Στο νότιο τμήμα της Εύβοιας υπάρχουν περισσότερα από 20 μεγαλιθικά οικοδομήματα που είναι γνωστά ως «Δρακόσπιτα» ή Σπίτια του Δράκου, των οποίων οι κατασκευαστές είναι άγνωστοι, το ίδιο και ο σκοπός που εξυπηρετούσαν. Στις 22 Μαρτίου 2002 και στις 3 Ιουλίου 2004 επισκεφθήκαμε το καλύτερα διατηρημένο από όλα τα Δρακόσπιτα, αυτό στην κορυφή του όρους Όχη. Μετρήσαμε τις διαστάσεις του και διακριβώσαμε τον προσανατολισμό του βασισμένοι στο αζιμούθιο της δύσης του Ήλιου και της ανατολής της Σελήνης. Ο προσανατολισμός του κτίσματος, ο μεγάλος άξονας του οποίου βρέθηκε να είναι ευθυγραμμισμένος με την ανατολή του Σείριου γύρω στο 1100 π.Χ., μια χρονολογία που δεν έρχεται σε αντίφαση με παλαιότερες αρχαιολογικές χρονολογήσεις βασισμένες σε τέχνεργα ανακαλυφθέντα στο εσωτερικό του, υποδεικνύει μια θρησκευτική/αστρονομική χρήση για το κτίσμα. Πιθανώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι τουλάχιστον το Δρακόσπιτο της Όχης, αν όχι και τα υπόλοιπα, δεν ήταν απλώς ένας χώρος λατρείας, αλλά και ένα πανάρχαιο αστεροσκοπείο.
Οι Δρύοπες ήταν Προέλληνες, ένας λαός πανάρχαιος που κατοικούσε στον ελλαδικό χώρο πριν από τους Έλληνες και αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία, από τον Ηρόδοτο και από τον Παυσανία. Επειδή το όνομά τους είναι ινδοευρωπαϊκό, οι Δρύοπες θεωρείται ότι ανήκουν στο ινδοευρωπαϊκό τμήμα του προελληνικού φυλετικού υποστρώματος. Αρχικά κατείχαν την περιοχή μεταξύ της Οίτης και του Παρνασσού, περιοχή άνυδρη που ονομαζόταν Δρυοπίς. Θεωρούνταν συγγενείς προς τους Λέλεγες και χαρακτηρίζονταν ως λαός ληστρικός. Oι οικισμοί των Λελέγων και των Δρυόπων διατηρήθηκαν μέχρι τα τέλη της Νεολιθικής εποχής, οπότε εμφανίζονται τα πρώτα ινδοευρωπαϊκά φύλα των καθεαυτό Ελλήνων. Υπό την πίεσή τους, οι Δρύοπες υποτίθεται ότι μετανάστευσαν προς τη νότια Ελλάδα περίπου το 1200 π.Χ. (Παπαμανώλης 1954), αποίκισαν την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Στην Κύθνο μάλιστα υπάρχει ακόμη η κωμόπολη Δρυοπίς, που θεωρείται ότι ιδρύθηκε και πήρε το όνομά της από Δρύοπες που είχαν έρθει από την Εύβοια. Ολόκληρη η Κύθνος αρχικά πήρε την ονομασία Δρυοπίς (Ηρόδ. 8, 46), και στη συνέχεια πήρε τη σημερινή ονομασία της από τον αρχηγό των Δρυόπων, τον Κύθνο. Στην Πελοπόννησο, σύμφωνα με τη μυθολογία, τους παραχωρήθηκε η Ασίνη της Αργολίδας, ενώ οι ίδιοι ίδρυσαν και τη Νεμέα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία (Μεσσηνιακά ΛΔ΄, 9) η μετανάστευση αυτή έγινε κατά την τρίτη γενιά, όταν βασιλιάς τους ήταν ο Φύλας. Και από εκεί, όμως, εκδιώχθηκαν ως σύμμαχοι των Σπαρτιατών, οι οποίοι τους επέτρεψαν να εγκατασταθούν σε μια μεσσηνιακή πόλη την οποία οι Δρύοπες ονόμασαν και πάλι Ασίνη.
Στην Εύβοια οι Δρύοπες εγκαταστάθηκαν, γύρω στο 1200 π.Χ., στο νοτιοανατολικό μισό του νησιού, κυρίως στα Στύρα και στην Κάρυστο. Τα Στύρα είναι ένα χωριό σε απόσταση 30 χλμ. περίπου βορειοδυτικά της Καρύστου και 90 χλμ. περίπου νοτιοανατολικά της Χαλκίδας. Η Κάρυστος είναι χτισμένη σε ένα από τα νοτιότερα σημεία του νησιού, στον μυχό του ομώνυμου όρμου και στη σκιά της Όχης, 120 χλμ. περίπου νοτιοανατολικά της Χαλκίδας. Το μεγαλύτερο βουνό ολόκληρης της νότιας Εύβοιας είναι η Όχη, με ψηλότερη κορυφή της τον Προφήτη Ηλία, ύψους 1.398 μ. Οι πρόποδές του εκτείνονται από το ακρωτήριο Μαντήλι, νότια της Καρύστου, έως το ακρωτήριο Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) στα βόρεια.
