεσσαλία και από τα γραπτά του φαίνεται ότι ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής μυθολογίας: «Ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την ξακουστή Κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα και χύνεται στη θάλασσα… Πιστεύω ότι ο Όμηρος έδωσε στο ποτάμι αυτό το πιο εύστοχο επίθετο, αργυροδίνης, επειδή το νερό του είναι τόσο καθαρό ώστε διακρίνεται η κοίτη του. Οι ποιητές είχαν δίκαιο όταν επινόησαν τον μύθο του Απόλλωνα και της Δάφνης, της κόρης του Πηνειού, η οποία μεταμορφώθηκε σε δένδρο με το ίδιο όνομα. Ακόμη και σήμερα πολυάριθμα δένδρα του είδους αυτού φυτρώνουν στις όχθες του ποταμού μέσα στην Κοιλάδα» (σημ. 7) (εικ. 3).
Ο Άγγλος αρχαιολόγος Edward Dodwell επισκέφθηκε τη Θεσσαλία το 1805 με κύριο σκοπό την περιήγηση στην ιστορική Κοιλάδα: «Μετά την επίσκεψή μας στον οικισμό Μπαμπάς (σημ. 8) και τα Αμπελάκια, φορτώσαμε τα άλογά μας για να περάσουμε ολόκληρη την ημέρα στην Κοιλάδα των Τεμπών, έναν από τους κύριους προορισμούς του ταξιδιού μας όταν ξεκινήσαμε από την Αθήνα… Μπήκαμε στην Κοιλάδα, η οποία απλώνεται ανάμεσα σε δύο γκρεμούς της Όσσας και του Ολύμπου, της πρώτης στο νότο, του δεύτερου στον βορρά. Οι κορυφές τους δεν είναι ορατές από κανένα σημείο της Κοιλάδας, αλλά ο ταξιδιώτης παρατηρεί σε κάθε πλευρά ένα τεράστιο τείχος από γκρεμούς… Ο δρόμος βρίσκεται στους πρόποδες της Όσσας, με τον Πηνειό να ρέει αριστερά. Σε μερικά σημεία το ποτάμι παρουσιάζει πλατιά κοίτη, ενώ σε άλλα είναι τόσο στενή ώστε φαίνεται να συμπιέζεται από τους αντικριστούς βράχους. Εδώ το πλάτος της ανέρχεται σε λίγες εκατοντάδες βήματα» (σημ. 9).
Ο Ιταλός ζωγράφος Simone Pomardi ταξίδεψε στην Ελλάδα συντροφιά με τον Dodwell από το 1804 έως το 1806. Ο τελευταίος τον είχε γνωρίσει στη Ρώμη το 1804 και τον πήρε μαζί του στο ταξίδι του στην Ελλάδα για να σχεδιάσει τοποθεσίες με ιδιαίτερο φυσικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Το 1820 δημοσίευσε και ο ίδιος τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό, αναφέροντας για τα Τέμπη: «Στα αριστερά μας βρίσκεται ο Όλυμπος, που βαθμιαία υψώνεται πάνω από τις όχθες του Πηνειού γυμνός, χωρίς δένδρα, σε αντίθεση με την Όσσα που είχαμε δεξιά μας. Λίγο παρακάτω είδαμε στην Όσσα κάποιο κάστρο με κατεστραμμένα τείχη και έναν πύργο. Η Κοιλάδα είναι πολύ στενή και αυτό βοηθάει τους κλέφτες για να επιτεθούν στους ταξιδιώτες. Εκτός από τα πλατάνια που κυριαρχούν στην Κοιλάδα, βλέπει κανείς άφθονες δάφνες, φτελιές, ροδιές, λεύκες και βελανιδιές» (σημ. 10) (εικ. 4).
O Άγγλος περιηγητής Edward Clark, που βρέθηκε στα Τέμπη τα Χριστούγεννα του 1805, είναι πιο περιγραφικός για τις αρχαιότητες της Κοιλάδας: «Ο Πηνειός καταλαμβάνει ολόκληρη την Κοιλάδα, με εξαίρεση μόνο το στενό πέρασμα από τον παλιό λιθόστρωτο δρόμο της στρατιωτικής διαδρομής, το οποίο εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού… Ψηλά, πάνω στις έσχατες κορυφές των βράχων, είδαμε τα ερείπια ενός παλιού φρουρίου. Παλιότερα ήταν τα προπύργια του περάσματος, τα τείχη του οποίου είχαν κατασκευασθεί για να περνάει κάποιος τους γκρεμούς με έναν καταπληκτικό τρόπο μέχρι κάτω στον δρόμο. Οι απότομες πλευρές του βράχου είναι τόσο κάθετες και η χαράδρα τόσο στενή, ώστε θα ήταν εντελώς αδύνατο για οποιονδήποτε στρατό να περάσει, όταν το στενό φρουρούνταν απ’ αυτές τις οχυρώσεις» (σημ. 11).
Ο Άγγλος ιατρός Henry Holland, το 1812, περιγράφει το ανατολικό άκρο της Κοιλάδας στην έξοδο της χαράδρας, όπου βρισκόταν από χρόνια η μεγάλη τουρκική γέφυρα: «Αφήνοντας το φαράγγι των Τεμπών και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, περάσαμε στη βόρεια όχθη του ποταμού με ένα πορθμείο με άλογα, ένα υποκατάστατο της γέφυρας η οποία βρίσκεται μισό μίλι πιο κάτω, και που γκρεμίσθηκε πριν από δύο χρόνια από μια χειμωνιάτικη πλημμύρα» (σημ. 12). Στο οδοιπορικό του Holland λοιπόν έχουμε και μια άμεση μαρτυρία για την καταστροφή του πετρογέφυρου του Πηνειού, μήκους περίπου τριακοσίων μέτρων, στην περιοχή του Ομολίου το 1810 (εικ. 5).