Πολύ κοντά στην κορυφή της Όχης, σώζεται σε καλή κατάσταση ένα μεγαλιθικό οικοδόμημα γνωστό ως Σπίτι του Δράκου ή Δρακόσπιτο. Γενικότερα στην Εύβοια, Δράκου Σπίτια ή Δρακόσπιτα ονομάζονται αρχαιότατα ερείπια λίθινων οικοδομημάτων που βρίσκονται συνήθως σε κορυφές και είναι γνωστά στους ντόπιους κατοίκους του νησιού και ως «Ντραγκά» ή «Δραγκά». Ο συνολικός αριθμός των Δρακόσπιτων είναι 23 ή 24, ενώ σύμφωνα με κάποιους ερευνητές ανέρχεται σε 26. Η παρουσία τους περιορίζεται στο νοτιοανατολικό τριτημόριο της Εύβοιας, με περίπου μία δωδεκάδα στην περιοχή γύρω από τα Στύρα. Η παράδοση των ντόπιων θεωρεί ότι τα οικοδομήματα αυτά τα έκτισαν οι δράκοι, ενώ υποστηρίζουν ότι εδώ έμενε ο βασιλιάς των Κυκλώπων. Η εξήγηση είναι απλή: Μόνο γίγαντες, δράκοντες ή Κύκλωπες μπορούσαν να μεταφέρουν αυτούς τους τεράστιους ογκόλιθους (Πολίτης 1904, I, σ. 220-222).
Σήμερα τα Δρακόσπιτα στέκουν ως βουβοί μάρτυρες μιας ξεχωριστής πολιτισμικής περιόδου στην ιστορία της Εύβοιας, με τους Δρύοπες ως τους πλέον πιθανούς κτίστες τους, αν η προσεγγιστική ηλικία τους είναι αυτή που υποδεικνύεται από την παρούσα μελέτη.
Η παλαιότερη αναφορά σε αυτά τα κτίσματα μετά την αρχαιότητα εμφανίζεται στις 21 Οκτωβρίου 1797 και ανήκει στον Βρετανό γεωγράφο και γεωλόγο John Hawkins (1758-1841), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος ερευνητής που ανακάλυψε το Δρακόσπιτο της Όχης και θεώρησε ότι ήταν ένας αρχαίος ναός. Ακολούθησαν οι H.N. Ulrichs (1842) και αρκετοί μεταγενέστεροι, τόσο Έλληνες όσο και ξένοι, όπως ο G. Welcher (1850), ο L. Ross (1851), ο M.J. Girard (1851), ο C. Bursian (1855), ο Θ.Γ. Παπαμανώλης (1954) και άλλοι.
Τρία Δρακόσπιτα κοντά στα Στύρα, γνωστά ως Πάλλη-Λάκκα Ντραγκό, είναι ιδιαίτερα επιβλητικά, αλλά το εντυπωσιακότερο όλων είναι το Δρακόσπιτο της Όχης. Κανένα άλλο δεν παρουσιάζει την τελειότητα της δικής του κατασκευής.
Κάποιοι αρχαιολόγοι, όπως ο H.N. Ulrichs (1842), θεώρησαν τα Δρακόσπιτα ως ιερά της Τελείας Ήρας, της προστάτιδας του γάμου, ενώ άλλοι, όπως ο C. Bursian (1855), ήταν της άποψης ότι αποτελούσαν τόπους λατρείας του Ηρακλή. Αμφότερες αυτές οι απόψεις συνδέουν τα Δρακόσπιτα με τη θεία λατρεία, αποδίδοντάς τους μια καλά ορισμένη θρησκευτική σημασία.
Η θεωρία του ναού υποστηρίχθηκε επίσης από τον Theodor Wiegand (1896: 11-17), «που ήταν ο πρώτος που υπογράμμισε πως το Δρακόσπιτο του όρους Όχη δεν ήταν σε καμιά περίπτωση μυκηναϊκό, παρά την ομοιότητα ανάμεσα στην κατασκευή της οροφής του και στα συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα» (όπως αναφέρεται από τους Carpenter & Boyd, 1977, 1).
Ο Franklin P. Johnson (1925) υπήρξε ο πρώτος που υπέθεσε μια μικρασιατική καταγωγή των δημιουργών τους σημειώνοντας τα κοινά χαρακτηριστικά των Δρακόσπιτων και ορισμένων ακόμα λιγότερο γνωστών δομών στην Καρία. Οι Carpenter και Boyd (1977) επίσης προτιμούν την άποψη για τη θρησκευτική χρήση.
Το 1959 ο καθηγητής Νικόλαος Κ. Μουτσόπουλος πραγματοποίησε μια στατική μελέτη του Δρακόσπιτου της Όχης και έντεκα άλλων τέτοιων κτισμάτων, ενώ ανέσκαψε και τον περιβάλλοντα χώρο (1960 και 1978 έως 1980). Στο εσωτερικό του Δρακόσπιτου της Όχης ανακάλυψε πλήθος αγγείων, ενώ στον εξωτερικό χώρο εντοπίσθηκε αποθέτης, δηλαδή μια υπόγεια κατασκευή εντός της οποίας βρέθηκαν χρηστικά αντικείμενα και οστά ζώων (πιθανά κατάλοιπα τελετουργίας θυσιών), καθώς και όστρακα (θραύσματα αγγείων) με επιγραφές που χρονολογούνται από την προκλασική μέχρι και την ελληνιστική εποχή, καθώς και πήλινοι λύχνοι που φυλάσσονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καρύστου (εικ. 1). Σε ένα όστρακο είναι χαραγμένο και ένα είδος γραφής άγνωστης μέχρι σήμερα. Στο ίδιο μουσείο μπορεί να δει κάποιος και λίγα ευρήματα από τα άλλα Δρακόσπιτα της Καρύστου και των Στύρων. Αυτά τα ευρήματα και η στατική μελέτη της κατασκευής, καθώς και ορισμένες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του όλου οικοδομήματος, έκαναν τον καθηγητή Μουτσόπουλο να αποφανθεί ότι το μεγαλιθικό μνημείο πρέπει να ήταν ναός των Δρυόπων χτισμένος πριν από το 700 π.Χ., ένας ναός όπου λάβαιναν χώρα θυσίες τουλάχιστον από την Aρχαϊκή (προκλασική) εποχή. Ωστόσο, ο ίδιος (Μουτσόπουλος 1992) χρονολογεί τα αγγεία που ανακαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή του Δρακόσπιτου της Όχης στην πρώιμη Eλληνιστική εποχή, τον 3ο ή τον 2ο αιώνα π.Χ. Η ίδια χρονολόγηση προτείνεται από τους Carpenter και Boyd (1977). Βεβαίως, αυτό, όμως, δεν μπορεί να αποκλείσει μία πολύ αρχαιότερη χρονολογία κατασκευής για το ίδιο το κτίσμα.
Οι Carpenter και Boyd (1977) αναφέρουν την ύπαρξη μιας προεξοχής στον εσωτερικό δυτικό τοίχο, την οποία θεώρησαν ως πιθανή ένδειξη για την τέλεση θυσιών, μαζί με ένα άνοιγμα της σκεπής διαμέτρου 50 εκατοστών, ένα είδος πρωτόγονης καμινάδας για τον καπνό από τις θυσίες. Επίσης, επιχειρηματολογούν υπέρ της ύπαρξης βωμού μπροστά από την προεξοχή στο Δρακόσπιτο της Όχης.
Οι Ulrichs (1842) και Bursian (1855) αναφέρουν ανεξάρτητα μία τετράγωνη τραπεζοειδή πλάκα στο εσωτερικό του κτίσματος, πιθανώς για την τοποθέτηση των προσφορών. Ο Μουτσόπουλος ωστόσο γράφει ότι κατά τις ανασκαφές του 1960 δεν βρέθηκαν ούτε η προεξοχή ούτε η τραπεζοειδής πλάκα. Η ομάδα μας επίσης δεν παρατήρησε κάτι παρόμοιο στον εσωτερικό δυτικό τοίχο.
Οι περισσότεροι από τους ερευνητές που μελέτησαν το Δρακόσπιτο της Όχης εστιάζουν την προσοχή τους είτε στον θρησκευτικό χαρακτήρα του κτίσματος (ιερό/ναός της Τελείας Ήρας ή του Ηρακλέους), είτε στην αρχιτεκτονική/αρχαιολογική του σημασία. Οι Carpenter και Boyd σημειώνουν (1977, 1), ως αρχαιολόγοι, ότι αν το Δρακόσπιτο θεωρηθεί ναός, τότε η τοποθέτηση της εισόδου στη μακρά πλευρά και ο περιορισμός των θυσιών στο εσωτερικό του δεν συμφωνούν με τον ελληνικό τρόπο κτισίματος και χρήσεως ενός ναού, αντιστοίχως. Για τον λόγο αυτό καταλήγουν ότι μάλλον ήταν ιερό δούλων από την Καρία ή Λελέγων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας δεν φιλοξενεί Δρακόσπιτα εκτός της νοτιοανατολικής Εύβοιας, αν εξαιρέσουμε κάποιες σαφώς μικρότερες παρόμοιες κατασκευές στη Μάνη ή –κατά τους αρχαιολόγους Carpenter & Boyd, 1977– μία άλλη στον Υμηττό. Ωστόσο, από απόψεως γεωλογικής (υλικό κατασκευής) είναι βέβαιο ότι το κτίσμα του Υμηττού δεν μπορεί να συνδεθεί με το Δρακόσπιτο της Όχης.