Ο Πρώσος βαρόνος Otto von Stackelberg επισκέφθηκε τα Τέμπη το 1811 και εντυπωσιασμένος από το τοπίο φιλοτέχνησε ορισμένες θαυμάσιες λιθογραφίες: «Μια θεία δύναμη είχε χωρίσει τα δυο βουνά στην πιο μακρινή αρχαιότητα και ο γειτονικός λαός ερχόταν να προσφέρει θυσίες και να κάψει λιβάνι, τιμώντας τους θεούς, και να τους ευχαριστήσει που έδωσαν πέρασμα στα νερά του Πηνειού. Τίποτα δεν είναι πιο γοητευτικό από αυτό το πλήθος των τοποθεσιών που ποικίλλουν, ανώτερες από όλες τις ανθρώπινες δημιουργίες, από όλους τους τεχνητούς κήπους» (σημ. 13).
Ο γνωστός Γάλλος πρόξενος στην αυλή του Αλή πασά François Pouqueville επισκέφθηκε την περιοχή περί το 1812 και έγραψε: «Στο άκουσμα του ονόματος της Κοιλάδας των Τεμπών στο νου μας συρρέει πληθώρα ευχάριστων αναμνήσεων από τη μυθολογία. Η δροσιά και τα γραφικά τοπία της ήταν τόσο ξακουστά, ώστε να την προβάλλουν οι ποιητές σαν ένα πρότυπο μαγευτικής κοιλάδας» (σημ. 14).
Το 1819 ο Γάλλος ζωγράφος Louis Dupré πέρασε από τα Τέμπη. Στην περιγραφή του είναι λιτός: «Περάσαμε πρώτα από ένα δάσος πλατάνων και σύντομα υποχρεωθήκαμε να περπατήσουμε ανάμεσα από άγρια τεράστια βράχια, με επιβλητική αλλά και τρομακτική μορφή, που υψώνονταν στις όχθες του Πηνειού» (σημ. 15) (εικ. 6).
Ο αββάς Βαρθολομαίος στην «Περιήγηση του Νέου Ανάχαρση» θαυμάζει τη φυσική ομορφιά των Τεμπών με επιγραμματικό τρόπο: «Αλλού η τέχνη βιάζεται να μιμηθεί την φύσιν, εδώ στα Τέμπη δύναταί τις να ειπή ότι η φύσις αγωνίζεται να μιμηθεί την τέχνην».
Ο γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων Jakob Phillip Fallmerayer είναι ποιητικότατος όταν περιγράφει τα Τέμπη: «Κάτασπρα σύννεφα κατρακυλούν από τις βουνοκορφές και ψηλά στο σκοτεινό χάσμα πλαταγίζει τα φτερά του με κρωξίματα ο ολυμπίσιος αετός. Μόνο δύο ή τρεις ώρες περνούν οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα στο κομμάτι αυτό της κοιλάδας» (σημ. 16) (εικ. 7).
Το 1895 ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος, ένας μορφωμένος ιεράρχης, αναφέρει πως: «Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι οι προ Χριστού πρόγονοι ημών, εκ των Τεμπών τούτων ενεπνεύσθησαν και ωρίσαντο ως τόπον της κατοικίας των θεών αυτών τον υψαύχενα Όλυμπον» (σημ. 17).
Και πολλοί άλλοι περιηγητές έχουν «υμνήσει» το φυσικό περιβάλλον της Κοιλάδας των Τεμπών, όπως οι Hugh Williams, Willian Haygarth, Christopher Wordsworth, Edward Lear, Hippolyte Lapeyrre, Henry Tozer, Paul Monceaux, Melchior de Vogüe και οι Έλληνες Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Ιωάννης Οικονόμου – Λογιώτατος ο Λαρισσαίος, Ιωάννης Λεονάρδος, Νικόλαος Μάγνης, Ελευθέριος Γαρδέλης, Γεώργιος Παρασκευόπουλος, Χρήστος Ζαλοκώστας, Κώστας Ουράνης και πολλοί άλλοι που είναι αδύνατο έστω και περιληπτικά να αναφέρουμε κάποιες εντυπώσεις τους.
Θα τελειώσουμε με μια, χαρακτηριστική για την οπτική των περιηγητών των Τεμπών, αναφορά του Γάλλου ιεράρχη και συγγραφέα François Fenelon στο έργο του «Αι τύχαι του Τηλεμάχου» (1694) (σημ. 18). Ο ευσεβής Fenelon, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, εκφράζει την επιθυμία να πορευθεί προς την Κοιλάδα των Τεμπών, αναλαμβάνοντας μια ιερή αποστολή και έχοντας ως όραμα την αναγέννηση της Ελλάδας από τα δεινά των Οθωμανών. Οιστρηλατημένος από την αρχαία ελληνική γραμματεία, ο υμνωδός του Τηλεμάχου αναφωνεί: «Φεύγω για τα Τέμπη, πλημμυρισμένος από τον ιερό εκείνον ενθουσιασμό, όπου το όσιο και το βέβηλο συμπλέουν με τη χάρη. Αναχωρώ, σχεδόν πετάω! …Μπροστά μου ανοίγεται όλη η Ελλάδα».
Νικόλαος Αθ. Παπαθεοδώρου
Ιατρός, Ιστορικός-Ερευνητής