Επισκεφθήκαμε την ευρύτερη περιοχή και το Δρακόσπιτο της Όχης, δύο φορές, τόσο κατά την ημέρα της εαρινής ισημερίας, 22 Μαρτίου 2002, όσο και, δύο χρόνια αργότερα, λίγες ημέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο, στις 3 Ιουλίου 2004. Ημερομηνίες χαρακτηριστικές για αστρονομικές μελέτες. Τις προηγούμενες νύχτες, από τις ημερομηνίες που αναφέραμε προηγουμένως, διανυκτερεύσαμε με ίδια μέσα στο μικρό οροπέδιο δίπλα από το εκεί καταφύγιο (που ήταν κλειστό), ούτως ώστε να είναι γρήγορη η προσέγγισή μας στο Δρακόσπιτο της Όχης, γιατί οι μετεωρολογικές συνθήκες στην περιοχή ενίοτε δεν είναι οι κατάλληλες και η αναρρίχηση στην Όχη παρουσιάζει από καιρού εις καιρόν πολλές δυσκολίες (πολλές φορές βρέχει και συνήθως υπάρχει ομίχλη). Η ομάδα μας περιλάμβανε τις ειδικότητες της Αστρονομίας, της Αρχιτεκτονικής, της Γεωλογίας και της Ιστορίας της Επιστήμης προκειμένου να μελετηθεί πολλαπλώς το αρχαίο αυτό μεγαλιθικό μνημείο και ευτυχώς ο καιρός και τις δύο φορές ήταν καλός και κατάλληλος για την έρευνά μας.
Πρωί πρωί, στις 22 Μαρτίου 2002, μελετώντας και ερευνώντας την περιοχή, αλλά και στις 3 Ιουλίου 2004 (επιβεβαιώνοντας τα προηγούμενα στοιχεία), καταγράψαμε την ύπαρξη αρχαίων λατομείων στην πλαγιά του βουνού, από όπου εξάγονταν τα μάρμαρα που εξασφάλιζαν πλούτο στην αρχαία Κάρυστο, την τρίτη μεγάλη πόλη της αρχαίας Εύβοιας μετά τη Χαλκίδα και την Ερέτρια. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές στη βιβλιογραφία, αλλά και δική μας επιβεβαίωση, οι είσοδοι των Δρακόσπιτων «βλέπουν» προς την κατεύθυνση των αρχαίων λατομείων. Στην περιοχή Κύλινδροι, κοντά στην Κάρυστο, υπάρχουν ακόμη εγκαταλελειμμένοι, επιβλητικοί σε μέγεθος, μαρμάρινοι κίονες από την εποχή που λειτουργούσαν τα λατομεία. Εντυπωσιακό είναι το αρχαίο λατομείο κοντά στον Άι-Νικόλα στην περιοχή των Στύρων, καθώς και τα δύο λατομεία της περιοχής των Καψάλων – ένα χωριό 2 χλμ. νοτίως των Στύρων. Η νότια Εύβοια ήταν γνωστή κατά την αρχαιότητα για τα λατομεία της, που αναφέρονται από τον Στράβωνα (Βιβλίο 10 (X), 16). Από το γεγονός αυτό, παρότι τα ίδια τα Δρακόσπιτα δεν είναι κτισμένα από μάρμαρο, κάποιοι ερευνητές υπέθεσαν ότι τα Δρακόσπιτα πιθανότατα να ήταν οι κατοικίες των λατόμων που εργάζονταν στην περιοχή. Ίσως κάποια μικρά σε μέγεθος να ήταν τέτοιες ή να χρησιμοποιήθηκαν και από τους λατόμους, αλλά αυτή η υπόθεση θεωρείται απίθανη για την περίπτωση του επιβλητικού και μεγάλου σε μέγεθος Δρακόσπιτου της Όχης, αφού η θέση του σχεδόν ακριβώς στην κορυφή του βουνού το καθιστά ένα καθόλου πρακτικό καταφύγιο, με δύσκολη πρόσβαση και με αρκετό κρύο και ισχυρούς ανέμους, ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες
Το Δρακόσπιτο της Όχης βρίσκεται σε υψόμετρο 1.386 μ., πάνω σε ένα μικρότατο οροπέδιο που σχηματίζεται ανάμεσα στις δύο κορυφές του βουνού. Η πρόσβαση είναι μάλλον δύσκολη και απαιτεί κάποια ορειβατική ικανότητα, αλλά όχι ειδικές αναρριχητικές δεξιότητες.
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του κτίσματος είναι, σύμφωνα με φορητή συσκευή GPS: πλάτος 38° 03´ 06´´ Βόρειο και μήκος 24° 27´ 10´´ Ανατολικό στο Παγκόσμιο Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς WGS ’84. Η περιοχή των κορυφών είναι γυμνή από βλάστηση και απόκρημνη. Το αρχαίο κτίσμα είναι ένα κατά προσέγγιση ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο κατασκευασμένο από μεγάλους λαξευμένους λίθους που ζυγίζουν έως και 10 τόνους ο καθένας. Η επιμελημένη συναρμογή αυτών των λίθων και η συνολική ποιότητα της κατασκευής εντυπωσιάζουν. Μετρήσαμε προσεκτικά όλες τις κύριες διαστάσεις του κτίσματος. Ο μεγαλύτερος λαξευμένος λίθος έχει διαστάσεις 4×2×0,4 μ. Αυτοί οι λίθοι φαίνεται να έχουν εξαχθεί από την ίδια περιοχή. Από γεωλογικής πλευράς είναι «αμφιβολίτες», ένα πέτρωμα αποτελούμενο από πυριτικά ορυκτά. Παρατηρώντας από την εσωτερική πλευρά, μπορέσαμε να βεβαιώσουμε την πολύ καλή κατάσταση στην οποία διατηρούνται οι τοιχοποιίες. Η γερή κατασκευή, η ασφάλεια που προσέφερε το μεγαλιθικό αυτό μνημείο, αλλά και η επιβλητικότητά του έκαναν τους ανθρώπους να το θεωρούν έργο υπερφυσικών γιγαντόσωμων ανθρώπων τεράστιας μυικής δύναμης, δρακόντων ή των Κυκλώπων. Οι ογκόλιθοι έχουν λαξευτεί ορθογώνια και έχουν ταιριαχτεί άριστα ο ένας με τον άλλον κατά το ισόδομο σύστημα. Είναι εντυπωσιακή η τέλεια ευθυγράμμιση της μεγαλιθικής τοιχοποιίας, ενώ δεν έχει χρησιμοποιηθεί κανενός είδους συνδετικό υλικό (δόμηση «εν ξηρώ»).
Η είσοδος του Δρακόσπιτου, που φαίνεται στην εικόνα 2 (Πύλη Εισόδου), αποτελείται από τρεις μεγάλες πέτρες (το «τρίλιθον»), σχήματος κεφαλαίου γράμματος Π, με υπέρθυρο διαστάσεων 1,20 μ. μήκος, 2,30 μ. πλάτος και 20 εκ. πάχος. Το «Π» είναι ένα κοινό εξέχον γνώρισμα όλων των Δρακόσπιτων. Επιπλέον, τα τρία «σπίτια» του Πάλλη-Λάκκα Ντραγκό σχηματίζουν ως σύνολο ένα παρόμοιο σχήμα Π όπως φαίνονται από ψηλά. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι τουλάχιστον η είσοδος του Δρακόσπιτου της Όχης φέρει κάποια ομοιότητα με τα «ντολμέν» των ακτών του Ατλαντικού. Τα κυκλικά ντολμέν με διάδρομο στη Βρετάνη και το Poitou χρονολογούνται από τα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. (όπως και η «Τράπεζα» στο Locmarie) ή στις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ.
Το υπέρθυρο βρίσκεται σε ύψος 2 μ. από το έδαφος. Το πάχος των τοίχων είναι παντού ίσο ή μεγαλύτερο του 1,40 μ. (για σύγκριση, ένα μέλος της τριάδας που αποτελεί το Πάλλη-Λάκκα Ντραγκό έχει μέσο πάχος τοίχων 1,17 μ., και ένα άλλο 1,05 μ.). Το εσωτερικό του κτίσματος της Όχης είναι μία μόνο αίθουσα με μήκος 9,80 μ. και πλάτος 4,90 μ. (Μέλος 1 του Πάλλη-Λάκκα Ντραγκό: 10,85 με 3,80 με 9,90 με 4,05 μ. Μέλος 2: όλοι οι τοίχοι με μήκος περί τα 4 μ.), δηλαδή αναλογία 2:1 και με εσωτερικό χώρο περί τα 48 τ.μ. Το ύψος των τοίχων είναι 3,45 μ., ενώ το ύψος του κτίσματος περί τα 4,5 μ. Ο μόνος τοίχος με παράθυρα είναι ο νότιος, όπου υπάρχουν δύο μικρά ανοίγματα πλάτους 40 εκ. περίπου, ανά ένα σε κάθε πλευρά του ανοίγματος της πόρτας, τα οποία αφήνουν λίγο φως να μπει στο εσωτερικό.
Η μέθοδος κατασκευής του όλου κτίσματος έχει επιλύσει σοβαρά προβλήματα στατικής. Η κατασκευή της στέγης ακολουθεί το εκφορικό σύστημα στήριξης και στις τέσσερις πλευρές και όχι μόνο στις δύο όπως στις μεγαλιθικές δομές των Μυκηνών. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται αφενός μεν επακριβής υπολογισμός, αφετέρου δε καλοί τεχνίτες! Αρχικά, πάνω στον ογκώδη τοίχο τοποθετείται μια αρκετά μεγάλη πλάκα σχιστόλιθου, η οποία πρέπει να εξέχει λίγο προς το εσωτερικό της αίθουσας. Αμέσως μετά, πάνω στην πρώτη πλάκα τοποθετείται μια δεύτερη που εξέχει προς το εσωτερικό λίγο περισσότερο από την πρώτη και στη συνέχεια πάνω στη δεύτερη τοποθετείται μια τρίτη πλάκα, η οποία με τη σειρά της εξέχει ακόμη περισσότερο και ούτω καθεξής μέχρι οι τελευταίες πλάκες που στηρίζονται στον έναν τοίχο να συναντήσουν τις αντίστοιχες πλάκες που έχουν ξεκινήσει από τον ακριβώς απέναντι τοίχο. Η στατική μελέτη πρέπει να είναι επακριβής, διότι αν δεν υπολογιστούν σωστά τα βάρη των επίπεδων πλακών, το κέντρο βάρους της όλης κατασκευής θα βρεθεί εκτός βάσεως στήριξης, δηλαδή των τοίχων, και η στέγη θα καταρρεύσει. Ορθώς σκεπτόμενοι οι άγνωστοι κατασκευαστές του πανάρχαιου αυτού οικοδομήματος, εκτός από πολύ παχείς τοίχους, χρησιμοποίησαν και μεγάλους ογκόλιθους ως αντίβαρα πάνω από τις πλάκες στο έξω τμήμα τους. Επίσης, οι πλάκες δεν είναι οριζόντιες, αλλά ελαφρώς κεκλιμένες για την αποστράγγιση των υδάτων της βροχής (εικ. 3: το Δρακόσπιτο της Όχης).
Τα μήκη των εξωτερικών τοίχων είναι: 12,60 μ. (βόρειος και νότιος), 7,75 μ. (ανατολικός και δυτικός). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ακρίβεια των μετρήσεων δεν μπορεί να είναι καλύτερη από περίπου ±5 εκ., που είναι μια εύλογη απόκλιση λόγω του είδους της κατασκευής και της τραχιάς υφής της ξηρολιθοδομής. Η δομή θα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω ως προς τις μαθηματικές αναλογίες της, αφού ο λόγος του μήκους προς το πλάτος (1,625) είναι πολύ κοντά στη «χρυσή τομή ή θεία αναλογία» Φ ≈ 1,618:1, μια αναλογία που εμφανίζεται κατά την κλασική εποχή κυρίως σε κάθετο επίπεδο για να αυξήσει την αισθητική αρτιότητα. Ο Πλάτων θεωρούσε ότι ο αριθμός Φ βρίσκεται σε υπερουράνιο τόπο.
Κατά την επίσκεψη της 3ης Ιουλίου 2004 έγιναν μετρήσεις της γωνίας ανάμεσα στον βόρειο τοίχο και το αζιμούθιο του Ήλιου κατά τη δύση. Το ηλιοβασίλεμα είναι ορατό από τη βόρεια πλευρά του κτίσματος κατά τις εβδομάδες πριν και μετά το θερινό ηλιοστάσιο και ορατό από τη νότια πλευρά κατά την εποχή της εαρινής ισημερίας: το ύψος του φυσικού ορίζοντα όπως αυτός φαίνεται από τη βορειοανατολική γωνία του κτίσματος είναι πρακτικά μηδέν, δηλαδή ο φυσικός ορίζοντας από το σημείο αυτό συμπίπτει με τον μαθηματικό ορίζοντα στο αζιμούθιο του ηλιοβασιλέματος της 3ης Ιουλίου. Η κατάσταση είναι η ίδια με το νότιο τοίχο, καθώς η Σελήνη φαίνεται να ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα από τη νοτιοδυτική γωνία. Επομένως ήταν δυνατός ο υπολογισμός των γωνιών μεταξύ των γραμμών των τοίχων και των αζιμουθίων δύσεως και ανατολής μετρώντας απλώς τα μήκη (AS) και (CR) αντιστοίχως στο διάγραμμα της εικόνας 4, χρησιμοποιώντας το μήκος των μακρύτερων τοίχων.
Επειδή (AS) = 1,45 ± 0,01 μ. και (AB) = 12,70 ± 0,04 μ., η γωνία θS = 6° 31´± 5´ (εξαιτίας και πάλι της δομής και υφής των τοίχων το σφάλμα των γωνιών που υπολογίσθηκαν είναι περίπου 5 λεπτά του τόξου). Συνεπώς, το αζιμούθιο του βόρειου τοίχου υπολογίσθηκε σε 293° 25´ ± 5´, ή 113° 25´ ± 5´ προς την ανατολή, καθώς το αζιμούθιο του Ήλιου που δύει, ανακτημένο από το αστρονομικό πρόγραμμα Cartes du Ciel 2.75, ήταν 299° 56´ για τη συγκεκριμένη ημερομηνία και το γεωγραφικό στίγμα. Οι επιδράσεις από την ατμοσφαιρική διάθλαση και το υψόμετρο λήφθηκαν υπόψη. Η εικόνα 5 δείχνει τα αζιμούθια που υπολογίστηκαν.
Για τον νότιο τοίχο έχουμε (CR) = 0,88 ± 0,01 μ., έτσι η γωνία θM ισούται με 3° 59´ ± 5´. Επομένως το αζιμούθιο του νότιου τοίχου προς τα ανατολικά υπολογίσθηκε σε 113° 09´, καθώς το αζιμούθιο της ανατέλλουσας Σελήνης από το Cartes du Ciel 2.75 ήταν 117° 08´ για τη συγκεκριμένη ημερομηνία και γεωγραφικό στίγμα. Αυτό δίνει μια διαφορά μόλις 16 λεπτών της μοίρας από το αζιμούθιο του βόρειου τοίχου.
Τριγωνομετρικοί υπολογισμοί βασισμένοι στα μετρηθέντα μήκη των τοίχων έδωσαν τη βορειοδυτική γωνία του κτίσματος ίση με 94° 27´, τη νοτιοδυτική γωνία ίση με 85° 17´, τη νοτιοανατολική γωνία ίση με 95° 29´ και τη βορειοανατολική γωνία ίση με 84° 47´. Το μήκος της εξωτερικής διαγωνίου ΝΑ-ΒΔ είναι 14,25 μέτρα.
Η συνήθεια να δίνεται αστρονομικός προσανατολισμός (δηλαδή ευθυγράμμιση με κάποιο ουράνιο γεγονός, όπως η ανατολή του Ήλιου ή άλλου ουράνιου σώματος) σε θρησκευτικά κτήρια είναι κοινή στην Ελλάδα, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον Μεσαίωνα, με την ανατολή και δύση του Ήλιου σε ορισμένες ημερομηνίες να κυριαρχούν (Pantazis et al. 2004, 79). Μετά τον αποκλεισμό της ηλιακής δύσεως και ανατολής κατά τα ηλιοστάσια και τις ισημερίες, μια προφανής πρώτη επιλογή για το Δρακόσπιτο της Όχης ήταν να ελέγξουμε για πιθανές αστρονομικές ευθυγραμμίσεις με τους λαμπρότερους αστέρες και ιδιαίτερα τον Σείριο, αφού ο προσανατολισμός προς τα νοτιοανατολικά ήταν ισχυρό στοιχείο. Πραγματικά, χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα Cartes du Ciel 2.75 ανακαλύψαμε μία ευθυγράμμιση με την ανατολή του Σείριου, που είναι ο λαμπρότερος αστέρας του νυκτερινού ουρανού και το λαμπρότερο άστρο του αστερισμού του Μεγάλου Κυνός (α CMa), για τον νότιο τοίχο που αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο 1060 π.Χ.±30 έτη, και για τον βόρειο τοίχο 1150 π.Χ.±30 έτη, με τον μέσο όρο για τους δύο τοίχους το 1090 π.Χ. (οι αβεβαιότητες αντιστοιχούν περίπου στο σφάλμα μετρήσεων των 5´ που προαναφέρθηκε). Η χρονολόγηση της κατασκευής του Δρακόσπιτου σε εκείνη την περίοδο δεν έρχεται σε αντίθεση με παλαιότερες αρχαιολογικές χρονολογήσεις βασισμένες σε τέχνεργα ανακαλυφθέντα στο εσωτερικό του, που, σύμφωνα με τον Μουτσόπουλο (1960) χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα π.Χ.
Μια πιο πεζή εξήγηση για τον προορισμό του Δρακόσπιτου της Όχης θα μπορούσε να είναι κατά την άποψή μας ότι ως κτίσμα του 4ου αιώνα π.Χ. θα ήταν ίσως ένα παρατηρητήριο ή φυλάκιο (σκοπιά) και κατοικία του παρατηρητή, ο οποίος από το ύψος αυτό θα παρατηρούσε το Αιγαίο και θα ειδοποιούσε με σήματα φωτιάς ή καπνού (φρυκτωρία) τη διοίκηση της πόλης για ό,τι έβλεπε. Ωστόσο, ένα τέτοιο κτίσμα με πλάτος μεγαλύτερο από το ύψος του φαίνεται απίθανο σε εμάς να έχει κτισθεί ως φυλάκιο/σκοπιά («βίγλα»). Πιθανότερη είναι η υπόθεση του ναού της Ήρας που ταυτόχρονα θα ήταν ένα «παρατηρητήριο των ουρανών», ένα αρχαίο αστεροσκοπείο. Η άποψη του θρησκευτικού κτίσματος έχει υποστηριχθεί, εκτός από τον καθηγητή Ν.Κ. Μουτσόπουλο (1960, 1978-80, 1992), από τους A. Baumeister (1864), J. Girard (1851) και C. Bursian (1855).
Είναι γνωστό ότι πολλά μεγαλιθικά μνημεία στην Ευρώπη είχαν κτισθεί για αυτόν τον σκοπό. Στην περίπτωση του Δρακόσπιτου της Όχης, ένα αρχιτεκτονικό-κατασκευαστικό στοιχείο που υποστηρίζει αυτή την άποψη είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος του μήκους προς το πλάτος στην περίπτωση των εξωτερικών τοίχων. Αυτός ο λόγος, 1,625 προς 1, είναι πολύ κοντά στη «χρυσή αναλογία» Φ ≈ 1,618:1, ένας λόγος που εμφανίζεται κατά την κλασική εποχή κυρίως σε κάθετο επίπεδο. Ποια θα μπορούσε να είναι η σημασία της «χρυσής αναλογίας» σε ένα οριζόντιο επίπεδο, δηλαδή να αντικρίζει τον ουρανό;
Επιπλέον, εάν το Δρακόσπιτο ήταν πράγματι αφιερωμένο στη θεά Ήρα, πράγμα πολύ πιθανό, αυτό οδηγεί σε ορισμένους ενδιαφέροντες συνειρμούς: Οι συνεχείς έριδες της θεάς με τον σύζυγό της Δία κατά την ελληνική μυθολογία γέννησαν την άποψη ότι η Ήρα ήταν η μυθική προσωποποίηση των ουράνιων/ατμοσφαιρικών διαταραχών. Η άποψη αυτή συνδέει την Ήρα με τα ουράνια φαινόμενα, σε αντιδιαστολή με την άλλη άποψη που θεωρεί τη θεά προστάτιδα του γάμου και της γης. Σε συμφωνία με την πρώτη άποψη, υποθέτουμε ότι το λεγόμενο Δρακόσπιτο της Όχης δεν ήταν απλώς ένα μέρος λατρείας, αλλά και ένα προελληνικό αστεροσκοπείο, ένα παρατηρητήριο των άστρων και των ουράνιων φαινομένων. Κατά συνέπεια, προτείνουμε στους αρχαιολόγους και στους ιστορικούς να ερευνήσουν προσεκτικά αυτή τη δυνατότητα.
Μία άλλη επιχειρηματολογία προέρχεται από την ετυμολογία. Η αρχαία λέξη δράκων αποτελεί παρετυμολογία από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής δέρκομαι, το οποίο σημαίνει «βλέπω καθαρά, παρατηρώ». Πραγματικά, οι χρόνοι του ρήματος αυτού είναι: δέρκομαι, εδρακόμην, δρέξομαι, έδρακον, δέδορκα, εδεδόρκην. Σημειώνουμε ότι η ρίζα του αορίστου (δρακ-) μας δίνει τη λέξη «δράκων», που έτσι στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «αυτός που παρατηρεί»! Δράκων είναι το πλάσμα με εξαιρετική όραση… Επομένως, το όνομα «Δρακόσπιτο» αποτελεί παρετυμολόγηση και μία ουσιαστική χρήση αυτών των μεγαλιθικών μνημείων, όπως υποδεικνύεται από την αρχαιοελληνική σημασία του ρήματος δέρκομαι, ήταν αυτή του παρατηρητηρίου – και στην αγγλική και γαλλική γλώσσα observatory/observatoire από «παρατηρητήριο» κατέληξε να σημαίνει (κυρίως) «αστεροσκοπείο»: Τα Δρακόσπιτα λοιπόν είτε ήταν φυλάκια (σκοπιές) που παρατηρούσαν το Αιγαίο Πέλαγος, είτε αστεροσκοπεία – παρατηρητήρια δηλαδή των ουράνιων φαινομένων και σωμάτων. Αυτό φαίνεται να ισχύει ιδιαίτερα για το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο κτίσμα, το Δρακόσπιτο της Όχης.
Στην παρούσα εργασία αναπτύχθηκαν επιχειρήματα υπέρ μιας θρησκευτικής και/ή αστρονομικής λειτουργίας για το Δρακόσπιτο της Όχης. Οποιεσδήποτε και αν είναι οι σωστές απαντήσεις, η διασπορά και η ποικιλία αυτών των μεγαλιθικών μνημείων συνιστούν ενδείξεις μιας ορισμένης συνέχειας στην κατασκευή «κυκλώπειων» δομών. Η χρήση μονολίθων και ο εξαιρετικός τρόπος συναρμογής τους αποτελούν μια αρχιτεκτονική και μηχανική πρόκληση.
Η μοναδικότητα του Δρακόσπιτου της Όχης είναι μία πρόκληση για να ερευνηθούν και τα υπόλοιπα 23 ή 24 κτίσματα προκειμένου να διαπιστωθεί αν η κατασκευή τους υπακούει στους ίδιους μαθηματικούς ή αστρονομικούς κανόνες. Από οικήματα δρακόντων και γιγάντων ή ανάκτορα των βασιλέων των Κυκλώπων, εγκαταλείφθηκαν ή μετατράπηκαν σε στάνες και κατοικίες βοσκών κατά τους τελευταίους αιώνες. Η υπόθεσή μας για την πιθανή αστρονομική χρήση ενός τουλάχιστον μέλους της ομάδας των Δρακόσπιτων θα μπορούσε να προσδώσει στο εξής μία νέα κατεύθυνση στην παραπέρα έρευνα, πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν αυτές οι μεγαλιθικές κατασκευές από καθαρώς αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής πλευράς.
Ευχαριστούμε το Αρχαιολογικό Μουσείο της Καρύστου που μας επέτρεψε τη φωτογράφηση των πήλινων λύχνων από το Δρακόσπιτο της Όχης.
Στράτος Θεοδοσίου (1), Βασίλειος Ν. Μανιμάνης (1), Μάρκος Κατσιώτης (2) και Δημήτρης Παπανικολάου (3)
1. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Φυσικής, Τομέας Αστροφυσικής-Αστρονομίας και Μηχανικής
2. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
3. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Τομέας Δυναμικής, Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας